Εξελληνισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Να μη συγχέεται με την Ελληνοποίηση

Ο Εξελληνισμός είναι η ιστορική διάδοση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και -σε μικρότερο βαθμό- της γλώσσας, σε ξένους λαούς που κατακτήθηκαν από Έλληνες ή μπήκαν με οποιονδήποτε τρόπο στη σφαίρα επιρροής τους, ιδιαίτερα κατά την Ελληνιστική περίοδο που ακολούθησε τις εκστρατείες του Μέγα Αλέξανδρου. Το αποτέλεσμα του εξελληνισμού, μεταξύ άλλων, ήταν στοιχεία ελληνικής προέλευσης να συνδυαστούν με διάφορες μορφές και σε διαφορετική έκταση με στοιχεία του εκάστοτε τοπικού πολιτισμού. Τα ελληνικά αυτά στοιχεία εξαπλώθηκαν από τη λεκάνη της Μεσογείου, ως τα ανατολικά του σημερινού Πακιστάν. Στη σύγχρονη εποχή, η έννοια του εξελληνισμού έχει συνδεθεί με την υιοθέτηση της σύγχρονης ελληνικής κουλτούρας και την εθνική και πολιτισμική ομογενοποίηση της Ελλάδας.[1][2]

Επίσης, η λέξη περιγράφει και την απόδοση μιας ξένης λέξης σε ελληνική μορφή (με ελληνικούς χαρακτήρες, προφορά, μορφή κ.λπ.).

Ιστορική χρήση του όρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κλασσική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης που δείχνει τις ελληνικές περιοχές και αποικίες κατά την Αρχαϊκή εποχή

Η έννοια έχει εφαρμογή σε μια σειρά αρχαίων ιστορικών πλαισίων, αρχίζοντας από τον εξελληνισμό τον παλιότερων κατοίκων της Ελλάδας όπως οι Πελασγοί, οι Λέλεγες, οι Λήμνιοι, οι Ετεοκύπριοι στην Κύπρο, οι Ετεοκρήτες στην Κρήτη (πριν την περίοδο της κλασσικής αρχαιότητας), όπως και οι Σικελοί, Έλυμοι και Σικανοί στη Σικελία, και οι Οίνωτρες, Βρέττιοι, Λουκανοί, Μεσσάπιοι, και πολλοί άλλοι σε περιοχές που απάρτιζαν τη Μεγάλη Ελλάδα.

Ελληνιστική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της ελληνικής αυτοκρατορίας που εγκαθίδρυσαν οι στρατιωτικές κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Κατά την ελληνιστική περίοδο που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εξελληνίστηκε σημαντικός αριθμός Ασσυρίων, Εβραίων, Αιγυπτίων, Περσών, Πάρθων, Αρμενίων, καθώς και άλλων λαών στα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, τη Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Οι Βάκτριοι, Ιρανική εθνική ομάδα που ζούσε στη Βακτρία (βόρειο Αφγανιστάν), εξελληνίστηκαν κατά την περίοδο του ελληνοβακτριανού βασιλείου και κατόπιν σύντομα διάφορες φυλές στις βορειοδυτικές περιοχές της Ινδικής υποηπείρου (σημερινό Πακιστάν), πέρασαν από τη διαδικασία του εξελληνισμού κατά την περίοδο του Ινδοελληνικού Βασιλείου. Άλλες φυλές που πέρασαν από κάποιο βαθμό εξελληνισμού περιλαμβάνουν τους Θράκες[3], Δαρδάνιους, Παίονες, και τους Ιλλυριούς[4][5][6][7] νότια της γραμμής Τζίρετσεκ, και τέλος ακόμα και Γέτες[8].

