Ιβάν Ασέν Α΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιβάν Ασέν Α΄
Τσάρος της Βουλγαρίας
Περίοδος1190 - 1196
ΠροκάτοχοςΠέτρος Δ΄ Ασέν (1η φορά)
ΔιάδοχοςΠέτρος Δ΄ Ασέν (2η φορά)
Θάνατος1196
Τάρνοβο
ΣύζυγοςΈλενα (Ευγενία)
ΕπίγονοιΙβάν Β΄ Ασέν
Αλέξανδρος
ΟίκοςΑσέν
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Ιβάν-Ασέν Α΄, γνωστός επίσης ως Ασέν Α΄, ή Ιωάννης-Ασέν Α΄ (βουλγαρικά: Иван Асен I, ... - 1196) ήταν βασιλιάς (τσάρος) της Βουλγαρίας από το 1187 ή 1188 ως το 1196 ως συγκυβερνήτης του μεγαλύτερου αδελφού του Πέτρου Δ΄. Ήταν γιος πλούσιου βοσκού από τα βουνά του Βυζαντινού θέματος (επαρχίας) Παρίστριον. Ο Ασέν και τα αδέλφια του αναφέρονται ως Βλάχοι στις περισσότερες πρωτογενείς πηγές, αλλά οι Βούλγαροι και οι Κουμάνοι πρέπει να ήταν επίσης μεταξύ των προγόνων τους, σύμφωνα με σύγχρονους μελετητές.

Το 1185, τα αδέλφια Θεόδωρος (ο μετέπειτα τσάρος Πέτρος Δ') και Ιβάν-Ασέν εμφανίστηκαν ενώπιον του Ισαακίου Β΄ Αγγέλου στη Θράκη για να ζητήσουν ένα κτήμα στον Αίμο. Όταν ο Αυτοκράτορας των Ρωμαίων τους αρνήθηκε, οι αδελφοί έπεισαν τους συμπατριώτες τους να ξεσηκωθούν εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Πέτρος στέφθηκε βασιλιάς πριν από το τέλος του έτους. Όταν ο Ισαάκιος Β΄ τους νίκησε στις αρχές του 1186, οι Ιβάν-Ασέν και Θεόδωρος (Πέτρος) διέφυγαν περνώντας το Δούναβη, αλλά επέστρεψαν το φθινόπωρο, συνοδευόμενοι από ενισχύσεις Κουμάνων. Κατέλαβαν το Παρίστριον και άρχισαν να λεηλατούν τα γειτονικά Βυζαντινά εδάφη.

Ο Ιβάν-Ασέν έγινε συγκυβερνήτης του αδελφού του το 1187 ή το 1188. Ο Πέτρος Δ΄ έκανε ειρήνη με τους Βυζαντινούς, αλλά ο Ιβάν-Ασέν συνέχισε τον αγώνα. Διαίρεσαν το βασίλειο τους, με τον Ιβάν-Ασέν να παίρνει το Τάρνοβο και την περιοχή του. Ο Ιβάν-Ασέν έκανε μια σειρά από επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη και επέκτεινε την κυριαρχία του στις περιοχές κατά μήκος του ποταμού Στρυμόνα στις αρχές της δεκαετίας του 1190. Ο βογιάρος Ιβάνκο τον μαχαίρωσε το 1196.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σταδιοδρομία του Ιβάν-Ασέν και του αδελφού του Θεόδωρου (Πέτρου Δ΄) υποδηλώνει ότι καταγόταν από επιφανή οικογένεια,[note 1], σύμφωνα με την ιστορικό Αλίσια Σίμπσον. Ο ιστορικός Αλεξάντρου Ματζεάρου αναφέρει ότι ο πατέρας τους ήταν πιθανότατα πλούσιος άνθρωπος, που είχε κοπάδια στον Αίμο.[1] Η ημερομηνία γέννησης του Ασέν είναι άγνωστη.[2]

