Εξέγερση της Βαρσοβίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εξέγερση της Βαρσοβίας
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Οι θέσεις της πολωνικής αντίστασης, με κόκκινο περίγραμμα κατά την 4η ημέρα (4 Αυγούστου 1944)
Χρονολογία1 Αυγούστου – 2 Οκτωβρίου 1944 (2 μήνες και 1 ημέρα)
ΤόποςΒαρσοβία
52°13′48″N 21°00′39″E / 52.23000°N 21.01083°E / 52.23000; 21.01083Συντεταγμένες: 52°13′48″N 21°00′39″E / 52.23000°N 21.01083°E / 52.23000; 21.01083
ΑίτιαΠροέλαση Κόκκινου Στρατού και επικείμενη αποχώρηση γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής
ΣτόχοιΑπελευθέρωση Βαρσοβίας
ΈκβασηΓερμανική νίκη και καταστροφή της πόλης
Αντιμαχόμενοι

Πολωνικός Εσωτερικός Στρατός
Πολωνικός Στρατός στην Ανατολή
Λαϊκός Στρατός

  • Υποβοηθούμενες από
Βρετανική Βασιλική Αεροπορία και πολωνικές μοίρες (4 Αυγούστου – 21 Σεπτεμβρίου)
Πρώτος Πολωνικός Στρατός (από 14 Σεπτεμβρίου)
Πολεμική Αεροπορία Ν. Αφρικής
Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ
(18 Σεπτεμβρίου μόνο)
Σοβιετική Πολεμική Αεροπορία (από 13 Σεπτεμβρίου)
Ναζιστική Γερμανία
Ηγετικά πρόσωπα
Ταντέους Κομορόφσκι  #
Ταντέους Πεουλζτίνσκυ  #
Αντόνι Κρούστσελ  #
Κάρολ Ζιέμσκι  #
Εντουαρντ Φάϊφερ  #
Λέοπολντ Οκουλίτσυ
Ζαν Μαζουρκίεβιτς
Ζίγκμουντ Μπέρλινγκ
Έριχ φον ντεμ Μπαχ
Ράινερ Στάχελ
Χάϊντς Ράϊνεφαρτ
Μπρόνισλαβ Καμίνσκι
Δυνάμεις
20.000 έως 49.000
13.000 έως 25.000
Απολογισμός

Πολωνική Αντίσταση: 16.000 νεκροί και αγνοούμενοι 5.000-6.000 τραυματίες
15.000 αιχμάλωτοι

1η Πολωνική Στρατιά:
5.660 συνολικές απώλειες
150.000-200.000 άμαχοι σκοτώθηκαν,
700.000 εκδιώχθηκαν από την πόλη.
Γερμανικές δυνάμεις:
2.000-9.000 νεκροί
0-7.000 αγνοούμενοι
9.000 τραυματίες
2.000 αιχμάλωτοι (οι μισοί απελευθερώθηκαν μετά το τέλος της εξέγερσης)
310 άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα, 340 φορτηγά και αυτοκίνητα, 22 κανόνια πυροβολικού και ένα αεροσκάφος.

Η εξέγερση της Βαρσοβίας (πολωνικά: powstanie warszawskie, γερμανικά: Warschauer Aufstand) ήταν ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στους αντάρτες της πολωνικής αντίστασης - κυρίως της οργάνωσης Armia Krajowa ή AK (ελλ: Εγχώριος Στρατός[1] ή Στρατός της Πατρίδας[2]) - και τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η εξέγερση άρχισε την 1η Αυγούστου 1944, ως τμήμα γενικευμένων πολεμικών επιχειρήσεων της πολωνικής αντίστασης στα εδάφη του προπολεμικού πολωνικού κράτους, παράλληλα με τη σοβιετική προέλαση εναντίον των γερμανοκρατούμενων εδαφών. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε συγκρούσεις διάρκειας λίγων μόνο μερών ως την άφιξη των σοβιετικών δυνάμεων που προσέγγιζαν την πόλη. Παρόλα αυτά η σοβιετική προέλαση σταμάτησε εκείνο το διάστημα, ενώ η πολωνική αντίσταση συνεχίστηκε για 63 ολόκληρες μέρες ως την τελική παράδοση στους Γερμανούς στις 2 Οκτωβρίου[2]. Μετά την καταστολή της εξέγερσης ακολούθησε η οργανωμένη λεηλασία και καταστροφή της πόλης από τις γερμανικές δυνάμεις.

Η εξέγερση της Βαρσοβίας θεωρείται ως η μεγαλύτερη επιχείρηση που διεξήγαγε αντιστασιακή οργάνωση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[3].

Πρελούδιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η απόφαση για την εξέγερση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η απόφαση για την εξέγερση στη Βαρσοβία είχε παρθεί από την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση που ήταν εγκατεστημένη στο Λονδίνο, ενώ ο καθορισμός της ημερομηνίας διεξαγωγής της ανήκε στη δικαιοδοσία της ηγεσίας της Armia Krajowa. Οι επικεφαλής της οργάνωσης οριστικοποίησαν την απόφασή τους μεταξύ της 21ης με 25η Ιουλίου του 1944, ενώ η τελική εντολή για την κινητοποίηση των ανταρτών δόθηκε το απόγευμα της 31ης Ιουλίου[4], γεγονός που επηρέασε αρνητικά τις τελικές προετοιμασίες, καθώς συνέπεσε χρονικά με το ωράριο απαγόρευσης κυκλοφορίας που είχε επιβληθεί από τις δυνάμεις Κατοχής. Ως εκ τούτου, οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς της ΑΚ ενημερώθηκαν το πρωί της 1ης Αυγούστου, με αποτέλεσμα να έχουν στη διάθεσή τους ελάχιστες ώρες για να συγκροτήσουν τα τμήματά τους, ώστε αυτά να είναι ετοιμοπόλεμα μέχρι τις 5 μ.μ. που είχε οριστεί ως η ώρα έναρξης της εξέγερσης[5].

Καταλυτικό ρόλο στην απόφαση των ηγετών της οργάνωσης διαδραμάτισε η λανθασμένη πεποίθηση πως ένεκα της σοβιετικής επίθεσης, η γερμανική οπισθοχώρηση αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή[6][7][8].

Η εξέγερση ξέσπασε δύο μέρες μετά την προσέγγιση των ανατολικών συνοικιών της Βαρσοβίας από την εμπροσθοφυλακή των σοβιετικών δυνάμεων και ενώ το ραδιόφωνο της Μόσχας καλούσε από μέρες τους κατοίκους της πόλης να πάρουν τα όπλα ώστε να διώξουν τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής[9][10][11].

Οι κύριοι στόχοι των ανταρτών ήταν να τρέψουν τις γερμανικές δυνάμεις σε φυγή και να απελευθερώσουν τη Βαρσοβία πριν από την άφιξη του σοβιετικού στρατού, ώστε να αποφευχθεί το μεταπολεμικό πέρασμα της Πολωνίας υπό άμεση σοβιετική επιρροή[11][12][13][14]. Για αυτόν τον λόγο, κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της εξέγερσης δεν υπήρξε ενημέρωση της σοβιετικής πλευράς, ούτε και συνεννόηση μαζί της[15].

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ηγεσίας των εξεγερμένων, η διάρκεια της επιχείρησης απελευθέρωσης της Βαρσοβίας δεν θα κρατούσε περισσότερες από έξι μέρες[16].

Αντιμαχόμενες δυνάμεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολωνική πλευρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κομορόφσκι τον Μάιο του 1945.