Ο εξελληνισμός κατά την ελληνιστική περίοδο όμως είχε τα όριά του. Για παράδειγμα, περιοχές νοτίως της Συρίας οι οποίες επηρεάστηκαν από την ελληνική κουλτούρα περιελάμβαναν κυρίως αστικά κέντρα των Σελευκιδών όπου τα Ελληνικά ήταν η κοινώς ομιλουμένη γλώσσα. Η επαρχία όμως από την άλλη μεριά έμεινε στο μεγαλύτερο μέρος ανεπηρέαστη, καθώς οι κάτοικοί της μιλούσαν τη συριακή γλώσσα, και συνέχισαν να διατηρούν τις τοπικές τους παραδόσεις[9]. Παραπέρα, ο εξελληνισμός δεν περιελάμβανε απαραίτητα αφομοίωση των μη ελληνικών εθνικών ομάδων, καθώς οι ελληνιστικοί Έλληνες στις περιοχές όπως η Μικρά Ασία ήταν συνειδητοποιημένοι για τις προγονικές τους καταβολές[10].

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος εξελληνισμός μπορεί επίσης να αναφέρεται στη -μεσαιωνική κυρίως χρονολογικά- Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από τον Μέγα Κωνσταντίνο (η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία ουσιαστικά εξελληνίστηκε). Παραπέρα, μπορεί να αναφερθεί για την κυριαρχία της ελληνικής κουλτούρας και της ελληνικής γλώσσας μετά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου (βασ. 610–641) · στην «εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής ανατολής», όπου μετέπειτα κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από το βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η «ελληνική βυζαντινή-ρωμαϊκή αυτοκρατορία»[11].

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ρουμ μιλλέτ

Ο εξελληνισμός κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περιελάμβανε το μεγαλύτερο στάτους[ασαφές] που κατείχε η ελληνική κουλτούρα και η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία μεταξύ των ορθόδοξων πληθυσμών των Βαλκανίων.

Σύγχρονη ακαδημαϊκή έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον 20ο αιώνα υπήρχε έντονη διαμάχη για την έκταση του εξελληνισμού στο Λεβάντε, και ειδικά μεταξύ των αρχαίων Εβραίων, η οποία διαμάχη συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η ερμηνεία της Ιστορίας των Θρησκειών για την άνοδο του πρώιμου Χριστιανισμού (την οποία εφάρμοζε, όπως είναι ευρέως γνωστό, ο Ρούντολφ Μπούλτμαν) συνήθιζε να βλέπει τον Ιουδαϊσμό ως κατά κύριο λόγο ανεπηρέαστο από τον Ελληνισμό, ενώ ο Ιουδαϊσμός της διασποράς θεωρείται ότι είχε υποκύψει πλήρως στην επιρροή του. Ο Ρούντολφ Μπούλτμαν έτσι επιχειρηματολόγησε ότι ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε σχεδόν εντελώς μέσα σε αυτά τα ελληνιστικά όρια και πρέπει να ειδωθεί με αυτό το υπόβαθρο, αντί με το πιο παραδοσιακό εβραϊκό υπόβαθρο. Με την έκδοση της δίτομης έρευνας του Martin Hengel Ελληνισμός και Ιουδαϊσμός (1974, γερμανική πρώτη έκδοση 1972) και μετέπειτα Εβραίοι, Έλληνες και Βάρβαροι: Πλευρές του εξελληνισμού του Ιουδαϊσμού στην προ-χριστιανική περίοδο (1980, γερμανική πρώτη έκδοση 1976), και Ο 'Εξελληνισμός' της Ιουδαίας τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν (1989, γερμανική πρώτη έκδοση 1989) το ρεύμα άρχισε να αλλάζει αποφασιστικά. Ο Χένγκελ υποστήριξε ότι ο Ιουδαϊσμός ήταν πολύ εξελληνισμένος πολύ πριν τη χριστιανική εποχή, και ακόμα και η ελληνική γλώσσα ήταν πολύ καλά γνωστή στις πόλεις και ακόμα και σε μικρότερες κωμοπόλεις παντού στην εβραϊκή Παλαιστίνη. Οι νεότεροι μελετητές έχουν τροποποιήσει λίγο τις απόψεις του Χένγκελ, αλλά λίγοι συνεχίζουν να αμφισβητούν τις ισχυρές ελληνιστικές επιρροές σε όλο το Λεβάντε, ακόμα και στις συντηρητικές εβραϊκές κοινότητες που ήταν και οι πιο εθνικιστικές.

