Καβαλερία Ρουστικάνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καβαλερία ρουστικάνα

Λεπτομέρεια από μια εικόνα σε μια πρώιμη έκδοση του ομώνυμου διηγήματος του Τζιοβάνι Βέργκα, γύρω στο 1880
Πρωτότυπος τίτλος Cavalleria Rusticana
Γλώσσα πρωτοτύπου Ιταλική
Μουσικό ρεύμα Βερισμός
Μουσική Πιέτρο Μασκάνι
Λιμπρέτο Τζ. Ταρτζιόνι-Τοτσέτι
Γκουΐντο Μενάσι
Λογοτεχνική πηγή Cavalleria Rusticana του Τζοβάννι Βέργκα
Πράξεις μία
Πρεμιέρα 17 Μαρτίου 1890
Θέατρο Θέατρο Κοστάντσι, Ρώμη
Ρόλοι

Σαντούτσα, νεαρή χωριατοπούλα (υψίφωνος)
Τουρίντου, νεαρός χωρικός (τενόρος)
Λουτσία, μητέρα του Τουρίντου (κοντράλτο)
Άλφιο, αγωγιάτης (βαρύτονος)
Λόλα, σύζυγος του Άλφιο (μεσόφωνος)
Εκκλησίασμα, χωρικοί (χορωδία)

Η Καβαλερία ρουστικάνα (πρωτ. τίτλος Cavalleria Rusticana, σε ελεύθερη μετάφραση Αγροτική ιπποσύνη) είναι μονόπρακτη όπερα του 1889, σε μουσική του Πιέτρο Μασκάνι. Βασίζεται στο ομώνυμο διήγημα του Τζοβάννι Βέργκα, όπως αυτό διασκευάστηκε σε λιμπρέτο από τους Τζιοβάνι Ταρτζιόνι-Τοτσέτι και Γκουΐντο Μενάσι. Αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του βερισμού, δηλ. της ρεαλιστικής όπερας που άνθισε στην Ιταλία κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.

Ιστορία της σύνθεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν την Καβαλερία Ρουστικάνα, ο Μασκάνι ήταν ένας άσημος νεαρός μουσικός. Είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει δύο όπερες, όταν έμαθε για το διαγωνισμό νέων ταλέντων του μιλανέζικου εκδοτικού οίκου Casa Sonzogno: οι υποψήφιοι καλούνταν να καταθέσουν μια μονόπρακτη όπερα και οι τρεις καλύτερες θα παρουσιάζονταν στη Ρώμη με έξοδα του διοργανωτή. Ζήτησε λοιπόν από το φίλο του Ταρτζιόνι-Τοτσέτι, ποιητή και καθηγητή Λογοτεχνίας στη Ναυτική Ακαδημία του Λιβόρνο, να βρει μια σύντομη ιστορία και να την μετατρέψει σε λιμπρέτο. Αυτός επέλεξε την Καβαλερία Ρουστικάνα του Βέργκα και ξεκίνησε τη διασκευή, βοηθούμενος από το συνάδελφό του Μενάσι.

Τα χρονικά περιθώρια ήταν ασφυκτικά (ο Μασκάνι πληροφορήθηκε το διαγωνισμό μόλις δύο μήνες πριν τη λήξη του) και οι δημιουργοί αναγκάστηκαν να δουλεύουν εκ παραλλήλου, πράγμα ασυνήθιστο. Οι δύο καθηγητές έστελναν στο Μασκάνι το λιμπρέτο τμηματικά, συχνά γραμμένο στην πίσω μεριά κάποιας αναμνηστικής κάρτας, και αυτός συνέθετε τη μελωδία κομμάτι-κομμάτι, ενίοτε χωρίς να γνωρίζει πώς ακριβώς θα είναι η συνέχεια. Τελικά το έργο ολοκληρώθηκε την τελευταία στιγμή και υποβλήθηκε στην κριτική επιτροπή με τη λήξη της προθεσμίας. Παρόλα αυτά κατάφερε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε 72 ακόμα όπερες και πήρε το δρόμο για το φημισμένο Τεάτρο Κονστάντσι της Ρώμης.

Η πρεμιέρα έλαβε χώρα το Μάιο του 1890 και ήταν θριαμβευτική - λέγεται πως το κοινό καλούσε με τα χειροκροτήματά του όλο το βράδυ το Μασκάνι στη σκηνή για να τον αποθεώσει. Με την πρώτη του προσπάθεια, ο μόλις 26 ετών συνθέτης μπήκε στο πάνθεον της ιταλικής όπερας, έστω κι εάν στη συνέχεια δεν μπόρεσε να επαναλάβει το κατόρθωμα με ένα έργο αντίστοιχης αξίας. Μέχρι σήμερα, η Καβαλερία Ρουστικάνα είναι μια από τις πλέον πολυπαιγμένες όπερες παγκοσμίως.

Σύνοψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο νεαρός Τουρίντου επιστρέφει από τη στρατιωτική του θητεία και βρίσκει την αγαπημένη του Λόλα παντρεμένη με τον πλούσιο Άλφιο. Για να την εκδικηθεί, συνάπτει δεσμό με τη Σαντούτσα. Παρακινημένη από τη ζήλεια η Λόλα επιστρέφει στην αγκαλιά του, χωρίς κανείς απ' τους δύο να διακόψει την προηγούμενη σχέση του.

