Θεοδόσιος Α΄ Βορραδιώτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θεοδόσιος Α΄ Βορραδιώτης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση12ος αιώνας
Αντιόχεια
Θάνατος12ος αιώνας
Κωνσταντινούπολη
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΟικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο Θεοδόσιος Βορραδιώτης ήταν λόγιος ιεράρχης, ο οποίος διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1178(/1179;) ως το 1183.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θεοδόσιος ήταν Αρμενικής ή Συριακής καταγωγής[1] από την Αντιόχεια[2] και έφερε το όνομα Βορραδιώτης καθώς ήταν μοναχός στη μονή Βορραδίου (ή Αγίου Αυξεντίου)[α]. Ήταν λόγιος και ευσεβής μοναχός και κέρδισε την αγάπη του λαού της Κωνσταντινούπολης[1].

Εξελέγη Πατριάρχης το 1178 (ή στις αρχές του 1179[4]). Ως Πατριάρχης, χρειάστηκε να χειριστεί τις επιπλοκές που δημιουργούσε η πολιτική αστάθεια που δημιούργησε ο θάνατος του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1180) και η άνοδος στο θρόνο του ανήλικου διαδόχου του, Αλεξίου Β΄ (1180-1183). Αρχικά συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ για το θέμα του προσηλυτισμού των Μουσουλμάνων. Ως τότε, η Εκκλησία ανάγκαζε τους μουσουλμάνους που προσηλυτίζονταν ή επέστρεφαν στον Χριστιανισμό να περάσουν από ένα αυστηρό τελετουργικό μετάνοιας, το οποίο περιελάμβανε και την απαγγελία 22 αναθεμάτων κατά του Ισλάμ και του Προφήτη Μωάμεθ. Ο αυτοκράτορας θέλησε να διευκολύνει τον προσηλυτισμό των Μουσουλμάνων καταργώντας τα αναθέματα[5]. Ο Θεοδόσιος αρχικά αντέδρασε, αλλά συμβιβάστηκε μαζί του τον Μάιο του 1180 και ο αυτοκράτορας τον διόρισε στο συμβούλιο αντιβασιλείας του ανήλικου Αλεξίου.

Το 1181 ο Θεοδόσιος έδωσε άσυλο στην Μαρία, κόρη του Μανουήλ Κομνηνού, στον σύζυγό της, Ρενιέ του Μομφερράτου, και σε πολλά άλλα μέλη της αριστοκρατίας που αναμείχθηκαν σε συνωμοσία κατά του πρωτοσεβαστού Αλεξίου Κομνηνού[6]. Με την υποστήριξή του και τη δραστηριότητα της Μαρίας της Πορφυρογέννητης, το άσυλο γενικεύτηκε σε εξέγερση που διήρκεσε περίπου τρεις μήνες και ο Θεοδόσιος μεσολάβησε στην αυτοκράτειρα, Μαρία της Αντιοχείας, προκειμένου να λήξει η εξέγερση. Ο πρωτοσεβαστός Αλέξιος τον κατηγόρησε για υπόθαλψη της εξέγερσης και πέτυχε την προσωρινή απομάκρυνσή του από τον Θρόνο, αρχικά στη μονή Τερεβίνθου[1] και κατόπιν στη μονή Χριστού Παντεπόπτου[7]. Πριν το τέλος του χρόνου όμως αποκαταστάθηκε στον πατριαρχικό θρόνο υπό την πίεση της κοινής γνώμης και της αριστοκρατίας. Μάλιστα κατά τον Χωνιάτη, η επιστροφή του στο πατριαρχείο διήρκεσε μία ολόκληρη μέρα εξαιτίας του ενθουσιασμού του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί για την υποδοχή του[7].