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εξελληνισμός μιας λέξης (ή εξελληνισμένη μορφή, εξελληνισμένος όρος κ.λπ.) είναι η μετατροπή μιας ξένης λέξης στην ελληνική μορφή της, φωνολογικά και μορφολογικά (π.χ. πρόθεμα, κατάληξη κ.τ.λ.) ή και με ολόκληρη μετάφραση της λέξης[12].

Λέξεις και όροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική γλώσσα περιλαμβάνει πάμπολλες λέξεις που έχουν εξελληνιστεί, και είτε χρησιμοποιούνται ακόμα, είτε αντικαταστάθηκαν με ελληνικές, ή και γίνεται παράλληλη χρήση[13].

Επίσης, η μεταγραφή σε ελληνικά γραφικών περιβαλλόντων εργασίας και προγραμμάτων αναφέρεται ως εξελληνισμός τους (π.χ. GNOME, KDE και άλλων[14].)

Να σημειωθεί ότι δεν πρέπει να συγχέονται τα αντιδάνεια ως εξελληνισμός, καθώς η αρχική λέξη ήταν ελληνική (π.χ. το μέντορας δεν αποτελεί εξελληνισμένη μορφή του αγγλικού mentor, αλλά αντιδάνειο από το Μέντωρ).

Πέρα από σώμα των λέξεων της ελληνικής γλώσσας που είναι εξελληνισμένες, το ευρύτερο ζήτημα του εξελληνισμού της ελληνικής γλώσσας από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και μετά, αποτελεί θέμα μελέτης και αντίθετων απόψεων, καθώς αφορά και την απάλειψη των γλωσσολογικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων των διαφόρων γλωσσικών και εθνικών μειονοτήτων που κατοικούσαν αυτό το διάστημα στην Ελλάδα[15][16][17].

Κύρια ονόματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική γλώσσα περιλαμβάνει πολλά εξελληνισμένα ξένα ονόματα. Κάποια από τα εβραϊκά ονόματα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης εξελληνισμένα είναι τα, Γιαακόβ – Ιακώβ, Κηφάς – Πέτρος, Γιουχανάν – Ιωάννης, Παύλος (από το Σαύλος) – Σαούλ, Γιεσουά – Ιησούς, Γιεχούντα – Ιούδας. Ονόματα επίσης ονόματα ξένων καλλιτεχνών, επιστημόνων, διανοητών, συγγραφέων κ.τ.λ., που έχουν εξελληνιστεί, επικράτησαν σ’ αυτή τη μορφή ανάλογα με την περίοδο. Αρχαία ονόματα έχουν περάσει και έχουν επικρατήσει, όπως Οράτιος αντί Οράτιους (Horatius), Έρασμος αντί Έρασμους (Erasmus), και από το Μεσαίωνα, όπως Αλάριχος, Χιλδέριχος, Χλωδοβίκος, ενώ επίσης και με την εξελληνισμένη μορφή τους έχουν περάσει τα ονόματα των βασιλέων (π.χ. Λουδοβίκος αντί για Λουΐ ή Λούντβιχ ή Λούντοβικ, Ερρίκος αντί Χέντρικ ή Χάιντρικ, Αλέξανδρος αντί Αλεξάντρ, Όθωνας αντί για Ότο, Κάρολος αντί για Κάρολ, Φρειδερίκος αντί για Φράιντριχ ή Φρέντρικ, Αδόλφος αντί για Άντολφ, Λοθάριος αντί για Λόθαρ, Κορράδος αντί Κόνραντ, Σιγιμούνδος αντί για Σίγκμουντ, κ.τ.λ.)

