Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο
International Criminal Court
Cour pénale internationale

Έμβλημα
Χάρτης
  Τα συμβαλλόμενα κράτη
  Υπέγραψαν αλλά δεν επικύρωσαν
  Δεν υπέγραψαν ούτε προσχώρησαν
Έδρα
Χάγη, Ολλανδία
Γλώσσες εργασιώνΑγγλικά
Γαλλικά
Μέλη
123
Ηγέτες
 - ΠρόεδροςΣονγκ Σανγκ-Χιουν
 - ΕισαγγελέαςΦατού Μπενσούντα
 - ΑρχειοφύλακαςΧέρμαν φον Χίμπελ
Ίδρυση
Έγκριση Κατ. Ρώμης:

17 Ιουλίου 1998
 - Έναρξη ισχύος:1 Ιουλίου 2002
Ιστοσελίδα
icc-cpi.int

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ, αγγλικά: International Criminal Court, γαλλικά: Cour pénale internationale, ακρωνύμιο: ICC ή ICCt) είναι μόνιμο δικαστικό όργανο αρμόδιο για την ποινική δίωξη προσώπων για το έγκλημα της γενοκτονίας, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα εγκλήματα πολέμου και το έγκλημα της επίθεσης. Διαφέρει από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ένα όργανο των Ηνωμένων Εθνών που εκδικάζει διαφορές μεταξύ των κρατών.

Το δικαστήριο άρχισε να λειτουργεί την 1 Ιουλίου 2002 – ημερομηνία κατά την οποία η ιδρυτική του συνθήκη, το Καταστατικό της Ρώμης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, τέθηκε σε ισχύ[1] – και μπορεί να διώξει ποινικά εγκλήματα τα οποία τελέστηκαν από αυτή την ημερομηνία και έπειτα.[2] Η έδρα του δικαστηρίου βρίσκεται στη Χάγη της Ολλανδίας, όμως οι συνεδριάσεις του μπορούν να λάβουν χώρα οπουδήποτε.[3]

Έως τον Μάρτιο του 2022, 123 χώρες είναι μέλη του Δικαστηρίου και άλλα 42 κράτη έχουν υπογράψει αλλά δεν έχουν επικυρώσει το Καταστατικό της Ρώμης.[4] Η Κίνα και η Ινδία δεν έχουν υπογράψει το Καταστατικό ενώ η Ρωσία παρόλο που το υπέγραψε δεν το έχει επικυρώσει, ενώ πρόσφατα ανακοίνωσε ότι αποσύρει ακόμη και την υπογραφή της.[5][6] Μεταξύ των κρατών που έχουν υπογράψει το Καταστατικό της Ρώμης συνολικά 35 χώρες δεν το έχουν επικυρώσει, ενώ τρεις από αυτές, το Ισραήλ, το Σουδάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, κατόπιν απέσυραν την υπογραφή τους και δεν συμμετέχουν. Όσον αφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κυβέρνηση Κλίντον υπέγραψε το Καταστατικό της Ρώμης το 2000 αλλά η κυβέρνηση Μπους απέσυρε την υπογραφή[7] ούτως ώστε να μην μπορούν να διωχθούν ποινικά τα στρατεύματα τους.

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του μόνο σε περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος είναι υπήκοος κράτους μέλους, το κρινόμενο έγκλημα έλαβε χώρα σε έδαφος κράτους μέλους ή σε περίπτωση που η υπόθεση παραπέμπεται στο δικαστήριο από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.[8] Το δικαστήριο συμπληρώνει τα υπάρχοντα εθνικά δικαστικά συστήματα, ασκώντας τη δικαιοδοσία του μόνον όταν τα εθνικά δικαστήρια είναι απρόθυμα ή ανίκανα να ερευνήσουν ή να διώξουν τα προαναφερόμενα εγκλήματα.[9][10] Η κύρια ευθύνη για την έρευνα και την τιμωρία των εγκλημάτων παραμένει στο κάθε μεμονωμένο κράτος.[11] Το ΔΠΔ απασχολεί πάνω από 900 άτομα από περίπου 100 χώρες και διεξάγει διαδικασίες στα αγγλικά και στα γαλλικά.[12]

Μέχρι σήμερα το δικαστήριο έχει ερευνήσει τέσσερις υποθέσεις, της Βόρειας Ουγκάντας, του Κονγκό, της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας και του Νταρφούρ[13]. Το δικαστήριο έχει απαγγείλει κατηγορίες σε δεκατέσσερα άτομα, επτά από τα οποία παραμένουν ελεύθερα, δύο έχουν πεθάνει και πέντε βρίσκονται υπό κράτηση. Η πρώτη δίκη του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, του αρχηγού της κονγκολέζικης πολιτοφυλακής Τόμας Λουμπάνγκα (Thomas Lubanga), ξεκίνησε στις 26 Ιανουαρίου 2009[14]. Η τελευταία καταδίκη του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου αφορούσε τον Ζαν Πιερ Μπέμπα, οποίος όχι μόνο καταδικάστηκε για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου,[15] αλλά επίσης, με δεύτερη δίκη, για παράνομες προσπάθειες επηρεασμού δεκατεσσάρων μαρτύρων.[16]