Το Συνοδικόν του Τσάρου Μπόριλ τον αποκαλεί "Ιωάννη-Ασέν Μπέλγκουν". Ένας από τους Βίους του Ιβάν της Ρίλα επιβεβαιώνει ότι Ιβάν (ή Ιωάννης) ήταν το βαπτιστικό του όνομα. Τα άλλα δύο ονόματα είναι Τουρκογενούς προέλευσης: Το Ασέν προήλθε από λέξη των Κουμάνων Τούρκων που σημαίνει "γερός, ασφαλής, υγιής" και το Μπελγκούν από λέξη για το "σοφός". Η εθνική καταγωγή του Ιβάν-Ασέν και των αδελφών του εξακολουθεί να είναι μια πηγή διαμάχης μεταξύ των ιστορικών. Χρονικά γραμμένα στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα τους περιγράφουν ομόφωνα ως Βλάχους. Η στενή σχέση τους με τους Κουμάνους και η τουρκογενής ετυμολογία των ονομάτων του Ασέν υπονοούν ότι ήταν Κουμανικού ή Πετσενεγικού γένους. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της πατρίδας τους, του Βυζαντινού θέματος (επαρχίας) Παρίστριον, καθιστά πιθανό Βλάχοι, Βούλγαροι και Κουμάνοι να ήταν μεταξύ των προγόνων τους, σύμφωνα με μία επιστημονική θεωρία.

Ο Ρομπέρ ντε Κλαρί, συγγραφέας χρονικού για την πρώιμη ιστορία της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, αναφέρει ότι ο Ιβάν-Ασέν (που ο Κλαρί μπέρδευε με το μικρότερο αδελφό του Καλογιάν) ήταν "κάποτε αρχιφύλακας του Αυτοκράτορα, που είχε την ευθύνη μιας από τις φάρμες αλόγων του Αυτοκράτορα", προσθέτοντας ότι ο Ασέν ήταν υποχρεωμένος να αποστέλλει 60-100 άλογα στον Αυτοκρατορικό στρατό κατά παραγγελία του Αυτοκράτορα. Η αναφορά του Κλαρί μπορεί απλώς να δείχνει ότι ο Ασέν δεν ήταν γαιοκτήμονας, αλλά κτηνοτρόφος, σύμφωνα με τη Σίμπσον.

Το φθινόπωρο του 1185 ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος Αυτοκράτορας των Ρωμαίων στρατοπέδευσε στα Κύψελα της Θράκης (σήμερα Ιψαλα στην Τουρκία) κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον των Νορμανδών της Σικελίας, που είχαν εισβάλει στην Αυτοκρατορία. Ο Θεόδωρος και ο Ιβάν-Ασέν ήρθαν στο στρατόπεδο για να συναντήσουν τον Αυτοκράτορα. Ο Βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης τους κατηγορεί ότι είχαν έλθει μόνο για να στηρίξουν την εξέγερσή τους. Ο Κλαρί αναφέρει ότι ο Ασέν, ως διαχειριστής της Αυτοκρατορικής φάρμας αλόγων, ερχόταν στην Αυτοκρατορική αυλή "μία φορά το χρόνο».

Οι Θεόδωρος και Ιβάν-Ασέν ζήτησαν επιχορήγηση από τον αυτοκράτορα, αλλά το είδος της είναι αβέβαιο. Τα λόγια του Χωνιάτη, που κατέγραψε τα γεγονότα, δείχνουν ότι απευθύνθηκαν για μία πρόνοια (έσοδα ενός αυτοκρατορικού κτήματος). Όμως μια πρόνοια μικρής αξίας σπάνια χορηγείτο προσωπικά από το μονάρχη, πράγμα που σημαίνει ότι οι αδελφοί απαιτούσαν κάτι περισσότερο, όπως τη διακυβέρνηση μιας περιοχής ή τη διαχείριση μιας ημιανεξάρτητης περιφέρειας, σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικά θεωρίες. Ο Αυτοκράτορας απέρριψε το αίτημα των αδελφών, που όμως τόλμησαν να αμφισβητήσουν την απόφασή του. Ο Ασέν (που ο Χωνιάτης χαρακτηρίζει ως το "θρασύτερο και αγριότερο ​​από τους δύο") ήταν ιδιαίτερα αυθάδης και για το λόγο αυτό ο Ιωάννης Δούκας τον "χτύπησε στο πρόσωπο και τον επέπληξε για τη θρασύτητά του" με εντολή του θείου του Ισαάκιου Β΄.[3] . Ωστόσο δεν συνελήφθησαν και έφυγαν ελεύθερα από το στρατόπεδο του Αυτοκράτορα.

