Θρησκευτικότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ότι ενιαίος επιστημονικά ορισμός τής θρησκευτικότητας δεν υπάρχει (Klaassen et al., 2009), μπορεί να οφείλεται είτε στο a priori ακατάληπτο γενικά τού θρησκευτικού φαινομένου και την πολυσύνθετη υφή του, είτε στη νοητική/πνευματική―γλωσσική ανεπάρκεια, είτε στην εξατομικευμένη (βλ. προσωπικό στυλ) επικοινωνία και πρόσληψη του Υπερβατικού (Θείου) από τον κάθε άνθρωπο (Gross, 2001, 2006), είτε, τέλος, στην υποκειμενική «προκατάληψη» του κάθε ερευνητή (Lee & Early, 2000. Βάρελης, 2000). Άλλωστε, πολλοί σύγχρονοι ερευνητές, εκλαμβάνοντας τη θρησκευτικότητα είτε ως ένα είδος ιδεολογίας είτε ως ένα σύνολο επίκτητων πεποιθήσεων και πρακτικών (McCrae, 1999. Roccas et al., 2002), την αντιμετωπίζουν με έναν υποκειμενικό τρόπο, όπως, για παράδειγμα, τις ιδέες τού πατριωτισμού, τού εθνικισμού και τού συντηρητισμού (Duriez et al., 2002). Ο Gorsuch (1984) διερωτάται αν το θρησκευτικό φαινόμενο είναι μονοδιάστατο ή πολυδιάστατο και αποφαίνεται ότι είναι το συναμφότερο· υφίσταται μεν και είναι δυνατόν να λεχθεί το «θρησκεύεσθαι» ως μία ψυχο-βιολογική ενέργεια, ταυτόχρονα όμως η ενέργεια ή πράξη αυτή μπορεί να υποδιαιρεθεί σε πολλές και ποικίλες διαστάσεις.

Όλους τούς ορισμούς τής θρησκευτικότητας θα μπορούσαν να διαιρέθουν σε: δομικούς, λειτουργικούς, συνθετικούς και αναλυτικούς. Κατά τους Chatters, Levin και Taylor (1992• πρβλ. Hackney & Sanders, 2003), η θρησκευτικότητα διαιρείται σε οργανωμένη ή «ιδρυματική» (π.χ. εκκλησιαζόμενοι), σε μη οργανωμένη ή μη «ιδεολογική» (π.χ. βιοθεωρία, κοσμοθεωρία, στάσεις, πίστεις) και σε «πνευματικότητα» (υποκειμενική «θρησκευτικότητα» ή εμπερίστατη). Παρόμοια, το Πανεπιστήμιο Duke (DUREL. Koenig et al., 1997) έχει ταξινομήσει τη θρησκευτικότητα σε τρεις κατηγορίες: την οργανωμένη (π.χ. εκκλησιαζόμενοι), τη μη οργανωμένη (π.χ. ατομική προσευχή, προσω¬πική μελέτη τής Αγίας Γραφής) και την «εσωτερική», σύμφωνα με τη γνωστή intrinsic - extrinsic διάκριση του Allport (1958· πρβλ. Donahue, 1985).

Πιο πρόσφατα (Ubani & Tirri, 2006), μετά από παραγοντική ανάλυση, προέκυψαν τρεις μεταβλητές τής θρησκευτικότητας και της πνευματικότητας:
α) η ιδρυματική θεώρηση της θρησκευτικότητας/πνευματικότητας,
β) η ανθρωπιστική κατανόηση της θρησκευτικότητας/πνευματικότητας, και
γ) η υπερφυσική αντίληψη της θρησκευτικότητας/πνευματικότητας.
Πράγματι, το είδος τής θρησκευτικότητας φαίνεται ότι εξαρτάται εν πολλοίς από τον θρησκευτικό προσανατολισμό, αφού οι εσωτερικά θρησκευόμενοι «εισπράττουν» ειδικά εμπειρικά νοήματα (προσωπική γνώση―βίωμα) από τη θρησκεία τους (Allport & Ross, 1967), ενώ οι συμβατικά θρησκευόμενοι είναι λιγότερο πιθανό να έχουν βιώσει θρησκευτικές/πνευματικές (υπερβατικές) εμπειρίες (Maslow, 1964. Hood, 1970. Malony, 1977). Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε αφενός τη διαπιστωμένη σχέση μεταξύ θρησκευτικού προσανατολισμού και κοσμικών δραστηριοτήτων (Hood, 1970/1977) και αφετέρου το γεγονός τής ύπαρξης μιας «ασυνείδητης» θρησκευτικότητας, που διαποτίζει κάθε «κοσμική» σκέψη και ενέργεια ενός θρησκευόμενου ατόμου (Allport, 1959, 1963, 1966. Allport & Ross, 1967. Ludwig & Blank, 1969).

