Ιστορία του κόσμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για τη βιολογική εξέλιξη του ανθρώπου, δείτε: Ανθρώπινη εξέλιξη. Για τον επιστημονικό κλάδο μελέτης, δείτε: Παγκόσμια ιστορία (ακαδημαϊκός τομέας).
Ιστορία του δυτικού κόσμου
Προϊστορία
Παλαιολιθική (2.5 εκ. - 10000 π.Χ.)
Μεσολιθική (10000 - 7000 π.Χ.)
Νεολιθική (7000 - 3500 π.Χ.)
Χαλκολιθική (3500 - 1500 π.Χ.)
Εποχή του Χαλκού (2000 - 1000 π.Χ.)
Εποχή του Σιδήρου (1600 - 600 π.Χ.)
Αρχαία Ιστορία
Αρχαϊκή (10ος - 7ος αιώνας π.Χ.)
Κλασική (7ος - 4ος αιώνας π.Χ.)
Ύστερη (3ος αι. π.Χ. - 5ος αι. μ.Χ.)
Μεσαίωνας
Πρώιμος (6ος - 10ος αιώνας)
Ώριμος (10ος - 13ος αιώνας)
Ύστερος (14ος - 15ος αιώνας)
Νεότερη ιστορία
Πρώιμη νεότερη περίοδος (14ος - 16ος αιώνας)
Νεότερη Εποχή (17ος - 19ος αιώνας)
Σύγχρονη ιστορία
20ός αιώνας
21ος αιώνας

Η ιστορία του κόσμου ή παγκόσμια ιστορία είναι το χρονικό της ανθρωπότητας, η εξιστόρηση της μακραίωνης πορείας του ανθρώπινου είδους στον πλανήτη Γη, από την εμφάνιση των πρώτων ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων έως και σήμερα. Είναι ξεχωριστή από την ιστορία της Γης και την ιστορία του Σύμπαντος, των οποίων αποτελεί μόνο μια χρονικά αμελητέα και ελάχιστη ποσότητα, και ασχολείται με τη μελέτη των αρχαιολογικών ευρημάτων και των γραπτών χρονικών του παρελθόντος.

Εισαγωγικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμφάνιση των πρώτων σύγχρονων ανθρώπων ξεκινά την Παλαιολιθική εποχή, πριν από 200.000 έτη, και η εξάπλωσή τους σχεδόν σε όλο τον πλανήτη έως 10.000 έτη πριν, ως νομάδες κυνηγοί-συλλέκτες. Το τέλος της Εποχής των Παγετώνων φέρνει τη Νεολιθική εποχή και τη Νεολιθική επανάσταση -μεταξύ του 8000 και 5000 π.Χ.- στις εύκρατες περιοχές της Μεσοποταμίας, Φοινίκης και Αιγύπτου. Η περίοδος αυτή επέφερε μια ριζική αλλαγή στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς οι άνθρωποι πλέον ξεκίνησαν τη συστηματική γεωργία και κτηνοτροφία[1][2][3], και με την εξασφάλιση της τροφής τους οι κοινωνίες αναπτύχθηκαν σε μέγεθος και επεκτάθηκαν γεωγραφικά. Η ολοένα αυξανόμενη περιπλοκότητα των ανθρώπινων κοινωνιών οδήγησε στην ανάγκη για καταγραφή και οργάνωση των πληροφοριών, με τη χρήση συστημάτων γραφής και λογιστικής,[4] ενώ πολλές πόλεις ιδρύθηκαν στις όχθες λιμνών και ποταμών, με τις πρώτες να έχουν ιδρυθεί ήδη από το 3000 π.Χ. στη Μεσοποταμία[5].

Με τις αρχαίες κοινωνίες να ακμάζουν και να αποκτούν όλο και περισσότερη γνώση για τον κόσμο γύρω τους, υπήρξε μια σειρά από επιστημονικές ανακαλύψεις, μεγάλες αυτοκρατορίες, φιλοσοφικά κινήματα, γλώσσες, θρησκείες και κοινωνικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν στην πάροδο του χρόνου, που δημιουργούν την ανάγκη για μια κατηγοριοποίηση της ιστορίας σε χρονικά τμήματα που παρουσιάζουν μια ομοιογένεια συνθηκών και γεγονότων. Η ιστορία του Παλαιού Κόσμου συχνά διαιρείται στην Αρχαία ιστορία, τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό της πρώιμης Νεότερης ιστορίας, τη Βιομηχανική Επανάσταση της ύστερης Νεότερης, και τη Σύγχρονη ιστορία του 20ου και 21ου αιώνα[6][7][8].

Πέρα από την Ευρωπαϊκή ήπειρο, σε μέρη όπως η αρχαία Κίνα[9], η αρχαία Ινδία, και ο Νέος Κόσμος της ηπείρου της Αμερικής, οι ιστορικές εξελίξεις κύλισαν διαφορετικά και με πιο αργούς ρυθμούς, στα τέλη του 18ου αιώνα όμως, μέσω των εκτεταμένων εμπορικών συναλλαγών και την ίδρυση αποικιών παγκοσμίως από τα Ευρωπαϊκά κυρίως κράτη, τα χαρακτηριστικά των περισσότερων πολιτισμών αναμείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό, οδηγώντας σε μια παγκοσμιοποίηση, αρνητικές εκφάνσεις της οποίας αργότερα υπήρξαν ο Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, καθώς και ο Ψυχρός Πόλεμος κατά το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου μισού.

Στις απαρχές του 21ου αιώνα ο ρυθμός ανάπτυξης του πληθυσμού, της γνώσης, της τεχνολογίας, του εμπορίου, της καταστροφικής ισχύος των πολεμικών εξοπλισμών και της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης έχει επιταχυνθεί ιδιαίτερα και σε συνδυασμό με την Ψηφιακή Επανάσταση και την Εποχή της Πληροφορίας δημιουργεί τις αντίστοιχες μεγάλες ευκαιρίες, αλλά και τις σοβαρές απειλές με τις οποίες είναι αντιμέτωπο το ανθρώπινο είδος.

Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συγκριτικό σχεδιάγραμμα γεγονότων από την εμφάνιση των πρώτων μορφών ζωής έως σήμερα

Για την καλύτερη κατανόηση της ταυτότητας του ανθρώπου ως είδος, τις περιβαλλοντικές συνθήκες που καθόρισαν τις τύχες του, καθώς και τη συνύπαρξη του με τις άλλες μορφές ζωής, χρειάζεται μια σύντομη εισαγωγή στη ζωή που προϋπήρχε του ανθρώπου και το πως εξελίχθηκε ο άνθρωπος μέσω αυτής. Επιπλέον, ανακαλύψεις όπως αυτές της κατασκευής πέτρινων εργαλείων και της χρήσης της φωτιάς, εφευρέθηκαν από παλαιότερα είδη ανθρώπου τα οποία έχουν πλέον εκλείψει.

Η εμφάνιση της ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ζωή

Ο πλανήτης Γη σχηματίστηκε πριν από 4,56 δισεκατομμύριο έτη, και στο 1 δισεκ. έτη που ακολούθησαν του σχηματισμού του εμφανίστηκε η πρώτη μορφή ζωής πάνω του, οι προκαρυωτικοί οργανισμοί, απλοί μικροβιακοί οργανισμοί όπως βακτήρια, οι οποίοι όμως ήταν σε θέση να αναπαραχθούν και να καταναλώσουν τροφή από το υδάτινο περιβάλλον τους, και το πιο σημαντικό, ικανοί για φωτοσύνθεση. Δύο δισεκ. χρόνια μετά τους προκαρυωτικούς εμφανίστηκαν οι ευκαρυωτικοί, ελαφρώς πιο σύνθετοι και μεγαλύτεροι, όπως οι αμοιβάδες. Μετά την πάροδο άλλων 500 εκατομμυρίων χρόνων, η πολυκύτταρη ζωή εμφανίστηκε ως σπόγγοι και μύκητες, και μετά από ακόμα άλλα 500 εκατομμύρια χρόνια, τα πρώτα, πολύ απλά, υποθαλάσσια ζώα των οποίων η μορφή είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.

Σε αυτό το σημείο, 4,1 δισεκ. χρόνια μετά τον σχηματισμό της Γης και 400 εκατομμύρια χρόνια πριν τη σημερινή εποχή, έγινε και η μετάβαση της ζωής από τους αρχέγονους ωκεανούς στην ξηρά με τους αμφίβιους οργανισμούς, και σύντομα εμφανίστηκαν τα πρώτα σπονδυλωτά, οργανισμοί οι οποίοι έχουν σπονδυλική στήλη, στα 380 εκατομμύρια έτη πριν. Οι δεινόσαυροι εμφανίστηκαν και κυριάρχησαν στη Γη στην περίοδο των 230 με 65 εκ χρόνων πριν, και μετά την εξαφάνιση τους τα θηλαστικά αναδείχθηκαν στην κυρίαρχη μορφή ζωής, ανάμεσα στα οποία αυτό και του πιθήκου, το παλαιότερο δείγμα των οποίων έχει βρεθεί στα 25 εκ. χρόνια πριν.

Τα πρώτα ανθρώπινα είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο απολύτως στοιχειώδες δείγμα ανθρώπινης συμπεριφοράς, εμφανίστηκε πριν από 6 εκατομμύρια χρόνια στην Αιθιοπία της Αφρικής με το είδος του Αυστραλοπιθήκου, το οποίο είχε τους πρώτους πιθήκους που ήταν ικανοί να περπατήσουν σε όρθια στάση, ως αποτέλεσμα της αντικατάστασης των τροπικών δασών της Αφρικής με τη σαβάνα λόγω της μακρόχρονης αλλαγής των παγκόσμιων γεωλογικών και κλιματολογικών συνθηκών.[10]

Η παρουσία των διάφορων ανθρώπινων ειδών στο χρόνο

Κατόπιν, πριν από 4 εκ. χρόνια εμφανίζεται το είδος του Homo habilis, το οποίο είναι το πρώτο το οποίο ήταν ικανό να κατασκευάσει απλά πέτρινα εργαλεία για την επεξεργασία της τροφής, στοιχείο κρίσιμο καθώς ως πτωματοφάγοι μπορούσαν να σπάσουν τα κόκκαλα των σκελετών των ζώων και να καταναλώσουν το θρεπτικό μεδούλι τους, κάτι στο οποίο τα μεγαλύτερα ζώα όπως τα λιοντάρια και τα αρπακτικά πτηνά δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση.[10]

Χάρτης μετακινήσεων των πρώτων ανθρώπινων πληθυσμών.
  Πρώιμα είδη ανθρώπου

Η μεγάλη αλλαγή όμως ήρθε 2 εκατομμύρια έτη πριν, με τον Homo Ergaster, οι οποίοι ανατομικά ήταν οι πρώτοι που ήταν περισσότερο άνθρωποι, παρά πίθηκοι, μια και διέθεταν μεγάλο εγκέφαλο και ασπράδι στα μάτια, στοιχεία τα οποία βοήθησαν την αλληλεπικοινωνία μεταξύ τους, ήταν σχετικά άτριχοι και ανατομικά ικανοί για εφίδρωση ώστε να αποβάλλουν την επιπλέον θερμότητα που ανέπτυσσαν με τις δραστηριότητες τους, και είχαν προφορική επικοινωνία με πρωτόγονους ήχους και λέξεις. Οι Ergaster χρησιμοποιούσαν απλά ξύλινα και πέτρινα εργαλεία όπως τσεκούρια και μαχαίρια για χιλιετίες, και με το πέρασμα του καιρού τα εργαλεία αυτά γίνονταν όλο και πιο εκλεπτυσμένα και σύνθετα. Το είδος αυτό θεωρείται πως είναι το πρώτο που έκανε συστηματική χρήση της φωτιάς, κάτι το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του, μια και εξασφάλισε τη θέρμανση του, το μαγείρεμα της τροφής, καθώς και έφερε προστασία απέναντι στο ψύχος και άλλα μεγαλύτερα ζώα της εποχής. Το άλλο σημαντικό επίτευγμα του, είναι ότι ήταν το πρώτο είδος ανθρώπου το οποίο έφυγε από την Αφρική και εξαπλώθηκε σε Ευρώπη και Ασία, και με το πέρασμα των χιλιετιών μετεξελίχθηκε στον Homo Erectus, το είδος του ανθρώπου έξω από την Αφρική, και κατόπιν τον Homo heidelbergensis, μια αρκετά παρόμοια και πιο εξελιγμένη έκδοση του Ergaster/Erectus.[10]

Με τον ερχομό μιας νέας εποχής παγετώνων περίπου 400.000 χρόνια πριν, το τότε ανθρώπινο είδος διαχωρίστηκε και αναπτύχθηκε διαφορετικά. Στην παγωμένη Ευρώπη και Ασία μετεξελίχθηκε στους Νεάντερταλ, ένα είδος του ανθρώπου το οποίο ήταν ιδιαίτερα δυνατό και ανθεκτικό στο ψύχος και κακουχίες, ικανοί κυνηγοί έναντι μεγαλύτερων ζώων με τη χρήση ακοντίων και παγίδων, και ανατομικά ικανοί για σύνθετη ομιλία και γλώσσα. Στην Αφρική, όπου επικρατούσαν οι αντίθετες κλιματολογικές συνθήκες με ανυδρία και καύσωνα, οι πληθυσμοί των heidelbergensis αποδεκατίστηκαν, σε αυτούς που επέζησαν όμως έχει παρατηρηθεί η ανάπτυξη και παρουσία στρατηγικής σκέψης ως εργαλείου επιβίωσης, όπως η αποθήκευση νερού σε κελύφη αυγών στρουθοκαμήλων και η τοποθέτηση τους κάτω από το έδαφος ως μελλοντικό απόθεμα.

Οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοιχογραφία στο σπήλαιο Σοβέ Γαλλία, με ηλικία περίπου 30.000 ετών

Από τους μικρούς πληθυσμούς των Homo heidelbergensis της Αφρικής που επέζησαν τον καύσωνα και λειψυδρία, εν τέλει εξελίχθηκαν και εμφανίστηκαν και οι ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι του Homo Sapiens στα 200.000 χρόνια πριν. Σταδιακά, με την πάροδο των χιλιετιών, απέκτησαν τα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς των σύγχρονων ανθρώπων πριν από 50.000 χρόνια[11].

Κατόπιν με την αύξηση του πληθυσμού τους, υπήρξε μια δεύτερη μετανάστευση του ανθρώπινου είδους μετά τον Homo Ergaster, του σύγχρονου αυτή τη φορά, προς Ευρώπη και της Ασία[12], και σε αυτή την περίοδο φαίνεται πως συνυπήρξαν για μερικές χιλιετίες με τους Νεάντερταλ στην Ευρώπη, καθώς και με τους πληθυσμούς των Erectus στην Ασία. Τα άλλα είδη ανθρώπου τελικά εξαφανίστηκαν συνολικά ως είδος ή απορροφήθηκαν από τους σύγχρονους ανθρώπους 30.000 χρόνια πριν, με τον Sapiens να γίνεται το μοναδικό είδος ανθρώπου στη Γη.

Κατά την περίοδο αυτή που ονομάζεται Παλαιολιθική, παρατηρούνται και τα κύρια γνωρίσματα του σύγχρονου ανθρώπου που έλλειπαν από τα παλαιότερα είδη. Αυτά είναι η συστηματική ταφή των νεκρών, και οι πρώτες καλλιτεχνικές εκφράσεις της φαντασίας και πνευματικότητας των ανθρώπων, με τη μορφή τοιχογραφιών σε σπήλαια, καθώς και με την κατασκευή γλυπτών και κοσμημάτων, κατασκευασμένων από πέτρα, βότσαλα, κοχύλια, ξύλο και κόκκαλο.

Η εξάπλωση της ανθρωπότητας στη Βόρειο Αμερική και την Ωκεανία, διαδραματίστηκε στην κορύφωση της πιο πρόσφατης Εποχής των Παγετώνων, 20.000 χρόνια πριν, στη διάρκεια της οποίας περιοχές που είναι εύκρατες σήμερα ήταν εξαιρετικά αφιλόξενες τότε. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι αποίκισαν σχεδόν όλα τα μη παγωμένα μέρη της υφηλίου έως το τέλος της Εποχής των Παγετώνων, περίπου 12.000 χρόνια πριν, με την εξαίρεση περιοχών όπως η Μαδαγασκάρη και Νέα Ζηλανδία οι οποίες και αποικίστηκαν λίγες χιλιετίες αργότερα.

Κατά τη διάρκεια όλης της παραπάνω περιόδου, όλοι οι ανθρώπινοι πληθυσμοί ζούσαν ως κυνηγοί-συλλέκτες, εξασφαλίζοντας την τροφή τους και τις πρώτες ύλες που χρειάζονταν απευθείας από το φυσικό περιβάλλον τους, και είχαν γενικά, νομαδική συμπεριφορά[13].