Εξέγερση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Βυζαντινά θέματα (ή επαρχίες) Βουλγαρίας και Παρίστριον

Αρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας ειδικός φόρος, που επιβλήθηκε για τη χρηματοδότηση του γάμου του Αυτοκράτορα με τη Μαργαρίτα της Ουγγαρίας είχε φέρει τον πληθυσμό των Βουλγάρων και των Βλάχων στο χείλος μιας εξέγερσης, ήδη πριν από τη δημόσια ταπείνωση του Ασέν και του αδελφού του στην Αυτοκρατορική Αυλή. Παρά τη γενική δυσαρέσκεια οι αδελφοί δεν ήταν αρχικά σε θέση να προκαλέσουν μια εξέγερση, γιατί οι συμπατριώτες τους πίστευαν ότι δεν θα είχαν καμία τύχη εναντίον των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων. Οι Θεόδωρος και Ασέν εκμεταλλεύτηκαν την Αλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς, κατά την οποία εικόνες του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της πόλης, μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία. [25] Έχτισαν έναν "οίκος προσευχής" και κάλεσαν εκεί Βούλγαρους και Βλάχους σαμάνους στην περιοχή. Οι αδελφοί καθοδήγησαν αυτούς τους "δαιμονισμένους", όπως τους αναφέρει ο Χωνιάτης, να δηλώσουν προς τον όχλο πως ο Θεός "είχε συναινέσει για την ελευθερία τους" και ο Άγιος Δημήτριος "θα ερχόταν" από τη Θεσσαλονίκη "για βοηθός και αρωγός τους" κατά των Βυζαντινών.

Παρόλο που ο Ιβάν-Ασέν είχε πιο ενεργό ρόλο στις επιχειρήσεις εναντίον των Βυζαντινών, ηγεμόνας των Βουλγάρων ανακηρύχθηκε ο μεγάλος του αδελφός Τόντορ (Θεόδωρος), ως Πέταρ Δ' (Πέτρος Δ'), παίρνοντας το όνομα του βασιλιά Πέτρου Α΄ της Βουλγαρίας του 10ου αιώνα. Τόσο με τη στέψη όσο και με το νέο όνομα του Θεόδωρου οι αδελφοί ήθελαν να δείξουν από την αρχή ότι το κράτος που ίδρυσαν, ήταν πολιτικός διάδοχος του Α΄ Βουλγαρικού κράτους. Η πρώτη έφοδος στην παλιά πρωτεύουσα Πρεσλάβα απέτυχε και έτσι η (πιθανή) εστία της εξέγερσης Τάρνοβο έγινε η πρωτεύουσα του Βλαχο-Βουλγαρικού κράτους τους. Το 1185 και τους πρώτους μήνες του 1186 οι Βούλγαροι κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Μοισίας και επέδραμαν από τον Αίμο στη Θράκη, παίρνοντας αιχμαλώτους και βοοειδή. Ο Ισαάκιος Β΄ εξαπέλυσε μία κατά μέτωπο αντεπίθεση εναντίον των ανταρτών, που όμως αντιστάθηκαν στους εισβολείς σε «δυσπρόσιτα σημεία» στα βουνά. Η έκλειψη ηλίου της 21 Απριλίου 1186 επέτρεψε στα Αυτοκρατορικά στρατεύματα να εξαπολύσουν μια απροσδόκητη επίθεση και να νικήσουν τους στασιαστές. Ο Πέτρος και ο Ασέν έφυγαν από την πατρίδα τους και διέσχισαν τον Κάτω Δούναβη, σε αναζήτηση στρατιωτικής βοήθειας από τους Κουμάνους.