Στην ελληνική νομική επιστήμη είναι σχετικά μικρή η βιβλιογραφία για το διεθνές ποινικό δίκαιο και συνακόλουθα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Το πιο ολοκληρωμένο σύγγραμμα γύρω από το θέμα αυτό εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2017 από τη Νομική Βιβλιοθήκη και αναλύει τις προϋποθέσεις άσκησης της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (άρ. 12 ΚΡΔΠΔ), τη φύση των διεθνών εγκλημάτων στις διάφορες κατηγορίες τους (εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία, έγκλημα της επίθεσης), τα Σχετικά Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, τις ασυλίες και την αρχή της συμπληρωματικότητας.[17]

Σχέση με τον ΟΗΕ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το ΔΠΔ είναι νομικά ανεξάρτητο από τα Ηνωμένα Έθνη. Ωστόσο, το Καταστατικό της Ρώμης παρέχει ορισμένες εξουσίες στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο περιορίζει τη λειτουργική του ανεξαρτησία. Το άρθρο 13 επιτρέπει στο Συμβούλιο Ασφαλείας να παραπέμπει στο Δικαστήριο υποθέσεις που διαφορετικά δεν θα ενέπιπταν στη δικαιοδοσία του (όπως έκανε στην περίπτωση του Νταρφούρ και της Λιβύης, τις υποθέσεις των οποίων το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε διαφορετικά να διώξει, καθώς ούτε το Σουδάν ούτε η Λιβύη είναι κράτη μέλη). Το άρθρο 16 επιτρέπει στο Συμβούλιο Ασφαλείας να απαιτήσει από το Δικαστήριο να αναβάλει τη διερεύνηση μιας υπόθεσης για περίοδο 12 μηνών.[18] Μια τέτοια αναβολή μπορεί να ανανεωθεί επ' αόριστον από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Αυτό το είδος ρύθμισης παρέχει στο ΔΠΔ ορισμένα από τα πλεονεκτήματα που προέρχονται από τα όργανα των Ηνωμένων Εθνών, όπως η χρήση των εξουσιών επιβολής του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά δημιουργεί επίσης κινδύνους εμπλοκής του Συμβουλίου Ασφαλείας λόγω των πολιτικών αντιπαραθέσεων των μελών του.[19]

Το Δικαστήριο συνεργάζεται με τον ΟΗΕ σε πολλούς διαφορετικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών και της υλικοτεχνικής υποστήριξης.[20] Το Δικαστήριο υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση στον ΟΗΕ για τις δραστηριότητές του,[20][21] και ορισμένες συνεδριάσεις της Συνέλευσης των Κρατών Μελών πραγματοποιούνται στις εγκαταστάσεις του ΟΗΕ. Η σχέση μεταξύ του Δικαστηρίου και του ΟΗΕ διέπεται από τη «Συμφωνία Σχέσεων μεταξύ του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και των Ηνωμένων Εθνών».[22][23]

Δομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ΔΠΔ διοικείται από τη Συνέλευση των Κρατών Μελών, η οποία αποτελείται από τα κράτη που έχουν επικυρώσει και προσχωρήσει στο Καταστατικό της Ρώμης.[24] Η Συνέλευση λειτουργεί ως διοικητικό, εποπτικό και νομοθετικό όργανο του Δικαστηρίου και δεν είναι όργανο του Δικαστηρίου. Καθορίζει τον προϋπολογισμό, εκλέγει δικαστές και εισαγγελείς, τροποποιεί τη νομοθεσία και τη διαδικασία και διεξάγει άλλες δραστηριότητες σύμφωνα με το Καταστατικό της Ρώμης. Το ίδιο το Δικαστήριο, ωστόσο, αποτελείται από τέσσερα όργανα: το προεδρείο, τα δικαστικά τμήματα, το γραφείο της εισαγγελίας και τη γραμματεία.[25]

Προεδρείο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το προεδρείο είναι υπεύθυνο για τη συνολική διοίκηση του Δικαστηρίου, με εξαίρεση το γραφείο της εισαγγελίας, και για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο προεδρείο σύμφωνα με το Καταστατικό.

Δικαστικά τμήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα δικαστικά τμήματα στελεχώνονται από δεκαοκτώ δικαστές που κατανέμονται στο τμήμα προδικασίας, στο τμήμα δίκης και στο τμήμα εφέσεων. Οι δικαστές κάθε τμήματος κατανέμονται περαιτέρω σε τμήματα τα οποία είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή των διαδικασιών του Δικαστηρίου για συγκεκριμένες υποθέσεις σε διαφορετικά στάδια της δικαστικής διαδικασίας.

