Ελένη (τραγωδία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ελένη
Ἑλένη
ΣυγγραφέαςΕυριπίδης
Πρωτότυπος τίτλοςἙλένη
Τοποθεσία πρώτης παράστασηςΑρχαία Αθήνα
ΧορόςΕλληνίδες Σκλάβες
Ρόλοι
Ελένη
Τεύκρος
Μενέλαος
Τροφός
Ά Αγγελιαφόρος
Β' Αγγελιαφόρος
Θεονόη
Θεοκλύμενος
Υπηρέτης
Κάστωρ
Βουβοί ρόλοιΠολυδεύκης
Ακόλουθοι
ΣκηνικόΠαλάτι του Θεοκλύμενου στην Αίγυπτο
Γλώσσα πρωτότυπουαρχαία ελληνικά
ΕίδοςΤραγωδία

Η Ελένη είναι τραγωδία του Ευριπίδη που διδάχτηκε (παίχτηκε) το 412 π.Χ. μαζί με την Ανδρομέδα στα Διονύσια και επέφερε πολλές καινοτομίες. Ο Ευριπίδης χειρίστηκε με μεγάλη ελευθερία τους μύθους από τους οποίους πήρε τις υποθέσεις των έργων του, όπως στην Ελένη, τον Ίωνα, την Ιφιγένεια εν Ταύροις και τον Ορέστη των οποίων η πλοκή είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος δική του επινόηση.[1]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μενέλαος μετά από την άλωση της Τροίας κατέπλευσε στην Αίγυπτο όπου συνάντησε την Ελένη και έμαθε με κατάπληξη ότι η «εν Τροία» Ελένη ήταν φάσμα ψευδές. Η πραγματική του σύζυγος ήταν κρυμμένη στην Αίγυπτο καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου και ο καταστροφικός πόλεμος της Τροίας είχε βασιστεί σε ένα ψέμα. Ο βασιλιάς της Αιγύπτου Θεοκλύμενος θέλει να παντρευτεί την Ελένη αλλά εκείνη με τον Μενέλαο καταφέρνουν και διαφεύγουν κρυφά. Η έξοδος στο έργο αυτό μοιάζει πολύ με εκείνη στην Ιφιγένεια εν Ταύροις. Το έργο χαρακτηρίζεται ως αντιπολεμικό δράμα.

Ιστορικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελένη του Ευριπίδη γράφτηκε το 412 π.Χ και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά την ίδια εποχή, δηλαδή μόλις είχε τελειώσει η Σικελική εκστρατεία με την πανωλεθρία του αθηναϊκού στόλου.

Παράλληλα την ίδια εποχή αναπτύσσεται το κίνημα των σοφιστών που είχε αρχίσει να αμφισβητεί πατροπαράδοτες αξίες και προκαλούσε με την κριτική των εκπροσώπων του κρίση στο δημοκρατικό πολίτευμα και φαινόμενα ασέβειας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο Ευριπίδης με την τραγωδία του Ελένη καταδικάζει τον πόλεμο ως πρόξενο όλων των κακών. Το παράλογο του τρωικού πολέμου με πρόσχημα την Ελένη προσπάθησε να τονίσει σ΄ όλα τα δράματα, που ήταν εμπνευσμένα από τον τρωικό κύκλο, ο Ευριπίδης. Έτσι στο παράλογο της άποψης ότι για μια γυναίκα μπορεί να εξοντωθεί ένας λαός και ένα κράτος και να σκοτωθούν χιλιάδες Ελλήνων, ο Ευριπίδης θα απαντήσει με το παράλογο του «ειδώλου», δηλαδή ο μύθος που αξιοποιεί λογοτεχνικά δεν είναι η ομηρική του εκδοχή, αλλά αυτή που δημιούργησε ο λυρικός ποιητής Στησίχορος.