Ο Ισαάκιος Β΄ πίστεψε ότι η νίκη του ήταν οριστική και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να εξασφαλίσει την άμυνα του Παριστρίου. Ωστόσο οι Πέτρος και Ασέν έκαναν συμμαχία με ορισμένους Κουμάνους οπλαρχηγούς, που τους βοήθησε να επιστρέψουν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το φθινόπωρο. Ο Χωνιάτης έχει γράψει αμφιλεγόμενες αναφορές για τις διαπραγματεύσεις των αδελφών με τους Κουμάνους. Σε επίσημη ομιλία του, απέδωσε τη συμμαχία στις προσπάθειες του Πέτρου, ενώ στο χρονικό του τόνισε το ρόλο του Ασέν. Λίγο μετά την επιστροφή τους οι αδελφοί απέκτησαν τον έλεγχο του Παριστρίου και άρχισαν να εξαπολύουν επιδρομές - λεηλασίες κατά της Θράκης. Η στρατιωτική τακτική του Ασέν, δηλ. η πραγματοποίηση αιφνίδιων επιδρομών και άμεσης υποχώρησης, δεν επέτρεψε στα Αυτοκρατορικά στρατεύματα να κάνουν επιτυχημένες αντεπιθέσεις. Ο Χωνιάτης υπογράμμισε ότι οι αδελφοί δεν αρκούντο πλέον στο να καταλάβουν τη "Μοισία" (ή Παρίστριον), αλλά αποφάσισαν να "ενώσουν την πολιτική εξουσία της Μοισίας και της Βουλγαρίας σε ένα βασίλειο, όπως παλιά", που παραπέμπει στην προσπάθειά τους να αποκαταστήσουν την Α΄ Βουλγαρική Αυτοκρατορία.

Συγκυβερνήτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Β΄ Βουλγαρικό Βασίλειο (1185-1196), σύμφωνα με Βουλγαρικό ιστορικό άτλαντα

Σφραγίδες που φέρουν την επιγραφή Ιβάν "βασιλεύς" ή "τσάρος" των Βουλγάρων βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Ακροπολίτη ο "Ασέν κυβέρνησε τη Βουλγαρική φυλή ως βασιλιάς για εννέα χρόνια" πριν πεθάνει το 1196, υποδηλώνοντας ότι ο Ασέν έγινε συγκυβερνήτης του αδελφού του το 1187 ή το 1188. Οι Βυζαντινοί εξαπέλυσαν μια σειρά ανεπιτυχών εκστρατειών εναντίον των επαναστατημένων Βλάχων και Βουλγάρων, έτσι δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τους Πέτρο και Ασέν να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στο Παρίστριον. Ο Ισαάκιος Β΄ οδήγησε προσωπικά τα στρατεύματά του εναντίον του βασιλείου των αδελφών και πολιόρκησε το Λόβετς την άνοιξη του 1188. Αν και δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το φρούριο, οι Βυζαντινοί συνέλαβαν τη σύζυγο του Ασέν, Ελένη, και τον μικρότερο αδελφό του Καλογιάν, που κρατήθηκε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη για πολλά χρόνια.

Η άφιξη του στρατού των σταυροφόρων του Φρειδερίκου Α΄ Μπαρμπαρόσα της Γερμανίας στη Βαλκανική Χερσόνησο τον Ιούλιο του 1189 επέτρεψε στους Πέτρο και Ασέν να καταλάβουν νέα εδάφη από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα από τα χρονικά της Σταυροφορίας του Μπαρμπαρόσα, Η Ιστορία της Εκστρατείας του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου, αναφέρει ρητά ότι κατέλαβαν "την περιοχή όπου ο Δούναβης εκβάλλει στη θάλασσα" (σημερινή Δοβρουτσά) και τμήματα της Θράκης. Κατά την καταγραφή των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Μπαρμπαρόσα και των πρέσβεων των αδελφών", κατά την πορεία των Σταυροφόρων στα Βαλκάνια, όλες οι πρωτογενείς πηγές αναφέρουν μόνο τον Πέτρο, που δείχνει ότι αυτός θεωρείτο ως ο ανώτερος άρχοντας της Βουλγαρίας. Οι σταυροφόροι έφυγαν από τα Βαλκάνια για τη Μικρά Ασία το Μάρτιο του 1190.

Λίγο μετά την αναχώρηση των σταυροφόρων ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος εισέβαλε στα υπό την κυριαρχία των Πέτρου και Ασέν εδάφη. Ωστόσο δεν μπορούσε να νικήσει τους Βλάχους και τους Βούλγαρους που απέφευγαν τη μάχη, αναγκάζοντας τον Αυτοκράτορα να αρχίσει να υποχωρεί. Ο Αυτοκρατορικός στρατός έπεσε σε ενέδρα και ηττήθηκε σε ένα ορεινό πέρασμα. Οι νικητές Βλάχοι και Βούλγαροι, μαζί με τους Κουμάνους συμμάχους τους, έκαναν νέες επιδρομές κατά της Θράκης, λεηλατώντας την Αγχίαλο (σήμερα Πομόριε της Βουλγαρίας) και άλλες πόλεις. Ο Ισαάκιος Β΄ κατέφερε μια νίκη επί των Κουμάνων κοντά στην Αδριανούπολη τον Απρίλιο του 1191. Στη συνέχεια ο ξάδελφός του, Κωνσταντίνος Δούκας Άγγελος, νίκησε τα στρατεύματα των Πέτρου και Ασέν σε μια σειρά μαχών.

