Ιστορία της Ηπείρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι αρχαίας ελληνικές περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας

Η Ήπειρος κατοικήθηκε από τους παλαιολιθικούς χρόνους. Οι κάτοικοι εκείνης της εποχής ήταν κυνηγοί και ποιμένες και κατασκεύασαν μεγάλoυς τύμβους για να θάψουν τους ηγέτες τους. Οι τύμβοι αυτοί είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνους που κατασκευάστηκαν αργότερα από τους Μυκηναίους. Το στοιχείο αυτό έχει υποστηριχθεί από την αρχαιολογική κοινότητα ότι αποτελεί απόδειξη της συγγένειας μεταξύ Ηπειρωτών της παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής και Μυκηναίων της μετέπειτα εποχής του Χαλκού. Στην Ήπειρο βρέθηκαν και πολλοί οικισμοί και ευρήματα της καθεαυτού Μυκηναϊκής εποχής. Τα πιο σημαντικά από αυτά βρέθηκαν στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα ποταμού και στο Μαντείο της Δωδώνης (του Δωδωναίου Δία).

Οι Δωριείς εισέβαλαν στην Πελοπόννησο διαμέσου της Ηπείρου και της Μακεδονίας στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. (περίπου 1100 με 1000 π.Χ.), όμως οι λόγοι αυτής της μετακίνησης δεν έχουν διασαφηνιστεί. Ενώ πολλοί κάτοικοι της περιοχής μετανάστευσαν προς νότο, εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν στην Ήπειρο οι τρεις βασικές φυλές της (σύμφωνα και με τους ιδρυτικούς μύθους των φυλών αυτών). Τα φύλα αυτά ήταν οι Χάονες στα βορειοδυτικά, οι Μολοσσοί στο κέντρο και οι Θεσπρωτοί στο νότο.

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Αρχαία Ήπειρος

Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα που διαμορφώθηκαν στα πρότυπα της πόλης-κράτους, όπως η Αθήνα, η Σπάρτη και η Κόρινθος, οι Ηπειρώτες ζούσαν σε μικρά χωριά. Η περιοχή βρισκόταν στο άκρο του ελληνικού κόσμου και συχνά οι ηπειρώτικες φυλές είχαν να αντιμετωπίσουν εισβολείς από τον βορά. Η περιοχή πάντως ήταν ιδιαίτερης θρησκευτικής σημασίας για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, λόγω της παρουσίας του Μαντείου της Δωδώνης, του 2ου σημαντικότερου μετά από αυτό των Δελφών.

Οι Ηπειρώτες, μολονότι αποδεδειγμένα Έλληνες, ορισμένες φορές οι Αθηναίοι τους έβλεπαν με περιφρόνηση. Τον 5ο αι. π.Χ. ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης αναφέρεται στους Ηπειρώτες,[1] ομοίως και ο Στράβων. Οι Απολλόδωρος, Διονύσιος ο Αλικαρνασσού, Φροντίνος, Παυσανίας, Κλαύδιος Πτολεμαίος, Ευτρόπιος τους χαρακτηρίζουν ως Έλληνες. Ο Πλούταρχος σημειώνει το εξής ενδιαφέρον στοιχείο: Στη βιογραφία του Βασιλιά Πύρρου, υποστηρίζει ότι ο Αχιλλέας λατρευόταν ως θεός στην Ήπειρο και στην τοπική διάλεκτο ονομαζόταν ‘’Ασπετός’’ (δηλαδή αμίλητος, μη προσεγγίσιμος στην Ομηρική γλώσσα).

Πανοραμική άποψη του αμφιθέατρου του Μαντείου της Δωδώνης, του 2ου σημαντικότερου μαντείου στην Αρχαία Ελλάδα.

