Ιάκωβος Α΄ και ΣΤ΄ της Αγγλίας και της Σκωτίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ιάκωβος Α' της Αγγλίας)
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Ιάκωβος.
Ιάκωβος ΣΤ΄ και Α΄
Περίοδος24 Ιουλίου 15676 Απριλίου 1625
Στέψη29 Ιουλίου 1567
ΠροκάτοχοςΜαρία Α΄ της Σκωτίας
ΔιάδοχοςΚάρολος Α΄ της Αγγλίας
Περίοδος24 Μαρτίου 1603 – 6 Απριλίου 1625
Στέψη25 Ιουλίου 1603
ΠροκάτοχοςΕλισάβετ Α΄ της Αγγλίας
ΔιάδοχοςΚάρολος Α΄ της Αγγλίας
Γέννηση19 Ιουνίου 1566
Κάστρο του Εδιμβούργου, Σκωτία
Θάνατος27 Μαρτίου 1625 (59 ετών)
Οικία Θίομπαλντς, Αγγλία
Τόπος ταφής7 Μαΐου 1625
Αββαείο του Ουέστμινστερ
ΣύζυγοςΆννα της Δανίας
ΕπίγονοιΕρρίκος Φρειδερίκος
Ελισάβετ
Μαργαρίτα
Κάρολος Α΄ της Αγγλίας
Ροβέρτος
Μαρία
Σοφία
ΟίκοςΟίκος των Στιούαρτ
ΠατέραςΧένρυ Στιούαρτ, Λόρδος Ντάρνλεϋ
ΜητέραΜαρία Α΄ της Σκωτίας
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας ή Ιάκωβος ΣΤ΄ της Σκωτίας (αγγλ. James VI of Scotland and I of England, 19 Ιουνίου 156627 Μαρτίου 1625) ήταν βασιλιάς της Σκωτίας (24 Ιουλίου 1567 - 6 Απριλίου 1625) και βασιλιάς της Αγγλίας και της Ιρλανδίας (24 Μαρτίου 1603 – 6 Απριλίου 1625).

Τα βασίλεια της Αγγλίας και της Σκωτίας ήταν ξεχωριστά βασίλεια με διαφορετικά κοινοβούλια μέχρι την ένωση τους με τον Ιάκωβο. Ο Ιάκωβος διαδέχθηκε στη Σκωτία τη μητέρα του, Μαρία, σε ηλικία 13 μηνών όταν υποχρεώθηκε να παραιτηθεί για λογαριασμό του, την περίοδο που ήταν ανήλικος κυβέρνησαν τέσσερις διαφορετικοί αντιβασιλείς μέχρι το 1578 αλλά ο ίδιος πήρε την εξουσία το 1583.

Το 1603 διαδέχθηκε στον θρόνο της Αγγλίας και της Ιρλανδίας την τελευταία μονάρχη του Οίκου των Τυδώρ, Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας, που πέθανε χωρίς απογόνους. Ο Ιάκωβος συνέχισε να κυβερνάει και τα τρία βασίλεια για 22 χρόνια μια περίοδος που έμεινε γνωστή ως Ιακωβιανή εποχή μέχρι τον θάνατο του σε ηλικία 58 ετών (1625). Μετά την "Ένωση των Στεμμάτων" είχε από το 1603 σαν έδρα την Αγγλία και επέστρεψε μόνο μια φορά στη Σκωτία (1617), πήρε τον τίτλο του "Βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας". Εγκατέστησε ένα κοινοβούλιο για την Αγγλία και τη Σκωτία, την εποχή του ξεκίνησε ο αγγλικός εποικισμός της Αμερικής.

Τα 57 χρόνια και οι 246 μέρες που κυβέρνησε στη Σκωτία ήταν ο μεγαλύτερος χρόνος από όλους τους προκατόχους του, οι πρωτοβουλίες του στράφηκαν στη Σκωτία, αλλά συνάντησε μεγάλες δυσκολίες στην Αγγλία όπως η Συνωμοσία της Πυρίτιδας (1605) και πολλές συγκρούσεις στο αγγλικό κοινοβούλιο. Με τον Ιάκωβο Α΄ η "Χρυσή Εποχή της Ελισάβετ" στη λογοτεχνία και το δράμα συνεχίστηκε με μεγάλους συγγραφείς όπως ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ο Τζον Νταν, ο Μπεν Τζόνσον και ο Σερ Φράνσις Μπέικον.[1] Ο Ιάκωβος ήταν συγγραφέας πολλών έργων όπως "Δαιμονολογία" (1597), "Οι αληθινοί νόμοι της ελεύθερης μοναρχίας" (1598) και το "Βασιλικό δώρο" (1599). Μετέφρασε τη Βίβλο στα Αγγλικά, η δική του μετάφραση έγινε γνωστή σαν "η ελεύθερη μετάφραση του Ιακώβου".[2] Ο Σερ Άντονυ Ουέλντον (1583 - 1648) έδωσε στον Ιάκωβο τον τίτλο "ο πιο σοφός τρελός της Χριστιανοσύνης" που σχετίζεται με τον χαρακτήρα του.[3] Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα οι ιστορικοί αναβίωσαν τη φήμη του Ιακώβου Α΄ σαν μεγάλου και σοφού μονάρχη.[4] Ακολούθησε ειρηνική πολιτική και προσπάθησε να αποφύγει τους θρησκευτικούς πολέμους όπως τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618 - 1648) που μάστιζε τότε την Κεντρική Ευρώπη αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τον πόλεμο με την Ισπανία που επιθυμούσε έντονα το κοινοβούλιο.[5]

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παιδική ηλικία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιάκωβος γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1566 στο Κάστρο του Εδιμβούργου το 1566. Ήταν το μοναδικό παιδί του Χένρυ Στιούαρτ, Λόρδου Ντάρνλεϋ, και της Μαρίας Α΄ της Σκωτίας. Σαν μεγαλύτερος γιος και διάδοχος πήρε τους τίτλους του Δούκα του Ρόθσεϋ και του Μεγάλου Προστάτη της Σκωτίας. Βαπτίστηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1566 με το όνομα Κάρολος Ιάκωβος ή Ιάκωβος Κάρολος σε μια μεγαλοπρεπή τελετή στο Κάστρο του Στέρλινγκ. Οι νονοί του ήταν ο Κάρολος Θ΄ της Γαλλίας (με εκπρόσωπο τον Ιωάννη, Δούκα του Λινύ), η Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας (με εκπρόσωπο τον Φράνσις Ράσσελ, 2ο Κόμη του Μπέντφορντ) και ο Εμμανουήλ Φιλιβέρτος της Σαβοΐας (με εκπρόσωπο τον πρέσβη Φιλιμπέρ ντυ Κροκ). Η Μαρία απαγόρευσε στον Αρχιεπίσκοπο του Αγίου Ανδρέα που τον έλεγε "χοντρό ιερέα" να φτύσει στον στόμα του μωρού σύμφωνα με το έθιμο.[6] Η ψυχαγωγία που ακολούθησε επινοήθηκε από τον Γάλλο Μπαστιάν Παγκέζ με άντρες ντυμένους σάτυρους και με αθλητικές ουρές, οι Άγγλοι καλεσμένοι ένιωσαν προσβολή ευχαριστώντας τους σάτυρους που "στράφηκαν εναντίον τους".[7]

Οι γονείς του ήταν δισέγγονα του Ερρίκου Ζ΄ της Αγγλίας μέσω της Μαργαρίτας Τυδώρ, της μεγαλύτερης αδελφής του Ερρίκου Η΄ της Αγγλίας. Η κυριαρχία της μητέρας του στη Σκωτία ήταν ανασφαλής, διότι η ίδια και ο σύζυγος της ήταν πιστοί Καθολικοί και αντιμετώπισαν την εξέγερση των Προτεσταντών. Ο γάμος της Μαρίας με τον Λόρδο Ντάρνλεϋ, συνάντησε μεγάλες δυσκολίες, καθώς ο Ντάρνλεϋ συμμάχησε με τους επαναστάτες και δολοφόνησε τον γραμματέα της Βασίλισσας, Ντέηβιντ Ρίζιο (1533 - 1566), μόλις τρεις μήνες πριν από τη γέννηση του Ιακώβου.[8][9] Ο πατέρας του Ιάκωβου, Λόρδος Ντάρνλεϋ, δολοφονήθηκε πιθανότατα λόγω εκδίκησης για τη δολοφονία του Ρίζιο, ο Ιάκωβος κληρονόμησε τους τίτλους του Δούκα του Ώλμπανυ και του Κόμη του Ρος. Η Μαρία είχε γίνει μισητή στους Σκωτσέζους και ο γάμος της με τον Τζέημς Χέπμπορν, 4ο Κόμη του Μπόθγουελ, για τον οποίο ακουγόταν ότι είχε σκοτώσει τον σύζυγο της, έφερε έντονες αντιδράσεις εναντίον της.

Τον Ιούνιο του 1567 η Μαρία συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Κάστρο του Λοχ Λήβεν, δεν είδε ξανά τον γιο της, πιέστηκε και αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 24 Ιουλίου 1567 για χάρη του Ιακώβου και να διορίσει τον νόθο ετεροθαλή αδελφό της Τζέημς Στιούαρτ, Κόμη του Μορέυ, αντιβασιλέα.[10]

Αντιβασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βιβλίο του Ιακώβου "Οι αληθινοί νόμοι της ελεύθερης μοναρχίας".