Οι πρώτες σύνθετες κοινωνίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης των ανθρώπινων πολιτισμών το 2000 π.Χ.

Σε αυτό περίπου το χρονικό σημείο, το τέλος της Εποχής των Παγετώνων το 12.000 π.Χ., φέρνει τις κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες για την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, και τη Νεολιθική Επανάσταση, που άλλαξε δραστικά τον ανθρώπινο τρόπο ζωής. Με τις καλλιέργειες σιτηρών και οπωρολαχανικών, και την τροφή από τα εξημερωμένα ζώα, έγινε δυνατό να αναπτυχθούν πολύ πιο πυκνοί πληθυσμοί, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου οργανώθηκαν σε έθνη και κράτη.

Μέσω της γεωργίας επήλθε και το πλεόνασμα των τροφών, οι οποίες μπορούσαν πλέον να προωθηθούν προς τα άτομα τα οποία δεν απασχολούνταν απευθείας με την παραγωγή τους. Έτσι, οι περισσότεροι πληθυσμοί, σταδιακά μετέβησαν από μια νομαδική ζωή προς μια γεωγραφικά καθορισμένη, ως γεωργοί και κτηνοτρόφοι σε μόνιμους καταυλισμούς. Με τη γεωργική παραγωγή να αυξάνεται, η εξέλιξη της καλλιέργειας των δημητριακών δημιούργησε μια ανάγκη καταμερισμού της εργασίας για την οργάνωση και την αποθήκευση των τροφών ανάμεσα στις περιόδους καλλιέργειας τους. Οι διάφοροι τύποι εργασίας που προέκυψαν από τον καταμερισμό, η αύξηση του αριθμού των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, και η περαιτέρω ανάπτυξη της γεωργίας, οδήγησαν στην ανάδειξη μιας προνομιούχας άνω τάξης και στην ανάπτυξη των πρώτων πόλεων, ιδιαίτερα αυτές των Σουμερίων.

Οι πόλεις ήταν τα κέντρα του εμπορίου, των κατασκευών και της πολιτικής δύναμης, και δεν είχαν σχεδόν καθόλου δική τους αγροτική παραγωγή. Καθιέρωσαν μια συμβίωση με την ύπαιθρο που τις περιέβαλλε και απορροφώντας τα αγροτικά προϊόντα που παρήγαγε. Σε αντάλλαγμα, παρείχε πίσω την τεχνοτροπία σε κατασκευές, όπως και στρατιωτικό έλεγχο και προστασία σε διάφορους βαθμούς[14][15][16]. Οι μετακινήσεις γινόταν και μέσω των υδάτινων οδών —τους ποταμούς και τις θάλασσες. Η Μεσόγειος Θάλασσα, στη διασταύρωση τριών ηπείρων, προώθησε την προβολή της στρατιωτικής ισχύος και την ανταλλαγή αγαθών, ιδεών και εφευρέσεων. Αυτή η εποχή, επίσης, έφερε τη χρήση νέων τεχνολογιών στο έδαφος, όπως τη χρήση αλόγων για ιππικό και άρματα, που επέτρεψαν στους στρατούς να μετακινούνται ταχύτερα.

Σφηνοειδής γραφή—το αρχαιότερο γνωστό σύστημα γραφής

Η εμφάνιση της γραφής ήταν ακόμα ένα κομβικής σημασίας γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, μια και έκανε, τη διαχείριση των πόλεων και την ανταλλαγή ιδεών, πολύ πιο εύκολη απ' ό,τι πριν. Μερικές από τις αρχαιότερες γνωστές πόλεις που κατοικούνται έως και σήμερα, είναι αυτές της ευρύτερης περιοχής της Δαμασκού (9000 π.Χ.) στη σύγχρονη Συρία, των Άρβηλων (6000 π.Χ) στο Ιράκ, της Βύβλου (5000 π.Χ.) στο Λίβανο, και του Άργους (5000 π.Χ.) και Αθήνας (5000 π.Χ.) στην Ελλάδα.

Η ανάπτυξη των πόλεων ήταν συνώνυμη με την άνοδο του πολιτισμού [17]. Οι πρώτοι πολιτισμοί εμφανίστηκαν πρώτα στην κάτω Μεσοποταμία (3500 π.Χ.) των Τίγρη και Ευφράτη ποταμών[18][19], και ακολούθησε ο Αιγυπτιακός πολιτισμός κατά μήκος του Νείλου (3000 π.Χ.)[20], και ο πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού(2500 π.Χ.)[21][22], και οι πρώιμοι Κινεζικοί πολιτισμοί κοντά στον ποταμό Γιανγκτσέ και τον Κίτρινοποταμό. Οι κοινωνίες αυτές ανέπτυξαν έναν αριθμό από κοινά χαρακτηριστικά, όπως μια κεντρική κυβέρνηση, μια σύνθετη οικονομία και μια κοινωνική δομή, εκλεπτυσμένες γλώσσες και συστήματα γραφής και διακριτές παραδόσεις και θρησκείες.

Οι πρώτοι τροχοί κατασκευάστηκαν από συμπαγές ξύλο, μορφοποιημένο σε κυκλικό σχήμα

Καθώς οι σύνθετοι πολιτισμοί εξελισσόταν, το ίδιο συνέβαινε και με τις σύνθετες θρησκείες, και οι πρώτες του είδους φαίνεται να αναπτύχθηκαν σε αυτό το χρονικό σημείο[23][24][25]. Στοιχεία της φύσης, όπως ο Ήλιος, η Σελήνη, η Γη, ο Ουρανός και η Θάλασσα, συχνά θεοποιούνταν[26]. Χτίστηκαν βωμοί, οι οποίοι μετεξελίχθηκαν σε ναούς, ολοκληρωμένους με μια σύνθετη ιεραρχία ιερέων και άλλων υποβοηθητικών ρόλων. Ένα χαρακτηριστικό της Νεολιθικής εποχής είναι η τάση να λατρεύονται ανθρωπομορφικές θεότητες. Ανάμεσα στις πρώτες γραφές θρησκευτικού περιεχομένου, που διασώζονται, είναι τα Αιγυπτιακά Κείμενα των Πυραμίδων, τα παλαιότερα των οποίων χρονολογούνται μεταξύ του 2400 και 2300 π.Χ.[27]. Μια ομάδα αρχαιολόγων έχει προτείνει, βασιζόμενη σε ανασκαφές, οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη, στη νότια Τουρκία, στο ναϊκό συγκρότημα του Γκιομπεκλί Τεπέ, το οποίο χρονολογείται στα 11.500 χρόνια πριν, ότι η θρησκεία είναι προγενέστερη της Νεολιθικής Επανάστασης, αντί να εμφανίστηκε μετά από αυτή όπως γενικά εκτιμάται[28].

Η νομαδικότητα και οι μετακινήσεις συνέχισαν να υπάρχουν σε κάποιες περιοχές, ιδιαίτερα σε απομονωμένες εκτάσεις με λίγα είδη φυτών, που μπορούσαν να καλλιεργηθούν[29], αλλά η σχετική ασφάλεια και αυξανόμενη παραγωγικότητα που έφερε η γεωργία επέτρεψε στις κοινότητες να επεκταθούν σε όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις επωφελούμενες από τις βελτιώσεις στις μεταφορές, ανάμεσα στις οποίες εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η ανακάλυψη του τροχού, περίπου το 4000 π.Χ. στη Μεσοποταμία.

Όλες οι παραπάνω εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην άνοδο των αυτοκρατοριών. Οι γεωγραφικά ευρείς αυτοί πολιτισμοί επέβαλαν ειρήνη και σταθερότητα μέσω της ισχύς τους σε μεγάλες εκτάσεις. Η πρώτη αυτοκρατορία, η οποία είχε υπό τον έλεγχο της μεγάλο αριθμό περιοχών και πόλεων, αναπτύχθηκε στην Αίγυπτο με την ένωση της Άνω και Κάτω Αιγύπτου το 3100 π.Χ., ενώ στην Κρήτη ο Μινωικός πολιτισμός, άρχισε να ανθεί από το 2700 π.Χ. και θεωρείται ο πρώτος Ευρωπαϊκός πολιτισμός μαζί με τον Κυκλαδικό στην περιοχή του Αιγαίου. Κατά τις επόμενες χιλιετίες, υπήρξαν και άλλες κοιλάδες ποταμών που είδαν τις μοναρχικές αυτοκρατορίες τους να αναδεικνύονται. Τον 24ο αιώνα π.Χ., η Ακκαδική Αυτοκρατορία εμφανίστηκε στη Μεσοποταμία[30], και το 2200 π.Χ. η Δυναστεία των Ξία στην Κίνα.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων χιλιετιών, οι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν σε όλο τον κόσμο. Το εμπόριο, σταδιακά, μετατράπηκε σε πηγή δύναμης, καθώς οι πολιτείες, που είχαν πρόσβαση σε σημαντικούς πόρους, έλεγχαν σημαντικές εμπορικές οδούς και έγιναν κυρίαρχες. Το 2500 π.Χ., το Βασίλειο της Κέρμα, αναπτύχθηκε στο Σουδάν ως η μεγάλη εμπορική δύναμη νοτίως της Αιγύπτου, και το 2300 π.Χ. η Ακκαδική αυτοκρατορία[31][32] ιδρύθηκε στη Μεσοποταμία.

Η πολύ μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας που σημειώθηκε σε κάποιο χρονικό σημείο ανάμεσα στο 1630 και 1600 π.Χ.[33] στην ανατολική περιοχή της Μεσογείου, θεωρείται πως επηρέασε σημαντικά τις εξελίξεις και ισορροπίες των ανθρώπινων κοινωνιών στην περιοχή. Στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η σύγχρονη Τουρκία, οι Χετταίοι διαχειριζόταν μια μεγάλη αυτοκρατορία, και κατά το 1600 π.Χ. η Μυκηναϊκή Ελλάδα άρχισε να εξαπλώνεται και σταδιακά απορρόφησε τον Μινωικό[34][35] και τον Κυκλαδικό πολιτισμό, και επεκτάθηκε προς τη Μικρά Ασία θέτωντας τις βάσεις του θρύλου του Τρωικού πολέμου.[36]

Αρχαία ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Αρχαία ιστορία

Πρώιμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

"Ο Παλαιστής", ένα αγαλματίδιο της εποχής των Ολμέκων, 1200 – 800 π.Χ..

Το 1046 π.Χ., στην Κίνα αναδεικνύεται η δυναστεία Τζόου, η οποία ανέτρεψε την προηγούμενη δυναστεία των Σονγκ. Κατά τον 10ο με 7ο αιώνα π.Χ., αναπτύσσεται η Ασσυριακή αυτοκρατορία στη Μεσοποταμία, ενώ στην κεντρική Αφρική εμφανίζεται ο πολιτισμός Νοκ. Στη νοτιοανατολική Ευρώπη του του 9ου αιώνα π.Χ., ιδρύονται οι πρώτες Ελληνικές πόλεις-κράτη, και είναι η ίδια περίοδος στην οποία χρονολογούνται τα έπη του Ομήρου, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Στην Ινδία η εποχή αυτή ονομάζεται Βεδική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας τέθηκαν τα θεμέλια του Ινδουϊσμού και άλλα πολιτιστικά στοιχεία της πρώιμης Ινδικής κοινωνίας και έληξε τον 6ο αιώνα π.Χ..

Καθώς οι σύνθετοι πολιτισμοί αναπτυσσόταν στο Ανατολικό Ημισφαίριο, οι περισσότερες ιθαγενείς κοινωνίες στην Αμερική παρέμειναν σχετικά απλές για ένα διάστημα, διαιρεμένες σε πολυποίκιλους τοπικούς πολιτισμούς. Κατά τη Διαμορφωτική Περίοδο στην Κεντρική Αμερική (περίπου 1500 π.Χ. με 500 μ.Χ.) άρχισαν να εμφανίζονται πιο σύνθετοι και συγκεντρωτικοί πολιτισμοί, κυρίως στη θέση των σημερινών εκτάσεων, όπου βρίσκονται το Μεξικό και Περού. Αυτοί αποτελούνται από πολιτισμούς όπως οι Ολμέκοι, οι Μάγια, οι Ζαποτέκοι, οι Μότσε, οι Νάζκα, οι Αζτέκοι και οι Ίνκα. Ανέπτυξαν, επίσης, και γεωργικές τεχνικές για την καλλιέργεια αραβόσιτου και άλλων σπάρτων που υπήρχαν μόνο στην Αμερική, δημιουργώντας έναν ξεχωριστό πολιτισμό και θρησκεία.

Κλασική Εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξεκινώντας τον 8ο αιώνα π.Χ., η λεγόμενη "Κλασική Εποχή", έφερε την ανάπτυξη και μια σειρά από θρησκευτικές και φιλοσοφικές ιδέες, που επηρέασαν τον κόσμο ανεξάρτητα η κάθε μία, και σε πολλές διαφορετικές περιοχές. Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. αναπτύχθηκαν ο Κινεζικός Κονφουκιανισμός[37][38], ο Ινδικός Βουδισμός, ο Τζαϊνισμός και ο ΕβραϊκόςΜονοθεϊσμός. Το 776 π.Χ. τελούνται οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες, και τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας έκαναν σημαντικές προόδους στην ανάπτυξη της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας.

Στην Άπω Ανατολή, υπήρξαν τρεις σχολές σκέψεις, που κυριαρχούν στον Κινεζικό πολιτισμό, μέχρι και σήμερα: του Ταοϊσμού[39], του Νομικισμού[40] και του Κονφουκιανισμού[41]. Η Κονφουκιανική παράδοση, η οποία, τελικά, υπερίσχυσε των άλλων, ήταν σε αναζήτηση μιας ηθικής πολιτικής και όχι στην επιβολή του νόμου αλλά στη δύναμη και το παράδειγμα της παράδοσης. Ο Κονφουκιανισμός επεκτάθηκε αργότερα στην Κορεατική χερσόνησο και την Ιαπωνία.

Στη Δύση, η Ελληνική φιλοσοφική παράδοση, η οποία εκπροσωπούνταν από τους Σωκράτη[42], Πλάτωνα[43], Αριστοτέλη[44][45], επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη, την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και τη βορειοδυτική Ινδία, ξεκινώντας τον 4ο αιώνα π.Χ., με τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου Γ' της Μακεδονίας, ευρύτερα γνωστού με το όνομα Μέγας Αλέξανδρος[46][47][48]. Ξεκινώντας περίπου το 550 π.Χ., τα πολλά ανεξάρτητα ινδικά βασίλεια και κρατίδια που είχαν ιδρυθεί στη χώρα έγιναν συνολικά γνωστά με τον συλλογικό τίτλο Μαχαγιαναπάδες.

Ύστερη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύρια λήμματα: Πολιτισμός και Αυτοκρατορία

Η χιλιετία από το 500 π.Χ. έως το 500 μ.Χ. είδε μια σειρά από αυτοκρατορίες πρωτοφανούς μεγέθους να αναπτύσσονται. Καλά εκπαιδευμένοι επαγγελματικοί στρατοί, ενωτικές ιδεολογίες, και σύνθετα γραφειοκρατικά συστήματα έδωσαν τη δυνατότητα στους αυτοκράτορες να κυριαρχήσουν πάνω σε μεγάλες εκτάσεις, των οποίων ο πληθυσμός έφτανε αριθμούς άνω των δέκα εκατομμυρίων. Οι μεγάλες αυτές αυτοκρατορίες εξαρτώνταν από τη στρατιωτική κατάκτηση περιοχών και την κατασκευή οχυρωμένων καταυλισμών, ώστε να εξασφαλίσουν τα αγροτικά τους κέντρα[49]. Οι σχετικές περίοδοι ειρήνης που έφεραν οι αυτοκρατορίες ενεθάρρυναν το διεθνές εμπόριο, και κυρίως τις πολύ μεγάλες εμπορικές οδούς της Μεσογείου, τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς του Ινδικού Ωκεανού, και τον Δρόμο του Μεταξιού. Στη νότια Ευρώπη, οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, στην εποχή που είναι γνωστή ως η "Κλασική Αρχαιότητα" ανέπτυξαν πολιτισμούς των οποίων οι πρακτικές, νόμοι και έθιμα θεωρούνται το θεμέλιο του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.

Οι κύριες αυτοκρατορίες αυτής της περιόδου περιλαμβάνουν:

Ο Παρθενώνας είναι η επιτομή του ανεπτυγμένου πολιτισμού της Αρχαίας Ελλάδας.