Η εξέγερση οργανώθηκε από την Armia Krajowa, η οποία διέθεσε για τον σκοπό αυτό στη Βαρσοβία περισσότερες από 600 ένοπλες ομάδες[17], οι οποίες όμως ήταν ανέτοιμες για μια μακρόχρονη σύγκρουση[18] και είχαν κατά κανόνα ελλιπή οπλισμό[19]. Χαρακτηριστικά, τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων ορισμένοι αντάρτες οδηγούνταν στη μάχη οπλισμένοι μόνο με χειροβομβίδες ή βόμβες μολότωφ[20].

Οι αντάρτες της ΑΚ αποτέλεσαν τον κύριο όγκο των δυνάμεων της εξέγερσης, οι οποίες αριθμούσαν συνολικά περίπου 40.000[8] με 50.000[19] ένοπλους και βοηθητικούς (μεταξύ των οποίων και 4.000 γυναίκες). Μετά τη γενίκευση της εξέγερσης, στις συγκρούσεις συμμετείχαν και ένοπλοι μικρότερων οργανώσεων, όπως της κομμουνιστικής Armia Ludowa (AL) και της υπερεθνικιστικής/αντισημιτικής Narodowe Siły Zbrojne (NSZ)[21][22][23], Εβραίοι αντιστασιακοί, αλλά και ξένοι εθελοντές όπως Ιταλοί αυτόμολοι των γερμανικών στρατευμάτων, Σοβιετικοί δραπέτες στρατοπέδων αιχμαλώτων, Ούγγροι, Σλοβάκοι κ.ά[24]. Ο αριθμός όλων αυτών υπολογίζεται μεταξύ 2.000 - 4.000 ανδρών[21][23]. Ηγέτης των ανταρτών ήταν ο στρατιωτικός διοικητής της ΑΚ, ταξίαρχος Ταντέους «Μπορ» Κομορόφσκι και επιχειρησιακός αρχηγός ο συνταγματάρχης Αντόνι Χρούστσιελ.

Επίσης στα μέσα του Σεπτεμβρίου εισήλθαν στην πόλη, ενισχύοντας τους αντάρτες, δυνάμεις της Α΄ Πολωνικής Στρατιάς που είχε δημιουργηθεί από την αναδιοργάνωση των πολωνικών ενόπλων δυνάμεων που δρούσαν στη Σοβιετική Ένωση και προήλαυνε μαζί με τον Κόκκινο Στρατό.

Νωρίτερα, είχε ξεκινήσει ήδη από τις 4 Αυγούστου η ενίσχυση των ανταρτών από αέρος με ρίψεις κατά κύριο λόγο της ΡΑΦ, αλλά και μοιρών των πολωνικών ενόπλων δυνάμεων της Δύσης. Από τις 13 Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν ρίψεις και από την πλευρά της Σοβιετικής Πολεμικής Αεροπορίας, ενώ στις 18 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε και συμμετοχή των δυνάμεων της USAF.

Γερμανική πλευρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τις παραμονές της εξέγερσης, οι γερμανικές δυνάμεις στη Βαρσοβία υπολογίζονταν σε 13.000 με 20.000 καλά οπλισμένους και οχυρωμένους άνδρες[25] και αποτελούνταν από τη στρατιωτική φρουρά της πόλης, αποσπάσματα των Waffen-SS, της Schutzpolizei και της Λουφτβάφε[26]. Παράγοντες που επηρέαζαν αρνητικά τη γερμανική άμυνα ήταν η λειψανδρία, αλλά και η έλλειψη ενιαίας διοίκησης μεταξύ των τοπικών δυνάμεων της Βέρμαχτ, των Waffen-SS και των πολιτικών αρχών της πόλης[27].

Καθώς δεν ήταν σε θέση να καταπνίξουν από μόνες τους την εξέγερση, καθ΄όλη τη διάρκεια των συγκρούσεων λάμβαναν συνεχώς ενισχύσεις, οι οποίες αποτελούνταν από δυνάμεις του στρατού, των Waffen-SS (όπως τα τμήματα των Ντιρλεβάνγκερ και Καμίνσκι), μονάδες αστυνομίας και πολιτοφυλακής, ενώ τον Σεπτέμβριο στάλθηκαν ως ενισχύσεις και δυνάμεις τεθωρακισμένων[26]. Οι ενισχύσεις από τμήματα της Βέρμαχτ ήταν περιορισμένες αφενός διότι ο Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος επιφορτίστηκε με τον συντονισμό της επιχείρησης, προσπάθησε - όσο αυτό ήταν δυνατό - να μην εμπλέξει μονάδες της σε συγκρούσεις εντός αστικού περιβάλλοντος[28] και αφετέρου εξαιτίας της σοβιετικής προέλασης, για την αντιμετώπιση της οποίας, ο στρατάρχης Βάλτερ Μόντελ είχε κινητοποιήσει όσα αξιόμαχα στρατεύματα ήταν διαθέσιμα[29].

Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων ήταν αρχικά ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης, αντιστράτηγος Ράινερ Στάχελ, ο οποίος τον προηγούμενο μήνα είχε διακριθεί στη μάχη του Βίλνιους[30] και απολάμβανε της προσωπικής εκτίμησης του Αδόλφου Χίτλερ[31]. Τον Στάχελ αντικατέστησε στις 5 Αυγούστου ο στρατηγός των Waffen-SS, Έριχ φον ντεμ Μπαχ - Ζελέφσκι[16], γενικός υπεύθυνος καταπολέμησης των ανταρτών στην Ευρώπη και ενορχηστρωτής εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που είχαν οδηγήσει σε εκατόμβες νεκρών στα κατεχόμενα εδάφη της ΕΣΣΔ[32].

Η εξέγερση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες συγκρούσεις και η γερμανική αντίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολωνοί αντάρτες στη Βόλα.

Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν την 1η Αυγούστου με τις πρώτες ανταλλαγές πυροβολισμών να ξεσπούν πρόωρα στη συνοικία Ζόλιμπορζ[33] και να επεκτείνονται γρήγορα στο κέντρο της πόλης, το Μοκότοφ και το Τσζερνιακόφ[34]. Αρχικά οι Πολωνοί αιφνιδίασαν τη γερμανική φρουρά[35] και κατέλαβαν διάφορες θέσεις και συνοικίες της πόλης, αλλά απέτυχαν[19] να εξασφαλίσουν στρατηγικά σημεία όπως τα αεροδρόμια Οκότσιε και Μπιελάνυ, ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός, οι γέφυρες του Βιστούλα, καθώς και η συνοικία Πράγκα στην ανατολική όχθη του ποταμού, όπου η εξέγερση κατέρρευσε την επόμενη μέρα[36].

Παράλληλα, στις 2 Αυγούστου η σοβιετική προέλαση σταμάτησε[37] στα προάστια εξαιτίας γερμανικής αντεπίθεσης[38], ενώ εντός της Βαρσοβίας είχαν ξεσπάσει φονικές μάχες[39], όπως στη συνοικία Βόλα, όπου οι Γερμανοί στρατιώτες - εκτελώντας τις διαταγές που έλαβαν από τον Χίτλερ ή τον Χίμλερ περί αδιάκριτης εκτέλεσης ανταρτών και πολιτών και ισοπέδωσης της πόλης[40] - είχαν προχωρήσει από την πρώτη μέρα της εξέγερσης σε εκτελέσεις αμάχων[41]. Η συγκεκριμένη τακτική εφαρμόστηκε σε ολόκληρη τη Βαρσοβία και οδήγησε ήδη από τις πρώτες τρεις μέρες των συγκρούσεων σε μαζικές εκτελέσεις εκατοντάδων αμάχων και αιχμάλωτων ανταρτών[40].