Η φροντίδα του Ιακώβου ανατέθηκε στον Κόμη και την Κόμισσα του Μαρ, "να τον μεγαλώσουν, να τον διδάξουν και να τον νοσηλεύσουν" στο ασφαλές Κάστρο του Στέρλινγκ.[11][12] Ο Ιάκωβος ΣΤ΄ στέφθηκε βασιλιάς της Σκωτίας σε ηλικία 13 μηνών στις 29 Ιουλίου 1567 από τον Άνταμ Μπόθγουελ (1527 - 1593), επίσκοπο των Ορκάδων.[13] Ο κήρυκας στη στέψη του νέου Βασιλιά ήταν ο πασίγνωστος Προτεστάντης ιεράρχης Τζον Νοξ. Σε αντίθεση με άλλα επιφανή μέλη της Σκωτσέζικης αριστοκρατίας ο Ιάκωβος ανατράφηκε από το προτεσταντικό συμβούλιο της Σκωτίας με μεγάλους δασκάλους όπως ο Τζωρτζ Μπιουκάναν, ο Πήτερ Γιάνγκ, ο Άνταμ Έρσκιν και ο Ντέηβιντ Έρσκιν.[14] Ο Μπιουκάναν προσπάθησε να υποτάξει τον μικρό Ιάκωβο με συνεχείς ξυλοδαρμούς αλλά του δημιούργησε μεγάλη αγάπη για τη μάθηση και τη λογοτεχνία.[15] Ο Μπιουκάναν προσπάθησε με κάθε μέσο να αναθρέψει τον μικρό Ιάκωβο σαν θεοφοβούμενο Προτεστάντη βασιλιά που θα δεχτεί τους περιορισμούς στην εξουσία του.[16]

Η Μαρία δραπέτευσε από τη φυλακή στο Κάστρο του Λοχ Λέβεν (1568) οδηγώντας τους Σκωτσέζους σε βίαιες εμφύλιες συγκρούσεις. Ο Κόμης του Μορέυ νίκησε τα στρατεύματα της Μαρίας στη Μάχη του Λάνγκσαιντ και την ανάγκασε να δραπετεύσει στην Αγγλία, όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή της στην αυλή της Ελισάβετ υπό περιορισμό. Ο Μορέυ δολοφονήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1570 από τον Τζέημς Χάμιλτον.[17] Ο επόμενος αντιβασιλέας της Σκωτίας ήταν ο παππούς από πατέρα του μικρού Ιακώβου Μάθιου Στιούαρτ, 4ος Κόμης του Λέννοξ, που τραυματίστηκε θανάσιμα έναν χρόνο αργότερα από επιδρομή οπαδών της Μαρίας στο Κάστρο του Στέρλινγκ.[18] Ο διάδοχος του, Κόμης του Μαρ, υπέφερε από "σοβαρή ασθένεια" και πέθανε στις 28 Οκτωβρίου 1572 στο Στέρλινγκ, η ασθένεια προήλθε από ένα δείπνο που δόθηκε στα Ανάκτορα του Ντάλκιθ από τον Τζέημς Ντάγκλας, 4ο Κόμη του Μόρτον.[19] Ο Μόρτον στη συνέχεια έγινε για πολλά χρόνια ο πιο αποτελεσματικός αντιβασιλέας του Ιακώβου, αλλά συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις λόγω της σκληρότητας του.[20][21] Ο Μόρτον έπεσε από τις εξουσίες του όταν έφτασε από τη Γαλλία ο Έσμε Στιούαρτ, Κύριος του Ωμπινύ, πρώτος ξάδελφος του πατέρα του Ιακώβου, Λόρδου Ντάρνλεϋ, και διάδοχος της κομητείας του Λέννοξ, όταν ήρθε στη Σκωτία έγινε ο ισχυρότερος οπαδός του Ιακώβου.[22] Ο Μόρτον εκτελέστηκε στις 2 Ιουνίου 1581 αρκετά καθυστερημένα με την κατηγορία της συμμετοχής του στον φόνο του Ντάρνλεϋ.[23] Ο Ιάκωβος ΣΤ΄ έκανε στις 8 Αυγούστου τον Κόμη του Λέννοξ τον μοναδικό δούκα στη Σκωτία, ο 15χρονος Βασιλιάς έμεινε υπό την επίδραση του Λέννοξ περισσότερο από έναν χρόνο.[24][25]

Βασιλιάς της Σκωτίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνοδος στη Σκωτία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιάκωβος Στιούαρτ σε ηλικία 8 ετών.

Ο Λέννοξ ήταν φανατικός Προτεστάντης αλλά δέχτηκε σκληρές κατηγορίες από Σκωτσέζους Καλβινιστές επειδή παρατηρούσαν τις εκδηλώσεις αγάπης που έδειχνε στον νεαρό Βασιλιά και κατέληξαν ότι τον οδηγεί σε "σαρκικές αμαρτίες".[26] Στην επιδρομή του Ράθβεν τον Αύγουστο 1582 οι Προτεστάντες κόμητες του Γκάουρι και του Άνγκους συνέλαβαν τον Ιάκωβο, τον αιχμαλώτισαν στο Κάστρο του Ράθβεν και πίεσαν τον Κόμη του Λέννοξ να φύγει από τη Σκωτία. Την εποχή που ήταν αιχμάλωτος ο Ιάκωβος στις 19 Σεπτεμβρίου 1582 ο Τζον Κραιγκ, που είχε διορίσει ο ίδιος ο Βασιλιάς γραμματέα (1579), τον κατηγόρησε πολύ σκληρά από τον άμβωνα επειδή εξέδωσε μια προσβλητική ανακοίνωση για τον κλήρο ότι "ο Βασιλιάς έκλαψε".[27] Ο Ιάκωβος ΣΤ΄ ελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1583 και σταδιακά απέκτησε τον έλεγχο στο βασίλειο του, προσπάθησε να ελέγξει το Κερκ και απαρνήθηκε τον πρώην δάσκαλο του, Μπιουκάναν.[28]

Την περίοδο 1584 - 1603 κατάφερε να ολοκληρώσει τη βασιλική εξουσία και να φέρει την ειρήνη ανάμεσα στους λόρδους με την επίδραση του Τζον Μαίτλαντ του Θέρλσταν που είχε την κυβέρνηση μέχρι το 1592.[29] Μια οκταμελή επιτροπή οι "Οκταβιανοί" αποκατέστησαν τον έλεγχο στη διαλυμένη οικονομία του Ιακώβου (1596) αλλά συγκρούστηκαν με συμφέροντα, διαλύθηκαν σε έναν χρόνο από επιδρομή αντί-Καθολικών στο Εδιμβούργο και η Αυλή αποσύρθηκε προσωρινά στο Λινλίθγκαου.[30] Ο Βασιλιάς δέχτηκε μια τελευταία επίθεση τον Αύγουστο του 1600 από τον Αλεξάντερ Ράθβεν, νεότερο αδελφό του Κόμη του Γκάουρι, στο Ράθβεν.[31] Στις μάχες που ακολούθησαν ο Τζον Ράμσεϋ και ο Κόμης του Γκόουρι σκοτώθηκαν αλλά υπάρχουν ελάχιστες μαρτυρίες. Ακούγεται ότι ο Βασιλιάς χρωστούσε πολλά χρήματα στους Ράθβεν, αλλά οι πηγές δεν έχουν γίνει ευρύτερα αποδεκτές.[32]

Ο Ιάκωβος ΣΤ΄ υπέγραψε με την Αγγλία τη Συνθήκη του Μπέρικ (1586). Η εκτέλεση της μητέρας του (1587) για την οποία δήλωσε ότι ήταν "περίεργη και παράνομη διαδικασία" τον βοήθησε να διεκδικήσει τον θρόνο της Αγγλίας. Η βασίλισσα Ελισάβετ ήταν άγαμη και άτεκνη με αποτέλεσμα να είναι ο Ιάκωβος ο πιο πιθανός διάδοχος, γι' αυτό προσπάθησε με όλα τα μέσα να της είναι αρεστός και έγινε οπαδός της.[33] Στην κρίση της Ισπανικής Αρμάδας (1588) διαβεβαίωσε την Ελισάβετ ότι έχει την υποστήριξη της σαν "φυσικός γιος της και Άγγλος πατριώτης".[34]

Γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την εποχή της νεότητας του ο Ιάκωβος ΣΤ΄ επαινέθηκε για την αγνότητα του, αλλά δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τις γυναίκες. Μετά την απώλεια του Λέννοξ προτιμούσε άντρες συνοδούς.[35] Μια γαμήλια συνθήκη θεωρήθηκε απαραίτητη για να κατοχυρώσει ο Ιάκωβος τον θρόνο, η επιλογή του ήταν η 14χρονη Άννα της Δανίας, μικρότερη κόρη του Προτεστάντη Φρειδερίκου Β΄ της Δανίας. Το προξενιό έγινε στην Κοπεγχάγη τον Αύγουστο του 1589. Η Άννα αναχώρησε για τη Σκωτία, αλλά η τρικυμία την ανάγκασε να καταφύγει στις ακτές της Νορβηγίας. Ο Ιάκωβος, όταν έμαθε τα νέα για την αποτυχία της Άννας, αναχώρησε με μια ισχυρή συνοδεία 300 ανδρών για να την ενισχύσει, γεγονός που ο ιστορικός Ντέηβιντ Χάρρις Ουίλσον (1901 - 1973) σημειώνει ότι ήταν το "πρώτο ρομαντικό επεισόδιο της ζωής του".[36] Το ζεύγος παντρεύτηκε στις 23 Νοεμβρίου στα Ανάκτορα του Όσλο και επέστρεψε στη Σκωτία στις 1 Μαΐου 1590. Στον δρόμο της επιστροφής τους επισκέφτηκαν την Κοπεγχάγη και το Χέλσινγκερ, όπου είχαν μια συνάντηση με τον διάσημο αστρονόμο Τύχο Μπράχε.

Η σχέση ανάμεσα στον Ιάκωβο ΣΤ΄ και την Άννα ήταν πολύ ιδανική, τα πρώτα χρόνια υπήρχε μεγάλη αγάπη και υπομονή μεταξύ τους.[37] Το ζεύγος απέκτησε πολλά παιδιά από τα οποία επέζησαν τα τρία: ο Ερρίκος Φρειδερίκος, Πρίγκιπας της Ουαλίας, που πέθανε από τύφο σε ηλικία 18 ετών, η Ελισάβετ Στιούαρτ, Βασίλισσα της Βοημίας, και ο διάδοχος του Κάρολος Α΄ της Αγγλίας. Η Άννα πέθανε τον Μάρτιο του 1619 πριν από τον σύζυγο της.

Το κυνήγι της μαγείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επίσκεψη του Ιακώβου στη Δανία που είχε τότε τη φήμη για κυνήγι μαγισσών του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί με τη μαγεία, την οποία πολλοί θεωρούσαν κλάδο της θεολογίας.[38][39] Βρέθηκε στο Νορθ Μπέρικ σε δοκιμές μαγείας και ξεκίνησε την πρώτη μεγάλη δίωξη μαγισσών (1563) με το πρόσχημα ότι ήταν υπεύθυνες για τις τρικυμίες στα πλοία του, η πιο διάσημη ήταν η Άγκνες Σάμπσον. Ο Ιάκωβος έγραψε κατόπιν το έργο του "Δαιμονολογία" (1597) στο οποίο καταδίκαζε τα κακά της μαγείας και στάθηκε το υπόβαθρο για την τραγωδία του Σαίξπηρ, Μάκβεθ.[40] Ο ίδιος ο Βασιλιάς βρέθηκε μπροστά σε μαρτύρια γυναικών που είχαν κατηγορηθεί για τη χρήση μαγείας.[41] Από το 1599 έγινε περισσότερο σκεπτικός- σε ένα γράμμα στον γιο του Ερρίκο τον συγχαίρει "για την ανακάλυψη μιας μαγικής απάτης και παρακαλώ τον θεό να γίνεις διάδοχος μου, όλα τα θαύματα στις μέρες μας είναι απάτες και οι δικαστές πρέπει να γίνουν περισσότερο δύσπιστοι".[42][43]

Εβρίδες και Σέτλαντ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιάκωβος Στιούαρτ σε ηλικία 17 ετών με τη μητέρα του Μαρία.