Μερικές περιοχές είχαν αργή αλλά σταθερή τεχνολογική ανάπτυξη, με σημαντικές προόδους όπως τους αναβολείς για τα άλογα και τα φτερά στα άροτρα, ανάμεσα σε άλλες ανακαλύψεις μέσα στους αιώνες. Ωστόσο, υπήρξαν και κάποιες περιοχές με πάρα πολύ γρήγορη τεχνολογική πρόοδο, με τις πιο σημαντικές να είναι η περιοχή της Μεσογείου κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, όπου και εφευρέθηκαν εκατοντάδες σημαντικές τεχνολογίες[52][53][54]. Περίοδοι, όπως και αυτές, ακολουθήθηκαν από περιόδους τεχνολογικής παρακμής, όπως κατά την παρακμή και πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την περίοδο του Μεσαίωνα που ακολούθησε.

Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά ερείπια στην αρχαία Παλμύρα της Συρίας

Το κεντρικό πρόβλημα των αυτοκρατοριών ήταν τα υψηλά κόστη συντήρησης των τεράστιων στρατών τους και η υποστήριξη της κεντρικής γραφειοκρατίας τους. Τα κόστη αυτά επιβάρυναν κυρίως τους χωρικούς, ενώ οι μεγιστάνες γαιοκτήμονες κατόρθωναν να αποφεύγουν όλο και περισσότερο τον κεντρικό έλεγχο και τα κόστη του. Οι βαρβαρικές πιέσεις στα σύνορα επιτάχυναν την εσωτερική αποσάθρωση. Η αυτοκρατορία των Χαν στην Κίνα είχε εμφύλιο πόλεμο το 220 π.Χ., ενώ η Ρωμαϊκή γινόταν όλο και πιο πολύ αποκεντρωμένη και διαιρεμένη την ίδια χρονική περίοδο. Οι μεγάλες αυτοκρατορίες της Ευρασίας ήταν όλες εδραιωμένες σε εύκρατες πεδιάδες και κοντά σε παράκτιες περιοχές. Στις στέπες της Κεντρικής Ασίας, οι βασισμένοι στα άλογα νομάδες(Ούνοι, Μογγόλοι, Τάταροι, και διάφορα Τουρκικά φύλα) κυριαρχούσαν σε ένα μεγάλο μέρος της ηπείρου. Η εφεύρεση του αναβολέα, και η ανατροφή αλόγων τα οποία ήταν αρκετά δυνατά ώστε να μεταφέρουν έναν πλήρως οπλισμένο τοξότη, ανέδειξε τις νομαδικές φυλές σε μια διαρκή απειλή ενάντια στους πιο εδραιωμένους πολιτισμούς.

Η σταδιακή διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[55][56], η οποία διήρκεσε για μερικούς αιώνες μετά τον 2ο αιώνα π.Χ., συνέπεσε με τη διάδοση του Χριστιανισμού από τη Μέση Ανατολή προς τα δυτικά. Η δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέρρευσε[57] κάτω από την πίεση των Γερμανικών φυλών του 5ου αιώνα μ.Χ., και τα πολιτεύματα αυτά εξελίχθηκαν σε διάφορα εμπόλεμα κράτη, όλα συνδεδεμένα με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο με την Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία. Το εναπομείναν μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην ανατολική Μεσόγειο, ήταν πλέον η Βυζαντινή Αυτοκρατορία[58]. Αιώνες αργότερα, μια περιορισμένη ένωση αποκαταστάθηκε στη δυτική Ευρώπη μέσω της ίδρυσης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[59] το 962, την οποία αποτελούσαν ένα σύνολο από κρατίδια τα οποία σήμερα αντιστοιχούν στα κράτη της Γερμανίας, Αυστρίας, Ελβετίας, Τσεχίας, Βελγίου, Ιταλίας και μέρη της Γαλλίας.

Οι Κινέζικες δυναστείες είχαν παρόμοια τύχη[60][61], μια και μετά από την πτώση της δυναστείας των Χαν[62] και την παρακμή των Τριών Βασιλείων, οι βόρειες νομαδικές φυλές ξεκίνησαν τις επιδρομές τον 4ο αιώνα μ.Χ., κατακτώντας περιοχές της βόρειας Κίνας και εγκαθιδρύοντας πολλά μικρά βασίλεια.

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Μεσαίωνας

Η εποχή του Μεσαίωνα ακολουθεί αυτή της Κλασικής Αρχαιότητας και η έναρξήη της συχνά χρονολογείται με την πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ.. Η δυτική αυτοκρατορία διασπάστηκε σε διάφορα ξεχωριστά μικρά βασίλεια, πολλά από τα οποία αρκετά αργότερα συνασπίστηκαν υπό τον τίτλο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Ανατολική Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία επέζησε έως το τέλος του Μεσαίωνα. Η περίοδος του Μεσαίωνα επίσης συμπίπτει με τις Ισλαμικές κατακτήσεις[63], τη μετέπειτα Ισλαμική χρυσή εποχή[64][65], την έναρξη και επέκταση του Αραβικού δουλεμπορίου, και ακολουθείται από τις εισβολές των Μογγόλων στη Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία, και την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1299. Στη Νότια Ασία διαδραματίστηκε η εμφάνιση των μεσαίων βασιλείων της Ινδίας και κατόπιν η εγκαθίδρυση των Ισλαμικών βασιλείων στην Ινδία. Στη δυτική Αφρική, αναπτύχθηκαν η αυτοκρατορία του Μάλι και η αυτοκρατορία του Σονγκάϊ. Στη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής κτίστηκαν τα Αραβικά λιμάνια, όπου εμπορεύονταν χρυσός, μπαχαρικά, και άλλα αγαθά αξίας. Αυτό επέτρεψε στην Αφρική να έρθει σε επαφή με το σύστημα εμπορίου της Νοτιοανατολικής Ασίας, και σε συνδυασμό με την Ισλαμική κουλτούρα να δημιουργηθεί ο πολιτισμός των Σουαχίλι. Η Κινέζικη Αυτοκρατορία εν τω μεταξύ είχε μια διαδοχή δυναστειών των Σούι, Τάνγκ, Σονγκ, Γουάν, και την έναρξη της δυναστείας Μίνγκ. Οι εμπορικές οδοί της Μέσης Ανατολής κατά μήκος του Ινδικού Ωκεανού, και ο Δρόμος του Μεταξιού μέσω της ερήμου Γκόμπι, έφεραν ως αποτέλεσμα μια -περιορισμένη- οικονομική και πολιτιστική επαφή μεταξύ των Ασιατικών και Ευρωπαϊκών πολιτισμών. Κατά τη διάρκεια της ίδια περιόδου οι πολιτισμοί στην Αμερική, όπως οι Ίνκα, Μάγια, και Αζτέκοι, άγγιξαν το απόγειο της ακμής τους.

Μεσαιωνική Ευρώπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ευρώπη κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα χαρακτηριζόταν από μειώσεις πληθυσμού, αποκέντρωση, και βαρβαρικές επιδρομές, όλα τα οποία ξεκίνησαν κατά την ύστερη Αρχαιότητα. Τον 7ο αιώνα, η Βόρειος Αφρική και η Μέση Ανατολή, οι οποίες ήταν κάποτε μέρη της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έγιναν μέρος του Χαλιφάτου με τις κατακτήσεις των διαδόχων του Μωάμεθ. Στη Δύση, οι βάρβαροι επιδρομείς ίδρυσαν τα δικά τους νέα βασίλεια πάνω στα απομεινάρια της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν και υπήρξαν ουσιαστικές αλλαγές στην κοινωνία και τις πολιτικές δομές, η εναλλαγή δεν ήταν όσο ακραία όσο κάποτε θεωρούνταν από τους ιστορικούς, με τα περισσότερα νέα βασίλεια να ενσωματώνουν όσους περισσότερους από τους υπάρχοντες Ρωμαϊκούς θεσμούς μπορούσαν. Ο Χριστιανισμός επεκτάθηκε στη Δυτική Ευρώπη και ιδρύθηκαν μοναστήρια. Τον 7ο και 8ο αιώνα οι Φράγκοι της δυναστείας των Καρολιδών, δημιούργησαν μια αυτοκρατορία η οποία έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης, και διήρκεσε έως τον 9ο αιώνα όταν και υπέκυψε στην πίεση νέων εισβολέων – των Βίκινγκ από τα βόρεια, των Μαγυάρων από τα ανατολικά και των Σαρακηνών από τα νότια.

Κάστρα όπως αυτό του Έιλαν Ντόναν στη Σκωτία, ήταν κοινά κατά την περίοδο του ύστερου Μεσαίωνα στην Ευρώπη.

Κατά το ύστερο μέρος του Μεσαίωνα, το οποίο ξεκίνησε μετά το 1000, ο πληθυσμός της Ευρώπης αυξήθηκε σημαντικά με την εφεύρεση νέων τεχνολογιών και γεωργικών καινοτομιών που επέτρεψαν στο εμπόριο να ανθίσει και στις σοδειές να αυξηθούν. Κατά την περίοδο της Φεουδαρχίας, η οικονομική πολιτική επέβαλε την οργάνωση των αγροτών σε χωριά τα οποία πλήρωναν ενοίκια για τη γη που διέμεναν και παρείχαν υπηρεσίες στους ευγενείς γαιοκτήμονες και η πολιτική δομή αποτελούνταν από ιππότες και ευγενείς χαμηλότερης κοινωνικής τάξης, οι οποίοι παρείχαν τα στρατιωτικά καθήκοντα τους στους ηγεμόνες τους ως αντίτιμο για το δικαίωμα ιδιοκτησίας της δικής τους γης και κατοικιών. Τα βασίλεια έγιναν πιο συγκεντρωτικά μετά τη διάλυση της δυναστείας των Καρολιδών και τις αποκεντρωτικές επιπτώσεις που επέφερε. Οι Σταυροφορίες, οι οποίες ξεκίνησαν το 1095, ήταν μια απόπειρα των χριστιανών της Δύσης να ανακτήσουν τους Αγίους Τόπους από τους Μουσουλμάνους, και είχαν μερική επιτυχία ως προς την εγκαθίδρυση Χριστιανικών βασιλείων στη Μέση Ανατολή για κάποιο διάστημα, αλλά και παράλληλα αποδυνάμωσαν σημαντικά την ισχυρή τότε Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Η πνευματική ζωή σημαδεύτηκε από τον σχολαστικισμό και την ίδρυση πανεπιστημίων, ενώ η ανόρθωση των Γοτθικών καθεδρικών ναών ήταν ένα από τα εξαιρετικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα της εποχής.

Ο ύστερος Μεσαίωνας σημαδεύτηκε από μεγάλες δυσκολίες και συμφορές. Λιμοί, επιδημίες και πόλεμος ερήμωσαν τον πληθυσμό της δυτικής Ευρώπης. Ο Μαύρος Θάνατος μόνο σκότωσε περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού μεταξύ του 1347 και 1350. Ήταν μια από τις πιο θανατηφόρες πανδημίες της ανθρώπινης ιστορίας. Ξεκινώντας στην Ασία, η ασθένεια έφτασε στη Μεσόγειο και τη δυτική Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1340[66], και σκότωσε δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίους σε διάστημα έξι ετών, περίπου το ένα τρίτο με μισό του συνολικού πληθυσμού[67].

Κατά τον Μεσαίωνα συνέβη και η παρατεταμένη αστικοποίηση της βόρειας και δυτικής Ευρώπης[68]. Πολλά σύγχρονα Ευρωπαϊκά κράτη χρωστούν την ύπαρξη τους στα γεγονότα που συνέβησαν κατά τον Μεσαίωνα, με τα τωρινά Ευρωπαϊκά πολιτικά σύνορα να είναι από πολλές απόψεις, το αποτέλεσμα των στρατιωτικών και δυναστικών διαμαχών κατά τη διάρκεια αυτής της ταραχώδους περιόδου[69]. Ο Μεσαίωνας διήρκεσε έως την αρχή της Πρώιμης Σύγχρονης Περιόδου[7] τον 16ο αιώνα, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των εθνών-κρατών, τη διαίρεση της Δυτικής Χριστιανοσύνης κατά τη θρησκευτική Μεταρρύθμιση[70], την άνοδο του ουμανισμού στην Ιταλική Αναγέννηση[71], και το ξεκίνημα των Ευρωπαϊκών διατλαντικών εξερευνήσεων που έφερε σε επαφή τους πληθυσμούς της Ευρωπαϊκής ηπείρου με αυτούς της Αμερικής[72].

Νοτιοδυτική Ασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν την έλευση του Ισλάμ τον 7ο αιώνα, στη Μέση Ανατολή κυριαρχούσαν η εκχριστιανισμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με στοιχεία των Ρωμαϊκών και Ελληνικών πολιτισμών και η ζωροαστρική Περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών με την οποία γίνονταν διαδοχικές συγκρούσεις για τον έλεγχο της Αρμενίας, Ανατολίας, τις νοτιοανατολικές ακτές της Μεσογείου και άλλες αμφισβητούμενες περιοχές. Πέρα από τη μάχη για γεωγραφική επικράτηση ήταν επίσης μια σύγκρουση ιδεολογιών, δεδομένων των διαφορών σε θρησκεία, εθνολογικών υπόβαθρων και κοινωνικών παραδόσεων. Ο σχηματισμός της Ισλαμικής θρησκείας δημιούργησε ένα νέο ανταγωνιστή στην περιοχή, ο οποίος γρήγορα ξεπέρασε και τους δύο παλαιότερους αντιπάλους, επιδρώντας καθοριστικά στην πολιτική, οικονομική, και στρατιωτική ιστορία του Παλαιού Κόσμου και ιδιαίτερα της Μέσης Ανατολής.

Το τζαμί του Καϊρουάν, Τυνησία, ιδρύθηκε το 670 και είναι το αρχαιότερο τζαμί στη Μουσουλμανική Δύση

Από τη βάση τους στην Αραβική Χερσόνησο, οι μουσουλμάνοι ξεκίνησαν την επέκταση τους στις απαρχές του Μεσαίωνα. Έως το 750, κατόρθωσαν να κατακτήσουν το μεγαλύτερο μέρος της Μέσης Ανατολής, Βορείου Αφρικής, καθώς και μέρη της νότιας Ευρώπης, όπου κατόπιν στον Αραβικό κόσμο ξεκίνησε μια περίοδος μελέτης, επιστήμης και εφευρέσεων γνωστή ως η Ισλαμική Χρυσή Εποχή. Οι γνώσεις και ανακαλύψεις της αρχαίας Μέσης Ανατολής, της Ελλάδας, και της Περσίας, την ίδια στιγμή που λησμονούνταν στην Ευρώπη διατηρήθηκαν κατά τον Μεσαίωνα από τους Άραβες, οι οποίοι μάλιστα τις συνδύασαν με νέες και σημαντικές καινοτομίες που εισήγαγαν από άλλα μέρη, όπως την κατασκευή και χρήση χαρτιού από την Κίνα και το δεκαδικό σύστημα αρίθμησης από την Ινδία. Ένα μεγάλο μέρος της μάθησης και ανάπτυξης μπορεί να συνδεθεί με την ευρύτερη γεωγραφία της περιοχής. Ακόμα και πριν την παρουσία του Ισλάμ η πόλη της Μέκκας ήταν το κέντρο του εμπορίου στην Αραβία, και ο ίδιος ο προφήτης Μωάμεθ ήταν έμπορος. Με την Ισλαμική παράδοση να ακολουθεί το Χατζ, το προσκύνημα στη Μέκκα, η κεντρική σημασία της πόλης στην ανταλλαγή αγαθών και ιδεών διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο. Η επιρροή που είχαν οι Μουσουλμάνοι έμποροι στις Αφρο-Αραβικές και Αραβο-Ασιατικές οδούς του εμπορίου ήταν σημαντικότατη. Ως αποτέλεσμα, ο Ισλαμικός πολιτισμός αναπτύχθηκε και επεκτάθηκε στηριζόμενος πάνω στις γερές βάσεις που είχε θέσει η οικονομία του εμπορίου του, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους, Ινδούς και Κινέζους της εποχής που είχαν βασίσει την ανάπτυξη των κοινωνιών τους στους γαιοκτήμονες και ευγενείς. Οι Άραβες έμποροι ταξίδεψαν τα εμπορεύματα τους και τη θρησκεία τους στην Κίνα, Ινδία, Νοτιοανατολική Ασία, και τα βασίλεια της δυτικής Αφρικής, και επέστρεψαν πίσω με νέες ανακαλύψεις και εφευρέσεις.