Ο μύθος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτσι η Ελένη στην τραγωδία του Ευριπίδη βρίσκεται από χρόνια στην Αίγυπτο, στο παλάτι του Πρωτέα, μετά το θάνατο του οποίου ο διάδοχος και γιος του Θεοκλύμενος, επιμένει παρά την άρνησή της να την παντρευτεί. Στον Πρόλογο, η Ελένη, που καθόταν ικέτιδα στο μνήμα του Πρωτέα, σηκώνεται και παρουσιάζεται στους θεατές , για να εξηγήσει το λόγο της παρουσίας της στην Αίγυπτο και της καταφυγής της στον τάφο του Πρωτέα. Η ίδια εξιστορεί την καταγωγή της λέγοντας ότι είναι κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας, χωρίς όμως να αποκλείει και την περίπτωση να είναι κόρη του Δία, ο οποίος φημολογείται ότι πλησίασε ερωτικά τη μητέρα της υπό τη μορφή κύκνου. Οι συμφορές της λοιπόν αρχίζουν από τη νίκη της Αφροδίτης κατά την κρίσιν περί κάλλους», όταν η θεά αυτή για να εξασφαλίσει την εκλογή της από τον Πάρη, υποσχέθηκε ως ανταμοιβή του τον γάμο του με την Ελένη. Η Ήρα όμως οργισμένη για την ήττα της, δημιουργεί από σύννεφο ένα ομοίωμα (είδωλον) το οποίο θα πάρει μαζί του ο Πάρις, νομίζοντας ότι απάγει την Ελένη. Την Ελένη την έστειλε ο Δίας μέσω του Ερμή στην Αίγυπτο, για να ζήσει στο παλάτι του Πρωτέα, περιμένοντας τον άνδρα της Μενέλαο να επιστρέψει από τον πόλεμο.