Η ταχύτατη διάλυση της ηγεμονίας του Άιλα από τον Ιάκωβο Δ΄ της Σκωτίας (1493) οδήγησε σε πλήθος ταραχών στις δυτικές ακτές, διέλυσε τον στρατό των Εβρίδων, αλλά οι διάδοχοι του δεν είχαν επαρκή έλεγχο στην περιοχή. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσουν τον 16ο αιώνα εκτεταμένες ταραχές.[44] Οι θρησκευτικές προσπάθειες της μεταρρύθμισης έγιναν με εξαιρετικά αργό ρυθμό στην περιοχή, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα θρησκευτικό χάσμα ανάμεσα στις δυτικές ακτές και την κεντρική Σκωτία.[45] Ο Ιάκωβος Ε΄ επισκέφτηκε τις Εβρίδες (1540) πιέζοντας τους φυλάρχους να τον συνοδεύσουν. Ακολούθησε περίοδος ειρήνης, αλλά σύντομα ξέσπασαν σκληρές μάχες ανάμεσα στους φυλάρχους.[46] Την εποχή του Ιακώβου ΣΤ΄ οι κάτοικοι των Εβρίδων είχαν τη φήμη των βάρβαρων, δεν ακολούθησαν το λίκνο του Σκωτσέζικου χριστιανισμού και εθνότητας. Τα έγγραφα της εποχή τους περιγράφουν να υποφέρουν από "κενά στον λόγο του θεού" και έπασχαν από "όλα τα είδη ανομίας και βιαιότητας".[47] Η γαελική γλώσσα, που ήταν εκτεταμένη στη Σκωτία όταν ήταν βασιλείς ο Ιάκωβος Δ΄ και ο Ιάκωβος Ε΄, είχε γίνει περιθωριακή την εποχή του Ιακώβου ΣΤ΄ και τη μιλούσαν μονάχα οι βάρβαροι στην Ιρλανδία. Το σκωτσέζικο κοινοβούλιο θεώρησε τη γλώσσα σαν τη βασική αιτία του κακού στην περιοχή και αποφάσισε την κατάργηση της.[48][49]

Ο Ιάκωβος ΣΤ΄ ύστερα από την απόφαση διέταξε τους λόρδους του Φάιφ να εποικίσουν το "πιο βάρβαρο νησί του Λιούις" (1598), οι εντολές τους ήταν να "μην γίνει συμφωνία με τους αποικιστές αλλά να εκριζωθούν". Αποβιβάστηκαν στο Στόρνογουεϋ αλλά οι αποικιστές εκδιώχθηκαν από τις τοπικές δυνάμεις του Μέρντοχ και Νικ ΜακΛάουντ. Επιχείρησαν δεύτερη φορά πάλι χωρίς αποτέλεσμα (1605), αλλά η τρίτη προσπάθεια τους ήταν περισσότερο επιτυχής (1607).[50][51] Το Καταστατικό της Αϊόνα (1609) απαιτούσε όλοι οι οπλαρχηγοί των νησιών να εκπαιδευτούν στη σκωτσέζικη γλώσσα, την Προτεσταντική θρησκεία και να δίνουν αναφορά στο Κοινοβούλιο του Εδιμβούργου για τις πράξεις τους.[52] Το καταστατικό έφερε σταδιακά "εξαφάνιση της γαελικής γλώσσας και καταστροφή της τοπικής παράδοσης και γλώσσας".[53] Ο ξάδελφος του Πάτρικ Στιούαρτ, Κόμης των Ορκάδων, αντιστάθηκε στο Καταστατικό της Αϊόνα και φυλακίστηκε.[54] Ο γιος του Πάτρικ, Ρόμπερτ, ξεκίνησε μια ανεπιτυχή επανάσταση εναντίον του Ιακώβου ΣΤ΄. Πατέρας και γιος κρεμάστηκαν, έγινε κατάσχεση της περιουσίας τους και οι Ορκάδες και οι Σέτλαντ προσαρτήθηκαν στο στέμμα της Σκωτίας.[55]

Θεωρίες για τη μοναρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την περίοδο 1597 - 1598 ο Ιάκωβος έγραψε τα έργα "Οι αληθινοί νόμοι της ελεύθερης μοναρχίας" και "Βασιλικό δώρο" στα οποία τοποθετούσε το ζήτημα της μοναρχίας θεολογικά. Στο πρώτο έργο τοποθετεί τα θεία δικαιώματα του κάθε βασιλιά, εξηγεί γιατί οι βασιλείς είναι ανώτεροι από τους υπόλοιπους ανθρώπους, σύμφωνα με τη Βίβλο, με τη φράση "ο ψηλότερος πάγκος είναι ο πιο επιθυμητός να καθίσεις πάνω".[56] Το έργο συμφωνεί με μια απολυταρχική διακυβέρνηση των βασιλιάδων, αλλά με περιορισμούς από τον Θεό ο οποίος "θα βρει τις μάστιγες και θα τιμωρεί σκληρά τους πονηρούς βασιλιάδες".[57] Το "Βασιλικό Δώρο" το έγραψε για τον πρίγκιπα Ερρίκο και περιγράφει έναν πρακτικό οδηγό για τη βασιλεία, το έργο αποτελεί το καλύτερο δείγμα για τη βασιλεία του Ιακώβου.[58][59] Ο Ιάκωβος συμβουλεύει τον γιο του για τις δυσκολίες που θα συναντήσει στη λειτουργία των κοινοβουλίων με τη φράση "Όχι νέα κοινοβούλια παρά μόνο για την ανάγκη νέων νόμων αν χρειαστούν".[60] Στο πρώτο έργο του ο Ιάκωβος σημειώνει ότι ο βασιλιάς είναι απόλυτα κυρίαρχος στο φέουδο του σαν αληθινός φεουδάρχης με τη φράση "οι βασιλιάδες προέκυψαν πριν από όλες τις υπόλοιπες τάξεις ανθρώπων και πριν από τη διανομή της γης που ήταν στην αρχή εξ' ολοκλήρου δική τους, γι' αυτό οι νόμοι δημιουργήθηκαν για να υπηρετούν τους βασιλιάδες και όχι οι βασιλιάδες τους νόμους".[61]

Τη δεκαετία του 1580 και του 1590 ο Ιάκωβος προώθησε τη λογοτεχνία του τόπου της καταγωγής του με έργο που έγραψε το 1584 σε ηλικία 18 ετών, το έργο περιγράφει την ποιητική παράδοση των Σκωτσέζων σύμφωνα με τις αρχές της Αναγέννησης.[62] Το έργο ήταν ένα εγχειρίδιο που αναφερόταν στην ποιητική παράδοση των Σκωτσέζων στη μητρική του γλώσσα και είχε σκοπό τη διδασκαλία της μουσικής σε συνδυασμό με την ποίηση.[63] Ο Ιάκωβος έγινε προστάτης σε στενό κύκλο Σκωτσέζων μουσικών και ποιητών για να πετύχει τους στόχους του ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν ο Ουίλλιαμ Φάουλερ και ο Αλεξάντερ Μοντγκόμερυ (1550 - 1598), ενώ ο Μοντγκόμερυ έγινε ευνοούμενος του Βασιλιά.[64] Ο Ιάκωβος ΣΤ΄ ήταν και ο ίδιος από μόνος του ποιητής γι' αυτό παρέμεινε μέλος της ομάδας.[65]

Βασιλιάς της Αγγλίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνοδος στην Αγγλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιάκωβος Στιούαρτ σε ηλικία 20 ετών (1586).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1590 οι σκωτσέζικες παραδόσεις άρχισαν να παρακμάζουν επειδή αυξήθηκαν σημαντικά οι πιθανότητες να ανέβει ο Ιάκωβος στον θρόνο της Αγγλίας.[66] Ο Ουίλλιαμ Αλεξάντερ και πολλοί άλλοι ποιητές της αυλής αγγλοποίησαν τη γλώσσα τους και ακολουθούσαν τον Βασιλιά στην Αγγλία μετά το 1603.[67] Ο ρόλος του Ιακώβου σαν λογοτέχνη τον έκανε σημαντική φυσιογνωμία σε πολλά αγγλικά ποιήματα και δράματα της Αναγέννησης που έφτασαν στο αποκορύφωμα τους την εποχή που ήταν βασιλιάς και το ύφος της σκωτσέζικης παράδοσης που κυριαρχούσε από την εποχή του Ιακώβου Α΄ της Σκωτίας υποτιμήθηκε.[68] Η Ελισάβετ Α΄ ήταν η τελευταία απόγονος του Ερρίκου Η΄ και ο Ιάκωβος φάνηκε περισσότερο απόγονος της Μαργαρίτας Τυδώρ, Βασίλισσας της Σκωτίας, που ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του Ερρίκου Η΄ και προγιαγιά του Ιακώβου. Από το 1601 την τελευταία χρονιά της Ελισάβετ πολλοί Άγγλοι υπουργοί όπως ο Ρόμπερτ Σέσιλ, Κόμης του Σώλσμπρυ, ξεκίνησαν αλληλογραφία με τον Ιάκωβο για να προετοιμαστούν σχετικά με την πιθανότητα για τη διαδοχή της.[69]

Όταν πέθανε η Ελισάβετ, ο Σέσιλ έστειλε τον Μάρτιο του 1603 διακήρυξη στον Ιάκωβο για την άνοδο του στον θρόνο της Αγγλίας. Η Ελισάβετ πέθανε τις πρωινές ώρες της 24ης Μαρτίου και ο Ιάκωβος ανακηρύχτηκε την ίδια μέρα βασιλιάς στο Λονδίνο.[70] Ο Ιάκωβος έφυγε στις 5 Απριλίου από το Εδιμβούργο για το Λονδίνο με την υπόσχεση να επιστρέφει κάθε τρία χρόνια, έμεινε έκπληκτος καθώς προχωρούσε νότια με τα πλούτη της γης που συναντούσε και δήλωσε ότι "ανταλλάσσει έναν πέτρινο καναπέ με ένα βαθύ κρεβάτι φτερού". Στο σπίτι του Σέσιλ στο Χάρτφορντσιρ ο Ιάκωβος απογοητεύτηκε τόσο πολύ που έφτασε στην πρωτεύουσα στις 7 Μαΐου, εννιά μέρες μετά την κηδεία της Ελισάβετ.[71] Οι νέοι του υπήκοοι έσπευσαν να τον δουν και ανακουφίστηκαν επειδή η διαδοχή δεν προκάλεσε ταραχές. Όταν έφτασε στο Λονδίνο έγινε δεκτός από ένα μεγάλο πλήθος θεατών.[72][73] Η στέψη του στην Αγγλία έγινε στις 25 Ιουλίου και υμνήθηκε με αλληγορίες από ποιητές όπως ο Τόμας Ντέκκερ (1572 - 1632) και ο Μπεν Τζόνσον. Σε ένα ξέσπασμα από πανηγύρια, όπως γράφει ο Ντέκκερ, "οι δρόμοι καλύφτηκαν με άντρες".[74] Το νέο βασίλειο του Ιακώβου είχε τεράστια προβλήματα, η μεγάλη φορολογία και το κόστος του πολέμου με την Ιρλανδία έφερε μεγάλη δυσαρέσκεια, τα χρέη έφτασαν τις 400.000 λίρες.[75]