Κινούμενοι από θρησκευτικό ζήλο και επιθυμώντας κατακτήσεις, οι βασιλιάδες της Ευρώπης ξεκίνησαν μια σειρά από Σταυροφορίες, ώστε να αναδιπλώσουν τη Μουσουλμανική επιρροή και να ξαναθέσουν τους Αγίους Τόπους υπό χριστιανικό έλεγχο (οι οποίοι πριν την εμφάνιση του Ισλάμ, διαχειρίζονταν από τη χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία). Στο σύνολο τους οι Σταυροφορίες αποδείχτηκαν να είναι τελικά αποτυχημένες, και με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 είχαν σαν αποτέλεσμα να αποδυναμώσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία με την πάροδο του χρόνου άρχισε να χάνει όλο και περισσότερες περιοχές από τους Οθωμανούς Τούρκους, οι οποίοι ήταν ακόλουθοι του Ισλάμ. Όσο για τους Άραβες, η κυριαρχία τους στην περιοχή έληξε στα μέσα του 11ου αιώνα με την έλευση των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι μετανάστευσαν μαζικά προς τα νότια από την αρχική τοποθεσία των Τουρκικών φύλων στην Κεντρική Ασία, και εξισλαμίστηκαν όπως και οι Οθωμανοί αργότερα. Στις αρχές του 13ου αιώνα, ένα ακόμα νέο κύμα εισβολέων από την Κεντρική Ασία, οι ορδές της Μογγολικής αυτοκρατορίας, σάρωσαν όλη την περιοχή στο πέρασμα τους αλλά με την πάροδο του χρόνου ήταν οι Τούρκοι αυτοί που εγκαταστάθηκαν οριστικά με την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1299.

Υποσαχάρια Αφρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεφαλή Γιορούμπα από κράμα χαλκού, Ίφε, 11ος–14ος αιώνας

Η Αφρική του Μεσαίωνα νοτίως της Σαχάρας φιλοξένησε πολλούς και διάφορους πολιτισμούς. Το βασίλειο του Αξούμ παράκμασε τον 7ο αιώνα, καθώς η έλευση του Ισλάμ το απομάκρυνε από τους Χριστιανούς συμμάχους του και ο πληθυσμός του μετακινήθηκε προς τα ενδότερα του Αιθιοπικού υψιπέδου για να προστατευτεί. Με τον καιρό αντικαταστάθηκε από τη δυναστεία των Ζάγκουε, η οποία είναι διάσημη για τη λαξευμένη στο βράχο αρχιτεκτονική της πόλης Λαλιμπέλα. Οι Ζάγκουε με τη σειρά τους αντικαταστάθηκαν από τη Σολομωνική δυναστεία, η οποία ισχυριζόταν ότι κατάγονταν από τους Αξουμίτες αυτοκράτορες και η οποία διαχειρίστηκε την περιοχή εύρυθμα έως και μέχρι ένα μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα. Στη Δυτική Αφρική, στο ύψος της γεωγραφικής ζώνης Σαχέλ, αναπτύχθηκαν πολλές Ισλαμικές αυτοκρατορίες όπως οι αυτοκρατορίες της Γκάνα, του Μάλι, του Σονγκάϊ, και του Κανέμ, οι οποίες έλεγχαν το διασαχαρικό εμπόριο σε χρυσό, ελεφαντόδοντο, αλάτι και δούλους.

Νότια από το Σαχέλ, οι πολιτισμοί εγκαταστάθηκαν στα δάση κοντά στις παραλιακές περιοχές όπου τα άλογα και οι καμήλες δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Πολιτισμοί όπως αυτός των Γιορούμπα και την πόλη του Ίφε που ήταν διάσημη για τη νατουραλιστική τέχνη της, την αυτοκρατορία των Όγιο, την αυτοκρατορία του Μπενίν και των Έντο με έδρα την πόλη του Μπενίν, τους Ίγκμπο και το βασίλειο της Νίρι, το οποίο παρήγαγε προηγμένη μπρούτζινη τέχνη στην πόλη Ίγκμπο Ουκούου, και τους Ακάν, οι οποίοι φημίζονταν για την πολύπλοκη αρχιτεκτονική τους.

Στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα η Ζιμπάμπουε υπήρξε ένας αριθμός από βασίλεια που προήλθαν από το βασίλειο του Μάπουνγκούμπουέ εκεί όπου βρίσκεται το κράτος της σημερινής Νότια Αφρικής. Αναπτύχθηκαν μέσω εμπορίου με τους Σουαχίλι λαούς των ακτών της Ανατολικής Αφρικής, και έκτισαν μεγάλες αμυντικές πέτρινες κατασκευές χωρίς κονίαμα όπως την πόλη Μεγάλη Ζιμπάμπουε, η οποία ήταν η πρωτεύουσα του βασιλείου της Ζιμπάμπουε, την πρωτεύουσα του βασιλείου της Μπουτούα το Κχάμι, καθώς και το Νταναμόμπε, την πρωτεύουσα του βασιλείου των Ρόζουι. Όσο για τους Σουαχίλι, οι ίδιοι κατοικούσαν στις ακτές της Ανατολικής Αφρικής από τη σημερινή Κένυα έως τη Μοζαμβίκη, και εμπορεύονταν συχνά με Ασιάτες και Άραβες οι οποίοι με τον καιρό τους εισήγαγαν στο Ισλάμ. Οι Σουαχίλι επίσης έκτισαν πολλές παράκτιες πόλεις και λιμάνια όπως τη Μομπάσα, τη Ζανζιβάρη, και την Κίλουα Κισιουάνι, πόλεις οι οποίες ήταν γνωστές στους Μουσουλμάνους γεωγράφους καθώς και στους Κινέζους ναυτικούς του Τσενκ Χι.

Ινδική υποήπειρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη βόρεια Ινδία, μετά την πτώση της αυτοκρατορίας των Γκούπτα το 550 μ.Χ., η περιοχή διασπάστηκε σε ένα σύνθετο και ρευστό δίκτυο μικρότερων βασιλείων[73]. Η επιστήμη και η τεχνολογία της περιοχής ήταν στο απόγειο της, και σε αυτή την περίοδο ο Ινδός μαθηματικός Αραμπάτα περιέγραψε την έννοια του μηδενός, την οποία τελειοποίησε ο μετέπειτα μεγάλος μαθηματικός Βραχμαγκούπτα, ο οποίος και εισήγαγε την πρώτη γνωστή χρήση των σύγχρονων αριθμών. Τα ψηφία αυτά, υιοθετήθηκαν αργότερα από τους Άραβες οι οποίοι τα μετέφεραν στην Ευρώπη, όπου και έγιναν γνωστοί ως Αραβικοί αριθμοί.

Οι πρώτες Ισλαμικές εισβολές ξεκίνησαν στη δύση το 711 μ.Χ., όταν το Χαλιφάτο των Ομεϋάδων κατέκτησε σχεδόν το σύνολο της περιοχής, όπου βρίσκεται το σημερινό Πακιστάν. Η στρατιωτική επέκταση των Αραβικών στρατευμάτων σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό σε αυτό το σημείο, αλλά το Ισλάμ ως θρησκεία εξακολούθησε να επεκτείνεται στην περιοχή κυρίως λόγω των Αράβων εμπόρων κατά το μήκος της δυτικής ακτής. Τον 12ο αιώνα, Τουρκικά μουσουλμανικά φύλα ίδρυσαν το Σουλτανάτο του Δελχί, το οποίο είχε υπό τον έλεγχο του ένα μεγάλο μέρος της βόρειας Ινδίας. Στο τέλος του 15ου αιώνα, τα σουλτανάτα του Ντέκκαν εξαπλώθηκαν από τις δυτικές όχθες τις μέσης Ινδίας προς τις ανατολικές καλύπτοντας παράλληλα τον ενδιάμεσο χώρο στη μέση της χώρας. Εξαιτίας της απάθειας που υπήρξε στα πεδία της επιστήμης και τεχνολογίας, υπήρξε πολύ μικρή πρόοδος μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Μια ακόμα μεγάλη δύναμη της εποχής ήταν η Μογγολική Αυτοκρατορία της Ινδίας, η οποία κυριάρχησε στην πλειονότητα της Ινδικής υποηπείρου για πάνω από τρεις αιώνες. Επίσης εξαιτίας της Αραβικής επιρροής στις τάξεις των κυβερνώντων, μεγάλο μέρος της ανάπτυξης που σημειώθηκε μεταξύ του 1000 και 1800 είχε έντονα Αραβικά στοιχεία.

Στη νότια Ινδία, οι μετακλασικές δυναστείες αποτελούνται από αυτές των Τσαλούκγια, Ραστρακούτα, Χογσάλα, Τσόλα, και την αυτοκρατορία των Βιτζαγαναγκάρα. Η επιστήμη, μηχανική, τέχνη, λογοτεχνία, αστρονομία, και φιλοσοφία, άνθισαν κάτω από την προστασία και υποστήριξη των βασιλείων αυτών.

Κεντρική Ασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξεκινώντας με τη δυναστεία Σουί (581-618), οι Κινέζοι ξεκίνησαν την επέκταση τους προς τα δυτικά, όπου και είχαν να αντιμετωπίσουν τους νομάδες των Τουρκικών φύλων, οι οποίοι αναδεικνύονταν στην κυρίαρχη εθνοτική ομάδα στην Κεντρική Ασία[74][75]. Αρχικά η σχέση τους διέπονταν από συνεργασία και ομαλό κλίμα, αλλά το 630 η δυναστεία Τανγκ άρχισε να επιτίθεται στους Τούρκους,[76] κατακτώντας περιοχές της Μογγολικής ερήμου του Όρντος. Η αυτοκρατορία των Τανγκ, συναγωνιζόταν με το γειτονικό Θιβέτ, για τον έλεγχο των περιοχών στην Έσω και Κεντρική Ασία[77][78]. Τον 8ο αιώνα, το Ισλάμ άρχισε να εισέρχεται στην περιοχή και σύντομα έγινε η καθιερωμένη θρησκεία του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, αν και ο Βουδισμός παρέμενε ισχυρός στα ανατολικά. Οι νομάδες των ερήμων της Αραβίας συναγωνίζονταν ισάξια τους νομάδες της στέππας, και με τις Ισλαμικές επιδρομές του Χαλιφάτου κατάφεραν να αποκτήσουν έλεγχο σε κάποια από τα εδάφη της Κεντρικής Ασίας.

Οι Εφθαλίτες ήταν η πιο ισχυρή από τις διάφορες νομαδικές ομάδες, που ζούσαν στην περιοχή τον 6ο και 7ο αιώνα, και κατείχαν σημαντικές εκτάσεις. Τον 10ο και 11ο αιώνα η περιοχή διασπάστηκε μεταξύ διαφόρων ισχυρών κρατών όπως η δυναστεία των Σαμανιδών, η δυναστεία των Σελτζούκων Τούρκων και η αυτοκρατορία των Χαζάρων. Η με διαφορά πιο εντυπωσιακή αύξηση δύναμης στην Κεντρική Ασία συνέβη, όταν ο Τζένγκις Χαν ένωσε τις διάφορες Μογγολικές φυλές το 1206. Η Μογγολική Αυτοκρατορία εξαπλώθηκε ραγδαία και έφτασε να αποτελείται από ολόκληρη την Κεντρική Ασία και Κίνα, μεγάλα κομμάτια της Ρωσίας, καθώς και μέρη της Μέσης Ανατολής. Μετά τον θάνατο του Τζένγκις Χαν το 1227, το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ασίας συνέχισε να κυριαρχείται από το Χανάτο των Τσαγκατάϊ. Το 1369, ο Ταμερλάνος, ένας Τουρκομάνος ηγέτης των Μογγόλων, κατέκτησε με τη σειρά του το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Η μεγάλη αυτοκρατορία του κατέρρευσε σύντομα μετά τον θάνατο του, και στη θέση της δημιουργήθηκαν διάφορα χανάτα, όπως αυτά της Χίβας, της Μπουχάρας, της Κοκάνδης, με το μακροβιότερο και πιο δυτικό αυτό της Κριμαίας.

Ανατολική Ασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από μια περίοδο σχετικής διαίρεσης, η δυναστεία Σουί επανένωσε την Κίνα το 581, και με τη δυναστεία Τανγκ (618–907) που τη διαδέχτηκε η Κίνα μπήκε σε μια δεύτερη χρυσή εποχή. Με τη διάλυση της δυναστείας Τανγκ και την περίοδο αναταραχής που ακολούθησε και διήρκεσε μισό αιώνα, η βόρεια δυναστεία των Σονγκ επανένωσε ξανά την Κίνα το 982, ενώ η πίεση από τις νομαδικές φυλές στον βορά άρχισε να γίνεται σταδιακά όλο και πιο έντονη. Το 1142, η βόρεια Κίνα κατακτήθηκε από τους Τζουρτσέν κατά τους πολέμους των Τζιν-Σονγκ, και η Μογγολική Αυτοκρατορία[79][80] κατέκτησε ολόκληρη την Κίνα το 1279, μαζί με σχεδόν τη μισή έκταση της Ευρασίας. Μετά από σχεδόν ένα αιώνα Μογγολικής διακυβέρνησης υπό τη δυναστεία Γιουάν, το έθνος των Κινέζων επανέκτησε τον έλεγχο υπό τη δυναστεία Μινγκ το 1368.

Στην Ιαπωνία, η γενεαλογία των αυτοκρατόρων είχε ήδη καθιερωθεί αυτόν τον καιρό, και κατά τη διάρκεια της περιόδου Ασούκα (538-710) η επαρχία Γιαμάτο εξελίχθηκε σε ένα ξεκάθαρα κεντρικό κράτος[81]. Επίσης κατά την περίοδο αυτή έγινε η πρώτη επαφή με τον Βουδισμό[82], και υπήρξε έμφαση στην υιοθέτηση στοιχείων από τον Κινέζικο πολιτισμό και από τον Κονφουκιανισμό. Η περίοδος Νάρα του 8ου αιώνα, έφερε την ανάδειξη ενός ισχυρού Ιαπωνικού κράτους και συχνά θεωρείται ως η χρυσή εποχή της Ιαπωνίας. Σε αυτή την περίοδο, η αυτοκρατορική κυβέρνηση αποπεράτωσε μεγάλα και σημαντικά δημόσια έργα, όπως κυβερνητικές εγκαταστάσεις, ναούς, δρόμους, και συστήματα άρδευσης. Η περίοδος Χεϊάν (794-1185) είδε την κορύφωση της αυτοκρατορικής δύναμης, που ως συνέπεια είχε τη μετέπειτα εμφάνιση των στρατιωτικοποιημένων φυλών, και την έναρξη της Ιαπωνικής φεουδαρχίας[83]. Η φεουδαρχική περίοδος της Ιαπωνικής ιστορίας, κυριαρχήθηκε από τις πανίσχυρες τοπικές οικογένειες των νταϊμγιό και τον στρατιωτικό έλεγχο των πολεμάρχων σόγκουν, και διήρκεσε από το 1185 έως το 1868. Ο αυτοκράτορας υπήρχε κυρίως ως συμβολική μορφή και η επιρροή των εμπόρων ήταν αδύναμη.

Η μετακλασική Κορέα είδε το τέλος των τριών βασιλείων του Γκογκουρίγιο, Μπαεκτζέ και Σιλλά. Το βασίλειο του Σιλλά κατέκτησε το Μπαεκτζέ το 660 και ακολούθως το Γκογκουρίγιο το 668[84], εγκαινιάζοντας την περίοδο των Βορείων και Νοτίων κρατών, με το ενοποιημένο Σιλλά στο νότο, και το διάδοχο κράτος του Γκογκουρίγιο το Μπαλχαέ στον βορά. Περίπου το 900 μ.Χ., αυτή η κατάσταση αντιστράφηκε με τα Ύστερα Τρία Βασίλεια, όπου το Γκογκουρίγιο αναδείχθηκε η κυρίαρχη δύναμη και ενοποίησε ολόκληρη την Κορεατική χερσόνησο έως το 936[85]. Το Γκογκουρίγιο μετεξελίχθηκε στη δυναστεία Γκοργεό, η οποία κυβέρνησε μέχρι το 1392, όταν και τη διαδέχτηκε η δυναστεία Τζοσεόν, η οποία ήταν στην εξουσία για τα επόμενα 500 χρόνια.

Νοτιοανατολική Ασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έναρξη του Μεσαίωνα στη Νοτιοανατολική Ασία έφερε την κατάκτηση του Βασιλείου του Φουνάν το 550 από το Βασίλειο του Τσένλα, το οποίο αργότερα επίσης κατακτήθηκε από την Αυτοκρατορία των Χμέρ το 802. Η Άνγκορ ήταν η πρωτεύουσα των Χμέρ στην τοποθεσία όπου βρίσκεται η σημερινή Καμπότζη, και η παγκοσμίως μεγαλύτερη σε μέγεθος πόλη την εποχή αυτή και περιείχε πάνω από χίλιους ναούς με τον πιο διάσημο αυτόν της Άνγκορ Βατ.