Γραφείο της εισαγγελίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εισαγγελία είναι υπεύθυνη για τη λήψη παραπομπών και τυχόν τεκμηριωμένων πληροφοριών σχετικά με εγκλήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Εξετάζει αυτές τις παραπομπές και πληροφορίες, διεξάγει έρευνες και ασκεί διώξεις ενώπιον του Δικαστηρίου.

Γραμματεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γραμματεία παρέχει δικαστική και διοικητική υποστήριξη σε όλα τα όργανα του Δικαστηρίου και ασκεί τις ειδικές της αρμοδιότητες στους τομείς της υπεράσπισης, των θυμάτων και των μαρτύρων, της προσέγγισης και της κράτησης.

Δικαιοδοσία και παραδεκτό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με βάση το Καταστατικό της Ρώμης, θα πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια σε μια υπόθεση προτού ένα άτομο διωχθεί από το Δικαστήριο.[26] Για να προχωρήσει μια υπόθεση πρέπει να πληρούνται όλα τα κριτήρια. Οι τρεις προϋποθέσεις δικαιοδοσίας είναι (1) η αντικειμενική δικαιοδοσία (ποιες πράξεις συνιστούν εγκλήματα), (2) η εδαφική ή προσωπική δικαιοδοσία (το μέρος που διαπράχθηκαν τα εγκλήματα ή ποιος τα διέπραξε) και (3) η χρονική δικαιοδοσία (πότε διαπράχθηκαν τα εγκλήματα).

Διαδικασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαδικασία για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου μπορεί να «ενεργοποιηθεί» από οποιαδήποτε από τις τρεις πιθανές πηγές: (1) ένα κράτος μέλος, (2) το Συμβούλιο Ασφαλείας ή (3) έναν εισαγγελέα. Στην τρίτη περίπτωση, ο εισαγγελέας ενεργεί αυτεπάγγελτα ή ex proprio motu («με δική του πρωτοβουλία» ούτως ή άλλως) για να ξεκινήσει έρευνα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 15 του Καταστατικού της Ρώμης. Η διαδικασία είναι λίγο διαφορετική όταν παραπέμπεται από ένα κράτος μέλος ή το Συμβούλιο Ασφαλείας, οπότε ο εισαγγελέας δεν χρειάζεται εξουσιοδότηση από το τμήμα προδικασίας για να ξεκινήσει την έρευνα. Όπου υπάρχει εύλογη βάση για να προχωρήσει, είναι υποχρεωτική η έναρξη έρευνας από τον εισαγγελέα.[26]

Οι παράγοντες που απαριθμούνται στο άρθρο 53 που θεωρούνται ως εύλογη βάση για να αρχίσει μια έρευνα είναι οι εξής: εάν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί ή τελείται έγκλημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, εάν η υπόθεση είναι ή θα μπορούσε να είναι παραδεκτή και εάν υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι να πιστεύεται ότι η έρευνα δε θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης (αυτή η τελευταία παράμετρος αποτελεί εξισορρόπηση έναντι της σοβαρότητας του εγκλήματος και των συμφερόντων των θυμάτων).[26]

Εγκλήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα άτομα μπορούν να διωχθούν μόνο για εγκλήματα που αναφέρονται στο Καταστατικό. Τα κύρια εγκλήματα απαριθμούνται στο άρθρο 5 του Καταστατικού και ορίζονται σε μεταγενέστερα άρθρα: το έγκλημα της γενοκτονίας (όπως ορίζεται στο άρθρο 6), τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (που ορίζονται στο άρθρο 7), τα εγκλήματα πολέμου (καθορίζονται στο άρθρο 8) και το έγκλημα της επίθεσης (καθορίζεται στο άρθρο 8 bis). Επιπλέον, το άρθρο 70 ορίζει τα εγκλήματα περί της απονομής δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί πέμπτη κατηγορία εγκλημάτων για τα οποία μπορούν να διωχθούν άτομα.[26][27]

Έγκλημα της γενοκτονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 6 ορίζει το έγκλημα της γενοκτονίας ως «πράξεις που διαπράττονται με πρόθεση να καταστρέψουν, εν όλω ή εν μέρει, μια εθνική, εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα». Υπάρχουν πέντε τέτοιες πράξεις που συνιστούν έγκλημα της γενοκτονίας σύμφωνα με το άρθρο 6.[26]

Ο ορισμός αυτών των εγκλημάτων είναι πανομοιότυπος με εκείνον που περιέχεται στη Σύμβαση για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας του 1948.[28]

Στην υπόθεση Akayesu[29] το Δικαστήριο κατέληξε ότι η άμεση και δημόσια υποκίνηση άλλων ατόμων στη διάπραξη της γενοκτονίας συνιστά από μόνη της έγκλημα.[30]

Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 7 ορίζει τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ως «πράξεις που διαπράττονται ως μέρος μιας εκτεταμένης ή συστηματικής επίθεσης που στρέφεται κατά οποιουδήποτε άμαχου πληθυσμού, εν γνώσει της επίθεσης». Το άρθρο απαριθμεί 16 μεμονωμένα εγκλήματα.[26]

