Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν
Combat de Giaour et Hassan
ΟνομασίαΗ μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν
Combat de Giaour et Hassan
ΔημιουργόςQ33477
Έτος δημιουργίας1826
Είδοςελαιογραφία σε καμβά
Ύψος58 εκ.
Πλάτος71 εκ.
ΠόληΣικάγο
ΜουσείοArt Institute of Chicago
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα

Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν είναι ένα από τα κορυφαία πρώιμα έργα ζωγραφικής του Ευγένιου Ντελακρουά που απεικονίζουν μάχες. Ο πίνακας είναι εμπνευσμένος από το ποίημα του Λόρδου Μπάιρον Ο Γκιαούρης. Ο Μπάιρον έγραψε το ποίημα το 1813 και μεταφράστηκε στα γαλλικά το 1824, το έτος κατά το οποίο ο Μπάιρον πέθανε στην Ελλάδα αγωνιζόμενος στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία από τους Τούρκους. Ο Ντελακρουά τελείωσε τον πίνακα δυο χρόνια αργότερα, το 1826, προορίζοντάς τον για μια παρισινή έκθεση προς όφελος του ελληνικού σκοπού.

Το γενικό θέμα περιλαμβάνει πάθος για εκδίκηση, και πάλη μεταξύ δυο διαφορετικών κόσμων σε ένα εξωτικό πεδίο μάχης, την Οθωμανική Ελλάδα. Ο πίνακας απεικονίζει την δραματική κορύφωση του ποιήματος όταν ο γκιαούρης -δηλαδή ο άπιστος- εκδικείται το θάνατο της ερωμένης του από τα χέρια του Τούρκου Χασάν.[1]

Ο πίνακας είναι λάδι σε μουσαμά, έχει διαστάσεις 58 × 71 cm και εκτίθεται στο Art Institute of Chicago.

Πολιτιστικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για ότι αφορά το θέμα του πίνακα θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες της επιλογής του στα χαρακτηριστικά του ρομαντισμού, που λίγο πριν είχε ξεδιπλωθεί ως αντίδραση στην αστική άνοδο. Ο ρομαντισμός υπερασπίζεται την ανωτερότητα του αισθήματος πάνω από την λογική, και ως εκ τούτου ενισχύει την ευαισθησία, τη φαντασία και τα πάθη. Περισσότερο από ένα ζωγραφικό ύφος, θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένα κοινωνικό και πνευματικό κίνημα. Η ρομαντική κριτική του κόσμου είχε βαθιά ενσωματωμένο τον πόθο για την χαμένη ένωση του ανθρώπου με τη φύση.[2] Ο ρομαντισμός δεν ήταν εξαρχής αντιαστικό κίνημα. Ήταν αντίθετος στην "μέση οδό", ήταν ρεύμα ακραίο είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά. Πριν τη Γαλλική Επανάσταση τα συνθήματα του ρομαντισμού χρησιμοποιήθηκαν για να εξυμνηθεί η αστική τάξη. Όταν η αστική κοινωνία θριάμβευσε, ο ρομαντικός έγινε πολέμιός της.[3]

Για τον ρομαντισμό της αντίδρασης η απάντηση στην αλλοτρίωση του βιομηχανικού κόσμου και της αστικής ανόδου ήταν η απλή και ταπεινή ζωή στις προβιομηχανικές κωμοπόλεις με τα ονειρεμένα τοπία που περιέγραφαν στα έργα τους. Μιας από τις πηγές έμπνευσης ήταν ο εξωτισμός του πρωτόγονου και φυσικού ανθρώπου, η απλότητα κάποιων λαών και «ευγενών αγρίων». Έτσι οδηγήθηκαν στην παρατήρηση κυρίως αραβικών πολιτισμών, κάτι που ανέπτυξε μια συγκεκριμένη εικαστική τάση, τον Οριενταλισμό, η οποία θα διατηρηθεί σε όλο τον δέκατο ένατο αιώνα. Πολλοί ζωγράφοι απεικονίζουν σκηνές με Άραβες και ισλαμικά κτίρια. Οι ζωγράφοι έκαναν πλέον όχι μόνο τα παραδοσιακά ταξίδια στην Ιταλία, αλλά και σε μέρη όπως την Αραβία, τη Βόρεια Αφρική, και τη Μεσόγειο, που έγινε της μόδας σε όλη την Ευρώπη ως πρότυπο για ένα κοντινό εξωτισμό.[4]