Ο ναός του Άνγκορ Βατ στην Καμπότζη, κατασκευάστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα [86]

Τα βασίλεια των Σουχοτάϊ το 1238 και της Αγιουτάγια το 1351 ήταν οι κύριες δυναστείες των Ταϋλανδών, η οποία είχαν επηρεαστεί από τους Χμέρ. Ξεκινώντας τον 9ο αιώνα, το βασίλειο των Παγκάν, αναδείχθηκε στη σημερινή Μπούρμα. Άλλα σημαντικά βασίλεια της περιόδου είναι αυτά του Σριβιτζάγια και του Λάβο (και τα δυο αναδείχτηκαν τον 7ο αιώνα), του Τσάμπα και του Χαριφουντσάϊ (και τα δυο περίπου στο 750), το Ντάϊ Βιέτ (968), Λάννα (13ος αιώνας), Ματζαπαχίτ (1293), Λαν Ξανγκ (1354) και το βασίλειο της Άβα (1364). Στις αρχές του 13ου αιώνα το Ισλάμ άρχισε να εξαπλώνετε στις περιοχές, όπου βρίσκεται η σημερινή Ινδονησία, όπως και στα Μαλαισιανά κρατίδια που είχαν αρχίσει να εδραιώνονται.

Ωκεανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τούι αυτοκρατορία των Τόνγκα εγκαθιδρύθηκε τον 10ο αιώνα και επεκτάθηκε στο διάστημα μεταξύ 1200 και 1500. Ο πολιτισμός των Τόνγκα, η γλώσσα, και η ηγεμονία τους επεκτάθηκε ευρέως στην Ανατολική Μελανησία, Μικρονησία και κεντρική Πολυνησία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου[87][88], επιπλέον, επηρεάζοντας περιοχές όπως η Σαμόα, Κιριμπάτι, Βανουάτου και τη Νέα Καληδονία (ιδιαίτερα τα νησιά Λουαγιοτέ όπου το κύριο νησί ήταν κατοικημένο από τους Μελανήσιους Κανάκ)[89].

Περίπου την ίδια εποχή, μια ισχυρή θαλασσοκρατία εμφανίστηκε στην Ανατολική Πολυνησία γύρω από τα νησιά Σοσιετέ, ειδικά στην ιερή τοποθεσία του Ταπουταπουατέα Μαράε, το οποίο προσέλκυσε αποίκους από την Ανατολική Πολυνησία καθώς και από απομακρυσμένα μέρη όπως η Χαβάη, την Αοτεαρόα της σημερινής Νέας Ζηλανδίας, και τα νησιά Τουαμότου, για πολιτικούς, πνευματικούς, και οικονομικούς λόγους, έως την ανεξήγητη και χωρίς ίχνη κατάρρευση της τακτικής ναυσιπλοΐας μεγάλων αποστάσεων στον Ανατολικό Ειρηνικό Ωκεανό, λίγους αιώνες πριν οι Ευρωπαίοι άρχισαν να εξερευνούν την περιοχή.

Τα αγάλματα Μοάι όπως αυτά στο Άχου Τονγκαρίκι, Νησί του Πάσχα, χτίστηκαν κατά την περίοδο 1250 με 1500 [90]

Δεν υπάρχουν γηγενή γραπτά χρονικά από αυτή την περίοδο, καθώς φαίνεται πως όλοι οι κάτοικοι των νησιών του Ειρηνικού, με την πιθανή εξαίρεση των αινιγματικών Ραπανουί στο Νησί του Πάσχα και το έως σήμερα μη αποκρυπτογραφημένο σύστημα γραφής τους το Ρόγκο Ρόγκο, δεν είχαν απολύτως κανένα σύστημα γραφής έως ότου την εισαγωγή της γραφής από τους Ευρωπαίους αποίκους. Έτσι η ιστορία των λαών αυτών, εξαρτάται κυρίως από τις τοπικές προφορικές παραδόσεις και μαρτυρίες, καθώς και από τη συνεχιζόμενη μελέτη των επιστημονικών ευρημάτων της αρχαιολογίας, ανθρωπολογίας, και γλωσσολογίας στις αντίστοιχες περιοχές και τοπικούς πληθυσμούς.

Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Βόρεια Αμερική, κατά το 800 μ.Χ. αναπτύχθηκε ο πολιτισμός του Μισσισσιπή στην περιοχή όπου βρίσκονται σήμερα οι νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος και έκτισε το μεγάλο αστικό κτιριακό συγκρότημα της Καχόκια τον 12ο αιώνα. Επίσης η αρχαία φυλή των Ανασάζι και οι προκάτοχοι της (9ος έως 13ος αιώνας) έκτισαν εκτεταμένα συγκροτήματα μονίμων κατοικιών, μαζί με πέτρινες κατασκευές οι οποίες θα παρέμεναν τα μεγαλύτερα κτήρια στη Βόρεια Αμερική μέχρι τον 19ο αιώνα[91][92].

Στην Κεντρική Αμερική, με την πτώση του πολιτισμού των Τεοτιουακάν ολοκληρώθηκε η κατάρρευση του κλασικού πολιτισμού των Μάγια. Οι Αζτέκοι κατόπιν κυριάρχησαν σε ένα μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής τον 14ο και 15ο αιώνα.

Μάτσου Πίτσου—το κυρίαρχο σύμβολο του πολιτισμού των Ίνκα, χτίστηκε στα τέλη του 15ου αιώνα [93]

Στη Νότια Αμερική, ο 14ος και 15ος αιώνας έφερε την άνοδο των Ίνκα. Η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τους ήταν το Κούσκο και η κυριαρχία τους είχε επεκταθεί σε ολόκληρη την οροσειρά των Άνδεων, με αποτέλεσμα η κουλτούρα αυτή να είναι ο μεγαλύτερος προ-κολομβιανός πολιτισμός[94][95]. Οι Ίνκα ευημερούσαν και ήταν ανεπτυγμένοι, καθώς και ικανοί μηχανικοί, όπως αποκαλύπτουν τα έργα του εξαιρετικού οδικού δικτύου τους και η απαράμιλλη τοιχοποιία των κτιρίων τους.

Πρώιμη νεότερη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος Νεότερη Εποχή ή Νεότεροι Χρόνοι αναφέρεται στην ιστορία του ανθρώπινου είδους μετά τον Μεσαίωνα. Έτσι οι Νεότεροι Χρόνοι διακρίνονται στην Πρώιμη Νεότερη εποχή (Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Γαλλική Επανάσταση) και την Ύστερη Νεότερη Εποχή (Ναπολεόντιοι πόλεμοι, Βρετανική Αυτοκρατορία, Βιομηχανική Επανάσταση, και γεγονότα έως το τέλος του 19ου αιώνα).

Το οριστικό τέλος του Μεσαίωνα συχνά σηματοδοτείται από ένα συνδυασμό ιδιαίτερα σημαντικών γεγονότων όπως την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, την τελειοποίηση της μηχανικής εκτύπωσης του Γουτεμβέργιου το 1455, και την εξερεύνηση της Αμερικής από τον Κολόμβο το 1493. Η περίοδος της Αναγέννησης που τον αντικαθιστά ξεκινά παράλληλα με τα τέλη του Μεσαίωνα -μέσα του 14ου αιώνα- και είναι συνδεδεμένη κυρίως με τα δυτικά και κεντρικά Ευρωπαϊκά κράτη τα ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις την περίοδο αυτή.

Αναγέννηση και τέχνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Αναγέννηση

Η Ευρωπαϊκή Αναγέννηση ξεκίνησε στα μέσα του 14ου αιώνα[96], και χαρακτηρίζεται από την επανεκτίμηση της γνώσης και τέχνης του Κλασικού κόσμου της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, καθώς και από την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ευρώπης. Επίσης η εποχή αυτή εισήγαγε μια διάθεση εξέτασης και κριτικής σκέψης, η οποία οδήγησε στον Ουμανισμό[97] και την Επιστημονική Επανάσταση[98]. Αν και υπήρξαν κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές και επαναστάσεις σε πολλές πνευματικές δραστηριότητες, η Αναγέννηση είναι κυρίως γνωστή για την ανάπτυξη των Καλών Τεχνών καθώς και για τις πολυμαθείς προσωπικότητες που έζησαν σε αυτή την περίοδο όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Μιχαήλ Άγγελος, οι οποίοι ενέπνευσαν τον όρο "Αναγεννησιακός Άνθρωπος"[99][100]. Στην εποχή αυτή γενικά σχεδόν σε όλη την Ευρώπη έρχεται η παρακμή και η τελική εξαφάνιση της Φεουδαρχίας, της δουλείας, καθώς και ο περιορισμός της δύναμης της Καθολικής Εκκλησίας.

Χαρακτηρίζεται επίσης από την ανάπτυξη της επιστήμης, τον αυξανόμενο ρυθμό της τεχνολογικής προόδου, την κοσμική πολιτική διαχείριση και την εμφάνιση του έθνους-κράτους. Οι καπιταλιστικές οικονομίες αναπτύχθηκαν αρχικά στις δημοκρατίες της βορείου Ιταλίας, όπως η Γένοβα, η Βενετία και ο Άγιος Μαρίνος, με την ίδια περίοδο επίσης να φέρνει την εμφάνιση και επικράτηση της οικονομικής θεωρίας του Εμποροκρατισμού.

Διαφωτισμός και Κριτική σκέψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Διαφωτισμός

Το κίνημα του Διαφωτισμού αναπτύχθηκε πρώτα στη Γαλλία και κατόπιν στις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, και προετοίμασε τις συνθήκες για τη μετέπειτα Αμερικανική Επανάσταση (1776) και τη Γαλλική Επανάσταση (1789). Οι διαφωτιστές προωθούσαν συστηματικά τον ορθολογισμό και την πίστη στην πρόοδο, απαιτώντας αλλαγή στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, την οικονομία, την εκπαίδευση και τη θρησκεία. Ήταν υπέρ των ατομικών ελευθεριών και εναντίων των μοναρχικών και τυραννικών κυβερνήσεων. Σημαντική συμβολική ενέργεια ήταν η δημοσίευση το 1751 της Εγκυκλοπαίδειας (γαλλικά Encyclopédie ou Dictionnaire raisonné des arts et métiers) από τον φιλόσοφο Ντενί Ντιντερό και τον μαθηματικό Ζαν Ντ' Αλαμπέρ. Σημαντικοί παράγοντες για το κίνημα ήταν η ανάπτυξη της μέσης τάξης, η επιστημονική πρόοδος, οι κοινωνικές αξίες, η αμφισβήτηση των μέχρι τότε γνώσεων, ακόμη και της θρησκείας, της αριστοκρατίας και της απόλυτης μοναρχίας, η ανάπτυξη και η διάδοση της γνώσης, σε έναν κόσμο που είχε επεκταθεί μέσω της ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου.

Παγκόσμιες εξελίξεις και Ευρωπαϊκή επέκταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Παγκόσμιος Χάρτης του Ορτέλιους, έργο του 1570, το οποίο συμπεριλαμβάνει τις νέες περιοχές που ανακάλυψαν οι Ευρωπαίοι εξερευνητές

Σημαντικά γεγονότα που διαδραματίζονται την εποχή αυτή περιλαμβάνουν τη θρησκευτική Μεταρρύθμιση, τον Τριακονταετή Πόλεμο στην Κεντρική Ευρώπη, την Εποχή των Εξερευνήσεων με τους Ισπανούς και Πορτογάλους θαλασσοπόρους εξερευνητές να πρωτοστατούν, την αποικιοκρατική εξάπλωση των Ευρωπαίων, την κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, και την κορύφωση του κυνηγιού μαγισσών στην Ευρώπη.

Δυτική και Κεντρική Ευρώπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τελειοποίηση και χρήση της μηχανικής εκτύπωσης του Γουτεμβέργιου το 1455, έφερε μια επανάσταση στη διατήρηση και μετάδοση της γνώσης. Πενήντα χρόνια μετά την εκτύπωση του πρώτου βιβλίου(της Βίβλου που απεικονίζεται), είχαν εκτυπωθεί εννέα εκατομμύρια βιβλία.
Η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων το 1800, με τη λήξη την Πρώιμης Νεότερης Εποχής και έναρξη της Ύστερης

Κατά την περίοδο αυτή οι δυτικές Ευρωπαϊκές δυνάμεις έφτασαν να κυβερνούν το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Η γεωγραφία της Ευρώπης είχε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της αυτή, μια και σε αντίθεση με τις άλλες δυνάμεις της εποχής στη Μέση Ανατολή, Ινδία και Κίνα οι οποίες περιβάλλονταν από μεγάλες εκτάσεις γης, η Ευρώπη περιβάλλονταν περιμετρικά από τη Βόρεια Θάλασσα, Ατλαντικό Ωκεανό και τη Μεσόγειο Θάλασσα, όπως και οροσειρές όπως αυτές των Πυρηναίων, Άλπεων, Απέννινων και τα Καρπάθια Όρη, ένας γεωγραφικός συνδυασμός που παρείχε έναν καλό βαθμό προστασίας από εξωτερικούς εισβολείς -ιδιαίτερα στα κράτη της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης- αλλά και ευκολία στη διενέργεια υπερπόντιων εξερευνήσεων.

Αρχικά οι Πορτογάλοι και Ισπανοί ήταν οι κύριες δυνάμεις κατάκτησης και επιρροής και η συνεργασία τους έφερε ως αποτέλεσμα την Ιβηρική Ένωση[101], την πρώτη παγκόσμια αυτοκρατορία στην οποία ο 'ήλιος δεν έδυε ποτέ'. Σύντομα τα βορειοευρωπαϊκά κράτη των Άγγλων, Γάλλων, και Ολλανδών, άρχισαν να κυριαρχούν στον Ατλαντικό. Μετά από μια σειρά πολέμων του 17ου και 18ου αιώνα που ακολουθήθηκαν με τους Ναπολεόντιους πολέμους, η Βρετανία αναδείχθηκε ως η νέα παγκόσμια δύναμη.

Οι χώρες της δυτικής Ευρώπης ενώ επεκτεινόταν διαρκώς μέσω της τεχνολογικής προόδου και των αποικιακών κατακτήσεων τους, βρίσκονταν οικονομικά και στρατιωτικά η μία με την άλλη σε μια κατάσταση συνεχούς πολέμου. Συχνά οι πόλεμοι αυτοί αποκτούσαν και θρησκευτική διάσταση, είτε με Καθολικούς εναντίων Προτεσταντών, είτε -κυρίως στη νότια και ανατολική Ευρώπη- με Χριστιανούς εναντίων Μουσουλμάνων. Πόλεμοι ιδιαίτερης σημασίας που διαδραματίστηκαν αυτή την εποχή είναι ο Εκατονταετής Πόλεμος (1337-1453), οι Γαλλικοί θρησκευτικοί πόλεμοι (1562-1598), ο Τριακονταετής Πόλεμος(1618-1648), ο Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής (1701-1714), ο Επταετής Πόλεμος (1756-1763), και οι Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης (1792-1802).

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η κύρια εξωτερική απειλή την περίοδο αυτή ήταν η Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία με τη ραγδαία μετέπειτα εξάπλωση της έφτασε να απειλήσει σοβαρά την κεντρική Ευρώπη (Πρώτη και Δεύτερη πολιορκία της Βιέννης το 1529 και 1683 αντίστοιχα, Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699), νοτιοκεντρική Ευρώπη (Εισβολή της Κορσικής το 1553, Πολιορκία της Μάλτας το 1565, Οθωμανικές επιδρομές στη νότια Ιταλία τον 16ο αιώνα), και μέρος της Βόρειας Ευρώπης (Πολωνικοί-Οθωμανικοί Πόλεμοι ειδικά κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα).

Ανατολική Ευρώπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία να έχει καταρρεύσει, η περιοχή των Βαλκανίων στη νοτιοανατολική Ευρώπη πέρασε ολοκληρωτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία κατέκτησε όλους τους λαούς της περιοχής, όπως οι Βυζαντινοί Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί και οι κατακτήσεις τους έφτασαν και βορειότερα ως τις περιοχές που σήμερα βρίσκονται η Σλοβακία, Ρουμανία, Ουγγαρία και Ουκρανία. Σημαντικές εξελίξεις στην περιοχή αυτή για την ανακοπή της εξάπλωσης των Οθωμανών προς την Ιταλία και τη Δυτική Ευρώπη, αποτέλεσαν η βαριά ήττα των Οθωμανών στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 και η εξαιρετικά μακρόχρονη πολιορκία του Χάνδακα στην περιοχή του σημερινού Ηρακλείου της Κρήτης, η οποία διήρκεσε από το 1648 έως το 1669 και αποτελεί την πιο μακρόχρονη πολιορκία στην ιστορία.

Πιο βόρεια, οι Σλαβικοί πληθυσμοί της Ρωσίας κατάφεραν κατά τη διάρκεια του 14ου και 15ου αιώνα να απαλλαγούν από τη Μογγολική κυριαρχία, ειδικά με τη μάχη του Κουλίκοβο το 1380 και τη μάχη στον ποταμό Ούγκρα το 1480. Αργότερα υπό τον Ιβάν τον Τρομερό, ο οποίος έγινε ο πρώτος Τσάρος της Ρωσίας το 1547, με την επικράτηση επί των υπολοίπων Μογγολικών και Τουρκικών φύλων της περιοχής, η Ρωσία μεταμορφώθηκε σε μια σημαντική τοπική δύναμη, η οποία αποτέλεσε ανάχωμα στην επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τα βορειοανατολικά, μέσω μιας σειράς συγκρούσεων από τον 16ο έως και τις αρχές του 20ου αιώνα γνωστών συλλογικά ως οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι.