Εγκλήματα πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 8 ορίζει τα εγκλήματα πολέμου ανάλογα με το εάν μια ένοπλη σύγκρουση είναι διεθνής (που σημαίνει ότι διεξάγεται μεταξύ κρατών) ή μη διεθνής (που σημαίνει ότι διεξάγεται μεταξύ μη κρατικών παραγόντων, όπως ομάδων ανταρτών, ή μεταξύ κρατικών και μη κρατικών παραγόντων). Συνολικά υπάρχουν 74 εγκλήματα πολέμου που αναφέρονται στο άρθρο 8.[26] Τα πιο σοβαρά εγκλήματα είναι εκείνα που συνιστούν είτε σοβαρές παραβιάσεις των Συμβάσεων της Γενεύης του 1949,[31] οι οποίες ισχύουν μόνο για διεθνείς συγκρούσεις (11 τέτοια εγκλήματα), είτε σοβαρές παραβιάσεις του άρθρου 3 του Καταστατικού που είναι κοινό με τις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949,[26] και ισχύουν για μη διεθνείς συγκρούσεις (7 τέτοια εγκλήματα).

Επιπλέον, υπάρχουν 56 άλλα εγκλήματα που ορίζονται στο άρθρο 8: 35 που ισχύουν για διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις και 21 που ισχύουν για μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις. Τέτοια εγκλήματα περιλαμβάνουν επίθεση σε αμάχους ή πολιτικά αντικείμενα, βασανιστήρια, μεταφορά πληθυσμών σε κατεχόμενα εδάφη, δολοφονία ή τραυματισμό, λεηλασία, χρήση δηλητηρίου, χρήση σφαιρών, βιασμό και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας, και στρατολόγηση ή χρήση παιδιών στρατιωτών.[26]

Έγκλημα της επίθεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 8 bis, όπως εισήχθη με την απόφαση RC/Res.6 της 11ης Ιουνίου 2010, ορίζει το έγκλημα της επίθεσης.[27] Το Καταστατικό αρχικά προέβλεπε ότι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να ασκήσει τη δικαιοδοσία του για το έγκλημα της επίθεσης έως ότου τα συμβαλλόμενα κράτη συμφωνήσουν για τον ορισμό του εγκλήματος και θέσουν τους όρους υπό τους οποίους θα μπορούσε να διωχθεί.[26] Μια τέτοια τροποποίηση εγκρίθηκε στην πρώτη διάσκεψη αναθεώρησης του ΔΠΔ στην Καμπάλα της Ουγκάντα, τον Ιούνιο του 2010. Ωστόσο, αυτή η τροπολογία διευκρίνισε ότι δεν θα επιτρεπόταν στο ΔΠΔ να ασκήσει δικαιοδοσία για το έγκλημα της επίθεσης έως ότου εκπληρωθούν δύο περαιτέρω προϋποθέσεις: (1) η τροποποίηση να έχει τεθεί σε ισχύ για 30 κράτη μέλη και (2) από την 1η Ιανουαρίου 2017 και μετά, η Συνέλευση των Κρατών Μελών να ψηφίσει υπέρ του να επιτραπεί στο Δικαστήριο να ασκήσει δικαιοδοσία. Επειδή οι προϋποθέσεις αυτές εκληρώθηκαν, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για τη δίωξη του εγκλήματος της επίθεσης ενεργοποιήθηκε στις 17 Ιουλίου 2018.[32]

Το Καταστατικό, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει το έγκλημα της επίθεσης ως «ο σχεδιασμός, η προετοιμασία, η έναρξη ή η εκτέλεση, από άτομο σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικά τον έλεγχο ή να κατευθύνει την πολιτική ή στρατιωτική δράση ενός κράτους, μιας επιθετικής πράξης η οποία, από τον χαρακτήρα, τη βαρύτητα και την κλίμακα της, αποτελεί έκδηλη παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών». Το Καταστατικό ορίζει ως μια «επιθετική πράξη» τη «χρήση ένοπλης δύναμης από ένα κράτος κατά της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας άλλου κράτους ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο που δεν συνάδει με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών». Το άρθρο περιέχει επίσης έναν κατάλογο επτά επιθετικών πράξεων, οι οποίες είναι πανομοιότυπες με αυτές στο ψήφισμα 3314 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών του 1974 και περιλαμβάνουν μια σειρά από πράξεις όταν διαπράττονται από ένα κράτος εναντίον άλλου κράτους.[27]

Εγκλήματα περί της απονομής της δικαιοσύνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άρθρο 70 ποινικοποιεί ορισμένες εκ προθέσεως πράξεις που παρεμβαίνουν στις έρευνες και στις διαδικασίες του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της ψευδομαρτυρίας, της παρουσίασης ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, του επηρεασμού με δωροδοκία μάρτυρα ή υπαλλήλου του Δικαστηρίου, της αντεκδίκησης εναντίον ενός υπαλλήλου του Δικαστηρίου, και της προσέλκυσης ή αποδοχής δωροδοκίας υπαλλήλου του Δικαστηρίου.[26]