Στη σύγχρονη εποχή τα ονόματα κυρίως συγγραφέων, καλλιτεχνών κ.τ.λ. άλλα έχουν περάσει και επικρατήσει με την εξελληνισμένη μορφή[18], όπως Αλέξανδρος Δουμάς αντί Αλεξάντρ Ντουμά, Γεωργία Σάνδη αντί Ζορζ Σαντ, Ισαάκ Νεύτωνας αντί Ισαάκ Νιούτον, Καρτέσιος αντί Ρενέ Ντεκάρτ, Κάρολος Δαρβίνος αντί Τσαρλς Ντάργουϊν, Χριστόφορος Κολόμβος αντί Κριστομπάλ Κολόν (Ισπανικά), άλλα δεν έχουν επικρατήσει, όπως Βικέντιος Βαν Γκογκ[19][20] και Θεόδωρος Ντοστογέφσκι[21] αντί των πιο διαδεδομένων Βίνσεντ Βαν Γκογκ και Τεοντόρ (ή Τίοντορ, ή Φιόντορ, ή Φίοντορ) Ντοστογέφκσι, και κάποιους που έχει επιβιώσει αρκετά και η εξελληνισμένη μορφή, π.χ. Αλβέρτος Αϊνστάιν[22][23][24][25][26], μαζί με το Άλμπερτ Αϊνστάιν.

Σε επίπεδο προσώπων, ονομάτων και επωνύμων, επίσης υπάρχει μεγάλος αριθμός εξελληνισμένων ονομάτων. Μία μεγάλη μερίδα αφορά πολλούς Έλληνες του Πόντου, όπου μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε, άλλαξαν τα ονόματά τους επί το ελληνικότερο, άλλοτε μεταφράζοντας το όνομα και άλλοτε αλλάζοντας μόνο την κατάληξη. Πιο παλιά, ήδη από τον 19ο αιώνα, Έλληνες Καππαδόκες είχαν εξελληνίσει τα ονόματά τους. Παραδείγματα από την πρώτη περίπτωση αποτελούν τα, Ασλάνογλου – Λεονταρίδης, Ασλανίδης, Μπογιατζόγλου – Βαφειάδης, Δεμερτζόγλου – Σιδερίδης, Δεμερτζίδης, Σαρίογλου – Ξανθόπουλος, Παπάζογλου – Παπαδόπουλος, Μπαϊρακτάρης – Σημαιοφορίδης, Καρλής – Χιονίδης, κ.τ.λ. Επειδή επίσης η Πόντιοι είχαν την παράδοση να δίνουν ονόματα από την Παλαιά Διαθήκη[27], πέρασαν σε επώνυμα οι εξελληνισμένες μορφές κάποιων εβραϊκών ονομάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω (π.χ. Αββακουμίδης, Εφραιμίδης, Ιερεμιάδης, Συμεωνίδης κ.τ.λ.). Παραδείγματα από τη δεύτερη περιλαμβάνουν τα, Αβράμιος Ομηράλης από Ουμουρλόγλου, Χρυσοσφαιρίδης Κωνσταντίνος από Αλτιντόπ Κωστάκης Αγάς, Παύλος Καρολίδης από Καρλόγλου, Δημήτριος Μαυροφρύδης από Καρακάσογλου (πβλ. και το Καρακασίδης) κ.α.[28][29].

Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται και στους παλιννοστούντες Έλληνες, στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να πολιτογραφηθούν Έλληνες πολίτες. Μάλιστα, ο εξελληνισμός των ονομάτων τους ρυθμίζεται από συγκεκριμένους νόμους και ορίζεται λεπτομερώς[30][31][32].

Τοπωνύμια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εξελληνισμός τοπωνυμίων δεν αφορά μόνο στη μεταβολή αρχικά ξένων σε εξελληνισμένα ονόματα, αλλά έχει περιγραφεί και ως διαδικασία εξελληνισμού[1]. Η σύγχρονη χρήση του όρου επίσης, είναι συνδεδεμένη με πολιτικές που επιδιώκουν "πολιτιστική ομογενοποίηση και εκπαίδευση των γλωσσικών μειονοτήτων που κατοικούν στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος", δηλαδή τον εξελληνισμό των μειονοτικών ομάδων της σύγχρονης Ελλάδας[2].

Η πρώτη αλλαγή των τοπωνυμίων στην Ελλάδα έγινε με το Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα της 3 Απριλίου 1833[33]. Ονόματα που άλλαξαν με αυτό περιλαμβάνουν τα Αίγιο (Βοστίτσα), Λαμία (Ζητούνι)[34], ενώ την ίδια εποχή και ονόματα βουνών όπως τα Παναχαϊκό (Βοδιάς), Παρνασσός (Λιάκουρα), Αροάνια (Χέλμος) κ.α.[33], καθώς και Τυμφρηστός (Βελούχι), Πεντέλεια (Ντουρτουβάνα), Πάρνωνας (Μαλεβό)[35].