Μέση Ανατολή, Αφρική και Ινδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ισχυρή Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τις κατακτήσεις της στη νοτιοανατολική Ευρώπη, εξαπλώθηκε γρήγορα τους επόμενους 2 αιώνες σε όλη τη Μέση Ανατολή, το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Αφρικής και παράλια της βορειοανατολικής, καθώς και με διάφορες ναυτικές επιδρομές απείλησε την κυριαρχία των Πορτογαλικών αποικιών της Ανατολικής Αφρικής και του Ινδικού Ωκεανού.

Η Περσία κατακτήθηκε από την αυτοκρατορία των Σαφαβιδών το 1501, την οποία ακολούθησαν η αυτοκρατορία των Αφσαριδών το 1736 και η αντίστοιχη των Κατζαριδών το 1796. Οι περιοχές στα βόρεια και ανατολικά ήταν υπό τον έλεγχο των Ουζμπέκων και Παστούν.

Στην Ινδία, το Σουλτανάτο του Δελχί και τα Σουλτανάτα του Ντέκκαν έδωσαν τη θέση τους στις αρχές του 16ου αιώνα στην αυτοκρατορία των Μουγκάλ (Μογγόλων της Ινδίας). Ξεκινώντας στα βορειοδυτικά, μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα οι Μουγκάλ κυριάρχησαν σχεδόν σε όλη την έκταση της Ινδίας[102], εκτός από τις Ινδικές επαρχίες στο νότιο άκρο της χώρας, οι οποίες κατόρθωσαν να παραμείνουν ανεξάρτητες. Η Ινδουιστική αυτοκρατορία των Μαράτα ιδρύθηκε στις δυτικές ακτές της Ινδίας το 1674 και ενάντια στους Μουγκάλ κατάφερε με την πάροδο των δεκαετιών να αποκτήσει την πλειοψηφία των περιοχών, ειδικά κατά τους πολέμους του Ντέκκαν (1681-1701).

Η εξερεύνηση της Αφρικής από τους Ευρωπαίους, κυρίως με τις δυνάμεις των Πορτογάλων και των Ολλανδών έφτασε στο ζενίθ της την περίοδο αυτή. Στην ανατολική Αφρική η ακτή των Σουαχίλι παράκμασε αφότου πέρασε υπό τον έλεγχο των Πορτογάλων και κατόπιν του Ομάν. Στη δυτική Αφρική, η αυτοκρατορία του Σονγκάϊ αλώθηκε από την εισβολή των Μαροκινών το 1591. Στη νότια Αφρική, το Βασίλειο της Ζιμπάμπουε αντικαταστάθηκε από μικρότερα βασίλεια, όπως της Μουτάπα, Μπουτούα, και Ρόζουι. Η Αιθιοπία αντιμετώπισε την εισβολή του 1531 από το Σουλτανάτο του Αντάλ και το 1769 μπήκε στην περίοδο του Ζέμενε Μεσάφιντ κατά τη διάρκεια της οποίας ο Αυτοκράτορας υπήρχε συμβολικά και η χώρα κυριαρχούνταν από πολέμαρχους, αν και αργότερα ολόκληρη η σειρά των βασιλέων αποκαταστάθηκε από τον αυτοκράτορα Τεούοντρος Β´. Το Σουλτανάτο του Ατζουράν στο Κέρας της Αφρικής, άρχισε να φθίνει τον 17ο αιώνα και τη θέση του πήρε το Σουλτανάτο του Γκελέντι. Άλλοι πολιτισμοί που άκμασαν αυτοί την περίοδο, είναι η αυτοκρατορία των Όγιο, η οποία έφτασε στη χρυσή εποχή της, το βασίλειο του Μπενίν, το βασίλειο των Ασάντι, το οποίο αναδείχθηκε στην Γκάνα το 1670, καθώς και το βασίλειο του Κονγκό.

Άπω Ανατολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιαπωνία και η Κίνα επηρεάστηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου με την επέκταση του ναυτεμπορίου με την Ευρώπη και ειδικά αυτή την Πορτογάλων στο Μακάο της Κίνας και στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας.

Στην Κίνα η δυναστεία των Μινγκ αντικαταστάθηκε το 1644 από τη δυναστεία Τσινγκ, την τελευταία Κινέζικη αυτοκρατορική δυναστεία η οποία συνέχισε ως το 1912.

Η Ιαπωνία είχε την εμπειρία της εμφυλιοπολεμικής περιόδου Αζούτσι-Μομογιάμα (1568 – 1603), η οποία ακολουθήθηκε από την περίοδο Έντο (1603-1868) κατά την οποία οι κυβερνήσεις μέσω απομονωτικών πολιτικών προσπάθησαν να εξαλείψουν τις Ευρωπαϊκές επιρροές.

Στην Κορέα η δυναστεία Τζόσον (1392-1910) κατόρθωσε να παραμείνει στην εξουσία όλο αυτό το καιρό και απέκρουσε τις εισβολές από Κίνα και Ιαπωνία τον 16ο και 17ο αιώνα.

Νοτιοανατολική Ασία και Ωκεανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1511, οι Πορτογάλοι ανέτρεψαν το Σουλτανάτο της Μαλάκκα στην περιοχή, όπου βρίσκεται η σημερινή Μαλαισία και Ινδονησιακή Σουμάτρα, και κράτησαν αυτή τη σημαντική εμπορική περιοχή και κομβικό ναυσιπλοϊκό σημείο έως ότου ανατράπηκαν από τους Ολλανδούς το 1641. Το Σουλτανάτο του Τζοχόρ, στο νότιο άκρο της Μαλαισιανής χερσονήσου έγινε η κύρια εμπορική δύναμη στην περιοχή.

Με τον καιρό ο Ευρωπαϊκός αποικιοκρατισμός επικράτησε σχεδόν σε ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ασία –οι Βρετανοί στην Μπούρμα και μετά τους Πορτογάλους και Ολλανδούς επίσης στη Μαλαισία, οι Γάλλοι στην Ινδοκίνα, οι Ολλανδοί στην Ινδονησία, και οι Ισπανοί στις Φιλιππίνες. Μόνο η Ταϋλάνδη κατάφερε επιτυχώς να αντισταθεί στον αποικιοκρατισμό.

Τα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού στην Ωκεανία επηρεάστηκαν επίσης από την Ευρωπαϊκή επαφή, ξεκινώντας με τον περίπλου της γης από τον Μαγγελάνο, ο οποίος αποβιβάστηκε στα νησιά Μαριάνα και σε άλλα νησιά στην περιοχή το 1521. Επίσης αξιοσημείωτα ήταν τα ταξίδια του Άμπελ Τάσμαν το 1642 έως 1644 σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία και τα ταξίδια του Τζέιμς Κούκ το 1768 έως 1779, ο οποίος έκανε την πρώτη Ευρωπαϊκή επαφή με τη Χαβάη. Μερικά χρόνια αργότερα, η Βρετανική Αυτοκρατορία ίδρυσε την πρώτη αποικία της στην Αυστραλία το 1788 στην τοποθεσία του σημερινού Σίδνεϊ.

Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις αποίκισαν εντατικά τη νεοευρεθείσα ήπειρο, εκτοπίζοντας του ιθαγενείς πληθυσμούς και καταστρέφοντας τους προηγμένους πολιτισμούς των Αζτέκων και των Ίνκα. Οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες της Ισπανίας, Πορτογαλίας, Βρετανίας και Γαλλίας, έκαναν εκτενείς εδαφικές διεκδικήσεις και εισήγαγαν μεγάλο αριθμό εποίκων, μαζί με τη μαζική εισαγωγή σκλάβων από την Αφρική.

Τη μερίδα του λέοντος απέκτησε η Ισπανία, η οποία είχε στην εξουσία της ολόκληρη τη Νότια Αμερική (με εξαίρεση τη Βραζιλία, η οποία πέρασε στην Πορτογαλία), όλη την Κεντρική, καθώς και σημαντικό ποσοστό στο νότιο και στο δυτικό κομμάτι της Βόρειας Αμερικής αντίστοιχα.

Η Βρετανία αποίκισε την ανατολική ακτή της Βόρειας Αμερικής και η Γαλλία την κεντρική περιοχή της. Η Ρωσική αυτοκρατορία έστειλε αποστολές στη βορειοδυτική ακτή της ηπείρου και ίδρυσε την πρώτη της αποικία στην Αλάσκα το 1784[103] και αργότερα το προκεχωρημένο οχυρό του Φορτ Ρος στην περιοχή της σημερινής Καλιφόρνια το 1812[104]. Στη δίνη του Επταετή Πολέμου το 1762, η Γαλλία παραχώρησε μυστικά τις περισσότερες από τις Βορειοαμερικανικές κτίσεις της στην Ισπανία με τη Συνθήκη του Φονταινεμπλώ. Το 1776 οι δεκατρείς Βρετανικές αποικίες κήρυξαν την ανεξαρτησία τους ως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με την ανεξαρτησία τους να επικυρώνεται από τη Συνθήκη των Παρισίων (1783), τερματίζοντας την Αμερικανική Επανάσταση.

Ύστερη νεότερη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πόλεμοι και Αποικιοκρατισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξέλιξη των αποικιοκρατικών δυνάμεων και Ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών από το 1492 έως το 2007

Αφότου οι Ευρωπαίοι απέκτησαν τον έλεγχο στην Αμερική, οι επεκτατικές δραστηριότητες της Δύσης στράφηκαν προς την Ανατολική Ασία και την Αφρική[105][106], όπου τον 19ο αιώνα τα Ευρωπαϊκά κράτη είχαν ξεκάθαρο τεχνολογικό προβάδισμα σε σχέση με τα κράτη των περιοχών αυτών[107]. Η Βρετανία απέκτησε τον έλεγχο ολόκληρης της Ινδίας, της Αιγύπτου και της Μαλαισιανής χερσονήσου[108]. Οι Γάλλοι με τη σειρά τους απέκτησαν την Ινδοκίνα, ενώ οι Ολλανδοί στερέωσαν τον έλεγχο τους στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες. Οι Βρετανοί, επίσης, εποίκισαν την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Αφρική με μεγάλους αριθμούς εποίκων από τη Βρετανία[108]. Η Ρωσία αποίκισε μεγάλες περιοχές της Σιβηρίας, στις οποίες δεν είχε αναπτυχθεί η καλλιέργεια ακόμα[109][110], αυξάνοντας δραματικά το μέγεθος της. Συνέπεια του εκτεταμένου αποικιοκρατισμού, ήταν και η κυριαρχία του Λατινικού αλφαβήτου σε μεγάλο μέρος του κόσμου έως σήμερα.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις διαίρεσαν τις περιοχές της Αφρικής που απέμεναν σε ζώνες επιρροής. Εντός της Ευρώπης, οι οικονομικές και στρατιωτικές προκλήσεις δημιούργησαν ένα σύστημα εθνών-κρατών και εθνο-γλωσσολογικών ομάδων, οι οποίες ταυτοποιούνταν ως ξεχωριστά έθνη, αναζητώντας πολιτιστική και πολιτική αυτονομία.

Ένα χαρακτηριστικό αποτύπωμα της επίδρασης της αποικιοκρατίας, είναι η σημερινή χρήση των αντίστοιχων αλφάβητων και συχνά και γλωσσών των αποικιοκρατών, από τις χώρες τις οποίες έλεγχαν

Ναπολεόντιοι πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1800, ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης επανέκτησε για τη Γαλλία τις διεκδικήσεις της επί της Ισπανίας, ως αποτέλεσμα των Ναπολεόντειον Πολέμων, αλλά τις πούλησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1803 με την αγορά της Λουιζιάνας.

Βρετανική Αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αυτοκρατορία των Μαράτα ηττήθηκε και πέρασε στον έλεγχο των Βρετανών το 1818 υπό τον έλεγχο της Αγγλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και όλη η πρώην εξουσία, που κατείχαν οι Μαράτα και οι Μουγκάλ, πέρασε στο Βρετανικό Ρατζ το 1858. Κατά τον 19ο αιώνα η Βρετανική Αυτοκρατορία μετά την ήττα της Γαλλίας στους Ναπολεόντιους πολέμους, εξαπλώθηκε και απέκτησε μεγάλες γεωγραφικές εκτάσεις, με τις μεγαλύτερες να είναι η Αυστραλία και Ινδία, κάτι που, ιστορικά, την αναδεικνύει ως τη γεωγραφικά μεγαλύτερη αυτοκρατορία στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Στα μέσα του 19ου αιώνα επίσης σημειώθηκε ένας από τους πλέον πολύνεκρους πολέμους της παγκόσμιας ιστορίας, ο εμφύλιος πόλεμος της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ στην Κίνα με τουλάχιστον 20 εκατομμύρια νεκρούς, στον οποίο οι Βρετανοί έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο ως προς την έκβαση, εξοπλίζοντας, εκπαιδεύοντας και διοικώντας τις δυνάμεις του αυτοκρατορικού στρατού της δυναστείας των Τσινγκ εναντίον των επαναστατών Ταϊπίνγκ.

Βιομηχανική επανάσταση και Συγκοινωνίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καρικατούρα του 1831 που σατιρίζει την ευρεία χρήση της νέας τεχνολογίας

Η Επιστημονική Επανάσταση άλλαξε την αντίληψη της ανθρωπότητας για τον κόσμο και οδήγησε στη Βιομηχανική Επανάσταση και μια μεγάλη αλλαγή των παγκόσμιων οικονομιών[111][112]. Η Βιομηχανική Επανάσταση ξεκίνησε στη Μεγάλη Βρετανία και χρησιμοποίησε νέες τεχνικές παραγωγής — το εργοστάσιο, μαζική παραγωγή και μηχανοποίηση — για να παράγει μια μεγάλη ποικιλία αγαθών γρηγορότερα και χρησιμοποιώντας λιγότερη χειρωνακτική εργασία από ό,τι πριν.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η παγκόσμια οικονομία έγινε εξαρτημένη στη χρήση άνθρακα ως καυσίμου, καθώς νέες μέθοδοι μεταφοράς, όπως τα τρένα και τα ατμόπλοια, σμίκρυναν ουσιαστικά κατά πολύ τις αποστάσεις στα διάφορα σημεία του κόσμου, με τα τέλη του 19ου αιώνα να φέρνουν την εμφάνιση των πρώτων μοντέλων αυτοκινήτων[112]. Την ίδια στιγμή, η βιομηχανική μόλυνση και περιβαλλοντική επιβάρυνση έκαναν την εμφάνιση τους, αισθητά, με τη χρήση των παραπάνω τεχνολογιών, τα παράγωγα της καύσης του άνθρακα και τη συστηματική χρήση ξυλείας για κάρβουνο και εξόρυξη γαιανθράκων από το έδαφος.

Σύγχρονη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύγχρονη εποχή ξεκινά με τον 20ο αιώνα και τα Ευρωπαϊκά κράτη να βρίσκονται στο απόγειο της δύναμης και πλούτου τους[113][114][115], με το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου να βρίσκεται υπό την άμεση κυριαρχία τους και το υπόλοιπο υπό την ισχυρή επιρροή τους[116].

20ος αιώνας: Παγκόσμιοι πόλεμοι, τηλεπικοινωνίες και ψηφιακή επανάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: 20ος αιώνας
Η μοναδική στην ιστορία χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον πληθυσμών έγινε από τις Η.Π.Α. το 1945 στις πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι στην Ιαπωνία. Με την κατασκευή και ενδεχόμενη μαζική χρήση όπλων αυτού του τύπου, ο άνθρωπος έχει πέρα από την ικανότητα να αλλάξει την ιστορία του, και τη δυνατότητα πλέον να την τερματίσει οριστικά.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της πρώιμης σύγχρονης εποχής υπήρξαν οι πόλεμοι ανεπανάληπτης έκτασης και καταστροφής με κέντρο την Ευρώπη, οι οποίοι επεκτάθηκαν παγκοσμίως. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος[117] έφερε στο τέλος τους πολλές από τις αυτοκρατορίες και μοναρχίες της Ευρώπης και αποδυνάμωσε τις πρώην υπερδυνάμεις της Βρετανίας και Γαλλίας[118]. Με το πέρας του, υπήρξε η ανάδειξη δυναμικών ιδεολογιών, οι οποίες έφεραν ακόμα μεγαλύτερες αλλαγές, όπως η Ρωσική Επανάσταση του 1917,[119][120][121] η οποία δημιούργησε το πρώτο κομμουνιστικό κράτος της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ). Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930 ένα σημαντικό κομμάτι της Ευρώπης είδε την ανάδειξη μιλιταριστικών και φασιστικών καθεστώτων, όπως στη Γερμανία, τη Ιταλία, τη Ισπανία και αλλού[122].