Οι Αιακίδες εγκαθίδρυσαν δυναστεία Μολοσσών στην Ήπειρο και την ένωσαν σε ενιαία πολιτική οντότητα από το 370 π.Χ.. Οι Μολοσσοί συμμάχησαν με το ισχυρό, εκείνη την εποχή βασίλειο της Μακεδονίας, και το 359 π.Χ. η Μολοσσίδα πριγκίπισσα Ολυμπιάδα, ανιψιά του βασιλιά Αρύββα της Ηπείρου, παντρεύτηκε τον βασιλιά Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας. Θα έφερνε στον κόσμο τον Μέγα Αλέξανδρο. Με τον θάνατο του Αρύββα, τον διαδέχτηκε ο Αλέξανδρος της Ηπείρου στον θρόνο. Ο Αιακίδης της Ηπείρου, διαδέχτηκε τον Αλέξανδρο, όμως εκθρονίστηκε από τον Κάσσανδρο της Μακεδονίας το 313 π.Χ.. Ο γιος του Αιακίδη Πύρρος ανέβηκε στον θρόνο το 295 π.Χ. και για έξι έτη πολέμησε εναντίον των Ρωμαίων στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία. Η εκστρατεία του έκανε την Ήπειρο, προσωρινά, ισχυρή δύναμη στον τότε γνωστό κόσμο και από τότε υπάρχει ο όρος Πύρρειος νίκη, που αναφέρεται στις νίκες που όμως προκαλούν δυσαναπλήρωτες απώλειες στον νικητή.

Τον 3ο αι. π.Χ. η Ήπειρος παρέμεινε υπολογίσιμη, ενωμένη υπό του Κοινού των Ηπειρωτών ως ομόσπονδο κράτος με το δικό της κοινό αντιπροσώπων (ή συνέδριο όπως αναφέρονταν). Όμως βρέθηκε στο επίκεντρο των πολέμων μεταξύ Μακεδονίας και της ανερχόμενης δύναμης: της Ρώμης. Το κοινό των Ηπειρωτών παρέμεινε ουδέτερο στη διαμάχη αυτή, όμως στον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (171-168 π.Χ.) οι Μολοσσοί πήραν το μέρος των Μακεδόνων, ενώ οι Χάονες και οι Θεσπρωτοί το μέρος των Ρωμαίων. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές για την Ήπειρο, οι Μολοσσοί υποτάχθηκαν το 167 π.Χ. και 150.000 κάτοικοι έγιναν σκλάβοι. Η περιοχή λεηλατήθηκε τόσο έντονα, από τους Ρωμαίους που έπρεπε να περάσουν 500 χρόνια για να επανακάμψει και πάλι η ζωή στην Ήπειρο.

Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου από το 1205 έως το 1230

Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση έπαψε και η ανεξαρτησία της Ηπείρου. Το 146 π.Χ. έγινε ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα «Παλαιά Ήπειρος». Η παράκτια περιοχή γνώρισε σχετική εμπορική άνθιση, ενώ η κατασκευή της Εγνατίας Οδού, έδωσε περαιτέρω ώθηση στην εμπορική και οικονομική δραστηριότητα της περιοχής.

Η Ήπειρος περιήλθε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζάντιο), όταν διαιρέθηκε η αυτοκρατορία το 395 μ.Χ.. Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη από τους σταυροφόρους το 1204, ο Μιχαήλ Α' Κομνηνός Δούκας κατέλαβε την Ήπειρο και ίδρυσε το ανεξάρτητο Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα. Γεωγραφικά, το Δεσποτάτο περιλάμβανε εκτός από την Ήπειρο (από τον ποταμό Γενουσό στα βόρεια ως τον Αμβρακικό), την Αιτωλία, την Ακαρνανία και περιοχές της Μακεδονίας. Το 1318 την περιοχή κατέλαβαν προσωρινά Σέρβοι και αργότερα για ένα διάστημα κατέλαβαν κάποιες πόλεις Αλβανοί. Το 1359 το Δεσποτάτο πέρασε στην επικράτεια του Βυζαντίου, αλλά όχι για πολύ. Λίγο πριν την Οθωμανική κατάκτηση, η Ήπειρος ελεγχόταν από την Ιταλική οικογένεια των Τόκκων.

Τουρκοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τουρκοκρατία ήταν εξαιρετικά επώδυνη για την Ήπειρο, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις δόθηκαν στους μουσουλμάνους και πολλοί Ηπειρώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή, για μια καλύτερη ζωή. Υπήρχαν όμως μεμονωμένες περιοχές στα παράλια που βρίσκονταν υπό βενετική κυριαρχία μέχρι τα τέλη του 15ου αι. όπου ολοκληρώθηκε η οθωμανική κατάκτηση στην Ήπειρο (Πρέβεζα, Πάργα κ.α.). Η περιοχή υπήρξε εστία εξεγέρσεων με κυριότερη αυτή του Διονυσίου του Φιλοσόφου, που καταπνίγηκε στο αίμα το 1611. Στην Ήπειρο επίσης δημιουργήθηκε το πρώτο Αρματολίκι, αυτό των Αγράφων, πριν ακόμα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η ονομασία του αρματολικιού προέρχεται από το γεγονός πως οι κάτοικοί του δε γράφτηκαν ποτέ στα φορολογικά μητρώα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό συνέβη διότι λόγω της γεωμορφολογικής διαμόρφωσης του εδάφους (απόκρημνες κορφές, βουνά) υπήρχε δυσκολία στην καθιέρωση ενός status quo από την οθωμανική αυλή. Ο συμβιβασμός ερχόταν μαζί με κάποια προνόμια προς οικογένειες οι οποίες ορίζονταν ως τοποτηρητές της συγκεκριμένης περιοχής. Τέτοιες οικογένειες ήταν στο Αρματολίκι των Αγράφων οι Κοντογιανναίοι, οι Μπουκουβαλαίοι και η οικογένεια του Ιωάννη Ράγκου. Ο μοναδικός ηγέτης του Αρματολικιού των Αγράφων που δεν υπήρξε ορισμένος από την Υψηλή Πύλη ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ο οποίος συγκρούστηκε με τον Ιωάννη Ράγκο και εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία της πτώσης της οικογένειας των Μπουκουβαλαίων για να αποκτήσει την ηγεσία του αρματολικιού.

Από τον 17ο αιώνα πολλοί έμποροι από τα Ιωάννινα, το Μέτσοβο, το Ζαγόρι και άλλες περιοχές, συνέβαλαν με ευεργεσίες στην πνευματική ανάκαμψη του τόπου, με την ανέγερση σχολείων και βιβλιοθηκών. Ορισμένοι από αυτούς ήταν ο Απόστολος Αρσάκης, οι αδελφοί Μάνθος και Γεώργιος Ριζάρης, ο Μιχαήλ Τοσίτσας, ο Σίμων Σίνας, οι αδελφοί Ζωσιμάδες, οι αδελφοί Ευάγγελος και Κωνσταντίνος Ζάππας, ο Χρηστάκης Ζωγράφος και πολλοί άλλοι. Αξιομνημόνευτη είναι και η συμβολή πολλών Ηπειρωτών διδασκάλων της εποχής (Μπαλάνος Βασιλόπουλος, Νεόφυτος Δούκας, Αθανάσιος Ψαλίδας κ.α.). Η Ήπειρος υπήρξε από τις περιοχές που καλλιέργησαν έντονα τις ιδέες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Δεν είναι υπερβολική η έκφραση που αναφέρεται στα Γιάννενα (Ιωάννινα) εκείνη την εποχή, ότι είναι «πρώτα στα άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Τον 18ο αιώνα, με τη σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανέλαβε πασάς στα Ιωάννινα ο μουσουλμάνος-Αλβανός (Τουρκαλβανός) Αλή Πασάς από το Τεπελένι (1788). Για ένα διάστημα ήλεγχε μια εκτεταμένη περιοχή (Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος), όμως έμειναν ξακουστές οι πολύχρονες συγκρούσεις μεταξύ του στρατού του και των Σουλιωτών, τους οποίους εξουθένωσε και τους ανάγκασε να αποχωριστούν τις πατρογονικές εστίες ύστερα από δολοπλοκίες (1803). Ο Αλή Πασάς υπήρξε έξυπνος διπλωμάτης, αλλά με τις ραδιουργίες του για να αποκτήσει όλο και πιο πολλή επιρροή, προκάλεσε την οργή του Σουλτάνου, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό του.

Από την Επανάσταση του ’21 ως την απελευθέρωση της Άρτας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο από τα τρία ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας που προετοίμασαν το έδαφος για την Επανάσταση ήταν από την Ήπειρο, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ (από Άρτα και Ιωάννινα αντίστοιχα). Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 πολλές πόλεις και χωρία της περιοχής ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης και οι Ηπειρώτες συμμετείχαν ενεργά στις συγκρούσεις, εντός και εκτός Ηπείρου.