Εδαφική ή προσωπική δικαιοδοσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα άτομο μπορεί να διωχθεί από το Δικαστήριο μόνο εάν (1) έχει διαπράξει έγκλημα εντός της εδαφικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή (2) έχει διαπράξει έγκλημα ενώ είναι υπήκοος κράτους που εμπίπτει στην εδαφική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

Χρονική δικαιοδοσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρονική δικαιοδοσία είναι η χρονική περίοδος κατά την οποία το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες του. Καμία παραγραφή δεν ισχύει για κανένα από τα εγκλήματα που ορίζονται στο Καταστατικό. Ωστόσο, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δεν είναι πλήρως αναδρομική. Τα άτομα μπορούν να διωχθούν μόνο για εγκλήματα που έλαβαν χώρα την ή μετά την 1η Ιουλίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ το Καταστατικό της Ρώμης.[33] Εάν ένα κράτος έγινε συμβαλλόμενο μέρος στο Καταστατικό, και επομένως μέλος του Δικαστηρίου, μετά την 1η Ιουλίου 2002, τότε το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει δικαιοδοσία πριν από την ημερομηνία μέλους για ορισμένες υποθέσεις.[34] Για παράδειγμα, εάν το Καταστατικό τέθηκε σε ισχύ για ένα κράτος την 1η Ιανουαρίου 2003, το Δικαστήριο θα μπορούσε να ασκήσει προσωρινή δικαιοδοσία μόνο για εγκλήματα που έλαβαν χώρα σε αυτό το κράτος ή διαπράχθηκαν από υπήκοο αυτού του κράτους την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2003.

Παραδεκτό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την έναρξη έρευνας, ο εισαγγελέας πρέπει (1) να έχει «εύλογη βάση να πιστεύει ότι έχει διαπραχθεί ή διαπράττεται έγκλημα εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου», (2) η έρευνα να συνάδει με την αρχή της συμπληρωματικότητας και (3) η έρευνα να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.[35]

Διαδικασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δίκες διεξάγονται βάσει ενός υβριδικού δικαστικού συστήματος κοινού δικαίου και αστικού δικαίου, αλλά έχει υποστηριχθεί ότι ο δικονομικός προσανατολισμός και ο χαρακτήρας του δικαστηρίου εξακολουθούν να εξελίσσονται. Η πλειοψηφία των τριών δικαστών που είναι παρόντες, ως δικαστές των γεγονότων σε μια δίκη έδρας, μπορεί να καταλήξει σε απόφαση, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει πλήρη και αιτιολογημένη δήλωση. Οι δίκες συνήθως είναι δημόσιες, αλλά οι διαδικασίες συχνά είναι κλειστές, αν και τέτοιες εξαιρέσεις από μια δημόσια συνεδρίαση δεν έχουν απαριθμηθεί λεπτομερώς. Οι ακροάσεις κεκλεισμένων των θυρών επιτρέπονται για την προστασία μαρτύρων ή κατηγορουμένων καθώς και για εμπιστευτικά ή ευαίσθητα αποδεικτικά στοιχεία. Οι φήμες και άλλα έμμεσα στοιχεία γενικά δεν απαγορεύονται, αλλά έχει υποστηριχθεί ότι το δικαστήριο τα χρησιμοποιεί ως εξαιρέσεις. Δεν υπάρχει κλήτευση ή άλλο μέσο για να υποχρεωθούν οι μάρτυρες να προσέλθουν ενώπιον του Δικαστηρίου, αν και το Δικαστήριο έχει κάποια εξουσία να υποχρεώσει να καταθέσουν όσοι έχουν επιλεγεί να προσέλθουν ενώπιόν του, με τη χρήση προστίμων.[36]

Δικαιώματα του κατηγορουμένου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Καταστατικό της Ρώμης προβλέπει ότι όλα τα άτομα θεωρούνται αθώα έως ότου αποδειχθεί η ενοχή τους πέρα από εύλογη αμφιβολία,[37] και θεσπίζει ορισμένα δικαιώματα των κατηγορουμένων και των προσώπων κατά τη διάρκεια των ερευνών.[38] Αυτά περιλαμβάνουν το δικαίωμα πλήρους ενημέρωσης για τις κατηγορίες εναντίον τους, το δικαίωμα δωρεάν διορισμού δικηγόρου, το δικαίωμα σε ταχεία δίκη, και το δικαίωμα εξέτασης των μαρτύρων εναντίον τους.