Ένα εγκώμιο που εκφωνήθηκε προς τον Ισαάκιο Β΄ το 1193 αναφέρει τον Ασέν ως "απερίσκεπτο και ξεροκέφαλο αντάρτη", που περιβάλλεται από "Αυτοκρατορικές παγίδες", ενώ περιγράφει τον Πέτρο ως "εμπόδιο" και "αντίθετο άνεμο" στον αδελφό του. Η ομιλία δείχνει ότι βυζαντινές μηχανορραφίες υποδαύλισαν μια σύγκρουση μεταξύ των αδελφών το 1192. Ο Ματζεάρου αναφέρει ότι ο Πέτρος φερόταν πρόθυμος να κάνει ειρήνη με τους Βυζαντινούς, αλλά ο Ασέν ήθελε να συνεχίσει τον πόλεμο. Ο Ακροπολίτης ήξερε ότι ο Πέτρος μετακινήθηκε από το Τάρνοβο στην Πρεσλάβα σε απροσδιόριστη ημερομηνία και η περιοχή της Πρεσλάβας ήταν γνωστή ως "γη του Πέτρου", ακόμη και το 13ο αιώνα. Οι ιστορικοί Ματζεάρου και Πωλ Στέφενσον συμφωνούν ότι οι πηγές αποδεικνύουν ότι οι αδελφοί διαίρεσαν το βασίλειο τους γύρω στο 1192, με τον Ασέν να διατηρεί το Τάρνοβο και την περιοχή του.

Όταν ο Κωνσταντίνος Δούκας Άγγελος τυφλώθηκε εξαιτίας της στάσης τους εναντίον του Ισαάκιου Β΄, οι Βλάχοι και οι Βούλγαροι επανέλαβαν τις επιθέσεις τους εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Αυτοκράτορας απέστειλε τον Αλέξιο Γίδο και τον Βασίλειο Βατάτζη να διεξάγουν πόλεμο εναντίον των εισβολέων, αλλά τα ενωμένα στρατεύματά τους σχεδόν εκμηδενίστηκαν στη Μάχη της Αρκαδιούπολης. Οι Πέτρος και Ασέν κατέκτησαν νέα εδάφη στη Θράκη, συμπεριλαμβανομένης της Φιλιππούπολης.

Ο Ισαάκιος Β΄ αποφάσισε να επιχειρήσει προσωπικά μια νέα εκστρατεία για να ανακτήσει τη Θράκη. Ωστόσο, ενώ συνέτασσε τα στρατεύματά του στα Κύψελα, ο αδελφός του Αλέξιος τον συνέλαβε και τον τύφλωσε στις 8 Απριλίου 1195. Ο Αλέξιος Γ΄ έστειλε πρέσβεις στον Πέτρο και τον Ασέν, προτείνοντάς τους ειρήνη. Οι αδελφοί αρνήθηκαν την πρόταση του νέου Αυτοκράτορα και ο Ασέν εισέβαλε στα βυζαντινά εδάφη και νίκησε τον Αλέξιο Ασπιέτη. Κατέλαβε τα βυζαντινά οχυρά κατά μήκος του ποταμού Στρυμόνα και άφησε στρατεύματα Βλάχων και Βουλγάρων να τα φρουρούν.

Νέος Βυζαντινός στρατός, υπό τον Ισαάκιο Κομνηνό, ξεκίνησε μια αντεπίθεση. Ωστόσο τα στρατεύματα Βλάχων, Βουλγάρων και Κουμάνων του Ασέν περικύκλωσαν τους εισβολείς και τους νίκησαν κοντά στις Σέρρες. Ο Κομνηνός συνελήφθη από Κουμάνο πολεμιστή που προσπάθησε να τον κρατήσει κρυφά για να ζητήσει υπέρογκα λύτρα από τον Αυτοκράτορα, αλλά ο Ασέν ενημερώθηκε για το γεγονός και διέταξε τον Κουμάνο να παραδώσει τον αιχμάλωτο.

Μνημείο για τους Ασέν - Βέλικο Τάρνοβο 1987.