Πρώτα χρόνια στην Αγγλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιάκωβος Α΄ ξεπέρασε επιτυχώς δυο συνωμοσίες την πρώτη χρονιά της βασιλείας του παρά το ότι έγινε δεκτός με θέρμη από τους πολίτες, η "Μπάυ Πλοτ" ("παράπλευρη συνωμοσία") και η "Μέιν Πλοτ" ("κύρια συνωμοσία") είχαν σαν αποτέλεσμα τις συλλήψεις του Λόρδου Κόμπαμ και του Ουόλτερ Ράλεϋ.[82] Οι ίδιοι ελπίζοντας σε ανατροπή του Ιακώβου είχαν εκδιωχθεί από το βασιλικό συμβούλιο της Ελισάβετ ύστερα από μυστικό σχέδιο με τον Σέσιλ, ο Ιάκωβος τους υπέταξε εύκολα με τη βοήθεια του Χένρυ Χάουαρντ, Κόμη του Νορθάμπτον, του ανεψιού του Τόμας Χάουαρντ, Κόμη του Σάφφοκ, και άλλων Σκωτσέζων ευγενών.[76] Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του η διακυβέρνηση ανατέθηκε σταδιακά στον ικανότατο Ρόμπερτ Σέσιλ, μετέπειτα Κόμη του Σώλσμπερυ, με τη βοήθεια του Τόμας Έτζερτον, Βαρόνου Έλσμηρ, τον οποίο ο Ιάκωβος έκανε καγκελάριο και του Τόμας Σάκβιλ, Κόμη του Ντόρσετ και βασιλικού θησαυροφύλακα.[77] Ο Ιάκωβος Α΄ ήταν ελεύθερος να ασχοληθεί με σοβαρότερες υποθέσεις όπως οι προσπάθειες του για μια στενή κοινοβουλευτική ένωση ανάμεσα στην Αγγλία και τη Σκωτία και με τις αγαπημένες του συνήθειες όπως το κυνήγι.[78]

Ο στόχος του Ιακώβου Α΄ ήταν να ενώσει τη Σκωτία και την Αγγλία σε μια χώρα με ένα κοινοβούλιο, κοινή εκπαίδευση, γλώσσα και νομοθεσία, αλλά συνάντησε σκληρές αντιδράσεις και από τις δυο χώρες.[79] Ο Ιάκωβος Α΄ μιλώντας στο Αγγλικό Κοινοβούλιο είπε χαρακτηριστικά "ο Θεός έριξε τη Μεγάλη Βρετανία στη θάλασσα σαν ένα νησί, σε καμιά περίπτωση διασπασμένο". Τον Οκτώβριο του 1604 πήρε τον τίτλο του "Βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας", αλλά όπως του τόνισε ο Σερ Φράνσις Μπέικον δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει επίσημα σε νομικό επίπεδο, να τοποθετήσει τον τίτλο στα βασιλικά έγγραφα και στα διατάγματα.[80] Ο Ιάκωβος πίεσε το βασίλειο της Σκωτίας να αποδεχτεί τον τίτλο και χρησιμοποιήθηκε έντονα σε νομίσματα, επιστολές και προκηρύξεις και στα δυο βασίλεια.[81] Ο Ιάκωβος Α΄ είχε περισσότερες επιτυχίες στην εξωτερική του πολιτική: αγωνίστηκε σκληρά να κλείσει ειρήνη με την Ισπανία που υπογράφηκε τον Αύγουστο του 1604 με τη βοήθεια του Ρόμπερτ Σέσιλ και του Κόμη του Νορθάμπτον και εορτάστηκε με μεγαλοπρεπές συμπόσιο.[82] Η θρησκευτική ελευθερία που είχαν οι Καθολικοί στην Αγγλία με εντολή του ίδιου του Ιακώβου είχε βασικά στόχο τις καλές σχέσεις με την Ισπανία αλλά έφερε σκληρές αντιδράσεις στο βασιλικό συμβούλιο εναντίον του.[83]

Η Συνωμοσία της Πυρίτιδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρυσό νόμισμα (της ένωσης) του Ιακώβου ΣΤ΄ της Σκωτίας (1609-25). Επιγρ.: IACOBUS D. G. MAG. BRIT., FRAN. & HIB. REX / 1 R, FACIAM EOS IN GENTREM UNAM (κάνε αυτό σε γένος ένα). 10 γραμ.

Ένας έντονα δυσαρεστημένος Καθολικός, ο Γκάυ Φωκς, τοποθέτησε σε ένα κελάρι κάτω από το κτίριο της Βουλής των Λόρδων στις 5 Νοεμβρίου 1605 36 βαρέλια πυρίτιδας με στόχο να ανατινάξει το κτίριο και να δολοφονήσει τον Ιάκωβο Α΄, τα μέλη της οικογένειας του και τους υπόλοιπους λόρδους. Ο Ιάκωβος Α΄ όπως δήλωσε "δεν ήθελαν να σκοτώσουν μόνο εμένα, ούτε μόνο τη σύζυγο μου αλλά όλα τα μέλη του Κοινοβουλίου".[84] Η ανακάλυψη της Συνωμοσίας της Πυρίτιδας έφερε τεράστιο δέος σε ολόκληρη τη χώρα. Μετά την αποκάλυψη της συνωμοσίας και την εξουδετέρωση της απειλής, ο Βασιλιάς και τα μέλη της οικογένειας του ανακουφίστηκαν σε σημαντικό βαθμό. Ο Κόμης του Σώλσμπρυ εκμεταλλεύτηκε το γεγονός για να διεκδικήσει περισσότερα έσοδα από το κοινοβούλιο σε μεγαλύτερο βαθμό από τη βασίλισσα Ελισάβετ.[85] Ο Γκάυ Φωκς και οι υπόλοιποι συνωμότες καταδικάστηκαν και στις 31 Ιανουαρίου 1606, εκτελέστηκαν με αγχόνη και διαμελισμό.

Κοινοβούλιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνεργασία ανάμεσα στον Ιάκωβο Α΄ και το Κοινοβούλιο έγινε περισσότερο έντονη μετά τη Συνωμοσία της Πυρίτιδας, σε αντίθεση με τις ψυχρές σχέσεις που είχαν πριν το 1604, ο κοινός κίνδυνος έφερε πολύ κοντά τις δυο πλευρές.[86] Ο Ιάκωβος Α΄ οργίστηκε έντονα με το Κοινοβούλιο στις 7 Ιουλίου 1604 μετά την αποτυχία να κερδίσει τη στήριξη του σε οικονομικές επιδοτήσεις, όπως δήλωσε "δεν αισθάνομαι καμιά υποχρέωση να ευχαριστήσω ανόητους, είδατε πόσα καλά έκανα για χάρη σας, θα ήταν καλό να χρησιμοποιήστε τις ελευθερίες σας με μεγαλύτερη σύνεση".[87]Η βασιλεία του Ιακώβου αντιμετώπισε σταδιακά όλο και μεγαλύτερες οικονομικές δυσκολίες λόγω της αύξησης του πληθωρισμού και της οικονομικής ανεπάρκειας της αυλής του. Ο Κόμης του Σώλσμπρυ πρότεινε τον Φεβρουάριο του 1610 τη σύναψη της "Μεγάλης Συνθήκης" σύμφωνα με την οποία το κοινοβούλιο σε αντάλλαγμα 10 βασιλικών παραχωρήσεων θα έδινε στον Ιάκωβο 600.000 λίρες και ετήσια χορηγία 200.000 λιρών για να καλύψει τα έξοδα του.[88] Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν είχαν τραγικά αποτελέσματα, ο Βασιλιάς έχασε την υπομονή του στις 31 Δεκεμβρίου 1610 και είπε στον Σώλσμπρυ "το μεγαλύτερο λάθος σας ήταν ότι προσπαθήσατε να βγάλετε μέλι από τη χολή".[89] Την ίδια τύχη είχε το "Πρόσθετο Κοινοβούλιο" (1614), ο Βασιλιάς το διέλυσε ύστερα από 9 μέρες μετά από νέα αποτυχία να πάρει τα χρήματα που ζητούσε.[90] Ο Ιάκωβος Α΄ στη συνέχεια μέχρι το 1621 βασίλευσε χωρίς κοινοβούλιο χρησιμοποιώντας αυλικούς όπως ο έμπορος Λάιονελ Κράνφιλντ για να συγκεντρώσουν χρήματα πουλώντας βαρονίες ή με τη χρήση άλλων εναλλακτικών μεθόδων για έσοδα.[91]

Ισπανική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας, έργο του Πάουλ φαν Σόμερ Ι (περ.1620).