Οι ασταμάτητες εθνικές αντιπαλότητες, υποδαυλίζονταν και από την Παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, που τελικά έφεραν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο[123][124], δυο δεκαετίες μετά τη λήξη του Πρώτου το 1918. Τα μιλιταριστικά καθεστώτα της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, με κύριο εκφραστή τη Ναζιστική Γερμανία, αναζήτησαν την εξάπλωση και επικράτηση τους σε μια παγκόσμια κλίμακα. Γνωστή με τον τίτλο «Άξονας», η συμμαχία αυτή ηττήθηκε οριστικά το 1945, και το κενό δύναμης που υπήρξε μετά το τέλος του καταστροφικού πολέμου, αντικατέστησαν η Σοβιετική Ένωση στην Ανατολική Ευρώπη -και γενικά στον Ανατολικό κόσμο- συγκροτώντας μια συμμαχία κρατών υπό τον τίτλο Ανατολικό Μπλoκ στα κράτη της οποίας εξαπλώθηκε ο "υπαρκτός σοσιαλισμός", και οι Ηνωμένες Πολιτείες στη Δυτική Ευρώπη και, γενικότερα, στον Δυτικό κόσμο με την ίδρυση της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, ως αντιστάθμισμα στη συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης, κάτι που επέφερε τη γενική διαίρεση ολόκληρου του κόσμου σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

Η κατάσταση του Ψυχρού Πολέμου το 1959

Με τη δημιουργία των πυρηνικών όπλων μαζικής καταστροφής στο τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου από τις ΗΠΑ, και την ΕΣΣΔ σύντομα να ακολουθεί, υπήρξε μια συνεχής παραγωγή στρατιωτικών εξοπλισμών, ώστε η μια πλευρά να είναι πιο ισχυρή από την άλλη[125]. Με την αμοιβαία καχυποψία και προσπάθεια για περιορισμό της επιρροής και περαιτέρω εξάπλωσης της άλλης πλευράς, ήρθε η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου, μια 45ετής περίοδος με έντονες αντιπαραθέσεις, υπονομεύσεις και απειλές μεταξύ των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ και των αντίστοιχων συμμάχων τους. Η κορύφωση της απειλής, όχι μόνο για τη συνολική ύπαρξη του ίδιου του ανθρώπινου είδους, αλλά για την ύπαρξη του μεγαλύτερου ποσοστού έμβιων όντων στον πλανήτη πλέον, ήρθε με την Κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, οπότε και οι δύο δυνάμεις έφτασαν πολύ κοντά στη χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον της άλλης και ένα παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο. Η ψυχραιμία που επικράτησε και η θεώρηση και από τις δύο πλευρές πως ένας τέτοιος πόλεμος δεν θα ήταν πρακτικός μιας και θα υπήρχε αμοιβαία ολική καταστροφή, έφεραν τις μελλοντικές συγκρούσεις να επικεντρώνονται στη διενέργεια ενδιάμεσων πολέμων μέσω των συμμάχων τους, εις βάρος των χωρών του 3ου κόσμου. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήρθε στη δεκαετία του 1990, οπότε η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε εκ των έσω, μη μπορώντας να αντέξει το οικονομικό βάρος των συνεχών εξοπλισμών ως αντιστάθμισμα των αντίστοιχων σε ΗΠΑ και Δυτική Ευρώπη. Τα κράτη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, διεκδίκησαν την εθνική κυριαρχία τους και το 1991 η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε με τη Ρωσία να είναι ο απευθείας αποδυναμωμένος διάδοχος της[126][127][128] και τις ΗΠΑ να είναι πλέον η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη[129][130][131].

Η Θεωρία της σχετικότητας του Άλμπερτ Άϊνστάιν στην επιστήμη της Φυσικής έφερε μια ριζική αναθεώρηση της αντίληψης του ανθρώπου ως προς τη φύση του Χώρου και του Χρόνου

Στον υπόλοιπο κόσμο, κατά τις δεκαετίες μετά τους παγκόσμιους πολέμους και την αποδυνάμωση που έφεραν σε μεγάλο βαθμό στα Ευρωπαϊκά κράτη, σημειώθηκε η σχεδόν πλήρης αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία των χωρών σε Αφρική και Ασία, που ήταν αποικίες των Βρετανών, Γάλλων, Βέλγων, Ολλανδών και άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων[132][133], αν και τα περισσότερα από αυτά παρέμειναν υπό την ισχυρή επιρροή των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ αντίστοιχα.

Επίσης, ως μια προσπάθεια αποτροπής μελλοντικών καταστροφικών συγκρούσεων δημιουργήθηκαν τα Ηνωμένα Έθνη το 1945, ως οργανισμός για τη διεθνή συνεργασία και ειρήνη και ο οικονομικός συνασπισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ευρώπη, στα τέλη της δεκαετίας του 1950[134][135][136][137].

Από τις πρώτες εικόνες του πλανήτη Γη, οι οποίες μαγνητοσκοπήθηκαν το 1969 από το πλήρωμα της αποστολής Απόλλο 10 των ΗΠΑ, δείχνουν την ανατολή της Γης από τη Σελήνη.

Ο 20ος αιώνας έφερε επίσης μια εκρηκτική πρόοδο στην επιστήμη και την τεχνολογία και αύξησε το προσδόκιμο ζωής και την ποιότητα ζωής, για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας, ιδιαίτερα με την ευρεία παραγωγή και χρήση των αντιβιοτικών. Οι τηλεπικοινωνίες, έφεραν την άμεση ηχητική και οπτική επικοινωνία και μετάδοση πληροφοριών μεταξύ απομακρυσμένων τοποθεσιών με τη μαζική χρήση του τηλεφώνου, ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Επίσης αρκετές από τις αρχέγονες επιθυμίες του ανθρώπου έγιναν πραγματικότητα, όπως η πτήση στον ουρανό, με τον ερχομό του αεροπλάνου, η εξερεύνηση και κάθοδος στην άβυσσο των ωκεανών με τα υποβρύχια, και η αποστολή ανθρώπων στη Σελήνη και η εξερεύνηση του πλανήτη Άρη μέσω ρομποτικών συσκευών. Επιπλέον, η ανακάλυψη του DNA, των γενετικών πληροφοριών που υπάρχουν σε όλα τα έμβια είδη, όπως και στον άνθρωπο, άνοιξε μια νέα εποχή ως προς την κατανόηση της ζωής και την αντιμετώπιση των ασθενειών.

Όλες οι παραπάνω ιδιαίτερα σημαντικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις άλλαξαν ριζικά τη ζωή του ανθρώπινου είδους, με την εξάπλωση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Διαδικτύου να λειτουργεί ως καταλύτης για όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες και να φέρνει μια πραγματική Ψηφιακή Επανάσταση ως προς την ευκολία και δύναμη επεξεργασίας, αποθήκευσης, συνδυασμού και μετάδοσης οποιουδήποτε είδους γνώσης και πληροφορίας[138].

21ος αιώνας: Εποχή της πληροφορίας, κλιματική κρίση και τεχνολογική επανάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: 21ος αιώνας
Ηλιοβασίλεμα στην επιφάνεια του πλανήτη Άρη, όπως φωτογραφήθηκε από το ρομποτικό όχημα Σπίριτ το 2005.

Ο 21ος αιώνας ακολουθεί την τάση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, καθώς και την επέκταση των επικοινωνιών με τη χρήση κινητών τηλεφώνων και του διαδικτύου. Οι δυνατότητες ψηφιακής επεξεργαστικής δύναμης και μετάδοσης πληροφοριών έχουν πλέον γίνει κοινό κτήμα στο ευρύ κοινό πέρα από τα πανεπιστήμια, επιχειρήσεις και τις μεμονωμένες ομάδες χρηστών της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα, που κυρίως χρησιμοποιούσαν τις τεχνολογίες αυτές. Με την ωρίμανση των τεχνολογιών για το καταναλωτικό κοινό έχει έρθει μια εκρηκτική άνοδος της παραγωγής και ανάλυσης δεδομένων και πληροφοριών, κάλυψης γεγονότων και γενικής δημιουργίας, που συνοψίζεται με τον τίτλο Εποχή της Πληροφορίας. Με τον ρυθμό παραγωγής νέων τεχνολογιών -αναλογικών και ψηφιακών πλέον- να έχει αυξηθεί κατακόρυφα, την επεξεργαστική ισχύ των υπολογιστών να διπλασιάζεται ανά περίπου 18 μήνες, και όλα τα παραπάνω να είναι προσιτά σε ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων -ειδικών και μη-, επιταχύνεται ο ρυθμός της εξερεύνησης και κατανόησης της φύσης του κόσμου σε μια πολύ ευρύτερη κλίμακα (Σύμπαντος, ζωής, ακόμα και της ίδιας της γνώσης) με τον 21ο αιώνα να αποτελεί ένα κομβικό σημείο για την ιστορία της ανθρωπότητας.

Όψη του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα το 2007.

Η παγκόσμια ζήτηση και συναγωνισμός για φυσικούς πόρους έχει αυξηθεί ιδιαίτερα λόγω των αυξανόμενων πληθυσμών και βιομηχανοποίησης, κυρίως στις ΗΠΑ, Ινδία, Κίνα και Βραζιλία. Η ζήτηση αυτή προκαλεί ολοένα και αυξανόμενη επιβάρυνση στο φυσικό περιβάλλον και μια γενικευμένη απειλή για ένα παγκόσμιο φαινόμενο του θερμοκηπίου[139]. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού υπάρχει ένα κοινωνικό, πολιτικό και επιχειρηματικό ρεύμα, το οποίο προωθεί τη χρήση και ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας, οι οποίες δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον (όπως ηλιακή, αιολική, υδροηλεκτρική ενέργεια), ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση υλικών, γενικός περιορισμός των ρύπων, και μια γενικότερη επανεκτίμηση και προσοχή στην κατάσταση και βελτίωση του φυσικού κόσμου.[140][141][142]

Αστροναύτης στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, ατενίζοντας τη Γη, φωτογραφία του 2010.

Άλλες σημαντικές απειλές περιλαμβάνουν, χρήση πυρηνικών όπλων ή ατυχήματα πυρηνικής ενέργειας, παγκόσμια κλιματική αλλαγή, υπερπληθυσμός, παγκόσμια εξάπλωση επιδημιών, όπως Έμπολα και γρίπη των πτηνών, αστεροειδείς και κομήτες στην τροχιά της Γης[143], τεχνητή νοημοσύνη εάν στο μέλλον ξεπεράσει τις ανθρώπινες ικανότητες και ανεξαρτοποιηθεί[144][145], και η μη επάρκεια αναγκαίων φυσικών πόρων στον πλανήτη -ιδιαίτερα ορυκτών καυσίμων- για την κάλυψη του συνόλου της παγκόσμιας ζήτησης και κατανάλωσης.[146]