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποιος βογιάρος Ιβάνκο μαχαίρωσε τον Ασέν το 1196, αλλά το κίνητρο της πράξης του είναι άγνωστο. Ο Χωνιάτης, που διηγείται τα γεγονότα, καταγράφει δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη ο αιχμάλωτος Ισαάκιος Κομνηνός έπεισε τον Ιβάνκο να σκοτώσει τον τσάρο, υποσχόμενος να του δώσει σε γάμο την κόρη του. Κατά τη δεύτερη ο Ιβάνκο είχε "μυστικές ερωτικές σχέσεις με την αδελφή της συζύγου του Ασάν", αλλά η σχέση τους αποκαλύφθηκε στον Ασέν. Ο Ασέν αποφάσισε να εκτελέσει την κουνιάδα του για την παράνομη ερωτική σχέση που προσέβαλε την οικογένειά του, αλλά η σύζυγός του τον έπεισε να τιμωρήσει τον Ιβάνκο, αντί της αδελφής της. Ο Ασέν διέταξε τον Ιβάνκο να έρθει στη σκηνή του αργά το βράδυ, αλλά ο Ιβάνκο είχε ενημερωθεί για την απόφαση του Τσάρου και ήρθε με ένα σπαθί κρυμμένο κάτω από τα ρούχα του και σκότωσε τον Ασέν κατά τη συνάντηση.

Ο Χωνιάτης ανέφερε ότι ο Ιβάνκο ήθελε να κυβερνήσει «πιο δίκαια και ισότιμα» από τον Ασέν που είχε "κυβερνήσει τα πάντα με το σπαθί". Ο Στέφενσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα λόγια του Χωνιάτη δείχνουν ότι ο Ασέν είχε επιβάλει μια "βασιλεία του τρόμου", εκφοβίζοντας τους υπηκόους του με τη βοήθεια Κουμάνων μισθοφόρων. Από την άλλη πλευρά ο Βάσαρι αναφέρει ότι ο Ιβάνκο ενθαρρύνθηκε από τους Βυζαντινούς να σκοτώσει τον Ασέν. Ο Ιβάνκο προσπάθησε να αναλάβει τον έλεγχο στο Τάρνοβο με βυζαντινή υποστήριξη, αλλά ο Πέτρος τον ανάγκασε να καταφύγει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Πέτρος ανέθεσε στον Καλογιάν την κυβέρνηση του βασιλείου του Ασάν.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιβάν-Ασέν Α΄ ήταν αρχικά νυμφευμένος με κάποια Μαρία, η οποία ετάφη στο Τσέρβεν και μετά με κάποια Έλενα (μοναστικό όνομα Ευγκενία), τις οποίας η καταγωγή δεν είναι γνωστή. Εικάζεται ότι ήταν κόρη του Στεφάνου Α΄ Νεμάνια της Σερβίας, αλλά αυτό είναι αμφισβητήσιμο, γιατί κάτι τέτοιο θα είχε προκαλέσει διάφορα κωλύματα στους γάμους μεταξύ των απογόνων τους. Από τον δεύτερο γάμο του με την Έλενα ο Ιβάν Ασέν απέκτησε τουλάχιστον δύο γιους:

  • Ιβάν-Ασέν Β΄, βασιλιά της Βουλγαρίας από το 1218 έως το 1241 και τον
  • Αλεξάνταρ, ο οποίος ήταν σεβαστοκράτωρ και πέθανε μετά το 1232. Ο Αλεξάνταρ είχε ένα γιο ονόματι

Η Κορυφή Ασέν στη Νήσο Λίβινγκστον στις Νότιες Νήσους Σέτλαντ της Ανταρκτικής έχει ονομαστεί προς τιμήν του Ιβάν-Ασέν Α΄.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. They could directly approach the monarch and mobilize their compatriots (Simpson 2016, pp. 6–7.).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Madgearu 2017, σελ. 53.
  2. Madgearu 2017, σελ. 64.
  3. Nicetas Choniates, Historia, ed. J.-L. Van Dieten, 2 vols. (Berlin and New York, 1975); trans. as Ο City of Byzantium, Annals of Niketas Choniates, by H.J. Magoulias (Detroit; Wayne State University Press, 1984)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • John V.A. Fine, Jr., The Late Medieval Balkans, Ann Arbor, 1987.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]