Μια σημαντική πηγή για να αυξήσει ο Ιάκωβος τα έσοδα του ήταν ο στόχος να παντρέψει τον γιο του Κάρολο, Πρίγκιπα της Ουαλίας, με τη Μαρία Άννα της Ισπανίας.[92] Οι στόχοι του για έναν ισπανικό γάμο ήταν εξαιρετικά ελκυστικοί αφού θα διατηρούσε την ειρήνη και δεν θα είχε πολεμικά έξοδα.[93] Η ειρήνη θα μπορούσε να είναι εφικτή μόνο με συνέχιση των διαπραγματεύσεων, ο Ιάκωβος κατάφερε να τις παρατείνει για περίπου μια δεκαετία.[94]

Η πολιτική του είχε την υποστήριξη των Χάουαρντ και άλλων Καθολικών υπουργών που ανήκαν στην Ισπανική ομάδα αλλά είχαν έντονη επίδραση από την Προτεσταντική Αγγλία. Ο Σερ Ουόλτερ Ράλεϋ ελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία (1616) και πήγε στη Νότια Αμερική για κυνήγι χρυσού, αφού πρώτα πήρε αυστηρές εντολές από τον Ιάκωβο να μην εμπλακεί σε πόλεμο με τους Ισπανούς.[95] Η εκστρατεία του Ράλεϋ ήταν τελικά καταστροφική, ενώ ο γιος του Ουόλτερ σκοτώθηκε σε πόλεμο με τους Ισπανούς.[96] Ο Ράλεϋ εκτελέστηκε από τον Ιάκωβο όταν επέστρεψε στην Αγγλία με την κατηγορία ότι δυναμίτισε τις καλές σχέσεις της χώρας του με τους Ισπανούς.[97]

Η πολιτική του Ιακώβου Α΄ υπονομεύτηκε περισσότερο με την έκρηξη του Τριακονταετούς Πολέμου, ειδικά όταν ο γαμπρός του, Φρειδερίκος Ε΄ του Παλατινάτου, διώχτηκε από τη Βοημία από τον Καθολικό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄ (1620) και ισπανικά στρατεύματα επιτέθηκαν στη Ρηνανία, την πατρίδα του Φρειδερίκου. Ο Ιάκωβος συγκάλεσε το Κοινοβούλιο (1621) με αίτημα να οργανώσει στρατιωτική εκστρατεία για την υποστήριξη του γαμπρού του.[98] Το Κοινοβούλιο του έδωσε βοήθεια που ήταν ανεπαρκής αλλά από την άλλη τον προκάλεσε σε πόλεμο εναντίον της Ισπανίας και του θύμισε τα κέρδη που είχε η Ελισάβετ από τον πόλεμο.[99] Τον Νοέμβριο του 1621 δέχτηκε μεγαλύτερες προκλήσεις από τον Σερ Έντουαρντ Κουκ (1552 - 1634) όταν του ζήτησε όχι μόνο να κηρύξει τον πόλεμο στην Ισπανία αλλά να παντρέψει επίσης τον πρίγκιπα Κάρολο με μια πριγκίπισσα από τους Προτεστάντες και να κάνει πιο σκληρούς τους αντί-Καθολικούς νόμους.[100] Ο Ιάκωβος του υπενθυμίσει ότι δεν πρέπει να επεμβαίνει στα εσωτερικά της βασιλικής οικογένειας επειδή θα τιμωρηθεί σκληρά, αυτό τον έκανε να διαμαρτυρηθεί για έλλειψη ελευθερίας του λόγου.[101][102] Με την επίδραση του Τζορτζ Βίλλερς, Δούκα του Μπάκιγχαμ, και του Ισπανού απεσταλμένου Γονδομάρ, ο Ιάκωβος διέλυσε το Κοινοβούλιο.[103]

Στις αρχές του 1623 ο 22χρονος Κάρολος και ο Μπάκιγχαμ ταξίδευσαν στην Ισπανία για να ζητήσουν το χέρι της Ινφάντας αλλά η αποστολή κατέληξε σε φιάσκο.[104] Η Ινφάντα απέρριψε τον Κάρολο και οι Ισπανοί τους ζήτησαν να καταργήσουν τους σκληρούς αντι-Καθολικούς νόμους του Αγγλικού κοινοβουλίου. Υπέγραψαν μεταξύ τους συνθήκη αλλά επέστρεψαν τον Οκτώβριο στην Ισπανία απογοητευμένοι χωρίς την ινφάντα και αποκήρυξαν τη συνθήκη σύμφωνα με τις επιθυμίες του Αγγλικού λαού.[105] Μετά την αποτυχία για τη δημιουργία ενός Ισπανικού δεσμού ο Κάρολος και ο Μπάκιγχαμ στράφηκαν στους Γάλλους και αποφάσισαν να κηρύξουν τον πόλεμο στους Αψβούργους.[106] Ο Ιάκωβος συγκάλεσε ξανά το Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο του 1624 λόγω των οικονομικών δυσκολιών της εκστρατείας, το αντί-καθολικό αίσθημα του Κοινοβουλίου ήταν ξανά μεγάλο, ζήτησαν από τον Κάρολο και τον Μπάκιγχαμ να πιέσουν τον βασιλιά για πόλεμο.[107] Ο θησαυροφύλακας Λάιονελ Κράνφιλντ, Κόμης του Μίντλσεξ, είπε ότι ο Βασιλιάς αντιτάχθηκε στον πόλεμο λόγω του κόστους.[108] Τα αποτελέσματα του Κοινοβουλίου του 1624 ήταν αμφίβολα, ο Ιάκωβος αρνήθηκε να προχωρήσει σε πόλεμο αλλά ο Κάρολος από την άλλη πλευρά πίστευε ότι το κοινοβούλιο τον είχε χρηματοδοτήσει, αυτό θα του δημιουργήσει αργότερα μεγάλα προβλήματα στη δική του βασιλεία.[109]

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την καταστολή της συνωμοσίας της πυρίτιδας ο Ιάκωβος πήρε σκληρά μέτρα εναντίον των Άγγλων Καθολικών, τον Μάιο του 1606 το Κοινοβούλιο ψήφισε την Παπική πράξη των πολιτών σύμφωνα με την οποία κανένας πολίτης δεν έπρεπε να αναγνωρίσει την εξουσία του Πάπα στον βασιλιά.[110] Ο Ιάκωβος παρόλα αυτά στάθηκε επιεικής τόσο στους Καθολικούς που θα έδιναν όρκο υποταγής στον βασιλιά όσο και στους κρυπτοκαθολικούς.[111] Ο Χένρυ Χάουαρντ για παράδειγμα που ήταν κρυπτοκαθολικός έγινε δεκτός στην Καθολική εκκλησία τους τελευταίους του μήνες.[112] Ο Ιάκωβος Α΄ χρειαζόταν την υποστήριξη των Καθολικών της Αγγλίας γι' αυτό διαβεβαίωσε τον Κόμη της Νορθάμπερλαντ ότι "δεν θα διώξει για θρησκευτικούς λόγους οποιονδήποτε δηλώσει υποταγή στον ίδιο και στους νόμους".[113]

Στην "Αναφορά της Χιλιετίας" (1603) οι Πουριτανοί ζήτησαν κατάργηση των επιβεβαιώσεων, των γαμήλιων δακτυλίων και ζητούσαν να γίνει το κάλυμμα της κεφαλής προαιρετικό.[114] Ο Ιάκωβος στάθηκε σκληρός στους Πουριτανούς τα πρώτα χρόνια αλλά οι διώξεις στη συνέχεια έγιναν όλο και λιγότερες.[115][116] Με τη "Διάσκεψη του Χάμπτον Κορτ" (1604) αποφασίστηκε μια νέα μετάφραση της βίβλου για να λυθούν οι διαφορές που υπήρχαν στις προηγούμενες μεταφράσεις, η αυθεντική μετάφραση του Ιακώβου ολοκληρώθηκε το 1611 και θεωρείται το αριστούργημα της λογοτεχνίας του Ιακώβου.[117] Τη σημερινή εποχή βρίσκεται στην πιο εκτεταμένη χρήση.[118] Ο Ιάκωβος προσπάθησε να μεταφέρει στη Σκωτία το Αγγλικό τελετουργικό αλλά συνάντησε σκληρές αντιδράσεις από τους πρεσβυτέρους, επισκέφτηκε τη Σκωτία (1617) τη μοναδική φορά μετά την άνοδο του στον θρόνο. Οι επίσκοποι που συνεδρίασαν στο Περθ αντιστάθηκαν σκληρά, με αποτέλεσμα η Εκκλησία να παραμείνει διαιρεμένη μέχρι τον θάνατο του, ενώ τα εκκλησιαστικά προβλήματα κληρονόμησε ο γιος του.[119]

Πιθανοί ερωμένοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας (1621) προσωπογραφία του Ντανιίλ Μάιτενς.

Η σεξουαλική συμπεριφορά του Ιακώβου Α΄ είναι ένα ζήτημα αμφιλεγόμενο, οι στενές σχέσεις του με πολλούς άντρες αυλικούς οδήγησαν τους ιστορικούς σε προβληματισμό.[120] Η ειρηνική πολιτική μετά την άνοδο του στον θρόνο της Αγγλίας σε αντίθεση με την πολεμική πολιτική της Ελισάβετ φαίνεται στο επίγραμμα της εποχής του "η Ελισάβετ ήταν βασιλιάς και ο Ιάκωβος βασίλισσα".[121] Πολλοί βιογράφοι του αναφέρουν ότι ο Έσμε Στιούαρτ, μετέπειτα Δούκας του Λέννοξ, ο Ρόμπερτ Καρρ, μετέπειτα Δούκας του Σόμερσετ, και ο Τζορτζ Βίλλερς, μετέπειτα Δούκας του Μπάκιγχαμ, ήταν οι ερωμένοι του.[122][123] Ο Σερ Τζον Όγκλαντερ (1585 - 1655) σημειώνει "ποτέ δεν έχω δει σύζυγο να παιδιαρίζει τόσο έντονα με την όμορφη σύζυγο του όπως τον Ιάκωβο με τους ερωμένους του, ιδιαίτερα τον Μπάκιγχαμ" τον οποίο ο Βασιλιάς, όπως υπενθυμίζει ο Σερ Έντουαρντ Πέιτον, "πέφτει και φιλάει σαν ερωμένη".[124][125] Στην πρόσφατη αποκατάσταση του Παλατιού του Άπθορπ (2004 - 2008) βρέθηκε ένα μυστικό πέρασμα ανάμεσα στις κρεβατοκάμαρες του Ιακώβου και του Βίλλερς.[126]

Πολλοί βιογράφοι του Ιακώβου αναφέρουν ότι οι σχέσεις του με τους ερωμένους του δεν ήταν σεξουαλικές.[127] Ο Ιάκωβος Α΄ στο έργο του "Βασιλικό Δώρο" τοποθετεί τον σοδομισμό στα βαριά αμαρτήματα "που δεν συγχωρούνται ποτέ από τη συνείδηση" και η σύζυγος του Άννα γέννησε επτά παιδιά, επιπλέον άλλα δυο παιδιά τους πέθαναν στη γέννα ενώ είχε τουλάχιστον άλλες τρεις αποβολές.[128] Ο Ουγενότος ποιητής Τεοφίλ ντε Βιώ παρατηρεί "είναι γνωστό ότι ο Βασιλιάς της Αγγλίας Ιάκωβος συνευρίσκεται με τον Δούκα του Μπάκιγχαμ".[129] Ο Δούκας του Μπάκιγχαμ γράφει στον Ιάκωβο πολλά χρόνια αργότερα και του υπενθυμίζει ότι κοιμήθηκαν μαζί στο ίδιο κρεβάτι με τη φράση "πιστεύω ότι τώρα με αγαπάς περισσότερο από τότε, δεν θα ξεχάσω ποτέ στο Φάρναμ που στην κεφαλή του κρεβατιού δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις το αφεντικό από τον σκύλο".[130] Οι φράσεις του Μπάκιγχαμ δεν θεωρούνται απαραίτητα σεξουαλικές, σύμφωνα με τα δεδομένα της ζωής των αυλικών του 16ου αιώνα η ερμηνεία τους είναι αμφίβολη.[131][132] Ο θάνατος του Ρόμπερτ Σέσιλ, Κόμη του Σώλσμπρυ (1612), άφησε τεράστιο κενό εξουσίας. Την περίοδο που ζούσε ο Σώλσμπρυ, το σύστημα διοίκησης της Ελισάβετ ήταν υπαρκτό, από τότε η βασιλεία του Ιακώβου Α΄ πέρασε μεγάλη παρακμή.[133] Τα δύσκολα καθήκοντα του Κόμη του Σώλσμπρυ αναπληρώθηκαν τμηματικά από τον Ρόμπερτ Καρρ, ερωμένο του Βασιλιά, αλλά η αδυναμία του Ιακώβου να τον παρακολουθήσει στενά τον εξέθεσε ανεπανόρθωτα.[134]