Και ο ίδιος ο Ντελακρουά έκανε ταξίδι στην Ανατολή, αν και ο συγκεκριμένος πίνακας είναι προγενέστερος από αυτό το ταξίδι. Ο Ντελακρουά επισκέφτηκε την Αλγερία μετέπειτα, το 1832, και το Μαρόκο σε πλαίσιο μιας διπλωματικής αποστολής. Εκεί συγκλονίστηκε συγκρίνοντας τη Βόρεια Αφρική με τον τρόπο ζωής των αρχαίων Ρωμαίων, και μετά την επιστροφή του στη Γαλλία συνέχισε να ζωγραφίζει θέματα από το ταξίδι στην Ανατολή. Το συντριπτικό ποσοστό αυτών περιελάμβανε οδαλίσκες και χαρέμια, πολεμιστές και άλογα. Σε ένα μεγάλο μέρος του έργου του ακολουθώντας τη ρομαντική τάση αντί για πηγές από την αρχαιότητα χρησιμοποίησε ρομαντικούς ποιητές όπως τον Μπάιρον και τον Σέλλεϋ, αλλά και τον Δάντη και τον Σαίξπηρ.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γύρω από το συγκεκριμένο πίνακα βλέπουμε τα περισσότερα χαρακτηριστικά τόσο της ρομαντικής τάσης για έμφαση στο ανθρώπινο πάθος και τον εξωτισμό, όσο και των τεχνικών τάσεων. Το έργο εστιάζει στο δραματικό γεγονός της ίδιας της μάχης και του πάθους των μονομάχων, σε αντίθεση με μεταγενέστερη λιθογραφία,[5] αλλά και μια ακουαρέλα του Ντελακρουά για το ίδιο θέμα,[6] όπου εστιάζουν στη νίκη του Γκιαούρη επί του Πασά.[7][8] Το έντονο δράμα, οι ισχυρές μορφές, τα εξωτικά κοστούμια και τα ισχυρά χρώματα δίνουν ένα μεγαλειώδη και επικό τόνο στο σύνολο.[9]

Λεπτομέρεια του πίνακα με τους δύο αντιπάλους.

Η μάχη είναι έφιππη. Με προτεταμένα τα όπλα, οι δύο εχθροί αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο σε καθρεπτισμένες αντικριστές στάσεις. Το πρόσωπο του Χασάν είναι κρυμμένο, ενώ ο Γκιαούρης βρίσκεται σε μια δίνη λευκού χρώματος από την κάπα και την φουστανέλα του. Τα άλογα, αποτυπώνονται με νεύρο και ένταση με παχιές πινελιές. Ο Ντελακρουά ζωγράφιζε άλογα σε όλη τη μακρόχρονη δημιουργική του περίοδο, κυρίως σε πίνακες με ανατολίτικα θέματα. Εδώ φαίνονται ακόμη και τα άλογα να συμμερίζονται τα ίδια την ένταση των δυο αντιπάλων.

Ο συννεφιασμένος ουρανός του πίνακα βαραίνει με την έντασή του την όλη σκηνή. Η γέμισή του είναι γενικά άμορφη και παχιά, θυμίζοντας τους συννεφιασμένους ουρανούς σε έργα του Τέρνερ, τον οποίο ο Ντελακρουά θαύμαζε και επηρεάστηκε από αυτόν. Λεπτομερές υπόβαθρο δεν υπάρχει, το όλο φόντο είναι σκούρο έτσι ώστε τραβά την προσοχή του θεατή στην μεγαλειώδη σύνθεση στο προσκήνιο, που κυριαρχεί με έντονα ζωηρά χρώματα. Το χρώμα εδώ έχει καθοριστική εκφραστική αξία. Τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσε να μας αποσπάσει από το επικό γεγονός της παθιασμένης μάχης μεταξύ των δυο εξωτικών αντιπάλων.