Με την εμφάνιση των ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων πριν από 200.000 χρόνια, την εξάπλωση τους σε όλο τον πλανήτη πριν από 12.000 χρόνια, την εφεύρεση της γραφής πριν 5.000, την κάθε μικρή και μεγάλη ανακάλυψη στην πάροδο των χιλιετιών, που η συνδυαστική τους επίδραση οδήγησε στα μεγάλα θαύματα της τεχνολογίας του 20ού αιώνα, μέχρι τα ψηφιακά διαδικτυακά βασίλεια στις αρχές του 21ου αιώνα, το ανθρώπινο είδος είναι μακράν το πιο εξελιγμένο είδος του πλανήτη Γη. Ο τρόπος που θα αντιδράσει στις προκλήσεις που αναδεικνύονται, τους σοβαρούς κινδύνους που ελλοχεύουν, και τις μεγάλες ευκαιρίες που το περιμένουν, θα καθορίσει το μέλλον του.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Tudge, Colin (1998). Neanderthals, Bandits and Farmers: How Agriculture Really Began. London: Weidenfeld & Nicolson. ISBN 0-297-84258-7. 
  2. Bellwood, Peter. (2004). First Farmers: The Origins of Agricultural Societies, Blackwell Publishers. ISBN 0-631-20566-7
  3. Cohen, Mark Nathan (1977) The Food Crisis in Prehistory: Overpopulation and the Origins of Agriculture, New Haven and London: Yale University Press. ISBN 0-300-02016-3.
  4. Schmandt-Besserat, Denise (January–February 2002). «Signs of Life». Archaeology Odyssey: 6–7, 63. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-05-21. https://web.archive.org/web/20120521204321/https://webspace.utexas.edu/dsbay/Docs/SignsofLife.pdf. Ανακτήθηκε στις 2014-10-28. 
  5. McNeill, Willam H. (1999) [1967]. «In The Beginning». A World History (4th έκδοση). New York: Oxford University Press. σελ. 15. ISBN 0-19-511615-1. 
  6. «''The Cambridge Modern History. Vol 1: The Renaissance (1902)». Uni-mannheim.de. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  7. 7,0 7,1 Rice, Eugene, F., Jr. (1970). The Foundations of Early Modern Europe: 1460–1559. W.W. Norton & Co. 
  8. More; Charles. Understanding the Industrial Revolution (2000) online edition Αρχειοθετήθηκε 2011-08-14 στο Wayback Machine.
  9. «Ancient Asian World». Automaticfreeweb.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  10. 10,0 10,1 10,2 BBC Science & Nature: Prehistoric Life - Walking with Cavemen, episodes 1 to 4. Originally released in 2003
  11. «Human Evolution by The Smithsonian Institution's Human Origins Program». Human Origins Initiative. Smithsonian Institution. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2010. 
  12. PMID 22552077 (PubMed)
    Citation will be completed automatically in a few minutes. Jump the queue or expand by hand
  13. Lee, Richard B (2005). Cambridge Encyclopedia of Hunters and Gatherers. Cambridge University Press. σελ. inside front cover. ISBN 9780521609197. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2014. 
  14. Stearns, Peter N.· William L. Langer (24 Σεπτεμβρίου 2001). The Encyclopedia of World History: Ancient, Medieval, and Modern, Chronologically Arranged. Houghton Mifflin Company. ISBN 0-395-65237-5. 
  15. Chandler, T. Four Thousand Years of Urban Growth: An Historical Census. Lewiston, NY: Edwin Mellen Press, 1987.
  16. Modelski, G. World Cities: –3000 to 2000. Washington, DC: FAROS 2000, 2003.
  17. The very word "civilization" comes from the Latin civilis, meaning "civil," related to civis, meaning "citizen," and civitas, meaning "city" or "city-state."
  18. Ascalone, Enrico. Mesopotamia: Assyrians, Sumerians, Babylonians (Dictionaries of Civilizations; 1). Berkeley: University of California Press, 2007 (paperback, ISBN 0-520-25266-7).
  19. Lloyd, Seton. The Archaeology of Mesopotamia: From the Old Stone Age to the Persian Conquest.
  20. Grimal, Nicolas (1992). A History of Ancient Egypt. Blackwell Books. ISBN 0-631-19396-0. 
  21. Allchin, Bridget (1997). Origins of a Civilization: The Prehistory and Early Archaeology of South Asia. New York: Viking.
  22. Allchin, Raymond (ed.) (1995). The Archaeology of Early Historic South Asia: The Emergence of Cities and States. New York: Cambridge University Press.
  23. «The Sun God Ra and Ancient Egypt». Solarnavigator.net. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  24. "The Sun God and the Wind Deity at Kizil," by Tianshu Zhu, in Transoxiana Webfestschrift Series I, Webfestschrift Marshak: Ēran ud Anērān, 2003.
  25. Marija Gimbutas. The Language of the Goddess, Harpercollins, 1989, ISBN 0-06-250356-1.
  26. Turner, Patricia, and Charles Russell Coulter, Dictionary of Ancient Deities, New York, Oxford University Press, 2001.
  27. Allen, James (2007). The Ancient Egyptian Pyramid Texts. Atlanta, Ga.: Scholars Press. ISBN 1-58983-182-9. 
  28. Patrick Symmes, "History in the Remaking: a temple complex in Turkey that predates even the Pyramids is rewriting the story of human evolution," Newsweek, March 1, 2010, pp. 46–48.
  29. Δες Jared Diamond, Guns, Germs and Steel.
  30. Wells, H. G. (1921), 'The Outline of History: Being A Plain History of Life and Mankind', New York, Macmillan Company, p. 137.
  31. akkadian
  32. Wells, H. G. (1921). The outline of history, being a plain history of life and mankind New York: Macmillan company. Page 137.
  33. «Friedrich W., Kromer B., Friedrich M., Heinemeier J., Pfeiffer T., Talamo S.: "Santorini Eruption Dated to 1627-1600 B.C."». 
  34. Chadwick, John (1976) The Mycenaean World, Cambridge University Press, ISBN 0-521-29037-6.
  35. Mylonas, George E. (1966), Mycenae and the Mycenaean Age, Princeton University Press, ISBN 0-691-03523-7.
  36. Strauss, Barry S. (2006) The Trojan War: A New History. Simon & Schuster ISBN 0-7432-6441-X
  37. Ch'u, Chai· Winberg Chai (1973). Confucianism. Barron's Educational Series. σελ. 1. ISBN 978-0-7641-9138-1. 
  38. Nystrom, Elsa A. (2006). Primary Source Reader for World History: To 1500. Thmpson, Wadsworth. σελ. 46. ISBN 978-0-495-00609-1. 
  39. Miller, James. Daoism: A Short Introduction (Oxford: Oneworld Publications, 2003). ISBN 1-85168-315-1
  40. «Chinese Legalism: Documentary Materials and Ancient Totalitarianism». Worldfuturefund.org. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  41. «Confucianism and Confucian texts». Comparative-religion.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  42. «Socrates». 1911 Encyclopaedia Britannica. 1911. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιανουαρίου 2008. 
  43. Stanford Encyclopedia of Philosophy: Plato
  44. «The Catholic Encyclopedia». Newadvent.org. 1 Μαρτίου 1907. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  45. «The Internet Encyclopedia of Philosophy». Utm.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαΐου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  46. PDF: A Bibliography of Alexander the Great Αρχειοθετήθηκε 2009-10-07 στο Wayback Machine. by Waldemar Heckel
  47. Alexander III the Great, entry in historical sourcebook by Mahlon H. Smith
  48. «Trace Alexander's conquests on an animated map». Ac.wwu.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  49. Morgan, L. H. (1877). Ancient society; or, Researches in the lines of human progress from savagery, through barbarism to civilization. New York: H. Holt and Company.
  50. "Central America Αρχειοθετήθηκε 2009-10-28 στο Wayback Machine.". MSN Encarta Online Encyclopedia 2006. 2009-10-31.
  51. «Olmec Origins in The Southern Pacific Lowlands». Authenticmaya.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαΐου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  52. Camp, J. M., & Dinsmoor, W. B. (1984). Ancient Athenian building methods. Excavations of the Athenian Agora, no. 21. [Athens]: American School of Classical Studies at Athens.
  53. Drachmann, A. G. (1963). The mechanical technology of Greek and Roman antiquity, a study of the literary sources. Copenhagen: Munksgaard.
  54. Oleson, J. P. (1984). Greek and Roman mechanical water-lifting devices: the history of a technology. Phoenix, 16 : Tome supplémentaire. Dordrecht: Reidel.
  55. «Detailed history of the Roman Empire». Roman-empire.info. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  56. Edward Gibbon. "General Observations on the Fall of the Roman Empire in the West", from the Internet Medieval Sourcebook. Brief excerpts of Gibbon's theories.
  57. Gibbon, Edward (1906). in J.B. Bury (with an Introduction by W.E.H. Lecky): The Decline and Fall of the Roman Empire (Volumes II, III, and IX). New York: Fred de Fau and Co..
  58. Bury, John Bagnall (1923). History of the Later Roman Empire. Macmillan & Co., Ltd..
  59. Bryce, J. B. (1907). The Holy Roman empire. New York: MacMillan.
  60. Gascoigne, Bamber (2003). The Dynasties of China: A History. New York: Carroll & Graf. ISBN 1-84119-791-2. 
  61. Gernet, Jacques (1982). A history of Chinese civilization. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-24130-8. 
  62. «Han Dynasty by Minnesota State University». Mnsu.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  63. Fred Donner, The Early Islamic Conquests Αρχειοθετήθηκε 2013-12-24 στο Wayback Machine. Chapter 6
  64. «Golden age of Arab and Islamic Culture». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2014. 
  65. «Overview of Muslim History». The Islam Project. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  66. «Plague: The Black Death». National Geographic. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2008. 
  67. The Black Death and AIDS: CCR5-{Delta}32 in genetics and history. S.K. Cohn, Jr and L.T. Weaver. Oxford Journals.
  68. Dictionary of the Middle Ages (1989) Joseph R. Strayer, editor in chief, ISBN 0-684-19073-7
  69. Rudimentary chronology of civil and ecclesiastical history, art, literature and civilisation, from the earliest period to 1856. (1857). London: John Weale.
  70. McManners, J. (2002). The Oxford history of Christianity. Oxford: Oxford University Press.
  71. Pater, W. (1873). Studies in the history of the renaissance. London: Macmillan and.
  72. Richard J. Mayne. «history of Europe:: The Middle Ages – Britannica Online Encyclopedia». Britannica.com. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  73. Singhji, Virbhadra (1994). The Rajputs of Saurashtra. Popular Prakashan. σελ. vi. ISBN 978-81-7154-546-9. 
  74. Ebrey, Walthall & Palais 2006, σελ. 113
  75. Xue 1992, σελίδες 149–152, 257–264.
  76. Xue 1992, σελίδες 226–227.
  77. Whitfield 2004, σελ. 193.
  78. Sen 2003, σελίδες 24, 30–31.
  79. Buell, Paul D. (2003), Historical Dictionary of the Mongol World Empire, The Scarecrow Press, Inc., ISBN 0-8108-4571-7
  80. Howorth, Henry H. History of the Mongols from the 9th to the 19th Century: Part I: The Mongols Proper and the Kalmuks. New York: Burt Frankin, 1965 (reprint of London edition, 1876).
  81. Mason, R.H.P and Caiger, J.G, A History of Japan, Revised Edition, Tuttle Publishing, 2004
  82. See Nihon Shoki, volumes 19, Story of Kinmei. [1] Αρχειοθετήθηκε 2007-10-05 στο Wayback Machine."Nihon Shoki
  83. Sansom (1958) pp. 210–211.
  84. Encyclopedia of World History, Vol I, P464 Three Kingdoms, Korea, Edited by Marsha E. Ackermann, Michael J. Schroeder, Janice J. Terry, Jiu-Hwa Lo Upshur, Mark F. Whitters, ISBN 978-0-8160-6386-4
  85. Korea through the Ages Vol. 1 p113
  86. «The Huntington Archive of Buddhist and Related Art. College of the Arts, The Ohio State University». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιανουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2014. 
  87. Recent Advances in the Archaeology of the Fiji/West-Polynesia Region" Αρχειοθετήθηκε 2009-09-18 στο Wayback Machine. 2008: Vol 21. University of Otago Studies in Prehistoric Anthropology.
  88. "Hawaiki, Ancestral Polynesia: An Essay in Historical Anthropology", Patrick Vinton Kirch; Roger C. Green (2001)
  89. "Geraghty, P., 1994. Linguistic evidence for the Tongan empire", Geraghty, P., 1994 in "Language Contact and Change in the Austronesian World: pp.236-39.
  90. Fischer, Steven R (2005). The island at the end of the world. Reaktion Books. ISBN 1-86189-282-9. 
  91. Strutin 1994, σελ. 6
  92. Fagan 2005, σελ. 35
  93. Wright et al 2000b, p.1.
  94. History of the Inca Empire Αρχειοθετήθηκε 2008-08-27 στο Wayback Machine. Inca history, society and religion.
  95. Map and Timeline Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine. of Inca events
  96. The Encyclopedia Americana; a library of universal knowledge. (1918). New York: Encyclopedia Americana Corp. Page 539 (cf. The European Renaissance which flourished from the 14th to the 16th century [...])
  97. Briffault, R. (1919). The making of humanity. London: G. Allen & Unwin ltd. 371 pages (cf. [...] humanism of the Renaissance [...])
  98. The freethinker. (1881). London: G.W. Foote. Page 394 (cf. [...] scientific revolution began with the Italian Renaissance about 1500 [...])
  99. BBC Science and Nature, Leonardo da Vinci Retrieved on May 12, 2007
  100. BBC History, Michelangelo Retrieved on May 12, 2007
  101. Jonathan Locke Hart, Empires and Colonies, Cambridge, Polity, 2008, p. 54.
  102. "The Mughal Empire"
  103. Black 2004, σελ. 102
  104. Black 2004, σελ. 181
  105. Grosvenor, E. A. (1899). Contemporary history of the world, 'Partition of Africa, Asia, and Oceania'. New York and Boston: T.Y. Crowell & Co.
  106. Imperialism Αρχειοθετήθηκε 2010-01-09 στο Wayback Machine.. Internet Modern History Sourcebook, fordham.edu.
  107. Robinson, J. H., Breasted, J. H., & Beard, C. A. (1914). Outlines of European history. Boston: Ginn.
  108. 108,0 108,1 McIntyre, W. D. (1977). The Commonwealth of nations: Origins and impact, 1869–1971. Minneapolis: University of Minnesota Press
  109. Russia., Crawford, J. M., & World's Columbian Exposition. (1893). Siberia and the Great Siberian Railway: With a general map. Industries of Russia, v. 5. St. Petersburg: The Departmen
  110. Korff, S. A. (1921). Russia in the Far East. Washington: The Endowment.
  111. Sedgwick, W. T., & Tyler, H. W. (1917). A short history of science. New York: The Macmillan company.
  112. 112,0 112,1 Beard, C. (1902). The industrial revolution. S. Sonnenschein & co., lim., 1919.
  113. «The 20th Century Research Project». 20th-century.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  114. «Slouching Towards Utopia: The Economic History of the Twentieth Century». Econ161.berkeley.edu. 1 Μαρτίου 2000. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  115. TIME Archives Αρχειοθετήθηκε 2013-02-10 στο Wayback Machine. The greatest writers of the 20th Century
  116. Etemad, B. (2007). Possessing the world: taking the measurements of colonisation from the eighteenth to the twentieth century. European expansion and global interaction, v. 6. New York: Berghahn Books.
  117. Herrmann David G (1996). The Arming of Europe and the Making of the First World War.
  118. «A multimedia history of World War I». Firstworldwar.com. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  119. Bunyan, James and H. H. Fisher, eds. The Bolshevik Revolution, 1917–1918: Documents and Materials (Stanford, 1961; first ed. 1934).
  120. Reed, John. Ten Days that Shook the World. 1919, 1st Edition, published by BONI & Liveright, Inc. for International Publishers. Transcribed and marked by David Walters for John Reed Internet Archive Αρχειοθετήθηκε 2008-05-16 στο Wayback Machine.. Penguin Books; 1st edition. June 1, 1980. ISBN 0-14-018293-4. Retrieved May 14, 2005.
  121. Trotsky, Leon. The History of the Russian Revolution Αρχειοθετήθηκε 2008-12-05 στο Wayback Machine.. Translated by Max Eastman, 1932. Library of Congress Catalog Card Number 8083994. ISBN 0-913460-83-4. Transcribed for the World Wide Web by John Gowland (Australia), Alphanos Pangas (Greece) and David Walters (United States). Pathfinder Press edition. June 1, 1980. ISBN 0-87348-829-6.
  122. Davis, W. S., Anderson, W., & Tyler, M. W. (1918). The roots of the war; a non-technical history of Europe, 1870–1914, AD. New York: Century.
  123. C. Peter Chen. «World War II Database». Ww2db.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Απριλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  124. «World War II Encyclopedia by the History Channel». History.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Απριλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  125. Race for the Superbomb Αρχειοθετήθηκε 2016-11-10 στο Wayback Machine., PBS website on the history of the H-bomb
  126. Brown, Archie, et al., eds.: The Cambridge Encyclopedia of Russia and the Soviet Union (Cambridge, UK: Cambridge University Press, 1982).
  127. Gilbert, Martin: The Routledge Atlas of Russian History (London: Routledge, 2002).
  128. Goldman, Minton: The Soviet Union and Eastern Europe (Connecticut: Global Studies, Dushkin Publishing Group, Inc., 1986).
  129. Richard H. Schultz, Wayne A. Downing, Robert L. Pfaltzgraff, W. Bradley Stock, "Special Operations Forces: Roles And Missions In The Aftermath Of The Cold War". 1996. Page 59
  130. Caraley, D. (2004). American hegemony: preventive war, Iraq, and imposing democracy. New York: Academy of Political Science. Page viii
  131. After the 1970s, the United States' superpower status has come into question as that country's economic supremacy began to show signs of slippage. For more, see McCormick, T. J. (1995). America's half-century: United States foreign policy in the Cold War and after. The American moment. Baltimore: Johns Hopkins University Press. Page 155
  132. Chamberlain, Muriel Evelyn. Decolonization: The Fall of the European Empires. Historical Association studies. Oxford, UK: Malden, MA, 1999.
  133. Abernethy, David B. The Dynamics of Global Dominance: European Overseas Empires, 1415–1980. 2000.
  134. Europe Recast: A History of European Union by Desmond Dinan (Palgrave Macmillan, 2004) ISBN 978-0-333-98734-6
  135. Understanding the European Union 3rd ed by John McCormick (Palgrave Macmillan, 2005) ISBN 978-1-4039-4451-1
  136. The Institutions of the European Union edited by John Peterson, Michael Shackleton, 2nd edition (Oxford University Press, 2006) ISBN 0-19-870052-0
  137. The European Dream: How Europe's Vision of the Future Is Quietly Eclipsing the American Dream by Jeremy Rifkin (Jeremy P. Tarcher, 2004) ISBN 978-1-58542-345-3
  138. Lallana, Emmanuel C., and Margaret N. Uy, "The Information Age".
  139. "Foreword", Energy and Power (A Scientific American Book), pp. vii–viii.
  140. M. King Hubbert, "The Energy Resources of the Earth", Energy and Power (A Scientific American Book), pp. 31–40.
  141. Renewable energy (UNEP); Global Trends In Sustainable Energy Investment Αρχειοθετήθηκε 2008-12-21 στο Wayback Machine. (UNEP).
  142. NREL – US National Renewable Energy Laboratory
  143. Richard Monastersky (1 Μαρτίου 1997). «The Call of Catastrophes». Science News Online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2007. 
  144. «Stephen Hawking warns artificial intelligence could end mankind». 
  145. «Elon Musk: artificial intelligence is our biggest existential threat». 
  146. Edwards, A. R. (2005). The sustainability revolution: portrait of a paradigm shift. Gabriola, BC: New Society. p. 52

Επιπλέον βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ακαδημία Επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ. (συλλογικό έργο), Παγκόσμια Ιστορία, τομ. Α1-ΙΧ (Θ1-Θ2), μτφρ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1956-1963.
  • Isaac Asimov, Το χρονικό του κόσμου. Η ιστορία του κόσμου από τη μεγάλη έκρηξη ως τη σύγχρονη εποχή, μτφρ. Νικηφόρος Σταματάκης, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2004.
  • Geoffrey Blainey, Συνοπτική ιστορία του κόσμου, μτφρ. Γιάννης Περαντωνάκης, εκδ. Φυτράκης Α.Ε., Αθήνα, 2008.
  • Fernand Braudel, Γραμματική των πολιτισμών, μτφρ. Άρης Αλεξάκης, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2001.
  • E. H. Gombrich, Μικρή ιστορία του κόσμου, μτφρ. Έλενα Καμηλάρη, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2012.
  • Ερνστ Γκόμπριχ, Το χρονικό της τέχνης, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1994.
  • Ιωάννης Κολιόπουλος, Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία 1789-1945, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2001.
  • Μαρσέλ Μαζουαγιέ, Λοράνς Ρουντάρ, Ιστορία των γεωργών του κόσμου. Από τη νεολιθική εποχή στη σύγχρονη κρίση, μτφρ. Βασιλική Ροδοπούλου, Εξάντας, Αθήνα, 2005.
  • William McNeili, Ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας, εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα, 1994.
  • Ζαν - Κλωντ Μπαρρώ, Γκιγιώμ Μπιγκό, Η ιστορία του κόσμου. Από τους προϊστορικούς χρόνους ως τη σημερινή εποχή, μτφρ. Μαρία Μάνδακα, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2008.
  • David Nicholas, Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου. Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500, μτφρ. Μαριάννας Τζιαντζή, Αθήνα 1999
  • J. M. Roberts, Παγκόσμια ιστορία, τομ. Α΄, Β΄, μτφρ. Ντίνα Τριανταφυλλοπούλου, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1999, 2002.
  • Leften S. Stavrianos, A Global History. From Prehistory to the 21st Century, New Jersey: Prentice Hall, 1991 (5η έκδοση, 1971 1η έκδοση)
  • Peter N. Stearns, World History in brief, 2007 (6η έκδοση). ISBN 0-321-48831-8. (1.288 σελ.)
  • Robert W. Strayer, Ways of the World. A Brief Global History with Sources, Bedford/St. Martin's, Boston & New York, 2011. ISBN 0-312-48916-I. (1.322 σελ.)
  • UNESCO, History of Humanity (7 τόμοι).
  • Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού.
  • Κρις Χάρμαν, Λαϊκή ιστορία του κόσμου. Από την εποχή του λίθου έως και τη νέα χιλιετία, μτφρ. Ελένη Αστερίου, εκδ. Τόπος, Αθήνα, 2012.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]