Η ομάδα του Χάουαρντ στην οποία ανήκαν ο Χένρυ Χάουαρντ, Κόμης του Νορθάμπτον, ο Τόμας Χάουαρντ, Κόμη του Σάφφοκ, ο Λόρδος Ουίλλιαμ Νόλλυς, Βαρόνος του Μπάμπρυ (γαμπρός του Σάφφοκ), ο Τσαρλς Χάουαρντ, Κόμης του Νότιγχαμ, και ο Σερ Τόμας Λέηκ (1567 - 1630) ανέλαβαν σύντομα τον έλεγχο της κυβέρνησης. Ο ισχυρός Ρόμπερτ Καρρ υπέκυψε στην οικογένεια Χάουαρντ, δεν μπορούσε να αναλάβει τις ευθύνες του και πολλές φορές αναγκαζόταν να ζητήσει από τον φίλο του Τόμας Όβερμπρυ (1581 - 1613) να τον βοηθήσει στα κυβερνητικά έγγραφα.[135][136] Ο Καρρ είχε μια εξώγαμη σχέση με τη Φράνσες Χάουαρντ, κόρη του Κόμη του Σάφφοκ, την οποία ο Ιάκωβος βοήθησε να ακυρώσει τον γάμο της για να τον παντρευτεί, όπως και συνέβη. Το καλοκαίρι του 1615 κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Όβερμπρυ δηλητηριάστηκε, είχε πεθάνει στις 15 Σεπτεμβρίου 1613 στον Πύργο του Λονδίνου που είχε μεταφερθεί με αίτημα του Βασιλιά.[137] Οι ύποπτοι για τον φόνο ήταν η Φράνσες και ο Ρόμπερτ Καρρ που είχε αντικατασταθεί σαν ευνοούμενος του Βασιλιά από τον Βίλλερς, ο Ιάκωβος τον καταδίκασε σε θάνατο αλλά τελικά τον συγχώρεσε (1624).[138] Η εμπλοκή του Βασιλιά σε τέτοιο σκάνδαλο έφερε μεγάλη ζημιά στη φήμη του και την κυβέρνηση του, η πτώση των Χάουαρντ άφησε από το 1619 κυρίαρχο τον Βίλλερς.[139][140]

Το τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιάκωβος Α΄ μετά την ηλικία των 50 ετών υπέφερε συχνά από αρθρίτιδα, ουρική αρθρίτιδα και πέτρες στα νεφρά, είχε χάσει τα δόντια του και έπινε βαριά.[141][142] Ο Βασιλιάς ήταν συνεχώς βαριά άρρωστος τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, σπάνια μπορούσε να επισκεφτεί το Λονδίνο, ενώ ο Μπάκιγχαμ είχε καταφέρει να αποκτήσει τον έλεγχο στον διάδοχο του Κάρολο. Μια θεωρία περιγράφει ότι έπασχε από πορφυρία, συμπτώματα της ασθένειας είχε και ο απόγονος του Γεώργιος Γ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο προσωπικός του γιατρός Τεοντόρ ντε Μαγιέρν περιγράφει τα ούρα του Ιακώβου "σκοτεινά κόκκινα, όπως το κρασί του Αλικάντε", οι πέτρες στα νεφρά μπορούσαν πραγματικά να χρωματίσουν τα ούρα κόκκινα.[143][144] Στις αρχές του 1625 ο Ιάκωβος είχε συχνές επιθέσεις από αρθρίτιδα, ουρική αρθρίτιδα και λιποθυμίες, ενώ τον Μάρτιο αρρώστησε βαριά με εγκεφαλικό επεισόδιο.

Πέθανε στις 27 Μαρτίου σε ηλικία 58 ετών από βίαιη επίθεση δυσεντερίας, με τον Μπάκιγχαμ στο πλευρό του. Η κηδεία του έγινε στις 7 Μαΐου με μεγαλοπρέπεια, αλλά άτακτα.[145] Ο Τζον Ουίλλιαμ, Επίσκοπος του Λίνκολν, στο κήρυγμα του είπε "ο Βασιλιάς Σολομών έζησε 60 χρόνια και πέθανε ειρηνικά, το ίδιο και ο Βασιλιάς Ιάκωβος", το κήρυγμα έγινε γνωστό σαν Σολομωνική της Μεγάλης Βρετανίας.[146] Ο Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας τάφηκε στο Αββαείο του Ουέστμινστερ. Η θέση του τάφου του είχε χαθεί πολλά χρόνια αλλά τελικά βρέθηκε το φέρετρο του τον 19ο αιώνα στον θόλο του Ερρίκου Ζ΄ στη διάρκεια μιας ανασκαφής.[147]

Θρύλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας (1603 - 1609), προσωπογραφία του Νίκολας Χίλλιαρντ.

Ο λαός της Αγγλίας θρήνησε έντονα τον Ιάκωβο, τον αγαπούσε για την ειρηνική του βασιλεία και για τη μεγάλη μείωση της φορολογίας, ο Κόμης του Κέλλι σημειώνει "όπως ζούσε ο ίδιος ειρηνικά με τον ίδιο τρόπο επιθυμούσε να ζήσει ο γιος και διάδοχος του Ιάκωβος, παρακαλούσε τον θεό να τον μιμηθεί".[148] Ο κόμης του Μπάκιγχαμ τον οδήγησε όμως σε μια σειρά από στρατιωτικές αποτυχίες που αμαύρωσαν τη φήμη του.[149] Ο Ιάκωβος Α΄ πολύ συχνά αμελούσε τα βασιλικά του καθήκοντα για άλλες συνήθειες όπως το κυνήγι, τα σκάνδαλα έριξαν σημαντικά το κύρος της βασιλείας του που είχε ανέβει την περίοδο της προκατόχου του Ελισάβετ.[150] Την εποχή του ξεκίνησε ο εποικισμός της Αμερικής από τους Άγγλους με την ίδρυση της Τζέημσταουν στη Βιρτζίνια (1607) και της Κούπερς Καβ στη Νέα Γη (1610).[151] Τα επόμενα 150 χρόνια θα ακολουθήσουν σκληροί πόλεμοι της Αγγλίας με την Ισπανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία ενώ οι θρησκευτικοί πόλεμοι ανάμεσα στους Προτεστάντες και τους Καθολικούς θα διατηρηθούν 400 χρόνια. Ο Ιάκωβος Α΄ έβαλε τις βάσεις για ένα ισχυρό και ενωμένο Βρετανικό βασίλειο.[152]

Τον 17ο αιώνα οι ιστορικοί που ήταν εχθρικοί απέναντι στον Οίκο των Στιούαρτ τον κατηγόρησαν για αυταρχισμό, οικονομική ανευθυνότητα τονίζοντας ότι στάθηκε με την πολιτική του αιτία για την έκρηξη του Αγγλικού Εμφύλιου Πολέμου. Ο Ιάκωβος είχε διδάξει στον γιο του Κάρολο τη θεία προέλευση της βασιλείας και την περιφρόνηση του Κοινοβουλίου και οι τακτικές του θα οδηγήσουν τον επόμενο αιώνα σε ανατροπή της μοναρχίας και εκτέλεση του Καρόλου. Η φήμη του Βασιλιά υπέστη σημαντική φθορά από τις περιγραφές του αυλικού Σερ Άντονυ Ουέλντον (1583 - 1648), τον οποίο ο Βασιλιάς είχε απολύσει.[153] Άλλοι ιστορικοί που έγραψαν αρνητικές ιστορίες εναντίον του Ιακώβου τη δεκαετία του 1650 ήταν: ο Σερ Έντουαρντ Πέιτον στο έργο του "Θεία καταστροφή της ευγενούς οικογένειας των Στιούαρτ" (1652), ο Άρθουρ Ουίλσον στο έργο του "Η ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας, η ζωή και η βασιλεία του Ιακώβου Α΄" (1658) και ο Φράνσις Όσμπορν (1593 - 1659) στο έργο του "Ιστορικές μνήμες της Βασίλισσας Ελισάβετ και του Βασιλιά Ιακώβου" (1658).[154] Η βιογραφία του ιστορικού Ντέηβιντ Χάρρις Ουίλλσον (1901 - 1973) το 1956 αποτελεί το αποκορύφωμα του μίσους και της αρνητικής κριτικής στον Ιάκωβο.[155] Η ιστορικός Τζέννυ Ουόρμαλντ (1942 - 2015) σημειώνει "κάθε λέξη στο έργο του Ουίλσον μοναδικό στόχο είχε να θίξει και να υποτιμήσει τον άνθρωπο που αναφερόταν".[156] Μέχρι την εποχή του Ουίλσον η γενική εικόνα που επικρατούσε στους ιστορικούς για τον Ιάκωβο ήταν οι πεφωτισμένες απόψεις του για τη θρησκεία και τον πόλεμο.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη σύζυγο του Άννα των Όλντενμπουργκ, κόρη του Φρειδερίκου Β΄ της Δανίας, απέκτησε:[157]