Επιπλέον, μετά την επιθετική πρωτοβουλία των πρώτων μερών, οι αντάρτες πέρασαν από τις 4 Αυγούστου σε στάση ενεργητικής άμυνας, ένεκα της έλλειψης πυρομαχικών. Το ίδιο βράδυ πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες ρίψεις πολεμοφοδίων από τη βρετανική αεροπορία[16], ενώ από την άλλη πλευρά κατέφθασαν το ίδιο διάστημα στη Βαρσοβία οι πρώτες γερμανικές ενισχύσεις που περιλάμβαναν[42], μεταξύ άλλων, το κακόφημο[43] τμήμα μάχης Ντιρλεβάνγκερ δύναμης 900 ανδρών[44] (στην πορεία των συγκρούσεων ενισχύθηκε κατά κύριο λόγο με εγκληματίες του ποινικού δικαίου[45] και Σοβιετικούς μουσουλμάνους του συντάγματος Ostmuselmanisches SS[43]) και 1.700 Σοβιετικούς δοσίλογους της ταξιαρχίας RONA των Waffen-SS του Μπρόνισλαβ Καμίνσκι υπό τον Γιούρι Φρολόφ[46]. Οι τελευταίοι ήταν εξαιρετικά απείθαρχοι και θεωρούνταν χαμηλής μαχητικής αξίας[47].

Άνδρες του τμήματος μάχης Ντιρλεβάνγκερ κατά τη διάρκεια οδομαχιών.

Ενισχυμένοι πλέον, οι Γερμανοί πραγματοποίησαν σφοδρές επιθέσεις κατά τις 5 Αυγούστου, κυρίως στο μέτωπο της Βόλα όπου υποχρέωσαν τους αντάρτες σε οπισθοχώρηση προς το κέντρο της πόλης. Ταυτόχρονα με τις μάχες αλλά και μετά την εκκαθάριση της συνοικίας, οι γερμανικές δυνάμεις (κυρίως τα τμήματα των Ντιρλεβάνγκερ και Καμίνσκι) πραγματοποίησαν γενική σφαγή του πληθυσμού, η οποία συνοδεύτηκε με μαζικούς βιασμούς και βασανισμούς[48]. Ο αριθμός των θυμάτων υπολογίζεται σε περίπου 35.000 άτομα, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας[49].

Σκληρές μάχες σώμα με σώμα πραγματοποιήθηκαν και στην περιοχή των νεκροταφείων, όπου το κύριο βάρος της αναχαίτισης της γερμανικής επίθεσης ανέλαβε το επίλεκτο τάγμα Parasol[50], ενώ η πρώτη εβδομάδα των συγκρούσεων στη Βαρσοβία ολοκληρώθηκε δίχως - κατά τον Ντέιβις - κάποια από τις αντιμαχόμενες πλευρές να έχει αποκτήσει ξεκάθαρο πλεονέκτημα[51].

Κλιμάκωση των συγκρούσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με αφετηρία τις 8 Αυγούστου, οι γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν με σφοδρότητα στις θέσεις της πολωνικής αντίστασης στην Παλιά Πόλη, ενώ την επόμενη ημέρα απόσπασμα του τμήματος μάχης Ντιρλεβάνγκερ με τη συνοδεία τεθωρακισμένων κατάφερε παρά τα πυκνά εχθρικά πυρά να απεγκλωβίσει τον κυβερνήτη της Βαρσοβίας Λούντβιχ Φίσερ, τον στρατιωτικό διοικητή Στάχελ, τη φρουρά αλλά και τους διοικητικούς υπαλλήλους που είχαν αποκλειστεί στο Ανάκτορο Μπριουχλ από την αρχή της εξέγερσης[52]. Στις 10 του μήνα οι αντάρτες κατέλαβαν ορισμένα κτίρια δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ οι μάχες μαίνονταν στο κέντρο της Βαρσοβίας, στην Παλιά Πόλη, στη Βόλα καθώς και στη γειτονική Οχότα, όπου οι πολωνικές δυνάμεις που μάχονταν εκεί υποχώρησαν στις 11 Αυγούστου, κατευθυνόμενες προς το κέντρο[42]. Την κατάληψη της Οχότα ακολούθησαν νέες μαζικές δολοφονίες[19], ανάλογες με αυτές που είχαν προηγηθεί στη Βόλα[48].

Βομβαρδισμός θέσεων της Παλιάς Πόλης από το γερμανικό πυροβολικό.

Στις 14 Αυγούστου ο Κομορόφσκι κάλεσε μέσω του ραδιοφώνου των εξεγερμένων τις αντάρτικες μονάδες της ΑΚ που βρίσκονταν κοντά στη Βαρσοβία να προσέλθουν στην πόλη προκειμένου να ενισχύσουν τον αγώνα, όμως η ενίσχυση που ήλθε τις επόμενες μέρες ήταν κατώτερη του αναμενόμενου[53]. Στις 16 του μήνα οι Γερμανοί κατέλαβαν τον σταθμό ύδρευσης και ακολούθως διέκοψαν την παροχή νερού, αναγκάζοντας τους Πολωνούς να καταφύγουν για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα στην εξοικονόμηση νερού και τη χρήση αυτοσχέδιων πηγαδιών[8][42].

Τις επόμενες μέρες, η γερμανική επίθεση επικεντρώθηκε κυρίως στο μέτωπο της Παλιάς Πόλης, όπου πραγματοποιήθηκαν σφοδροί βομβαρδισμοί, ενώ στις 18 Αυγούστου ακολούθησε πρόταση του Μπαχ-Ζελέφσκι περί παράδοσης της ΑΚ, η οποία όμως, μετά από εντολή του Κομορόφσκι, έμεινε αναπάντητη[42]. Στις 19 Αυγούστου κατέφθασαν στη Βαρσοβία αντάρτικες δυνάμεις της AK, προερχόμενες από τα κοντινά δάση Καμπίνος και Καμπάτσκι που βρίσκονται στα βόρεια και νότια της πολωνικής πρωτεύουσας αντίστοιχα. Την ίδια μέρα, στο μέτωπο το κέντρου της πόλης, οι Πολωνοί απώλεσαν το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο, όμως στις 20 και 22 του μήνα κατέλαβαν τα κτίρια της Μετοχικής Εταιρείας Πολωνικής Τηλεφωνίας, αιχμαλωτίζοντας αρκετούς Γερμανούς στρατιώτες και λαμβάνοντας ως λάφυρα σημαντικές ποσότητες σε προμήθειες και πολεμοφόδια[42][54]. Αντιθέτως, επίθεση των ανταρτών στον σιδηροδρομικό σταθμό Γκντανσκ, αποκρούστηκε με βαριές απώλειες[42], ενώ αποτυχημένη ήταν και η προσπάθεια ανακατάληψης του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου[55]. Από γερμανικής πλευράς, κατά τις 20 Αυγούστου οι άμεσα εμπλεκόμενες στις εχθροπραξίες δυνάμεις ανέρχονταν σε 17.000 ένοπλους, χωρισμένους σε δύο μεγάλες ομάδες μάχης: την ομάδα μάχης του υποστράτηγου Ρορ - που περιλάμβανε και το απόσπασμα των Σοβιετικών δοσιλόγων του Καμίνσκι - και την ομάδα μάχης Ράινεφαρθ, που αποτελείτο από τα τμήματα μάχης Ντιρλεβάνγκερ, Ρεκ, Σμιντ και αρκετές εφεδρικές μονάδες.

Σχεδιάγραμμα δικτύου υπονόμων που χρησιμοποίησαν οι αντάρτες.

