Ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανεπίσημος χάρτης για την ελληνική ΑΟΖ

Η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου πελάγους αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί «ειδική περίσταση» που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής.[1]

Η διαμάχη ανάγεται από το καλοκαίρι του 1973, μετά τη δημόσια δήλωση του επικεφαλής της χούντας Γεωργίου Παπαδόπουλου, περί ύπαρξης κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο και εξόρυξης αυτών. Παράλληλα η τουρκική κυβέρνηση παραχώρησε άδεια διεξαγωγής ερευνών για πετρέλαιο σε υποθαλάσσιες περιοχές κοντά σε ελληνικά νησιά. Το 1974 και το 1976 πραγματοποιήθηκαν έρευνες στο Αιγαίο από τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος. Η Ελλάδα αντέδρασε, θεώρησε τη διαμάχη νομική και ζήτησε την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το ζήτημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει κυρώσει ούτε τη Διεθνή Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958 ούτε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, οι οποίες ορίζουν την υφαλοκρηπίδα και τρόπους οριοθέτησής της. Το Δικαστήριο της Χάγης πάντως έχει δεχτεί ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα αποτελούν διεθνές Γενικού Ιδιωτικού Δικαίου και τα άρθρα 1-3 της Συνθήκης του 1958 ισχύουν για όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από το αν την έχουν κυρώσει.[2]

Κρίση του Σισμίκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω της τουρκικής άρνησης να επιλύσει το θέμα με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, η εκκρεμότητα συνεχίστηκε ως το Μάρτιο του 1987, οπότε η κρίση έφθασε στα όρια ένοπλης αντιπαράθεσης, όταν το τουρκικό πλοίο Σισμίκ-1, συνοδευόμενο από τουρκικά πολεμικά, ξεκίνησε για να πραγματοποιήσει έρευνες έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη ελληνικών νησιών. Η κρίση εκτονώθηκε με την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των δύο πρωθυπουργών (του Ανδρέα Παπανδρέου και του Τουργκούτ Οζάλ), οπότε η Ελλάδα επαναδιατύπωσε τη θέση της για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, στην οποία εμμένει μέχρι σήμερα.[3]

Ελληνική θέση και διεθνής πρακτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, το ζήτημα έγκειται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε δύο συγκεκριμένα σημεία, δηλαδή αφενός στη θαλάσσια προέκταση της συνοριακής γραμμής στη Θράκη και αφετέρου στα πλησίον της τουρκικής ακτής ευρισκόμενα νησιά του βορείου και ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα. Δεν αφορά σαφώς σε ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου όπως όψιμα ισχυρίζεται η Τουρκία, η οποία άλλωστε είχε παραχωρήσει άδειες διεξαγωγής πετρελαϊκών ερευνών σε τουρκικές επιχειρήσεις μόνο για τα δύο προαναφερόμενα σημεία.[1]

Επιπλέον, όπως σαφώς προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τη σχετική νομολογία (Σύμβαση της Γενεύης 1958, Σύμβαση 1982 Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας 1969) τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, παρά τους περί του αντιθέτου νομικά αβάσιμους ισχυρισμούς της Τουρκίας. (Η Τουρκία πάντως μέχρι σήμερα δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση του 1982, οπότε δε δεσμεύεται από αυτήν).

Ως προς την επίλυση της διαφοράς, η Τουρκία επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας (equity). Σύμφωνα με την Ελλάδα για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εφαρμόζεται το Διεθνές Δίκαιο (συμβατικό και εθιμικό), στο πλαίσιο του οποίου ο κανόνας της μέσης γραμμής αποτελεί την επικρατούσα αρχή του Δικαίου της οριοθέτησης. Αυτό όμως δεν βεβαιώνεται πάντα από τη διεθνή πρακτική, όπως στην διαμάχη Κολομβίας-Νικαράγουας (Δικαστήριο Χάγης 2012) ή Γαλλίας-Καναδά (1992).

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]