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Milling 2004, p. 155.
  2. Rhodes, Richards & Marshall 2003, p. 1: "James VI and I was the most writerly of British monarchs. He produced original poetry, as well as translation and a treatise on poetics; works on witchcraft and tobacco; meditations and commentaries on the Scriptures; a manual on kingship; works of political theory; and, of course, speeches to parliament ... He was the patron of Shakespeare, Jonson, Donne, and the translators of the "Authorized version" of the Bible, surely the greatest concentration of literary talent ever to enjoy royal sponsorship in England."
  3. Smith 2003, p. 238: "The label 'the wisest fool in Christendom', often attributed to Henry IV of France but possibly coined by Anthony Weldon, catches James's paradoxical qualities very neatly"; Sir Anthony Weldon (1651), The Court and Character of King James I, quoted by Stroud 1999, p. 27: "A very wise man was wont to say that he believed him the wisest fool in Christendom, meaning him wise in small things, but a fool in weighty affairs."
  4. Croft 2003, p. 6: "Historians have returned to reconsidering James as a serious and intelligent ruler"; Lockyer 1998, pp. 4–6; Smith 2003, p. 238: "In contrast to earlier historians, recent research on his reign has tended to emphasize the wisdom and downplay the foolishness".
  5. Davies 1959, pp. 47–57
  6. Donaldson 1974, p. 99.
  7. Thomson 1827, pp. 171–172.
  8. Guy 2004, pp. 236–237, 241–242, 270; Willson 1963, p. 13.
  9. Guy 2004, pp. 248–250; Willson 1963, p. 16.
  10. Guy 2004, pp. 364–365; Willson 1963, p. 19.
  11. Letter of Mary to Mar, 29 March 1567, quoted by Stewart 2003, p. 27: "Suffer nor admit no noblemen of our realm or any others, of what condition soever they be of, to enter or come within our said Castle or to the presence of our said dearest son, with any more persons but two or three at the most."
  12. Stewart 2003, p. 33; Willson 1963, p. 18.
  13. Croft 2003, p. 11.
  14. Willson 1963, p. 19.
  15. Croft 2003, pp. 12–13.
  16. Croft 2003, pp. 13, 18.
  17. Spottiswoode, John (1851), History of the Church in Scotland, Edinburgh: Oliver & Boyd, vol. 2, p. 120.
  18. Croft 2003, p. 13.
  19. Thomson 1827, pp. 248–249.
  20. Stewart 2003, p. 45; Willson 1963, pp. 28–29.
  21. Croft 2003, p. 15.
  22. Lockyer 1998, pp. 11–12; Stewart 2003, pp. 51–63.
  23. David Calderwood quoted by Stewart 2003, p. 63: "So ended this nobleman, one of the chief instruments of the reformation; a defender of the same, and of the King in his minority, for the which he is now unthankfully dealt with."
  24. Stewart 2003, p. 63.
  25. Lockyer 1998, pp. 13–15; Willson 1963, p. 35.
  26. Croft 2003, p. 15.
  27. Law 1904, pp. 295, 297
  28. Croft 2003, pp. 17–18; Willson 1963, pp. 39, 50.
  29. Croft 2003, p. 20.
  30. Croft 2003, pp. 29, 41–42; Willson 1963, pp. 121–124.
  31. Lockyer 1998, pp. 24–25; Stewart 2003, pp. 150–157.
  32. Croft 2003, p. 45; George Nicolson quoted by Stewart 2003, p. 154: "It is begun to be noted that the reports coming from the King should differ"; Williams 1970, p. 61: "The two principal characters were dead, the evidence of eyewitnesses was destroyed and only King James's version remained"; Willson 1963, pp. 126–130.
  33. Lockyer 1998, pp. 29–31; Willson 1963, p. 52.
  34. Croft 2003, p. 23.
  35. Croft 2003, pp. 23–24.
  36. Willson 1963, p. 85.
  37. Willson 1963, p. 85–95.
  38. Croft 2003, p. 26.
  39. Willson 1963, p. 103.
  40. Keay & Keay 1994, p. 556; Willson 1963, pp. 103–105.
  41. Keay & Keay 1994, p. 556.
  42. Croft 2003, p. 27; Lockyer 1998, p. 21; Willson 1963, pp. 105, 308–309.
  43. Akrigg 1984, p. 220; Willson 1963, p. 309.
  44. Hunter 2000, pp. 143, 166.
  45. Hunter 2000, p. 174.
  46. Thompson 1968, pp. 40–41.
  47. Hunter 2000, p. 175.
  48. Thompson 1968, pp. 40–41.
  49. Hunter 2000, p. 175.
  50. Hunter 2000, p. 175.
  51. Rotary Club of Stornoway 1995, pp. 12–13.
  52. Hunter 2000, p. 176.
  53. MacKinnon 1991, p. 46.
  54. Croft 2003, p. 139; Lockyer 1998, p. 179
  55. Willson 1963, p. 321.
  56. James quoted by Willson 1963, p. 131: "Kings are called gods by the prophetical King David because they sit upon God His throne in earth and have the count of their administration to give unto Him."
  57. Croft 2003, p. 131–133.
  58. Willson 1963, p. 133.
  59. Croft 2003, pp. 134–135: "James wrote well, scattering engaging asides throughout the text"; Willson 1963, p. 132: "Basilikon Doron is the best prose James ever wrote".
  60. Croft 2003, p. 133.
  61. Quoted by Willson 1963, p. 132.
  62. Jack 1988, pp. 126–127.
  63. See: Jack, R. D. S. (2000), "Scottish Literature: 1603 and all that Archived 11 February 2012 at the Wayback Machine.", Association for Scottish Literary Studies, retrieved 18 October 2011.
  64. Jack, R. D. S. (1985), Alexander Montgomerie, Edinburgh: Scottish Academic Press, pp. 1–2.
  65. Jack 1988, p. 125.
  66. Jack 1988, p. 137.
  67. Spiller, Michael (1988), "Poetry after the Union 1603–1660", in Craig, Cairns (general editor), The History of Scottish Literature, Aberdeen University Press, vol. 1, pp. 141–152. Spiller points out that the trend, although unambiguous, was generally more mixed.
  68. Jack 1988, pp. 137–138.
  69. Lockyer 1998, pp. 161–162; Willson 1963, pp. 154–155.
  70. Croft 2003, p. 49; Willson 1963, p. 158.
  71. Croft 2003, p. 49; Martin 2016, p. 315; Willson 1963, pp. 160–164.
  72. Croft 2003, p. 50.
  73. Stewart 2003, p. 169.
  74. Stewart 2003, p. 172; Willson 1963, p. 165.
  75. Croft 2003, pp. 50–51.
  76. Croft 2003, p. 51.
  77. Croft 2003, p. 51.
  78. Croft 2003, p. 51.
  79. Croft 2003, pp. 52–54.
  80. Willson 1963, pp. 249–253.
  81. Croft 2003, p. 67; Willson 1963, pp. 249–253.
  82. Croft 2003, pp. 52–53.
  83. Croft 2003, p. 118.
  84. Stewart 2003, p. 219.
  85. Croft 2003, p. 64.
  86. Croft 2003, p. 63.
  87. Quoted by Croft 2003, p. 62.
  88. Croft 2003, pp. 75–81.
  89. Croft 2003, p. 80; Lockyer 1998, p. 167; Willson 1963, p. 267.
  90. Croft 2003, p. 93; Willson 1963, p. 348.
  91. Willson 1963, p. 409.
  92. Willson 1963, pp. 348, 357.
  93. Schama 2001, p. 59.
  94. Kenyon, J. P. (1978). Stuart England. Harmondsworth, England: Penguin Books. pp. 88–89.
  95. Willson 1963, pp. 369–370.
  96. Croft 2003, p. 104; Willson 1963, pp. 372–373.
  97. Willson 1963, p. 374–377.
  98. Willson 1963, p. 408–416.
  99. Lockyer 1998, p. 148; Willson 1963, p. 417.
  100. Willson 1963, p. 421.
  101. Willson 1963, p. 422.
  102. James quoted by Willson 1963, p. 423: "We cannot with patience endure our subjects to use such anti-monarchical words to us concerning their liberties, except they had subjoined that they were granted unto them by the grace and favour of our predecessors."
  103. Willson 1963, p. 243.
  104. Croft 2003, pp. 118–119; Willson 1963, pp. 431–435.
  105. Cogswell 2005, pp. 224–225, 243, 281–299; Croft 2003, p. 120; Schama 2001, p. 64.
  106. Croft 2003, pp. 120–121.
  107. Krugler 2004, pp. 63–64: "The aging monarch was no match for the two men closest to him. By the end of the year, the prince and the royal favourite spoke openly against the Spanish marriage and pressured James to call a parliament to consider their now repugnant treaties ... with hindsight ... the prince's return from Madrid marked the end of the king's reign. The prince and the favourite encouraged popular anti-Spanish sentiments to commandeer control of foreign and domestic policy".
  108. Croft 2003, p. 125; Lockyer 1998, p. 195.
  109. Croft 2003, p. 126: "On that divergence of interpretation, relations between the future king and the Parliaments of the years 1625–9 were to founder".
  110. Stewart 2003, p. 225.
  111. Willson 1963, p. 228.
  112. Croft 2003, p. 162.
  113. Akrigg 1984, pp. 207–208; Willson 1963, pp. 148–149.
  114. Willson 1963, p. 201.
  115. Croft 2003, p. 156; Stewart 2003, p. 205: "In seeking conformity, James gave a name and a purpose to nonconformity"; Basilikon Doron quoted by Willson 1963, pp. 201, 209: "In things indifferent, they are seditious which obey not the magistrates".
  116. Croft 2003, p. 158.
  117. Croft 2003, p. 157; Willson 1963, pp. 213–215.
  118. Croft 2003, p. 157.
  119. Croft 2003, p. 166; Lockyer 1998, pp. 185–186; Willson 1963, p. 320.
  120. Bucholz & Key 2004, p. 208: "... his sexuality has long been a matter of debate. He clearly preferred the company of handsome young men. The evidence of his correspondence and contemporary accounts have led some historians to conclude that the king was homosexual or bisexual. In fact, the issue is murky."
  121. Hyde, H. Montgomery (1970), The Love That Dared Not Speak its Name, London: Heinemann, pp. 43–44.
  122. e.g. Young, Michael B. (2000), King James and the History of Homosexuality, New York University Press, ISBN 978-0-8147-9693-1; Bergeron, David M. (1991), Royal Family, Royal Lovers: King James of England and Scotland, University of Missouri Press.
  123. Murphy, Timothy (2011), Reader's Guide To Gay & Lesbian Studies, Routledge Dearborn Publishers, p. 312.
  124. Bergeron, David M. (1999), King James and Letters of Homoerotic Desire, Iowa City: University of Iowa Press, p. 348.
  125. Ruigh, Robert E. (1971), The Parliament of 1624: Politics and Foreign Policy, Cambridge: Harvard University Press, p. 77.
  126. Graham, Fiona (5 June 2008), "To the manor bought", BBC News, retrieved 18 October 2008.
  127. e.g. Lee, Maurice (1990), Great Britain's Solomon: James VI and I in his Three Kingdoms, Urbana: University of Illinois Pres.
  128. Lockyer 1981, pp. 19, 21; Weir, Alison (1996), Britain's Royal Families: The Complete Genealogy, Random House.
  129. Norton, Rictor (8 January 2000), "Queen James and His Courtiers", Gay History and Literature, retrieved 9 December 2015.
  130. Lockyer 1981, p. 22.