Η υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τραγωδία αρχίζει με την Ελένη ικέτιδα στο μνήμα του Πρωτέα να εξιστορεί τα δεινά της και να προσπαθεί να αποφύγει το Θεοκλύμενο που την πιέζει να τον παντρευτεί. Εκεί την συναντά ο Τεύκρος, αδελφός του Αίαντα του Τελαμώνιου, ο οποίος στο ταξίδι για την Κύπρο περνά από την Αίγυπτο για να πάρει χρησμό από τη κόρη του Πρωτέα, Θεονόη που είχε προφητικές ικανότητες. Ο Τεύκρος λοιπόν δίνει πληροφορίες στην Ελένη σχετικά με την οικογένειά της και το Μενέλαο. Της λέει μάλιστα ότι πληθαίνουν οι φήμες ότι ο άνδρας έχει πεθάνει, έτσι εξανεμίζεται και η τελευταία ελπίδα της για να επιστρέψει ζωντανή με το Μενέλαο στην Σπάρτη. Έτσι η ηρωίδα με τις Σπαρτιάτισσες γυναίκες που αποτελούν τον χορό θρηνεί για την τύχη της. Σ' αυτό το σημείο εμφανίζεται ρακένδυτος και ναυαγός ο Μενέλαος, ο οποίος διεκτραγωδεί τη συμφορά του μετά την άλωση της Τροίας. Αφού απαριθμεί τα δεινά του, που είναι ταυτόχρονα δεινά αιώνια που προκαλεί ο πόλεμος, αποκαλύπτει ότι τη γυναίκα του την έκρυψε στο βάθος μια σπηλιάς μαζί με άλλους ναυαγούς. Μη γνωρίζοντας πού βρίσκεται, πλησιάζει το παλάτι ζητώντας τρόφιμα και βοήθεια. Η γριά θυρωρός που τον υποδέχεται τον προτρέπει να φύγει το γρηγορότερο, καθώς ο Θεοκλύμενος έχει βγάλει εντολή ότι θα σκοτώνεται όποιος Έλληνας φτάσει τη χώρα του, του εξηγεί ότι μισεί τους Έλληνες εξαιτίας της Ελένης. Φυσικά ταράζεται στο άκουσμα του ονόματος της Ελένης και προβληματίζεται για την σχέση αυτής της γυναίκας που είναι στην Αίγυπτο και της «δικής» του που είναι κρυμμένη στην σπηλιά. Οι γυναίκες του χορού αναγγέλλουν χαρμόσυνα ότι ο Μενέλαος ζει και ότι μάλιστα βρίσκεται ναυαγός στις όχθες του Νείλου. Στη συνέχεια έχουμε την πρώτη συνάντηση του ζευγαριού, όπου η Ελένη τρομάζει στην παρουσία του «άγνωστου» άνδρα και σπεύδει να κρυφτεί στο μνήμα του Πρωτέα. Ο Μενέλαος διαπιστώνει την ομοιότητα αυτής της γυναίκας με της Ελένης στην σπηλιά και σαστίζει. Η στιχομυθία που ακολουθεί θα οδηγήσει στην αναγνώριση του Μενέλαου από την Ελένη, η οποία προσπαθεί να τον πείσει ότι αυτή είναι η πραγματική του γυναίκα και ότι αυτό μαζί του έχει απλώς το είδωλο που δημιούργησε η Ήρα. Η δυσπιστία του Μενέλαου διαλύεται όταν ένας πιστός του σύντροφος και φύλακας της Ελένης στη σπηλιά (ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ),έρχεται να αναγγείλει την εξαφάνιση της γυναίκας που είχαν εντολή να φυλάνε. Χάθηκε στον ουρανό οικτίροντας Έλληνες και Τρώες που πολεμούσαν τόσα χρόνια για κάτι το άυλο, «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη». Έτσι έχουμε την αναγνώριση της Ελένης από το Μενέλαο. Οι δύο σύζυγοι εκφράζουν τη χαρά και την ανακούφιση τους για τη συνάντησή τους. Η Ελένη εξηγεί στη συνέχεια ότι ο μόνος τρόπος για φύγουν ζωντανοί από την Αίγυπτο είναι να παρακαλέσουν τη Θεονόη να κρατήσει μυστικό τον ερχομό του Μενέλαο, γιατί διαφορετικά κινδυνεύει από το Θεοκλύμενο. Αφού πέσει η Ελένη στα πόδια της ως ικέτις και εξασφαλίσουν τη σιωπή της Θεονόης καταστρώνουν το σχέδιο της διαφυγής τους. Η Ελένη ζητεί από το Θεοκλύμενο να της παράσχει ένα καράβι για να ανοιχτεί στο πέλαγος, ώστε να αποδώσει, ως όφειλε βάσει των εθίμων, τις νεκρικές τιμές στο νεκρό της άνδρα. Έτσι καταφέρνουν να δραπετεύσουν οι δύο σύζυγοι. Όταν βέβαια το μαθαίνει ο Θεοκλύμενος είναι έτοιμος να σκοτώσει τη Θεονόη, εμφανίζονται όμως οι Διόσκουροι, οι αδελφοί της Ελένης, και ως «από μηχανής θεός» τον μεταπείθουν και το δράμα κλείνει ειρηνικά.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 3, σ. 388, εκδ. Αθηνών,1985

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • A. Lesky, στορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας (μετ. Α. Τσοπανάκη), Θεσσαλονίκη 1981
  • J. de Romilly, Αρχαία Ελληνική Τραγωδία (μετ. Ελ. Δαμιανού Χαραλαμποπούλου) , Αθήνα 1976

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ευριπίδης, Ελένη, Γ΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ
  • Ευριπίδης, Ελένη, Ερρ. Χατζηανέστης, εκδ. Δαίδαλος-Ζαχαρόπουλος.
  • Ευριπίδης, Ελένη, Διασκευή Βασίλη Κ. Αναστασιάδη, "νεων θεατρον", τόμος Δ', Εκδόσεις "Νεανική Σκηνή"
  • Ευριπίδης, Ελένη comic, Διασκευή Βασίλη Κ. Αναστασιάδη, εκδόσεις "Νεανική Σκηνή"