Για να διασφαλίσει την «ισότητα των όπλων» μεταξύ των ομάδων υπεράσπισης και εισαγγελίας, το ΔΠΔ ίδρυσε ένα ανεξάρτητο Γραφείο Δημόσιου Συμβούλου Υπεράσπισης (OPCD) για να παρέχει υλικοτεχνική υποστήριξη, συμβουλές και πληροφορίες στους κατηγορούμενους και στους συνηγόρους τους.[39][40] Το OPCD συμβάλλει επίσης στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων κατά τα αρχικά στάδια της έρευνας.[41]

Συμμετοχή των θυμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία από τις μεγάλες καινοτομίες του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και των Κανόνων Διαδικασίας και Αποδείξεών του είναι η σειρά δικαιωμάτων που παραχωρούνται στα θύματα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης, τα θύματα έχουν τη δυνατότητα βάσει του Καταστατικού να παρουσιάσουν τις απόψεις και τις παρατηρήσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου.

Η συμμετοχή ενώπιον του Δικαστηρίου μπορεί να λάβει χώρα σε διάφορα στάδια της διαδικασίας και μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές, αν και εναπόκειται στους δικαστές να δώσουν οδηγίες ως προς το χρονοδιάγραμμα και τον τρόπο συμμετοχής.

Οι διατάξεις του Καταστατικού της Ρώμης παρέχουν στα θύματα την ευκαιρία να ακουστούν οι φωνές τους και να λάβουν, όπου χρειάζεται, κάποια μορφή επανόρθωσης για τον πόνο τους. Ο στόχος αυτής της επιχειρούμενης ισορροπίας μεταξύ της τιμωρίας των εγκλημάτων και της επανόρθωσης είναι που επιτρέπει στο ΔΠΔ όχι μόνο να φέρει τους εγκληματίες στη δικαιοσύνη αλλά και να βοηθήσει τα ίδια τα θύματα να αποκτήσουν κάποια μορφή δικαίωσης. Η δικαιοσύνη για τα θύματα ενώπιον του ΔΠΔ περιλαμβάνει τόσο δικονομική όσο και ουσιαστική δικαιοσύνη, επιτρέποντάς τους να συμμετέχουν και να παρουσιάζουν τις απόψεις και τα συμφέροντά τους, έτσι ώστε να μπορούν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση της αλήθειας, της δικαιοσύνης και των αποτελεσμάτων των επανορθώσεων του Δικαστηρίου.[42]

Το άρθρο 43 παράγραφος 6 έχει την πρόβλεψη ίδρυσης μιας Μονάδας Θυμάτων και Μαρτύρων για την παροχή «προστατευτικών μέτρων και διευθετήσεων ασφαλείας, συμβουλευτικής και άλλης κατάλληλης βοήθειας για μάρτυρες, θύματα που εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου και άλλους που κινδυνεύουν λόγω καταθέσεων αυτών των μαρτύρων».[43] Το άρθρο 68 ορίζει διαδικασίες για την «προστασία των θυμάτων και των μαρτύρων που συμμετέχουν στις διαδικασίες».[44] Το Δικαστήριο έχει επίσης ιδρύσει Γραφείο Δημόσιου Συμβούλου για τα Θύματα, για την παροχή υποστήριξης και βοήθειας στα θύματα και στους νόμιμους εκπροσώπους τους.[45]

Το ΔΠΔ δεν έχει δικό του πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, αλλά βασίζεται σε εθνικά προγράμματα για να διατηρούνται οι μάρτυρες ασφαλείς.[46][47]

Επανορθώσεις για τα θύματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα θύματα μπορούν να ζητήσουν επανορθώσεις ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 75 του Καταστατικού της Ρώμης. Επανορθώσεις μπορούν να ζητηθούν μόνο όταν ένας κατηγορούμενος καταδικαστεί και μόνο κατά την κρίση των δικαστών του Δικαστηρίου. Μέχρι στιγμής το Δικαστήριο έχει διατάξει επανορθώσεις από τον Thomas Lubanga. Οι επανορθώσεις μπορεί να περιλαμβάνουν την αποζημίωση, τη χρηματική ικανοποίηση και την αποκατάσταση, αλλά διαφορετικές μορφές επανορθώσεων μπορεί να είναι κατάλληλες για μεμονωμένα, συλλογικά ή κοινοτικά θύματα.[48] Το άρθρο 79 του Καταστατικού της Ρώμης έχει την πρόβλεψη ίδρυσης ενός Ταμείου Αρωγής για την παροχή βοήθειας πριν από μια εντολή επανόρθωσης θυμάτων ή για την επανόρθωση θυμάτων και των οικογένειών τους, εάν ο καταδικασθείς δεν έχει χρήματα.[49]

Έρευνες και προκαταρκτικές εξετάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Map of countries in which the ICC is currently investigating situations.
Έρευνες και προκαταρκτικές εξετάσεις του ΔΠΔ, μέχρι τον Μάρτιο του 2022.
Πράσινο: Επίσημες έρευνες (Ουγκάντα, ΛΔ Κονγκό, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία I + II, Νταρφούρ (Σουδάν), Κένυα, Λιβύη, Ακτή Ελεφαντοστού, Μάλι, Γεωργία, Μπουρούντι, Αφγανιστάν, Παλαιστίνη, Βενεζουέλα I, Μπαγκλαντές/Μιανμάρ, Φιλιππίνες, Ουκρανία).
Πορτοκαλί: Ζητήθηκε εξουσιοδότηση για την έναρξη έρευνας (καμία προς το παρόν).
Ροζ: Προκαταρκτικές εξετάσεις σε εξέλιξη (Νιγηρία, Γουινέα, Βενεζουέλα II)
Κόκκινο: Αρχειοθετημένες προκαταρκτικές εξετάσεις που δεν κατέληξαν σε έρευνα (Κολομβία, Ιράκ, Ονδούρα, Νότια Κορέα, Κομόρες (νηολογημένα πλοία), Γκαμπόν, Βολιβία).

