Θεόκλητος Πολυειδής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θεόκλητος Πολυειδής
Χαλκογραφία του Θεόκλητου Πολυειδή από το 1736
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Θεόκλητος Πολυειδής (Ελληνικά)
Γέννηση1698[1]
Αδριανούπολη
Θάνατος1759
Λειψία
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας

Ο Θεόκλητος Πολυειδής ή Πολυείδης υπήρξε Έλληνας λόγιος από την Αδριανούπολη της Θράκης, κληρικός, εκπαιδευτικός της περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και επίσκοπος Πολυανής και Βαρδάρων (Κεντρική Μακεδονία).

Το έργο του «Οι χρησμοί του Αγαθάγγελου», που γράφτηκε περίπου το 1750, είχε τεράστια απήχηση στην αυλή της Αικατερίνης Β’ στην Πετρούπολη και ενίσχυσε σημαντικά το φιλελληνισμό στις ευρωπαϊκές πόλεις, που ο ίδιος επισκέφθηκε. Ταυτόχρονα, «Οι χρησμοί του Αγαθάγγελου», τους οποίους πρώτος εξέδωσε ο Ρήγας Φεραίος, προώθησαν το επαναστατικό πνεύμα των υπόδουλων Ελλήνων, επειδή προέλεγαν τη μελλοντική απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού[2]. Θεωρείται ότι ίσως αποτελεί μια ύστατη υπόμνηση του οικουμενικού χαρακτήρα του Ελληνισμού.[3]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα πιθανόν στη Αδριανούπολη της Θράκης, από εύπορο πατέρα έμπορο, λαμβάνοντας το όνομα Θεόδωρος. Φοίτησε στην τοπική Σχολή του Ιωάννη Ζυγομαλά. Νέος εκάρη μοναχός στο Άγιο Όρος, στη Μονή Ιβήρων, όπου χρημάτισε και ηγούμενος. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1713 και ιερέας το 1719. Το 1725 προχειρίσθηκε αρχιμανδρίτης, και ειδικότερα ονομάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέγας αρχιμανδρίτης, μέγας εκκλησιάρχης του Αγίου Όρους και χωροεπίσκοπος Πολυανής και Βαρδάρων (Κεντρική Μακεδονία).

Ήδη την πενταετία 1719-1724 διετέλεσε εφημέριος στην ελληνική κοινότητα της Τοκάια[4] στην Ουγγαρία. Το 1731 αποδήμησε, ως απεσταλμένος του Πατριαρχείου, στη Γερμανία και στη συνέχεια στη Ρωσία για ζητεία[α]. Κατά τη διάρκεια των περιοδειών του στην Ευρώπη επισκέφτηκε την ισπανική Μινόρκα, όπου επίσης υπηρέτησε δάσκαλος και εφημέριος. Συνολικά, ο Θεόκλητος ήρθε σε επαφή με τα ανά την Ευρώπη κοινωνικά, πολιτικά, διπλωματικά και θρησκευτικά τεκταινόμενα. Προβληματίστηκε για τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις της Μεταρρύθμισης και μελέτησε τα προβλήματα που ταλάνιζαν τον απόδημο ελληνισμό. Επιπρόσθετα, εξέταζε με ποιους τρόπους θα εμφυσούσε στους συμπατριώτες του τον πόθο για την ελευθερία.

Αποπειράθηκε, λοιπόν, να εμψυχώσει τους υπόδουλους Έλληνες μέσω επαλήθευσης παλαιών χρησμολογικών προφητειών για την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συνέγραψε τον Αγαθάγγελο[6], περιβόητο προφητικό έργο, του οποίου το κείμενο κυκλοφόρησε, με μικρές παραλλαγές, ευρέως στον ελλαδικό χώρο, είτε ως φυλλάδιο (το διέδιδε και ο Ρήγας Φεραίος) είτε ως μικρό βιβλίο σε Αθήνα και Ερμούπολη (1837-38). Ο Πολυειδής τοποθετεί τους χρησμούς του στον 13ο αιώνα (1279), με συγγραφέα του έργου το πλαστό πρόσωπο του μοναχού Ιερώνυμου Αγαθάγγελου από τη Μεσσήνη της Σικελίας. Ο τελευταίος αφηγείται, με χρησμούς, γεγονότα των ερχόμενων αιώνων, τα οποία γνωρίζει ο αυθεντικός συγγραφέας. Ως αποτέλεσμα, συναρπάζει τις λαϊκές μάζες, που γίνονται περισσότερο αισιόδοξες σχετικά με την πολυπόθητη ελευθερία. Έτσι, ο υποτιθέμενος μεταφραστής από τα λατινικά του προφητικού έργου, Θεόκλητος, μένει στη σκιά του Αγαθάγγελου.

Επέστρεψε προσωρινά στη Μακεδονία, για να φύγει ξανά στις γερμανικές χώρες. Διέμεινε στη Δρέσδη (1741) και λίγο αργότερα εγκαταστάθηκε, μετά από πρόσκληση των κατοίκων, στη γειτονική Λειψία, όπου ίδρυσε το πρώτο ορθόδοξο παρεκκλήσιο (τότε της Αγ. Τριάδος, τώρα του Αγ. Γεωργίου). Απεβίωσε το 1754 ή 1759 μάλλον στη Λειψία.

Συγγράμματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αγαθάγγελος (πιθανόν το 1751)
  • Sacra Tuba Fidei Apostolicae, Sanctae, Oecumenicae ac Orthodoxae Graecanae Orientalis Ecclesiae Christi (1736).

Υποσημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η λέξη «ζητεία» ειδικά αναφερόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο δήλωνε καταρχήν όλα τα συνήθη δοσίματα που αυτό λάμβανε από το ποίμνιο και τους κληρικούς που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του και αποτελούσαν μέρος των εκκλησιαστικών εισοδημάτων.[5].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 enlightenedmedialities.wikibase.cloud/entity/Q393.
  2. Βακαλόπουλος, Κ. Α. Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. σελίδες 105–122. 
  3. Μιχαλόπουλος Δημήτριος, Αγαθάγγελος. Από τη νοσταλγία της νίκης στο όραμα του σύγχρονου κόσμου. Περιοδικό "Ευθύνη", 230, Φεβρ. 1991, σ. 56-60.
  4. για την πόλη βλ. λήμμα Tokaj σε αλλόγλωσσες Βικιπαίδειες
  5. «Ιόνιος Λόγος»- Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, τόμος Α' (Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη), σελ.247
  6. βλέπε αναλυτικά μελέτη του ΑΠΘ

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]