Ο επόμενος "σταθμός" στον εξελληνισμός τοπωνυμίων ήταν η σύσταση το 1909 ειδικής επιτροπής (Επιτροπεία Τοπωνυμίων της Ελλάδος)[1], έργο της οποίας θα ήταν η ‘…μελέτην των τοπωνυμίων της Ελλάδος και εξακρίβωσιν του ιστορικού λόγου αυτών’. Αποτέλεσμα του έργου αυτού είναι η αλλαγή πάμπολλων τοπωνυμίων (εκτός αυτών που είχαν αλλάξει ήδη επίσημα ή ανεπίσημα), μεταξύ των οποίων Παιανία (Λιόπεσι), Αφιδναί (Κιούρκα), Αιάντειον (Μούλκι), Ελλοντία (Καραντά), Αλίαρτος (Χάνι Κιμπά), Οινόη (Κούλλογλη), Μυκήνες (Χαρβάτι), κ.τ.λ.[36] Σε άλλες περιπτώσεις, τα ονόματα άλλαξαν από σύγχρονο ελληνικό όνομα σε αρχαίο ελληνικό τοπωνύμιο. Κάποια ονόματα χωριών είχαν ελληνική ρίζα με ξένη κατάληξη, ή το αντίστροφο. Η πλειοψηφία των ονομάτων άλλαξαν σε μέρη όπου κατοικούσαν Έλληνες, όπου ανά τους αιώνες είχε δημιουργηθεί συνονθύλευμα από ξένα ή ξενικά τοπωνύμια. Όμως, σε κάποια μέρη της βόρειας Ελλάδας ο πληθυσμός δεν ήταν ελληνόφωνος και πολλά από τα παλιά τοπωνύμια αντικατόπτριζαν τις διαφορετικές εθνικές και γλωσσικές καταβολές των κατοίκων τους.

Κατόπιν έχουμε το διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1926 (που επικυρώθηκε με νέο διάταγμα στις 13 Νοεμβρίου 1927 και επικυρώθηκε με το νόμο 4096/1929), το οποίο αφορά ειδικά πάλι τις μετονομασίες, και έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή χιλιάδων τοπωνυμίων ως το 1957[35].

Ακολουθούν κι άλλοι νόμοι και διατάγματα, με τα οποία μετονομάζονται πάμπολλα τοπωνύμια. Για παράδειγμα το Προεδρικό Διάταγμα 1123 του 1977 (ΦΕΚ 363/25-11-1977), με το οποίο μετονομάζονται πάνω από 500 ονόματα τοποθεσιών στο νομό Ροδόπης[37].