Μέχρι τον Μάρτιο του 2022, το Γραφείο της Εισαγγελίας έχει ξεκινήσει έρευνες σε 17 χώρες, ανάμεσά τους στο Αφγανιστάν, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, στην Ακτή Ελεφαντοστού, στο Σουδάν κ.α.[50] Επιπλέον, το Γραφείο της Εισαγγελίας διεξήγαγε προκαταρκτικές εξετάσεις στη Βολιβία, στην Κολομβία, στη Γουινέα, στο Ιράκ / Ηνωμένο Βασίλειο, στη Νιγηρία, στη Γεωργία, στην Ονδούρα, στη Νότια Κορέα, στην Ουκρανία και στη Βενεζουέλα.[51]

Χρηματοδότηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ΔΠΔ χρηματοδοτείται από συνεισφορές των συμβαλλόμενων κρατών. Το καταβλητέο ποσό από κάθε κράτος μέλος καθορίζεται χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο με τα Ηνωμένα Έθνη:[52] η συνεισφορά κάθε κράτους βασίζεται στην ικανότητα πληρωμής της χώρας, η οποία αντανακλά παράγοντες όπως το εθνικό εισόδημα και τον πληθυσμό. Το μέγιστο ποσό που μπορεί να πληρώσει μια χώρα ανά έτος περιορίζεται στο 22% του προϋπολογισμού του Συνεδρίου. Η Ιαπωνία πλήρωσε αυτό το ποσό το 2008.