Με το πέρας της Επανάστασης (1830), η Ήπειρος δεν περιήλθε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Όμως ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η συμβολή των Ηπειρωτών ευεργετών στην ενίσχυση του κράτους, όπως του Γεωργίου Σταύρου, ιδρυτή και πρώτου διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιος Αβέρωφ, ιδρυτή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνίου. Ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας (ως συνταγματικής μοναρχίας) υπήρξε ο Ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης, από το Συρράκο.

20ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Συνθήκη του Βερολίνου το 1881 έδωσε στην Ελλάδα την περιοχή της Άρτας και με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 προσαρτήθηκε και η υπόλοιπη Ήπειρος. Όμως τελικά οι περιοχές Κορυτσάς και Αργυροκάστρου, δηλαδή η Βόρεια Ήπειρος, επιδικάστηκε στην νεοϊδρυθείσα τότε Αλβανία μετά από ιδιαίτερη πίεση των Ιταλών διπλωματών. Με την αναγκαστική αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού το 1914 από τη Βόρεια Ήπειρο, οι Βορειοηπειρώτες συγκρότησαν δική τους αυτόνομη κυβέρνηση και στρατό, που αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιθέσεις της αλβανικής χωροφυλακής και Αλβανών ατάκτων, μέχρι να υποχρεωθεί η Αλβανική κυβέρνηση να υπογράψει το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, με το οποίο αναγνώρισε την αυτονομία της περιοχής και τα πολιτικά, θρησκευτικά δικαιώματα των κατοίκων της. Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε ξανά στη Βόρειο Ήπειρο, όμως λόγω του Εθνικού Διχασμού την κατέλαβαν το 1916 οι Ιταλοί. Παρόλο που η Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, επιδίκασε την περιοχή στην Ελλάδα, διπλωματικές μηχανορραφίες, κυρίως της Ιταλίας, καθώς και ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922, συντέλεσαν να προσαρτηθεί η Βόρεια Ήπειρος στην Αλβανία το 1924.

Η Ιταλία του Μουσολίνι κατέλαβε την Αλβανία το 1939 και στις 28 Οκτωβρίου 1940 κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Μετά όμως τη νικηφόρο προέλαση του ελληνικού στρατού, η Βόρεια Ήπειρος απελευθερώθηκε για 3η φορά. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος είχε μεγάλη σημασία και σε παγκόσμια κλίμακα καθώς ήταν η πρώτη νίκη επί του Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την επίθεση όμως της Γερμανίας τον Απρίλιο του 1941 μέσω Γιουγκοσλαβίας, ακολούθησε συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Η Ήπειρος στην περίοδο της κατοχής ανήκε στην ιταλική ζώνη κατοχής και αργότερα με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στους Συμμάχους (1943), ανήκε στη γερμανική ζώνη.

Στα βουνά της Ηπείρου έγιναν σκληρές μάχες στον εμφύλιο πόλεμο, μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, ακόμη και πριν ολοκληρωθεί η αποχώρηση των Γερμανών από την περιοχή.

Η Ήπειρος μεταπολεμικά υπήρξε από τις πιο παραμελημένες, οικονομικά, περιοχές της χώρας, με πολλούς Ηπειρώτες να φεύγουν για το εξωτερικό για μια καλύτερη τύχη. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες μεγάλη έξαρση έχει σημειώσει ο τουρισμός της περιοχής, ιδιαίτερα το καλοκαίρι στις παραθαλάσσιες περιοχές, αλλά ακόμη και τον χειμώνα στις ορεινές (ιδιαίτερα στο Ζαγόρι και το Μέτσοβο).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, 2.80.5: «καὶ αὐτῷ παρῆσαν Ἑλλήνων μὲν Ἀμπρακιῶται καὶ Λευκάδιοι καὶ Ἀνακτόριοι καὶ οὓς αὐτὸς ἔχων ἦλθε χίλιοι Πελοποννησίων»
    ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: «Έλληνες είχε μαζί του τους Αμπρακιώτες, τους Λευκαδίους, τους Ανακτορίους και τους χίλιους Πελοποννησίους οπλίτες που είχε φέρει μαζί του»[1]

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]