Στις 27 Αυγούστου οι Γερμανοί κατέλαβαν τον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και την επόμενη μέρα, μετά από σκληρή και πολυήμερη σύγκρουση, το τμήμα μάχης Σμιντ κατέλαβε το Εθνικό Τυπογραφείο PWPW, σημαντικό προπύργιο των ανταρτών στην Παλιά Πόλη. Κατά την εκκαθάριση του Τυπογραφείου, οι Γερμανοί στρατιώτες προχώρησαν σε επί τόπου εκτελέσεις των αιχμάλωτων ανταρτών, αρκετών αμάχων που είχαν βρει καταφύγιο εκεί, αλλά και μελών του δυναμικού του αυτοσχέδιου νοσοκομείου που λειτουργούσε εντός του κτιρίου[42][56]. Η πτώση του Εθνικού Τυπογραφείου έπληξε καθοριστικά τις αντάρτικες δυνάμεις που μάχονταν στο βόρειο τμήμα της Παλιάς Πόλης[57].

Παράλληλα στο νότιο μέτωπο, 3.000 αντάρτες που είχαν εδραιωθεί στο Μοκότοφ με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Γιόζεφ Ροκίτσκι, πραγματοποίησαν τις νυχτερινές ώρες της 26/27 και 27/28 Αυγούστου παρακινδυνευμένες επιθέσεις στην επίπεδη και ανοικτή περιοχή ανάμεσα στο Μοκότοφ και τον Βιστούλα προκειμένου να συνδεθούν με τις πολωνικές δυνάμεις που μάχονταν στο κέντρο της πόλης, χωρίς όμως να καταφέρουν να κάμψουν τη γερμανική γραμμή άμυνας στο πάρκο Λαζιένκι[58].

Παρά τις απώλειες που είχαν υποστεί μέχρι και τα τέλη του Αυγούστου, οι δυνάμεις των αντιστασιακών παρέμεναν ισχυρές σε στρατηγικά σημεία της Βαρσοβίας, ήταν σε θέση να πραγματοποιούν αρκετές κατά τόπους αντεπιθέσεις και αξιοποιούσαν στο έπακρο το δαιδαλώδες δίκτυο των υπονόμων, καθώς και άλλα μυστικά περάσματα[59] που χρησιμοποιούνταν επίσης για τη μετακίνηση αγγελιοφόρων και τη μεταφορά τραυματιών, αμάχων και πολεμοφοδίων[60].

Γερμανικές επιτυχίες και πολωνικές σκέψεις για συνθηκολόγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βομβαρδισμός του κτιρίου Προυντένσιαλ από το γερμανικό πυροβολικό.

Καίριο χτύπημα για την πολωνική άμυνα αποτέλεσε η απώλεια της Παλιάς Πόλης, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου. Περίπου 2.000 αντάρτες, μεταξύ των οποίων και 500 τραυματίες, απέφυγαν την αιχμαλωσία χάρη στη χρήση των αγωγών αποχέτευσης[61], όμως έμεινε πίσω μεγάλος αριθμός τραυματιών και αμάχων (περίπου 7.000 άτομα) που εκτελέστηκαν μαζικά από τις προελαύνουσες γερμανικές δυνάμεις[42][60]. Έπειτα, στις 6 του μήνα οι Γερμανοί κατέλαβαν και τη συνοικία Ποβίσλε στο κέντρο της πόλης[17].

Λαμβάνοντας υπόψη τα συνεχόμενα πλήγματα, ο Κομορόφσκι και ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας της εξόριστης πολωνικής κυβέρνησης, Γιανκόφσκι, απέστειλαν τηλεγράφημα στην πολωνική κυβέρνηση του Λονδίνου, μέσω του οποίου ανέλυαν την κατάσταση και τις διαθέσιμες επιλογές τους, οι οποίες περιλάμβαναν την εκκένωση της πόλης από τον άμαχο πληθυσμό μετά από συμφωνία με τη γερμανική πλευρά και τη συνέχιση του αγώνα μέχρι τέλους, την άνευ όρων παράδοση ή τη συνέχιση της αντίστασης με τη σταδιακή υποχώρηση από το εκάστοτε μέτωπο όταν η γερμανική επικράτηση θα ήταν αναμφισβήτητη, με σκοπό να κερδηθεί περισσότερος χρόνος μέχρι την αποστολή ενισχύσεων. Οι δύο άνδρες έκλιναν προς την τρίτη επιλογή, έχοντας όμως επίγνωση πως μια τέτοια τακτική πιθανόν να οδηγούσε στην ολική καταστροφή της πόλης[62].

Παράλληλα, υπό το βάρος της πίεσης σημαντικής μερίδας του άμαχου πληθυσμού, της οποίας το ηθικό είχε καμφθεί από τις αντιξοότητες[63], ο Κομορόφσκι αποδέχτηκε στις 8 Σεπτεμβρίου πρόταση του Γερμανού υποστράτηγου Ρορ για διαπραγματεύσεις[64], οι οποίες ξεκίνησαν με τη διαμεσολάβηση του πολωνικού Ερυθρού Σταυρού και ακολουθήθηκαν από μικρές εκεχειρίες το διάστημα μεταξύ 8 - 10 Σεπτεμβρίου[62] που έδωσαν τη δυνατότητα σε 20.000 - 25.000 αμάχους (κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους) να εγκαταλείψουν την εμπόλεμη ζώνη[65][66].

Ενώ η διαδικασία εκκένωσης της πόλης ήταν ακόμη σε εξέλιξη, ο Ρορ άσκησε πιέσεις στην πολωνική πλευρά για μια γρήγορη παράδοση. Ο Κομορόφσκι απάντησε ζητώντας την απόδοση της ιδιότητας του εμπόλεμου στους αντάρτες και τη διασαφήνιση της μοίρας των υπόλοιπων αντιστασιακών και του άμαχου πληθυσμού, αιτήματα που ικανοποιήθηκαν από τον Ρορ, ο οποίος δεσμεύτηκε για την απόδοση του εμπόλεμου και την αποφυγή αντεκδικήσεων. Παράλληλα, εγγυήθηκε την ασφάλεια των αμάχων, για τους οποίους πρότεινε τη μεταφορά τους στα δυτικά. Όμως πέρα από τις δεσμεύσεις, απαίτησε την άμεση παράδοση των ανταρτών μέχρι τις 4 μ.μ. της 10ης Σεπτεμβρίου, αξίωση που απορρίφθηκε[67].

Κατόπιν, ο Κομορόφσκι ζήτησε την παραμονή των αμάχων στη Βαρσοβία, την επικύρωση της συμφωνίας συνθηκολόγησης από τον στρατηγό και διοικητή του Κεντρικού Τομέα των γερμανικών δυνάμεων, Γκιοργκ - Χάιντς Ράινχαρτ και την επίσημη ανακοίνωσή της από το γερμανικό ραδιόφωνο. Σε τηλεγράφημα που απέστειλε στις 10 Σεπτεμβρίου προς την πολωνική κυβέρνηση του Λονδίνου, ο Κομορόφσκι τόνισε πως αυτές οι απαιτήσεις είχαν ως σκοπό την καθυστέρηση της παράδοσης, καθώς την ίδια μέρα είχε παρατηρηθεί κινητικότητα από την ανατολική όχθη του Βιστούλα όπου βρίσκονταν οι σοβιετικές δυνάμεις[68]. Στα πλαίσια της γενικής προέλασής του στο Ανατολικό Μέτωπο, ο Κόκκινος Στρατός είχε εμπλακεί κατά τον Αύγουστο σε σκληρές μάχες στην ευρύτερη περιοχή ανατολικά της Βαρσοβίας, με τις απώλειές του να υπολογίζονται σε περισσότερους από 23.000 νεκρούς[15].