Επίσης, για την ταξινόμηση της θρησκευτικότητας έχει προταθεί το τριπλό σχήμα: υπαρξιακή, πολυδιάστατη και γενική (Wong et al., 2006). Πιο πρόσφατα, οι Odilo και Huber (2009) διακρίνουν τα γνωρίσματα της θρησκευτικότητας σε «κεντρικά» (ιδανικοί τύποι υψηλής ή βαθιάς θρησκευτικότητας-θεολογίας, εσωτερικής θρησκευτικότητας και εξωτερικής θρησκευτικότητας) και «περιφερειακά» (μη θρησκευτικότητα κ.ά.). Κατά τον Walker κ.ά. (2007), η θρησκευτικότητα διακρίνεται σε συμπεριφορική (εκκλησιασμός, συμμετοχή γενικά στη Θ. Λατρεία) και υποκειμενική (σπουδαιότητα, αξία, πνευματικότητα και συγχωρητικότητα).

Κατά μία γενικότερη έννοια, η θρησκευτικότητα ορίζεται με όρους θρησκευτικών πρακτικών και πίστεων/πεποιθήσεων (Neff, 2008). Κατά τον Brennan (2004· πρβλ. Fry, 2000. Hill & Pargament, 2003. Lindgren & Coursey, 1995. Miller & Tho¬resen, 2003. Moberg, 1967), οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι η θρησκευτικότητα εμπερικλείει την αποδοχή ενός συστήματος Πίστεων, που συνδέεται αφενός με συγκε-κριμένες θρησκευτικές Ομολογίες ή Σέκτες, και αφετέρου με ορισμένες ιεροτελεστίες και πρακτικές. Πράγματι, η θρησκευτικότητα, σε γενι¬κές γραμμές― θεωρήθηκε ως ο (συστηματοποιημένος/τυποποιημένος) τρόπος αποδοχής και εξωτερίκευσης των θρησκευτικών Πίστεων και τελετουργιών μιας εγκαθιδρυμένης θρησκείας ή ενός θρησκευτικού οργανισμού (Legere, 1984. Beck, 1986. Βαγιανός, 1998. Shafranske & Malony, 1990). Ομοίως, ως θρησκευτικότητα, υπό μια γενικότερη έννοια, θα μπορούσε να θεωρηθεί το σύνολο των ψυχο-πνευματικών πράξεων, με τις οποίες ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τη θρησκευτική αλήθεια [Γεωργούλης, 1974. Θεοδώρου, 1967. Αφιέρωμα του Journal of Psychology & Theology 28/4 (2000) και 29/1 (2001)]. Πράγματι, η θρησκευτικότητα κινητοποιεί ταυτόχρονα όλες τις δυνάμεις (και όχι ορισμένες) τού ανθρώπου (Θεοδώρου, 1967. Schmemann, 1976/1984. Benner, 1998. Τσαγκαρλή - Διαμάντη, 2004). Σύμφωνα με τον Tamminen (1991· πρβλ. B. Spilka et al., 2003), η θρησκευτικότητα είναι ―περισσότερο ή λιγότερο― ενσυνείδητη εξάρτηση από μια θεότητα ή το Υπερβατικό • η εξάρτηση ή δέσμευση αυτή μαρτυρείται στις προσωπικές («θρησκευτικές») εμπειρίες, τις (θρησκευτικές) πεποιθήσεις και, γενικά, στον τρόπο σκέψης, ωθώντας σε πράξεις λατρείας, σε ανάλογη ηθική συμπεριφορά και σε λοιπή γενικά δραστηριότητα. Ακόμα, η θρησκευτικότητα ορίζεται ως ένα συναίσθημα μεμαθημένων συμπεριφορών και κοινωνικών εκφράσεων, που αντιπροσωπεύουν πολιτισμικές αξίες (Piedmont, 2001, 2004. Dy-Liacco et al., 2009). Τέλος, ο Pargament (1997) ορίζει τη θρησκευτικότητα ως την αναζήτηση νοήματος μέσω τού ΙΕΡΟΥ. Από την άλλη μεριά, από πολλούς ερευνητές έχει προταθεί ένα δίπολο μοντέλο ―κάθετος άξονας (αποκλεισμός Υπερβατικού έναντι συμπερίληψης Υπερβατικού) και οριζόντιος άξονας (κατά γράμμα ερμηνεία έναντι συμβολικής ερμηνείας)― της θρησκευτικότητας (Duriez, 2002. Fontaine et al., 2003), το οποίο βασίζεται στη γνωστή διαίρεση της θρησκευτικότητας του Wulff (1991/1997). Με βάση αυτό το σχήμα, ο Hutse-baut και οι συνεργάτες του (1996, 1999, 2000) κατασκεύασαν την Κλίμακα μετα-κριτικής Πίστης, η οποία μετρά τέσσερεις γνωστικές μορφές «θρησκευτικότητας»: ορθοδοξία (πρβλ. κατά γράμμα επιβεβαίωση), εξωτερική κριτική (πρβλ. κατά γράμμα ανασκευή), σχετικισμό (πρβλ. συμβολική επιβεβαίωση) και δευτερογενή ευπιστία [(naiveté)• πρβλ. συμβολική ανασκευή].

Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τον Huber (2008, 2009), η θρησκευτικότητα, την οποία διακρίνει σε «πυρηνική» (core dimensions, π.χ. η κατηγορία τού Υπερβατικού), «μορφολογική» (Gestalten) και «γνωστική-συναισθηματική», περιλαμβάνει έξι διαστάσεις: διανοητικότητα, ιδεολο-γία/πεποίθηση, δημόσια εκδήλωση, ιδιωτική επιτέλεση, βίωμα και επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή. Η όλη δέσμη αυτή διαστάσεων της θρησκευτικότητας διαβαθμίζεται, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τού κάθε προσώπου, σε τρεις τύπους:
α) υψηλή θρησκευτικότητα που ασκεί ισχυρή επιρροή στα ψυχολογικά συστήματα του προσώπου (πρβλ. «εσωτερική θρησκευτικότητα»),
β) μέτρια θρησκευτικότητα που ασκεί ελάχιστη επιρροή στα ψυχολογικά συστήματα του προσώπου (πρβλ. «εξωτερική θρησκευτικότητα», κατά Allport & Ross, 1967) και
γ) περιθωριακή θρησκευτικότητα που δεν ασκεί καμία επιρροή στα ψυχολογικά συστήματα του προσώπου.
Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θρησκευτικότητα εκλαμβάνεται ως σχέση με μια συγκεκριμένη Παράδοση θρησκευτικής πίστης ή διδασκαλίας για το «Θείον» (Reich et al., 1999), αν και πρόσφατες μελέτες (Gorsuch, 1984. Zinnbauer et al., 1999. Hill et al., 2000. Moberg, 2002. Tsang & McCullough, 2003. Emmons & Paloutzian, 2003. Hill & Pargament, 2003. Hill, 2005. Zinnbauer & Pargament, 2005. Schlehofer et al., 2008) καλούν για ακριβέστερη διερεύνηση του όρου θρησκευτικότητα.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η Ψυχολογία τής Θρησκείας, εκδ. TREMENDUM, Αθήνα 2011, β΄ έκδ.