Στον Ντελακρουά ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο του κόσμου του. Τα λογοτεχνικά θέματα όπως ο Γκιαούρης αποτελούν ευκαιρία για τους πίνακες, όχι το περιεχόμενό τους. Ο ίδιος είπε ότι «ένας πίνακας θα έπρεπε να είναι προπαντός πανδαισία των ματιών».[10] Το πάθος και ο πλούτος του χρώματος χρησιμεύουν για την δυναμική απόδοση του χώρου και της κίνησης. Η πινελιά του είναι ορατή, ορμητική. Ο Ντελακρουά, απέρριπτε την έμφαση στο ακριβές σχέδιο που χαρακτήριζε την ακαδημαϊκή τέχνη της εποχής του, και αντ' αυτού έδωσε εκ νέου προβάδισμα στο ελεύθερα βουρτσισμένο χρώμα.

Άλλες εκδόσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μάχη του Γκιαούρη και του Πασά, 1835.

Ο Ντελακρουά ζωγράφισε άλλες δύο εκδόσεις του πίνακα. Η δεύτερη έκδοση, του 1835 βρίσκεται τώρα στο Πετί παλαί στο Παρίσι.[11][12] Αντίθετα με την έκδοση του 1825, εστιάζει αποκλειστικά στους δυο έφιππους.[12][13] Η έκδοση του 1856 είναι μια παραλλαγή των δύο προηγούμενων εκδόσεων.[14]

Η μάχη του Γκιαούρη και του Πασά, λιθογραφία του 1827.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «The Combat of the Giaour and Hassan». Art Institute of Chicago. 
  2. Hobsbawm, Η Εποχή των Επαναστάσεων, σ. 370
  3. Hobsbawm, Η Εποχή των Επαναστάσεων, σ. 364-365
  4. Hobsbawm, Η Εποχή των Επαναστάσεων, σ. 374.
  5. Stephan Wolohojian, Anna Tahinci, A Private Passion: 19th-century Paintings and Drawings from the Grenville L. Winthop Collection, Harvard University, Metropolitan Museum of Art, 2003, σ. 112.  http://b.geraki.gr/1zPEA8a[νεκρός σύνδεσμος]
  6. Paul Joannides, "Colin, Delacroix, Byron and the Greek War of Independence", The Burlington Magazine, Vol. 125, No. 965 (Aug., 1983), pp. 495-500 http://www.jstor.org/stable/881314
  7. Eugène Delacroix (1827), Combat of the Giaour and the Pasha, https://www.louvre.fr/en/oeuvre-notices/combat-giaour-and-pasha, ανακτήθηκε στις 2020-01-29 
  8. «Combat of the Giaour and the Pasha». The MET. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2020. 
  9. Χρήστου X., Η Ευρωπαϊκή Ζωγραφική του 19ου αιώνα, Βάνιας, Θεσ/κη, 1990, σ. 130.
  10. Hauser Α., Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, τομ. Δ΄, Κάλβος, Αθήνα, 1984, σ. 279.
  11. «Combat of the Giaour and the Pasha». Petit Palais (στα Γαλλικά). 31 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2020. 
  12. 12,0 12,1 Jean-Pierre Digard (ed.), Chevaux et cavaliers arabes dans les arts d'Orient et d'Occident, Éditions Gallimard et Institut du monde arabe, 27 November 2002, 304 p. ((ISBN 2-07-011743-X)), p 261
  13. Yves Sjöberg, Pour comprendre Delacroix, vol. 3 de Collection Beauchesne, Éditions Beauchesne, 1963, 229 p., p. 127
  14. Alfred Robaut, Ernest Chesneau and Fernand Calmettes, L'œuvre complet de Eugène Delacroix: peintures, dessins, gravures, lithographies, Charavay Frères, 1885, page 346