Σοβιετική επαναδραστηριοποίηση και συνέχιση των εχθροπραξιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 13 Σεπτεμβρίου[69] ξεκίνησαν οι ρίψεις πολεμοφοδίων από τη σοβιετική αεροπορία, ενώ στις 16 του ίδιου μήνα ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την Πράγκα[70] και έφτασε μόλις λίγα μέτρα από τις πολωνικές θέσεις, αλλά χαρακτηριστικά δεν προέλασε περαιτέρω[13][71], αφήνοντας αστήρικτους τους αντάρτες που μάχονταν εντός της πόλης. Κατά τόν συγγραφέα Eddy Bayer οἱ Σοβιετικοί όχι μόνον δέν βοήθησαν μέ κανέναν τρόπο τούς εξεγερθέντες(γιά λόγους πού ἠδη αναφέρονται στό λήμμα), αλλά εμπόδισαν καί τήν ενίσχυσή τους από τούς Δυτικούς Συμμάχους: Απαγόρευσαν στά τετρακινητήρια αεροσκάφη των Αγγλοαμερικανών πού έριχναν εφόδια στούς εξεγερμένους να προσγειώνονται σε σοβιετικά αεροδρόμια γιά ανεφοδιασμό. Η απαγόρευση περιελάμβανε και συμμαχικά βομβαρδιστικά που έτυχε να χτυπηθούν από την γερμανικά αεράμυνα εκτελώντας άλλες αποστολές στην κατεχόμενη Ευρώπη. Συνολικά χάθηκαν 250 αεροσκάφη και 1750 αεροπόροι[72]. Αντιθέτως, τμήματα της Α΄ Πολωνικής Στρατιάς (είχε δημιουργηθεί από την αναδιοργάνωση των πολωνικών ενόπλων δυνάμεων που δρούσαν στη Σοβιετική Ένωση και προήλαυνε μαζί με τους Σοβιετικούς έχοντας επικεφαλής τον Πολωνό αξιωματικό Ζίγκμουντ Μπέρλινγκ) διέσχισαν τον ποταμό και ενίσχυσαν τους ομοεθνείς τους, μετρώντας όμως βαριές απώλειες[17][23][73][74], κυρίως κατά την οκταήμερη μάχη στο προγεφύρωμα του Τσζερνιακόφ που έληξε στις 23 Σεπτεμβρίου με τη γερμανική επικράτηση. Ακολούθως, οι επιζώντες Πολωνοί στρατιώτες επέστρεψαν στην Πράγκα, ενώ οι αντάρτες κατέφυγαν στις περιοχές της πόλης που ελέγχονταν ακόμη από την ΑΚ[75].

Αντάρτες του τάγματος Gustaw της AK στην πλατεία Νταμπρόφσκι.

Από την πλευρά τους, οι Σοβιετικοί πρότειναν στην ηγεσία της ΑΚ να εκκενώσει την κυρίως Βαρσοβία μεταφέροντας τις δυνάμεις της στην Πράγκα, μέσω του Ζόλιμπορζ που βρισκόταν ακόμη υπό πολωνικό έλεγχο, όμως η πρόταση απορρίφθηκε[76] (τους προηγούμενους μήνες, καθ' όλο το διάστημα της προέλασής του επί πολωνικού εδάφους, ο Κόκκινος Στρατός είχε προχωρήσει στη διάλυση των αντάρτικων δυνάμεων της ΑΚ, οι οποίες παρόλο που συμπολέμησαν με τους Σοβιετικούς σε διάφορες περιοχές όπως το Λβιβ, το Βίλνιους, η Βολυνία κ.α., υποχρεώθηκαν εν τέλει να αφοπλιστούν ή να ενσωματωθούν στις ελεγχόμενες από την ΕΣΣΔ, πολωνικές ένοπλες δυνάμεις[12][77][78]). Ως εκ τούτου, την αντίπερα όχθη του Βιστούλα πέρασαν κατά κύριο λόγο αντάρτες της κομμουνιστικής AL[8][76].

Η αδράνεια των Σοβιετικών θεωρήθηκε πως ήταν αποτέλεσμα εντολής του Ιωσήφ Στάλιν[3][79], ο οποίος επιθυμούσε να αποτύχει η εξέγερση ώστε μετά την επικείμενη υποχώρηση των Γερμανών, ο έλεγχος της Πολωνίας από την Σοβιετική Ένωση να είναι απόλυτος[80].

Η εξάλειψη του προγεφυρώματος του Τσζερνιακόφ επέτρεψε στις γερμανικές δυνάμεις να στρέψουν την προσοχή τους στα μέτωπα του Μοκότοφ και του Ζόλιμπορζ[81].

Η επίθεση στο Μοκότοφ ξεκίνησε στις 24 Σεπτεμβρίου με σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, ενώ στην επιχείρηση συμμετείχαν και δυνάμεις της 19ης Μεραρχίας Πάντσερ. Από την αντίθετη πλευρά, το προάστιο υπεράσπιζαν περίπου 3.000 αντάρτες της ΑΚ υπό τους αξιωματικούς Γιόζεφ Ροκίτσκι και Γιαν Μαζουρκίεβιτς, ενισχυμένοι με μερικούς αντάρτες της AL. Οι συγκρούσεις κράτησαν μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου (με μια μικρή κατάπαυση πυρός κατά το πρώτο εικοσιτετράωρο προκειμένου να εγκαταλείψει την περιοχή ο άμαχος πληθυσμός[82]) όταν υπό το βάρος του γερμανικού κλοιού και των μεγάλων απωλειών, ο Ροκίτσκι αποφάσισε τη διαφυγή μέσω των υπονόμων εν μέσω χαοτικών συνθηκών[83], ενώ όσοι έμειναν πίσω με επικεφαλής τον ταγματάρχη Κάζιμιερτζ Στέρναλ παραδόθηκαν στις 11:00 π.μ. της ίδιας μέρας[84]. Από το σύνολο των Πολωνών ενόπλων που έλαβαν μέρος στη μάχη του Μοκότοφ, υπολογίζεται πως μόλις 600 απέφυγαν τον θάνατο ή την αιχμαλωσία[83].

Ταυτόχρονα με τη γερμανική επίθεση στο Μοκότοφ πραγματοποιήθηκε και η αντίστοιχη στο Ζόλιμπορζ από 2.600 άνδρες της 19ης μεραρχίας τεθωρακισμένων, οι οποίοι ενισχύθηκαν με περίπου 5.000 στρατιώτες από άλλες μονάδες. Στον αντίποδα, στη συνοικία ήταν συγκεντρωμένοι 2.500 Πολωνοί αντάρτες, από τους οποίους μόλις οι 1.500 διέθεταν οπλισμό. Παρόλο που η αρχική επίθεση αποκρούστηκε, ακολούθησαν νέες, με αποκορύφωμα εκείνη της 29ης Σεπτεμβρίου που υποστηριζόταν από τεθωρακισμένα και εκτεταμένες βολές πυροβολικού. Εν τέλει οι Πολωνοί παραδόθηκαν μετά από διαπραγματεύσεις τα μεσάνυχτα της 30ης Σεπτεμβρίου, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτιστούν περίπου 1.350 αξιωματικοί και αντάρτες, 130 γυναίκες και 400 τραυματίες, ενώ μερικές δεκάδες ανταρτών κατάφεραν να αποφύγουν την αιχμαλωσία καταφεύγοντας κυρίως στην Πράγκα[85].