Στο σημείο αυτό ξεκινά η πλοκή του έργου, με τους χωρικούς να συγκεντρώνονται στην πλατεία για να εορτάσουν την Ανάσταση. Εκεί, απέναντι από την εκκλησία, βρίσκεται η ταβέρνα της Λουτσία - μητέρας του Τουρίντου. Ενώ όμως το χωριό ασχολείται με τη σπουδαία ημέρα, η Σαντούτσα βασανίζεται από φοβερές έγνοιες: υποψιάζεται πως ο Τουρίντου την απατά με τη Λόλα. Ξεκινά να εκμυστηρεύεται τις αγωνίες της στη Λουτσία, αλλά η συζήτηση διακόπτεται από τον Άλφιο, ο οποίος φτάνει στην ταβέρνα και ζητά κρασί. Η Λουτσία απαντά ότι δεν έχει, αλλά περιμένει τον Τουρίντου που έχει φύγει από νωρίς για να φέρει προμήθειες απ' το Φρανκοφόντε. Τότε ο Άλφιο παρατηρεί πως τον είδε τα ξημερώματα κοντά στο σπίτι του.

Ο Άλφιο φεύγει και οι δύο γυναίκες βγαίνουν στην πλατεία, όπου συνεχίζουν τη συζήτηση. Η Σαντούτσα υποστηρίζει ότι τα λόγια του Άλφιο δικαιώνουν τις υποψίες της, όμως η Λουτσία αρνείται να πιστέψει τέτοια φοβερά πράγματα για το γιο της και μπαίνει στην εκκλησία για τη λειτουργία. Η Σαντούτσα παραμένει έξω - της έχει επιβληθεί ακοινωνησία επειδή πλαγιάζει με τον Τουρίντου χωρίς να είναι παντρεμένη.

Ο Τουρίντου φτάνει στην πλατεία και η Σαντούτσα του επιτίθεται, λέγοντας πως ξέρει τι έκανε όσο έλειπε δήθεν στο Φρανκοφόντε. Λίγο αργότερα περνά μπροστά τους η Λόλα, ενώ πηγαίνει προς την εκκλησία. Ο Τουρίντου κινείται κι αυτός προς το ναό, πίσω της. Η Σαντούτσα τον ικετεύει να μείνει μαζί της, αλλά αυτός την πετά στο χώμα και μπαίνει μέσα.

Σύντομα η Σαντούτσα παίρνει την εκδίκησή της, ενημερώνοντας τον Άλφιο για την παράνομη σχέση των συντρόφων τους. Σχεδόν αμέσως θα μετανιώσει, αλλά πια η αποκάλυψή της έχει πυροδοτήσει τραγικά αποτελέσματα: όταν τελειώνει η λειτουργία και το εκκλησίασμα μαζεύεται στην ταβέρνα, ο Άλφιο ξεμοναχιάζει τον Τουρίντου και τον προκαλεί σε μυστική μονομαχία. Ο αντίζηλος τον αγκαλιάζει και του δαγκώνει δυνατά το αυτί - σύμφωνα με τη σικελικό κώδικα τιμής αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο αποδέχεται τη μονομαχία, αλλά απαιτεί να είναι μέχρι θανάτου.

Ο Άλφιο φεύγει απ' την ταβέρνα. Τον ακολουθεί μετά από λίγο ο Τουρίντου, προφασιζόμενος ότι θέλει να πάρει λίγο αέρα. Ταυτόχρονα όμως προετοιμάζει τη μητέρα του για τα μελλούμενα, ζητώντας της να γίνει καλή μητέρα για τη Σαντούτσα, εάν του συμβεί κάτι κακό. Μεσολαβούν κάποιες στιγμές. Η Λουτσία περιπλανιέται ανήσυχη έξω από το σπίτι της, δακρυσμένη. Η Σαντούτσα την πλησιάζει και την αγκαλιάζει, ενώ οι χωρικοί ξαναμαζεύονται στην πλατεία. Φωνές ακούγονται από μακριά και κάποια φωνάζει «Σκότωσαν τον Τουρίντου». Οι δύο γυναίκες καταρρέουν.

Μεταφορά στον κινηματογράφο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως μία από τις δημοφιλέστερες όπερες, η Καβαλερία Ρουστικάνα έχει μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο. Ξεχωρίζουν οι ταινίες Fatal Desire (Μοιραία Επιθυμία) του 1953, με το νεαρό πρωταγωνιστή Άντονι Κουίν να «ντουμπλάρεται» στα τραγούδια από τον Τίτο Γκόμπι, και Καβαλερία Ρουστικάνα του Φράνκο Τζεφφιρέλλι (1982) με πρωταγωνιστή τον Πλάθιντο Ντομίνγκο.

Μουσικές από την όπερα έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί ως ηχητική υπόκρουση σε ταινίες με αποκορύφωμα το Νονό ΙΙΙ, όπου μια παράσταση της Καβαλερία Ρουστικάνα γίνεται το φυσικό σκηνικό, εντός του οποίου η Κόζα Νόστρα λύνει τους λογαριασμούς της με την οικογένεια Κορλεόνε.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]