Όπως και με το φαινόμενο του αντιδανείου, πρέπει να δοθεί προσοχή στα τοπωνύμια τα ονόματα των οποίων ήταν αρχικά ελληνικά, κάτι που αφορά κατά κύριο λόγο αρχαίες ελληνικές αποικίες και τοποθεσίες. Για παράδειγμα, η Μασσαλία δεν αποτελεί εξελληνισμένη μορφή του Μαρσέιγ, γιατί Μασσαλία ήταν η αρχική ονομασία της πόλης. Σε αυτά τα παραδείγματα περιλαμβάνονται η Οδησσός (Οντέσα), Κυδωνιές (Κυδωνίαι-->Αϊβαλίκ - Αϊβαλί), Σμύρνη (Ιζμίρ), Αγκών (Ανκόνα), Νίκαια (Νις), Αυλώνας (Βλόρα), Νεάπολη (Νάπολη - Νάπολι), Σεβαστούπολη (Σεβαστόπολ), Μαριούπολη (Μαριόπολ) κ.τ.λ.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Zacharia 2008, σελ. 232.
  2. 2,0 2,1 Koliopoulos & Veremis 2002, σελίδες 232–241.
  3. Samsaris 1980.
  4. Athanassakis 1977, σελ. 263: "Φαίνεται ότι η αρχική εστία των Αλβανών ήταν η Βόρεια Αλβανία (Illyricum) αντί της εν μέρει ελληνικής και εν μέρει εξελληνισμένης Epirus Nova."
  5. Hammond 1976, σελ. 54: "Η γραμμή διαχωρισμού μεταξύ του Illyricum και της ελληνικής περιοχής 'Epirus Nova', όσον αφορά τα όρια δικαιοδοσίας των ρωμαϊκών διοικητικών επαρχιών, περνούσε κάπου μεταξύ ης Σκόδρας και του Δυρραχείου και κατόπιν προς τα ανατολικά στη βόρεια πλευρά του ποταμού Σκούμπιν και της λίμνης της Αχρίδος..."
  6. Lewis & Boardman 1994, σελ. 423: "Μέσω της επαφής τους με τους Έλληνες γείτονές τους κάποιοι ιλλυρικές φυλές έγιναν δίγλωσσες, ιδιαίτερα οι φυλές των Βυλλιόνων και των Ταυλαντίων κοντά στην Επίδαμνο". Στράβωνος Γεωγραφικά VII 7.8: "…αἰτιολογοῦντες ἅμα, ὅτι καὶ κουρᾶι καὶ διαλέκτωι καὶ χλαμύδι καὶ ἄλλοις τοιούτοις χρῶνται παραπλησίως• ἔνιοι δὲ καὶ δίγλωττοί εἰσι"
  7. Pomeroy και άλλοι 2008, σελ. 255.
  8. Webber & McBride 2001, σελ. 14: "Αναπαράσταση πομπής ζωγραφισμένης σε οπίσθιο τοίχο στον τάφο Sveshtari του 3ου π.Χ. αιώνα. Το πρωτότυπο είναι ζωγραφισμένο με κάρβουνο, καθώς παρέμεινε ημιτελές. Αναπαριστά τον εξελληνισμένο βασιλιά των Γετών να στέφεται από τη Θρακική Μητέρα Θεά."
  9. Boyce & Grenet 1975, σελ. 353: "Η Νότια Συρία έτσι, ήταν μια σχετικά τελευταία προσθήκη στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, η κυρίως περιοχή της οποίας ήταν η Βόρεια Συρία. Εκεί ο ίδιος ο Σέλευκος είχε ιδρύσει τέσσερεις πόλεις—την πρωτεύουσά του Αντιόχεια (η επί του Ορόντου ή Αντιόχεια η Μεγάλη), την Απάμεια, τη Σελεύκεια, και Λαοδικεία —όλες νέες με ευρωπαϊκή πληθυσμό. Εκεί είναι γνωστές άλλες είκοσι ελληνιστικές πόλεις, και ο στρατός των Σελευκιδών ήταν ο μεγαλύτερος της περιοχής, είτε επανδρώνοντας της πόλεις είτε εγκατεστημένος ως εφεδρικός στις στρατιωτικές αποικίες. Ο εξελληνισμός, αν και εντατικός, φαίνεται κυρίως να είχε περιοριστεί σε αυτά τα αστικά κέντρα, όπου τα Ελληνικά ήταν η κοινώς ομιλούμενη γλώσσα. Οι άνθρωποι της επαρχίας φαίνεται να είχαν επηρεαστεί λίγο από την πολιτιστική αλλαγή, και συνέχισαν να μιλάνε τα Συριακά και να ακολουθούν τους δικούς τους παραδοσιακούς τρόπους. Παρά την πολιτική της σημασία, είναι λίγα πράγματα γνωστά για τη Συρία υπό τη Μακεδονική εξουσία, και ακόμα και η διαδικασία του Εξελληνισμού μπορεί να ανιχνευτεί κυρίως στη μία κοινότητα που διατήρησε κάποιες πηγές και αναφορές από την εποχή εκείνη, δηλαδή τους Εβραίους της Νότιας Συρίας."