Οι απώλειες του Μοκότοφ και του Ζόλιμπορζ έφεραν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τους εξεγερθέντες, οι οποίοι πλέον βρίσκονταν απομονωμένοι και περικυκλωμένοι σε μια περιοχή του κέντρου της Βαρσοβίας[17], αντιμετωπίζοντας παράλληλα σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιμα και πυρομαχικά[81].

Παράλληλα, στις 27 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε εκκαθαριστική επιχείρηση κατά των προερχόμενων από την επαρχία 2.400 ανταρτών της ΑΚ στο Καμπίνος. Οι συγκεκριμένοι, εκμεταλλευόμενοι την ευνοϊκή στάση των ουγγρικών στρατευμάτων που στάθμευαν εκεί και τηρούσαν ουδετερότητα παρά το γεγονός πως υπάγονταν στις δυνάμεις του Άξονα, είχαν καταφέρει να εδραιωθούν στην περιοχή και να εμπλακούν επιτυχώς σε συγκρούσεις με γερμανικές δυνάμεις αλλά και άνδρες της RONA, χωρίς ωστόσο να μπορέσουν να επηρεάσουν καθοριστικά τα συμβάντα εντός της πόλης. Στις 29 του ίδιου μήνα, οι Γερμανοί κατάφεραν να εκτοπίσουν τους αντάρτες από το Καμπίνος, προξενώντας τους απώλειες 150 νεκρών, 120 τραυματιών και 150 αιχμαλώτων[86].

Συνθηκολόγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 30 Σεπτεμβρίου, ο πρωθυπουργός της εξόριστης πολωνικής κυβέρνησης Μικολάιτζικ και ο Κομορόφσκι απηύθυναν προς τους Στάλιν και Ροκοσόφσκι αντίστοιχα, ύστατες εκκλήσεις για την επανέναρξη των σοβιετικών επιχειρήσεων, χωρίς ωστόσο να λάβουν κάποια απάντηση[87]. Μπροστά στο αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκαν οι Πολωνοί αντιστασιακοί, ο Κομορόφσκι - αφού πρώτα ενημέρωσε την εξόριστη κυβέρνηση - ξεκίνησε επίσημα την 1η Οκτωβρίου διαπραγματεύσεις με τον Μπαχ-Ζελέφσκι[88] και το βράδυ της 2ας Οκτωβρίου υπέγραψε τη συνθήκη παράδοσης[89], μετά από 63 μέρες συγκρούσεων. Η συμφωνία με τις γερμανικές δυνάμεις εξασφάλισε στους αντάρτες την ιδιότητα του εμπόλεμου και τη μεταχείρισή τους ως αιχμαλώτων πολέμου της Βέρμαχτ[17].

Απολογισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απώλειες αντιμαχόμενων δυνάμεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που οι απώλειες δεν μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια, έχει εκτιμηθεί ότι περίπου 16.000 Πολωνοί αντιστασιακοί έχασαν τη ζωή τους, 6.000 τραυματίστηκαν και περισσότεροι[90] από 16.000 αιχμαλωτίστηκαν. Ειδικά για την ΑΚ το μέγεθος των απωλειών ήταν τόσο δυσβάστακτο ώστε παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, η οργάνωση δεν μπόρεσε να ανακάμψει[18][91][92], με αποτέλεσμα να αυτοδιαλυθεί τον Ιανουάριο του 1945, μετά από εντολή του διαδόχου του αιχμάλωτου Κομορόφσκι, Λέοπολντ Οκουλίτσκι[93]. Επιπλέον, οι συνολικές απώλειες της Στρατιάς Μπέρλινγκ ανήλθαν σε 5.660 άνδρες[23].

Σοροί θυμάτων από τη σφαγή της Βόλα προτού αποτεφρωθούν από τα γερμανικά στρατεύματα.

Παράλληλα, οι μαζικές σφαγές που πραγματοποίησαν οι γερμανικές δυνάμεις από κοινού με τους Σοβιετικούς δοσίλογους σε διάφορες συνοικίες της πόλης (κυρίως στη Βόλα και την Οχότα[19][94] και δευτερευόντως στην Παλιά Πόλη[42], το Ζόλιμπορζ και το Μοκότοφ[95]), οι τυφλοί βομβαρδισμοί του γερμανικού πυροβολικού και της αεροπορίας[96], αλλά και η χρησιμοποίηση αιχμαλώτων ως ανθρώπινες ασπίδες[95] είχαν ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περίπου 150.000 με 200.000 άμαχοι[3][79][97][98].

Οι συνολικές απώλειες των γερμανικών δυνάμεων υπολογίζονται από διάφορους ιστορικούς σε 20.000[17] με 26.000[79][99] νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους. Σε ό,τι αφορά τους νεκρούς δίνονται διάφορες εκτιμήσεις, με τη σύγχρονη ιστοριογραφία να έχει αποδεχτεί έναν αριθμό που κυμαίνεται μεταξύ 2 και 3 χιλιάδων απωλειών[100][101][102]. Ακόμη, υπολογίζεται πως τραυματίστηκαν γύρω στους 9.000 στρατιώτες και σκοτώθηκαν 100 - 200 άμαχοι Γερμανοί που έπεσαν θύματα αντεκδικήσεων τις πρώτες μέρες της εξέγερσης[20].

Καταστροφή της Βαρσοβίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατεστραμμένη Βαρσοβία, μετά την καταστολή της εξέγερσης.

Κατά τη διάρκεια των μαχών καταστράφηκε ολοσχερώς το 25% των κτιρίων της πόλης[23]. Μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης, οι Γερμανοί - ακολουθώντας τους σχεδιασμούς του Αδόλφου Χίτλερ, όπως αυτοί είχαν εκφραστεί ήδη από το 1939, σύμφωνα με τους οποίους η Βαρσοβία είτε θα γινόταν κέντρο του «γερμανικού πολιτισμού» είτε θα ισοπεδωνόταν[103]- εκτόπισαν[2] τους εναπομείναντες κατοίκους σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας ή στρατόπεδα συγκέντρωσης[104] και κατέστρεψαν[92] ένα επιπλέον 35% της πόλης[23], τετράγωνο προς τετράγωνο, αφού πρώτα λεηλάτησαν συστηματικά[105] τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια. Η συγκεκριμένη ενέργεια εκτιμάται πως δεν εξυπηρετούσε κάποιον στρατιωτικό σκοπό[106].

Στα κτίρια και τα μνημεία που αν και απέφυγαν την ολική καταστροφή κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, ισοπεδώθηκαν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων το Σαξονικό Ανάκτορο[107], το Ανάκτορο Μπριούχλ ή Μπριλ[107], η βιβλιοθήκη Ζαλούσκι, η συνοικία της Παλιάς Πόλης κ.ά.

Υπολογίζοντας και τις καταστροφές που είχαν προηγηθεί τα προηγούμενα χρόνια και ιδίως κατά την εξέγερση του Γκέτο της Βαρσοβίας, συνολικά πάνω από το 85% της προπολεμικής πόλης είχε καταστραφεί τον Ιανουάριο του 1945, όταν οι Σοβιετικοί εισήλθαν σε αυτή.

Δημόσια μνήμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη από την εκδήλωση μνήμης του 2016.