Μετά την εξουδετέρωση του πρωτοσεβαστού Αλεξίου το 1182, τη σφαγή των Λατίνων της Κωνσταντινούπολης από τον εξεγερμένο όχλο (Απρίλιος 1182) και την προσχώρηση πολλών αριστοκρατών στην παράταξη του Ανδρονίκου Κομνηνού, ο Θεοδόσιος, ενεργώντας ως εγγυητής της ομαλότητας, ενέκρινε την είσοδο του Ανδρονίκου στην Βασιλεύουσα και μάλιστα κατά παρότρυνσή του έστεψε εκ νέου αυτοκράτορα τον Αλέξιο Β΄ στις 16 Μαΐου 1182. Ωστόσο ο Θεοδόσιος δεν εμπιστευόταν τον Ανδρόνικο Κομνηνό και εκείνος επίσης αντιλαμβανόταν πως η δημοφιλία του Πατριάρχη ήταν ένα από τα εμπόδια που έπρεπε να ξεπεράσει για να ανέβει ο ίδιος στο θρόνο της αυτοκρατορίας[1]. Ακολούθησε η δολοφονία της Μαρίας της Πορφυρογέννητης και της αυτοκράτειρας Μαρίας της Αντιοχείας και το 1183 προέκυψε το ζήτημα του γάμου του Αλεξίου, νόθου γιου του Μανουήλ Α΄ (τον οποίο είχε αποκτήσει με την κόρη της αδελφής του, Θεοδώρα Βατάτζαινα) με την Ειρήνη, νόθα κόρη του Ανδρόνικου (την οποία είχε αποκτήσει με την Θεοδώρα Κομνηνή)[2].

Ο Θεοδόσιος Α΄ αντέδρασε στον γάμο αυτό θεωρώντας τον αιμομικτικό, αλλά κατάλαβε ότι έχασε την υποστήριξη της Συνόδου. Έτσι, τον Αύγουστο του 1183[β] παραιτήθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο ανοίγοντας το δρόμο για την άνοδο στο θρόνο του Ανδρονίκου Α΄ και την δολοφονία του Αλεξίου Β΄ (φθινόπωρο 1183)[1]. Κατόπιν αυτού, ο Θεοδόσιος έζησε ασκητικά την υπόλοιπη ζωή του στη νήσο Τερέβινθο, όπου αποσύρθηκε, ασχολούμενος με τη συγγραφή. Σε αυτόν αποδίδεται η συγγραφή της βιογραφίας του Λεόντιου Ιεροσολύμων που εκδόθηκε με τις ομιλίες του Μακαρίου Χρυσοκέφαλου στη Βιέννη το 1793.

Υποσημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Φαίνεται ότι πρόκειται για την Μονή του Αποστόλου Θωμά «εἰς τὰ Βοραιδίου», η οποία βρισκόταν κοντά στο όρος του Αγίου Αυξεντίου (σημερινό Kayış Dağı) στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου[3][2].
  2. Προσδιορίζουμε την παραίτησή του στον Αύγουστο του 1183, καθώς δεν ήταν πλέον Πατριάρχης κατά την στέψη του Ανδρόνικου στις 3 Σεπτεμβρίου 1183, αλλά ήταν ακόμα στο θρόνο όταν εκδιώχθηκε από την αντιβασιλεία η Μαρίας της Αντιόχειας τον Ιούλιο ή Αύγουστο 1183[4].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Ράγια.
  2. 2,0 2,1 2,2 Βυζάντιος 1862, σελ. 519.
  3. Μανουήλ Γεδεών, σελ. 369.
  4. 4,0 4,1 Grumel, Venance (1943). «La chronologie des patriarches de Constantinople de 1111 à 1206». Revue des études byzantines 1: 259. https://www.persee.fr/doc/rebyz_0258-2880_1943_num_1_1_909. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2022. 
  5. Димитров, Димитър (2008). «Византийското и западноевропейското възприемане на исляма през средните векове (опит за сравнение)». България, Българите и Европа - мит, история, съвремие Том 2 (1): 68-78. 
  6. Grünbart, Michael (2013). «Aspekte Der Politischen Verflechtung Des Patriarchen in Der Mittelbyzantinischen Zeit» (στα γερμανικά). Recueil des travaux de l’Institut d’études byzantines, Zbornik radova Vizantoloskog instituta 50 (1): 286. https://www.academia.edu/6802125/Aspekte_der_politischen_Verflechtung_des_Patriarchen_in_der_mittelbyzantinischen_Zeit?email_work_card=title. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2023. 
  7. 7,0 7,1 Μανουήλ Γεδεών, σελ. 370.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Χαρίτων
Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
1178-1183
Διάδοχος
Βασίλειος Β΄