Το Συνέδριο δαπάνησε 80,5 εκατομμύρια ευρώ το 2007.[53] Η Συνέλευση των Κρατών Μελών ενέκρινε προϋπολογισμό 90,4 εκατ. ευρώ για το 2008, 101,2 εκατ. ευρώ για το 2009, και 141,6 εκατ. ευρώ για το 2017.[54] Από τον Μάρτιο του 2022, το προσωπικό του ΔΠΔ αποτελούνταν από περισσότερα από 900 άτομα από περίπου 100 κράτη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Amnesty International, 11 April 2002. The International Criminal Court — a historic development in the fight for justice Αρχειοθετήθηκε 2009-03-07 στο Wayback Machine.. Accessed 20 March 2008.
  2. Article 11 of the Rome Statute Αρχειοθετήθηκε 2013-09-10 στο Wayback Machine.. Accessed 20 March 2008.
  3. Article 3 of the Rome Statute Αρχειοθετήθηκε 2013-09-10 στο Wayback Machine.. Accessed 20 March 2008.
  4. «The States Parties to the Rome Statute | International Criminal Court». asp.icc-cpi.int. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022. 
  5. United Nations Treaty Collection. Rome Statute of the International Criminal Court Αρχειοθετήθηκε 2010-12-03 στο Wayback Machine.. Accessed 30 June 2009.
  6. Bowcott, Shaun Walker Owen (2016-11-16). «Russia withdraws signature from international criminal court statute» (στα αγγλικά). The Guardian. ISSN 0261-3077. https://www.theguardian.com/world/2016/nov/16/russia-withdraws-signature-from-international-criminal-court-statute. Ανακτήθηκε στις 2017-04-11. 
  7. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2009. 
  8. Articles 12 & 13 of the Rome Statute Αρχειοθετήθηκε 2013-09-10 στο Wayback Machine.. Accessed 20 March 2008.
  9. Article 17 of the Rome Statute Αρχειοθετήθηκε 2013-09-10 στο Wayback Machine.. Accessed 20 March 2008.
  10. Article 20 of the Rome Statute Αρχειοθετήθηκε 2013-09-10 στο Wayback Machine.. Accessed 20 March 2008.
  11. International Criminal Court. Office of the Prosecutor. Accessed 21 July 2007.
  12. «About the Court». International Criminal Court (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022. 
  13. International Criminal Court, 2007. Situations and Cases. Accessed 26 January 2009.
  14. in.gr - Ξεκίνησε η πρώτη δίκη του ICC για εγκλήματα πολέμου, κατά αρχηγού ενόπλων του Κονγκό - Ειδήσεις - Κόσμος[νεκρός σύνδεσμος]
  15. «Bemba Case». www.icc-cpi.int (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2017. 
  16. correspondent, Jason Burke Africa (2017-03-22). «Congolese warlord sentenced over witness bribing in Hague court first» (στα αγγλικά). The Guardian. ISSN 0261-3077. https://www.theguardian.com/world/2017/mar/22/jean-pierre-bemba-jailed-bribing-witnesses-congolese-war-crimes. Ανακτήθηκε στις 2017-04-11. 
  17. ΤΣΙΛΩΝΗΣ, ΒΙΚΤΩΡ (11 Απριλίου 2017). «Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ». Ιστότοπος Νομικής Βιβλιοθήκης. Νομική Βιβλιοθήκη. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2017. 
  18. «ROME STATUTE OF THE INTERNATIONAL CRIMINAL COURT». legal.un.org. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2022. 
  19. «Wayback Machine» (PDF). web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  20. 20,0 20,1 «International Criminal Court : Article». web.archive.org. 11 Φεβρουαρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  21. «General Assembly» (PDF). web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Φεβρουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  22. «Negotiated Relationship Agreement between the International Criminal Court and the United Nations» (PDF). web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Φεβρουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  23. «RELATIONSHIP AGREEMENT BETWEEN THE ICC AND THE UNITED NATIONS» (PDF). web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  24. «International Criminal Court : Assembly of States Parties». web.archive.org. 15 Δεκεμβρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  25. «Structure of the ICC». International Criminal Court Project. 11 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2022. 
  26. 26,00 26,01 26,02 26,03 26,04 26,05 26,06 26,07 26,08 26,09 26,10 «Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου» (PDF). Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2022. 
  27. 27,0 27,1 27,2 «Rome Statute of the International Criminal Court» (PDF). International Criminal Court. 2011. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022. 
  28. «CONVENTION ON THE PREVENTION AND PUNISHMENT OF THE CRIME OF GENOCIDE» (PDF). UN. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022. 
  29. «International Criminal Tribunal for Rwanda: Prosecutor v. Akayesu» (στα αγγλικά). International Legal Materials 37 (6): 1399–1410. 1998-11. doi:10.1017/S0020782900012304. ISSN 0020-7829. https://www.cambridge.org/core/journals/international-legal-materials/article/abs/international-criminal-tribunal-for-rwanda-prosecutor-v-akayesu/267F8A0331C9B85291FE3E52ED4F059C. 
  30. Albert, Jean· Merlin, Jean-Baptiste (2018). L'avenir de la justice pénale internationale. Bruxelles: Bruylant. ISBN 978-2-8027-5345-2. 1035758581. 
  31. «State Parties / Signatories: Geneva Conventions of 12 August 1949». International Committee of the Red Cross. International Humanitarian Law. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022. 
  32. «Crime of Aggression - Amendments Ratification | International Criminal Court». asp.icc-cpi.int. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022. 
  33. Άρθρο 11(1) του Καταστατικού της Ρώμης.
  34. Άρθρο 11(2) του Καταστατικού της Ρώμης.
  35. Άρθρο 53(1) του Καταστατικού της Ρώμης.
  36. Schabas, William A. (17 Φεβρουαρίου 2011). An Introduction to the International Criminal Court. Cambridge University Press. ISBN 978-1-139-49660-5. 
  37. Άρθρο 66 του Καταστατικού της Ρώμης.
  38. Τα δικαιώματα των προσώπων κατά τη διάρκεια μιας έρευνας προβλέπονται στο άρθρο 55. Τα δικαιώματα των κατηγορουμένων προβλέπονται στο Μέρος 6, ιδίως στο άρθρο 67.
  39. «Defending the Defenders - International Justice - Global Policy Forum». web.archive.org. 9 Μαΐου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  40. «International Criminal Court : Rights of the Defence». web.archive.org. 22 Απριλίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Απριλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  41. «Equipo Nizkor - Report of the International Criminal Court». www.derechos.org. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022. 
  42. Moffett, Luke (2014). «Realising Justice for Victims before the International Criminal Court» (PDF). internationalcrimesdatabase.org. ICD. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 8 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022. 
  43. Άρθρο 43(6) του Καταστατικού της Ρώμης.
  44. Άρθρο 68 του Καταστατικού της Ρώμης.
  45. «Report on the activities of the Court» (PDF). web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Φεβρουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  46. «Kenya: Inadequate Witness Protection Poses Painful Dilemma». web.archive.org. 3 Μαρτίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  47. «Witnesses». International Criminal Court (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022. 
  48. Άρθρο 75 του Καταστατικού της Ρώμης.
  49. «Cour Pénale Internationale : Fonds d'affectation spéciale au profit des victimes». web.archive.org. 19 Ιανουαρίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιανουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  50. «Situations under investigation». International Criminal Court (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022. 
  51. «Preliminary examinations». archive.ph. 1 Μαρτίου 2022. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  52. «Part III: Resolutions and recommendations adopted by the Assembly of States Parties» (PDF). web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  53. «Report on programme performance of the International Criminal Court for the year 2007» (PDF). web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)
  54. «The Court Today» (PDF). web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2022. CS1 maint: Unfit url (link)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]