Παρά το γεγονός πως η εξέγερση της Βαρσοβίας θεωρείται η σημαντικότερη επιχείρηση αντιστασιακής οργάνωσης κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[3], τόσο κατά τη διάρκειά της όσο και το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα μετά την κατάπνιξή της και με τις συνέπειές της (μαζική σφαγή και εκτοπισμός του πληθυσμού, καταστροφή της πόλης και ουσιαστική εκμηδένιση του φιλοδυτικού αντιστασιακού κινήματος) ακόμη νωπές, θεωρήθηκε από την πολωνική κοινή γνώμη ως ολέθριο λάθος[98]. Συν τοις άλλοις, με την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος και το οριστικό πέρασμα της χώρας στο Ανατολικό Μπλοκ, η εξέγερση αποσιωπήθηκε και δυσφημίστηκε συλλήβδην από την κομμουνιστική ιστοριογραφία ως προβοκάτσια[108], εγκληματική[108] και τυχοδιωκτική[109] ενέργεια, ενώ οι πρωταγωνιστές της χαρακτηρίστηκαν αντιδραστικοί[110].

Παρόλα αυτά, η εξέγερση και οι ηγέτες της αποτέλεσαν αρχικά σημεία αναφοράς των αντικαθεστωτικών Πολωνών και μετά την πτώση του κομμουνισμού, σύμβολα του σύγχρονου κράτους, ενώ στο ανακατασκευασμένο ιστορικό κέντρο της πόλης έχει ανεγερθεί πληθώρα μνημείων και αναθηματικών πλακών, αφιερωμένων στην εξέγερση και τους αντάρτες της Armia Krajowa[98]. Επιπλέον, κάθε 1η Αυγούστου πραγματοποιούνται στη Βαρσοβία επίσημες εκδηλώσεις μνήμης[111].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Mazower, Mark (2009). Η Αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη. μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. σελ. xxix. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Καλογρηάς, Βάιος (20 Φεβρουαρίου 2011). «Ο διπλός στόχος του πολωνικού «Στρατού της Πατρίδας»». kathimerini.gr. Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2017. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Davies, Norman (2007). Η Ευρώπη σε Πόλεμο. Η έναρξη, οι συγκρούσεις, οι ηγέτες και το τέλος του Φασισμού. 1939-1945. 2. μετάφραση: Σωτήρης Αγάπιος. Αθήνα: Ιωλκός. σελ. 511. 
  4. Ciechanowski, Jan M. (2002) [1974]. The Warsaw Rising of 1944. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 212. 
  5. Forczyk, Robert (2009). Warsaw 1944. Poland's bid for freedom. Osprey Campaign Series. Osprey Publishing. σελ. 38. 
  6. Ciechanowski (2002). σελ. 216 - 217, 243 - 244.
  7. Snyder, Timothy (2017). Αιματοβαμμένες χώρες. Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν. μετάφραση: Ανδρέας Παππάς. Εκδόσεις Παπαδόπουλος. σελ. 356. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 «Timeline». warsawuprising.com. World War 2: Warsaw Uprising. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2017. 
  9. Kershaw, Ian (2016). Χίτλερ. Αθήνα: Μεταίχμιο. σελ. 883. 
  10. Davies, Norman (2001). Heart of Europe. The past in Poland's present. Oxford University Press. σελ. 67. 
  11. 11,0 11,1 Evans, Richard J. (2014). Το Γ΄ Ράιχ στον πόλεμο. μετάφραση: Ελένη Αστερίου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. σελ. 621 - 622. 
  12. 12,0 12,1 Prażmowska, Anita (2010). Poland. A Modern History. London: I.B. Tauris. σελ. 152. 
  13. 13,0 13,1 Applebaum, Anne (2016). Σιδηρούν παραπέτασμα. Συνθλίβοντας την Ανατολική Ευρώπη, 1944-1956. μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. σελ. 96. 
  14. Forczyk (2009). σελ. 13.
  15. 15,0 15,1 Kemp-Welch, A. (2008). Poland under Communism. A Cold War History. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 5. 
  16. 16,0 16,1 16,2 Davies, Norman (2004) [2003]. Rising '44. The Battle for Warsaw. Pan Macmillan. σελ. 248. 
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 Davies, Norman (2005). God's playground. A History of Poland. 2. New York: Columbia University Press. σελ. 355. 
  18. 18,0 18,1 Prażmowska (2010). σελ. 154.
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 Davies (2005). σελ. 354.
  20. 20,0 20,1 Stachnik, Paweł (31 Ιουλίου 2017). «Ilu Niemców naprawdę zginęło w Powstaniu Warszawskim?». ciekawostkihistoryczne.pl (στα Πολωνικά). Ciekawostki historyczne. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2018. 
  21. 21,0 21,1 Forczyk (2009). σελ. 22, 47.
  22. Snyder (2017). σελ. 357.
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 «FREQUENTLY ASKED QUESTIONS». World War 2: Warsaw Uprising. warsawuprising.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2017. 
  24. Kochanski, Halik (2012). The eagle unbowed. Poland and the Poles in the Second World War. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. σελ. 404. 
  25. Mazower (2009). σελ. 512.
  26. 26,0 26,1 Forczyk (2009). σελ. 31 - 32.
  27. Forczyk (2009). σελ. 36.
  28. Hanson, Joanna K. M. (2004) [1982]. The Civilian Population and the Warsaw Uprising of 1944. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 84. 
  29. Richie, Alexandra (2013). Warsaw 1944. Hitler, Himmler, and the Warsaw Uprising. New York. σελ. 231. 
  30. Borodziej (2006). σελ. 56.
  31. Richie (2013). σελ. 175 - 176.
  32. Mazower (2009). σελ. 28, 486 - 487.
  33. Davies (2004). σελ. 245.
  34. Richie (2013). σελ. 224.
  35. Kochanski (2012). σελ. 405.
  36. Forczyk (2009). σελ. 41.
  37. Davies (2004). σελ. 268.
  38. Davies (2005). σελ. 356.
  39. Ήδη από την πρώτη μέρα της εξέγερσης οι απώλειες των Πολωνών ανέρχονταν σε περίπου 2.000 αντάρτες, που αντιστοιχούσαν σχεδόν στο 10% της αρχικής τους δύναμης, βλ. Forczyk (2009). σελ. 45. Για το ίδιο χρονικό διάστημα, ο διοικητής της γερμανικής φρουράς, Ράινερ Στάχελ, υπολόγιζε πως είχαν τεθεί εκτός μάχης γύρω στους 500 άνδρες του, βλ. Kochanski (2012), σελ. 405.
  40. 40,0 40,1 Borodziej, Włodzimierz (2006). The Warsaw Uprising of 1944. Madison, Wisconsin: University of Wisconsin Press. σελ. 80. 
  41. Hanson (2004). σελ. 87.
  42. 42,0 42,1 42,2 42,3 42,4 42,5 42,6 42,7 42,8 «Day-by-Day». warsawuprising.com. World War 2: Warsaw Uprising. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2018. 
  43. 43,0 43,1 Böhler, Jochen· Gerwarth, Robert (2017). The Waffen-SS. A European History. Oxford: Oxford University Press. σελ. 276. 
  44. «Oskar Dirlewanger». holocaustresearchproject.org. Holocaust Education & Archive Research Team. Ανακτήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2018. 
  45. Snyder (2017). σελ. 359.
  46. «RONA, Bronislaw Kaminski». warsawuprising.com. World War 2: Warsaw Uprising. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2018. 
  47. Bruce, George (1972). The Warsaw Uprising. 1 August - 2 October 1944. London: Hart-Davis. σελ. 127. 