  131. Bray, Alan (2003), The Friend, University of Chicago Press, ISBN 0-226-07180-4, pp. 167–170; Bray, Alan (1994), "Homosexuality and the Signs of Male Friendship in Elizabethan England", pp. 42–44, In: Goldberg, Jonathan (editor), Queering the Renaissance, Duke University Press.
  132. Ackroyd, Peter (2014), The History of England, Volume III: Civil War, Macmillan, ISBN 978-0-230-70641-5, p. 45; Miller, John (2004), The Stuarts, Hambledon, ISBN 1-85285-432-4, p. 38.
  133. Willson 1963, p. 333: "Finances fell into chaos, foreign affairs became more difficult. James exalted a worthless favourite and increased the power of the Howards. As government relaxed and honour cheapened, we enter a period of decline and weakness, of intrigue, scandal, confusion and treachery."
  134. Willson 1963, pp. 334–335.
  135. Willson 1963, p. 349.
  136. Sir Francis Bacon, speaking at Carr's trial, quoted by Perry 2006, p. 105: "Packets were sent, sometimes opened by my lord, sometimes unbroken unto Overbury, who perused them, registered them, made table-talk of them, as they thought good. So I will undertake the time was, when Overbury knew more of the secrets of state, than the council-table did."
  137. Barroll 2001, p. 136: "Rumours of foul play involving Rochester and his wife with Overbury had, however, been circulating since his death. Indeed, almost two years later, in September 1615, and as James was in the process of replacing Rochester with a new favourite, George Villiers, the Governor of the Tower of London sent a letter to the king informing him that one of the warders in the days before Overbury had been found dead had been bringing the prisoner poisoned food and medicine"; Lindley 1993, p. 146.
  138. Croft 2003, p. 91.
  139. Davies 1959, p. 20: "Probably no single event, prior to the attempt to arrest the five members in 1642, did more to lessen the general reverence with which royalty was regarded in England than this unsavoury episode."
  140. Croft 2003, pp. 98–99; Willson 1963, p. 397.
  141. Croft 2003, p. 101; Willson 1963, pp. 378, 404.
  142. Croft 2003, p. 101; Willson 1963, p. 379.
  143. Röhl, John C. G.; Warren, Martin; Hunt, David (1998), Purple Secret: Genes, "Madness" and the Royal Houses of Europe, London: Bantam Press.
  144. Dean, Geoffrey (2002), The Turnstone: A Doctor's Story., Liverpool University Press, pp. 128–129.
  145. John Chamberlain quoted in Croft 2003, p. 129 and Willson 1963, p. 447: "All was performed with great magnificence, but ... very confused and disorderly."
  146. Croft 2003, pp. 129–130.
  147. Stanley, Arthur (1886), Historical Memorials of Westminster Abbey, London: John Murray, pp. 499–526.
  148. Croft 2003, p. 130.
  149. Stewart 2003, p. 348: "A 1627 mission to save the Huguenots of La Rochelle ended in an ignominious siege on the Isle of Ré, leaving the Duke as the object of widespread ridicule."
  150. Croft 2003, p. 129.
  151. Croft 2003, p. 146.
  152. Croft 2003, p. 67.
  153. Croft 2003, pp. 3–4: "Often witty and perceptive but also prejudiced and abusive, their status as eye-witness accounts and their compulsive readability led too many historians to take them at face value"; Lockyer 1998, pp. 1–4.
  154. For more on the influence of Commonwealth historians on the tradition of tracing Charles I's errors back to his father's reign, see Lindley 1993, p. 44.
  155. Croft 2003, p. 6; Lockyer 1998, p. 4.
  156. Wormald 2011.
  157. Stewart 2003, pp. 140, 142.
  158. Stewart 2003, p. 248: "Latter day experts have suggested enteric fever, typhoid fever, or porphyria, but at the time poison was the most popular explanation ... John Chamberlain wrote that it was 'verily thought that the disease was no other than the ordinary ague that had reigned and raged all over England'."
  159. Barroll 2001, p. 27; Willson 1963, p. 452.
  160. Croft 2003, p. 55; Stewart 2003, p. 142; Willson 1963, p. 456.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Akrigg, G. P. V., ed. (1984), Letters of King James VI & I, Berkeley & Los Angeles: University of California.
  • Barroll, J. Leeds (2001), Anna of Denmark, Queen of England: A Cultural Biography, Philadelphia: University of Pennsylvania.
  • Bucholz, Robert; Key, Newton (2004), Early Modern England, 1485–1714: A Narrative History, Oxford: Blackwell.
  • Cogswell, Thomas (2005) [1989], The Blessed Revolution: English Politics and the Coming of War 1621–24, Cambridge University Press.
  • Croft, Pauline (2003), King James, Basingstoke and New York: Palgrave Macmillan.
  • Davies, Godfrey (1959) [1937], The Early Stuarts, Oxford: Clarendon Press.
  • Donaldson, Gordon (1974), Mary, Queen of Scots, London: English Universities Press.
  • Guy, John (2004), My Heart is My Own: The Life of Mary Queen of Scots, London and New York: Fourth Estate.
  • Hunter, James (2000), Last of the Free: A History of the Highlands and Islands of Scotland, Edinburgh: Mainstream.
  • Jack, R. D. S. (1988), "Poetry under King James VI", in Craig, Cairns, The History of Scottish Literature, 1, Aberdeen University Press
  • Keay, J.; Keay, J. (1994), Collins Encyclopaedia of Scotland, London: HarperCollins.
  • Krugler, John D. (2004), English and Catholic: The Lords Baltimore in the Seventeenth Century, Baltimore: Johns Hopkins University Press.
  • Law, Thomas Graves (1904), "John Craig", in Brown, P. Hume, Collected Essays and Reviews of Thomas Graves Law, Edinburgh: T. & A. Constable, Edinburgh University Press
  • Lindley, David (1993), The Trials of Frances Howard: Fact and Fiction at the Court of King James, Routledge.
  • Lockyer, Roger (1981), Buckingham: The Life and Political Career of George Villiers, First Duke of Buckingham, 1592–1628, Longman.
  • Lockyer, Roger (1998), James VI and I, Longman.
  • Louda, Jiří; Maclagan, Michael (1999) [1981], Lines of Succession: Heraldry of the Royal Families of Europe (2nd ed.), London: Little, Brown.
  • MacKinnon, Kenneth (1991), Gaelic – A Past and Future Prospect, Edinburgh: The Saltire Society.
  • Martin, Patrick H. (2016), Elizabethan Espionage: Plotters and Spies in the Struggle Between Catholicism and the Crown, Jefferson, North Carolina: McFarland.
  • Milling, Jane (2004), "The Development of a Professional Theatre", in Milling, Jane; Thomson, Peter; Donohue, Joseph W., The Cambridge History of British Theatre, Cambridge: Cambridge University Press.
  • Perry, Curtis (2006), Literature and Favoritism in Early Modern England, Cambridge; New York: Cambridge University Press.
  • Rhodes, Neil; Richards, Jennifer; Marshall, Joseph (2003), King James VI and I: Selected Writings, Ashgate Publishing.
  • Rotary Club of Stornoway (1995), The Outer Hebrides Handbook and Guide, Machynlleth: Kittiwake.
  • Schama, Simon (2001), A History of Britain, II, New York: Hyperion
  • Smith, David L. (2003), "Politics in Early Stuart Britain", in Coward, Barry, A Companion to Stuart Britain, Blackwell Publishing.
  • Stewart, Alan (2003), The Cradle King: A Life of James VI & I, London: Chatto and Windus.
  • Stroud, Angus (1999), Stuart England, Routledge.
  • Thompson, Francis (1968), Harris and Lewis, Outer Hebrides, Newton Abbot: David & Charles.
  • Thomson, Thomas, ed. (1827), Sir James Melvill of Halhill; Memoirs of his own life, Bannatyne Club
  • Williams, Ethel Carleton (1970), Anne of Denmark, London: Longman.
  • Willson, David Harris (1963) [1956], King James VI & I, London: Jonathan Cape.
  • Wormald, Jenny (May 2011) [2004], "James VI and I (1566–1625)", Oxford Dictionary of National Biography (online ed.), Oxford University Press,
  • Akrigg, G. P. V. (1978). Jacobean Pageant: The Court of King James I. New York: Atheneum.
  • Fraser, A. (1974). King James VI of Scotland, I of England. London: Weidenfeld and Nicolson.
  • Coward, B. (2017). The Stuart Age – England, 1603–1714 5th edition ch.4. Routledge.
  • Durston, C. (1993). James I. Routledge.
  • Fincham, Kenneth; Lake, Peter (1985). "The ecclesiastical policy of King James I" Journal of British Studies 24 (2): 169–207
  • Gardiner, S. R. (1907). "Britain under James I" in The Cambridge Modern History vol. 3 ch. 17 online
  • Goodare, Julian (2009). "The debts of James VI of Scotland" The Economic History Review 62 (4): 926–952
  • Hirst, Derek (1986). Authority and Conflict – England 1603–1658 pp. 96–136, Harvard University Press.
  • Houston, S. J. (1974). James I. Longman. ISBN 0-582-35208-8
  • Lee, Maurice (1984). "James I and the Historians: Not a Bad King After All?" Albion 16 (2): 151–163. in JSTOR
  • Montague, F. C. (1907). The History of England from the Accession of James 1st to the Restoration (1603–1660) online
  • Peck, Linda Levy (1982). Northampton: Patronage and Policy at the Court of James I. Harper Collins.
  • Schwarz, Marc L. (1974). "James I and the Historians: Toward a Reconsideration" Journal of British Studies 13 (2): 114–134 in JSTOR
  • Smith, D. L. (1998). A History of the Modern British Isles – 1603–1707 – The Double Crown chs. 2, 3.1, and 3.2. Blackwell.
  • Wormald, Jenny (1983). "James VI and I: Two Kings or One?" History 68 (223): 187–209
  • Young, Michael B. (1999). King James VI and I and the History of Homosexuality. Springer.
  • Young, Michael B. (2012). "James VI and I: Time for a Reconsideration?" Journal of British Studies 51 (3): 540–567


Ιάκωβος ΣΤ' της Σκωτίας & Α' της Αγγλίας
Γέννηση: 19 Ιουνίου 1566 Θάνατος: 27 Μαρτίου 1625
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Μαρία Α'
Βασιλιάς των Σκώτων
1567–1625
Διάδοχος
Κάρολος Α'
Προκάτοχος
Ελισάβετ Α'
Βασιλιάς της Αγγλίας και Ιρλανδίας
1603–1625
Ευγενείς της Σκωτίας
Κενό
Τελευταίος που έφερε τον τίτλο ήταν
Τζέιμς
Δούκας του Ρόθσεϊ
1566–1567
Κενό
Τελευταίος που έφερε τον τίτλο ήταν
Henry Frederick
Προκάτοχος
Χένρι Στιούαρτ
Δούκας του Όλμπανυ
1567–1567
Συγχωνεύτηκε στο Στέμμα