  10. Isaac 2004, σελ. 144: "Προφανώς η καλύτερη και πιο ευχάριστη φιλοφρόνηση που θα μπορούσε να κάνει κάποιος σε μια ελληνιστική πόλη στη Μικρά Ασία ήταν να επιμένει για την προγονική της καταβολή: δεν ήταν μια πόλη ακαθόριστων μεταναστών, αλλά γνήσιοι αίματος Έλληνες και Μακεδόνες. Και πάλι, βλέπουμε ότι τέτοιες απόψεις ήταν πολύ συνηθισμένες, αλλά υπήρχαν και κριτικές."
  11. Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμ. Ζ', σελ. 5
  12. Εξελληνίζω ορισμός γ. Πύλη για την Ελληνική γλώσσα
  13. Π.χ.: γαζέτα, ρετσέτα, μπαρμπέρης, αμανάτι, μεϊντάνι, νταμάρι · για τα: εφημερίδα, συνταγή, κουρέας, ενέχυρο, λατομείο.
    Εξελληνισμένες όπως, προβοκάτσια, κολεκτίβα, ντόμπρος, μερεμέτι, μουσαφίρης, χαρτζιλίκι κ.τ.λ.
  14. Εξελληνισμός εφαρμογών ΕΛΛΑΚ
  15. Γλώσσα και Εθνος στη Νεοτερη Ελλάδα Αντώνης Λιάκος (2007), Πύλη για την Ελληνική γλώσσα
  16. Tonnet, H. 2003 Για μια ιστορία της διαμόρφωσης του λεξιλογίου της κοινής νέας ελληνικής. Στο Η ελληνική γλώσσα και η ιστορία της (δίγλωσση έκδοση, ελλην.-γαλλ), επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης et al., 53-57. Αθήνα & Θεσσαλονίκη: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  17. «Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα, Λάμπρος Μπαλτιώτης, Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2016. 
  18. Σε σημείο, ανάλογα με την αναγνωσιμότητα και την περίπτωση, να θεωρούνται από κάποιους (λανθασμένα) ότι ήταν Έλληνες
  19. «Η παθιασμένη ζωή του Βικέντιου Βαν Γκογκ». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2016. 
  20. «Ο ραγισμένος ήλιος Bικέντιος Βαν Γκογκ». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2016. 
  21. Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι – για όλους και για τον καθένα[νεκρός σύνδεσμος]
  22. «Νόησις Thessaloniki Science Center». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2016. 
  23. Γνωμολογικόν
  24. Η Αυγή
  25. Το Βήμα
  26. iefimerida
  27. «ΑΠΟΤΑ -OĞLUΣΤΑ –ΙΔΗΣ». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2016. 
  28. Ο Εξελληνισμός-Εξαρχαϊσμός των ονομάτων στην Καππαδοκία τον ένατο αιώνα, Ιωάννα Πετροπούλου
  29. Η οδηγία για χρήση ελληνικών ονομάτων καθώς και μεταφράσεις στα καλαμανλίδικα από τον Μητροπολίτη Καισάρειας Παΐσιο (1777 ή 1780 – 1871), ήταν μέσο για την αφύπνιση της ελληνικής συνείδησης στην Καππαδοκία, βλ. Ελληνόφωνοι Καππαδόκες Λόγιοι, σελ. 40, Μαρία Κ. Χωδιάκη, Διπλωματική εργασία, 2007
  30. Παράγραφος 6 -26 και 27 Άρθρο 94 του Νόμου 3852/2010 (σελ 48)
  31. Εξελληνισμός ονόματος πολιτογραφηθέντος ομογενούς
  32. «Eξελληνισμόw κυρίου ονόματος και Επωνύμου πολιτογραφημένων ομογενών αλλοδαπών-Ακύρωση πράξης Δημάρχου για αλλαγή επωνύμου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2016. 
  33. 33,0 33,1 aigeira2.blogspot
  34. «Ελληνικό Τυπογραφείο Φεκ Α12 6 Απριλίου 1833». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2016. 
  35. 35,0 35,1 Η εθνική επιχείρηση εξελληνισμού των τοπωνυμίων
  36. Γνωμοδοτήσεις περί μετονομασίας συνοικισμών και κοινοτήτων, Γ. Πολίτης
  37. «Ελληνικό Τυπογραφείο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2016. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]