  48. 48,0 48,1 Davies, Norman (2007) [2006]. Europe at War 1939-1945. No Simple Victory. London: Pan Books. σελ. 316. 
  49. Davies (2004). σελ. 279.
  50. Davies (2004). σελ. 278 - 279.
  51. Davies (2004). σελ. 254.
  52. Richie (2013). σελ. 2, 301.
  53. Kochanski (2012). σελ. 418 - 419.
  54. Davies (2004). σελ. 303 - 304, 326 - 327.
  55. Borodziej (2006). σελ. 109.
  56. «The PWPW Redoubt in the Warsaw Uprising – calendar August 1944». redutapwpw.pl (στα Αγγλικά). PWPW. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2018. [νεκρός σύνδεσμος]
  57. Forczyk (2009). σελ. 68.
  58. Borodziej (2006). σελ. 111.
  59. Davies (2004). σελ. 327.
  60. 60,0 60,1 Kochanski (2012). σελ. 412.
  61. Davies (2005). σελ. 354 - 355.
  62. 62,0 62,1 Kochanski (2012). σελ. 413.
  63. Borodziej (2006). σελ. 133.
  64. Davies (2004). σελ. 330.
  65. Davies (2004). σελ. 332.
  66. Hanson (2004). σελ. 157-158.
  67. Davies (2004). σελ. 332 - 334.
  68. Kochanski (2012). σελ. 415.
  69. Davies (2004). σελ. 420.
  70. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ (1965). Παγκόσμια Ιστορία. Χ (Ι1 - Ι2). Αθήνα: Μέλισσα. σελ. 478. 
  71. Mazower (2009). σελ. 514.
  72. BAYER, EDDY (1964). Ο Πόλεμος των τεθωρακισμένων, τόμος 2ος. Αθήνα: Γενικό Επιτελείο Στρατού. σελ. 282. 
  73. Forczyk (2009). σελ. 25.
  74. Kochanski (2012). σελ. 420 - 421.
  75. Davies (2004). σελ. 396.
  76. 76,0 76,1 Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ (1965). Χ (Ι1 - Ι2), σελ. 542.
  77. Ciechanowski (2002). σελ. 203 - 204, 208 - 210.
  78. Davies (2004). σελ. 272.
  79. 79,0 79,1 79,2 Kershaw (2016). σελ. 883 - 884.
  80. Ferguson, Niall (2006). The War of the World. Twentieth-century Conflict and the Descent of the West. New York: The Penguin Press. σελ. 586. 
  81. 81,0 81,1 Kochanski (2012). σελ. 421.
  82. Υπολογίζεται πως εγκατέλειψαν την εμπόλεμη ζώνη περίπου 9.000 κάτοικοι, βλ. Richie (2013). σελ. 556.
  83. 83,0 83,1 Richie (2013). σελ. 554 - 558.
  84. Hanson (2004). σελ. 186.
  85. Borodziej (2006). σελ. 125 - 126.
  86. Borodziej (2006). σελ. 126.
  87. Davies (2004). σελ. 409-411.
  88. Hanson (2004). σελ. 193.
  89. Kochanski (2012). σελ. 423.
  90. Kochanski (2012). σελ. 424.
  91. Ciechanowski (2002). σελ. 314.
  92. 92,0 92,1 Davies (2001). σελ. 68.
  93. Applebaum (2016). σελ. 98.
  94. Mazower (2009). σελ. 465.
  95. 95,0 95,1 Kochanski (2012). σελ. 407.
  96. Davies (2007). σελ. 387 - 388.
  97. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ (1965). Χ (Ι1 - Ι2), σελ. 543.
  98. 98,0 98,1 98,2 Applebaum (2016). σελ. 97.
  99. Evans (2014). σελ. 622.
  100. von Krannhals, Hanns (1962). Der Warschauer Aufstand. Frankfurt a/M. σελ. 215. 
  101. Komorowski, Krzysztof (2004). Bitwa o Warszawę ’44. Warszawa. σελ. 271. 
  102. Bączyk, Norbert (2014). «Ilu naprawdę poległo w powstaniu warszawskim». Tygodnik Polityka (42): 54 - 56. 
  103. Irving, David (2002). Hitler's War and the War Path. London: Focal Point Publications. σελ. 226. 
  104. Kochanski (2012). σελ. 423.
  105. Davies (2007). σελ. 553.
  106. Mazower (2009). σελ. 515.
  107. 107,0 107,1 Borodziej (2006). σελ. 142.
  108. 108,0 108,1 Φλάισερ, Χάγκεν (2012) [2008]. Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία. Αθήνα: Νεφέλη. σελ. 143. 
  109. Ρούσος, Πέτρος (1978). Η μεγάλη πενταετία 1940 - 1945. Β΄. Αθήνα. σελ. 260. 
  110. Ρούσος (1978). σελ. 262.
  111. Romaniec, Rosalia· Γεωργακόπουλος, Στέφανος (1 Αυγούστου 2014). «70 χρόνια από την εξέγερση της Βαρσοβίας». dw.com. Deutsche Welle. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2018. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ (1965). Παγκόσμια Ιστορία. Χ (Ι1 - Ι2). Αθήνα: Μέλισσα.
  • Ρούσος, Πέτρος (1978). Η μεγάλη πενταετία 1940 - 1945. Β΄. Αθήνα.
  • Φλάισερ, Χάγκεν (2012) [2008]. Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία. Αθήνα: Νεφέλη.
  • Applebaum, Anne (2016). Σιδηρούν παραπέτασμα. Συνθλίβοντας την Ανατολική Ευρώπη, 1944-1956. μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
  • Borodziej, Włodzimierz (2006). The Warsaw Uprising of 1944. Madison, Wisconsin: University of Wisconsin Press.
  • Böhler, Jochen. Gerwarth, Robert (2017). The Waffen-SS. A European History. Oxford: Oxford University Press.
  • Bruce, George (1972). The Warsaw Uprising. 1 August - 2 October 1944. London: Hart-Davis.
  • Ciechanowski, Jan M. (2002) [1974]. The Warsaw Rising of 1944. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Davies, Norman (2001). Heart of Europe. The past in Poland's present. Oxford University Press.
  • Davies, Norman (2004) [2003]. Rising '44. The Battle for Warsaw. London: Pan Books.
  • Davies, Norman (2005). God's playground. A History of Poland. Vol. 2. New York: Columbia University Press.
  • Davies, Norman (2007) [2006]. Europe at War 1939-1945. No Simple Victory. London: Pan Books.
  • Davies, Norman (2007). Η Ευρώπη σε Πόλεμο. Η έναρξη, οι συγκρούσεις, οι ηγέτες και το τέλος του Φασισμού. 1939-1945. τόμος 2. μετάφραση: Σωτήρης Αγάπιος. Αθήνα: Ιωλκός.
  • Evans, Richard J. (2014). Το Γ΄ Ράιχ στον πόλεμο. μετάφραση: Ελένη Αστερίου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
  • Ferguson, Niall (2006). The War of the World. Twentieth-century Conflict and the Descent of the West. New York: The Penguin Press.
  • Forczyk, Robert (2009). Warsaw 1944. Poland's bid for freedom. Osprey Campaign Series. Osprey Publishing.
  • Hanson, Joanna K. M. (2004) [1982]. The Civilian Population and the Warsaw Uprising of 1944. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Irving, David (2002). Hitler's War and the War Path. London: Focal Point Publications.
  • Kemp-Welch, A. (2008). Poland under Communism. A Cold War History. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Kochanski, Halik (2012). The eagle unbowed. Poland and the Poles in the Second World War. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
  • Mazower, Mark (2009). Η Αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη. μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
  • Prażmowska, Anita (2010). Poland. A Modern History. London: I.B. Tauris.
  • Richie, Alexandra (2013). Warsaw 1944. Hitler, Himmler, and the Warsaw Uprising. New York.
  • Snyder, Timothy (2017). Αιματοβαμμένες χώρες. Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν. μετάφραση: Ανδρέας Παππάς. Εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]