Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι η ονομασία που δίνεται στις αρχές της εσωτερικής οργάνωσης, οι οποίες χρησιμοποιούνται από τα λενινιστικά πολιτικά κόμματα, ενώ κάποιες φορές τίθεται ως συνώνυμο για οποιαδήποτε λενινιστική πολιτική εντός ενός πολιτικού κόμματος. Το δημοκρατικό σκέλος αυτής της οργανωτικής μεθόδου αναφέρεται στην ελευθερία των μελών του πολιτικού κόμματος να συζητούν και να ανταλλάσσουν απόψεις γύρω από θέματα σχετικά με την πολιτική και τον προσανατολισμό του κόμματος, αλλά όταν η απόφαση του κόμματος οριστικοποιείται με απόφαση της πλειοψηφίας, αναμένεται από όλα τα μέλη να υποστηρίξουν αυτήν την απόφαση. Η τελευταία παράμετρος εκφράζει το συγκεντρωτικό σκέλος της μεθόδου. Όπως το διατύπωσε ο Λένιν, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός έγκειται στην «ελευθερία συζήτησης, ενότητα δράσης»[1].

Στόχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οργάνωση με βάση τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό έχει στόχο να είναι ανθεκτική σε εχθρικές προσπάθειες διείσδυσης και διάσπασης από εξωτερικές απειλές: «Εάν όλα τα μέλη ενός κόμματος υποστηρίζουν τη γραμμή του κόμματος στο κοινό, θα είναι πολύ πιο δύσκολο για πράκτορες να δημιουργήσουν ψευδείς διαμάχες από έξω» [1]. Για αυτόν το λόγο ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός έχει γίνει μια δημοφιλής μέθοδος οργάνωσης για πολλές πολιτικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις, πέραν των μαρξιστικών πολιτικών κομμάτων.

Οι βασικές αρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ορίζει μία ιεραρχική μορφή λήψης αποφάσεων και οργάνωσης, η οποία συνδυάζει στοιχεία άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας. Τα καταστατικά των λενινιστικών οργανώσεων τυπικά ορίζουν τις ακόλουθες βασικές αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού:

  1. Εκλογή όλων των κομματικών οργάνων από τα κάτω προς τα πάνω και συστηματική ανανέωση της σύνθεσής τους, αν χρειάζεται.
  2. Ευθύνη των κομματικών δομών και προς τις κατώτερες και προς τις ανώτερες δομές.
  3. Αυστηρή και συνειδητή υπακοή στο κόμμα - η μειοψηφία πρέπει να υπακούει στην πλειοψηφία μέχρις ότου αυτή η πολιτική να αλλάξει.
  4. Οι αποφάσεις των ανώτερων δομών είναι υποχρεωτικές για τις κατώτερες δομές.
  5. Συνεργασία όλων των οργάνων του κόμματος με συλλογικό τρόπο σε όλες τις περιστάσεις, και αντιστοίχως, προσωπική ευθύνη των μελών για τα καθήκοντα που τους ανατίθενται και για τα καθήκοντα που αυτά τα ίδια αναλαμβάνουν.


Ιδρυτικό κείμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κείμενο «Τι Να Κάνουμε» του 1902 [2] αναγνωρίζεται ως το ιδρυτικό κείμενο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Εκείνο τον καιρό, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ερμηνευόταν γενικά ως ένα σύνολο αρχών για την οργάνωση ενός επαναστατικού κόμματος εργατών. Το μοντέλο του Λένιν για ένα τέτοιο κόμμα, το οποίο περιέγραψε επανειλημμένως ως «δημοκρατικό συγκεντρωτικό», ήταν το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Η θεωρία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ήταν μια από τις αιτίες του σχίσματος μεταξύ των Μπολσεβίκων και των Μενσεβίκων. Οι Μενσεβίκοι υποστήριζαν μια λιγότερο άκαμπτη κομματική πειθαρχία μέσα στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα το 1903, όπως και ο Λέων Τρότσκι, στο «Τα Πολιτικά μας Καθήκοντα», παρόλο που πείστηκε για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό το 1917 κατά τη Ρωσική Επανάσταση.

Η εφαρμογή στη Σοβιετική Ένωση και στον υπόλοιπο κόσμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το 10ο Συνέδριο των μπολσεβίκων (1921) επιτρέπονταν και η κατάθεση διαφορετικών πλατφορμών στα Συνέδρια, και η δημόσια αντιπαράθεση πριν και μετά από αυτά. Όπως επιτρέπονταν και οι τάσεις άλλωστε. Στο 10ο Συνέδριο πάρθηκε η απόφαση για απαγόρευση των τάσεων (προσωρινή την χαρακτήρισε ο Λένιν) όχι όμως και του δικαιώματος κατάθεσης ξεχωριστών πλατφορμών.

Μετά από αυτό η αμεσοδημοκρατική λειτουργία των σοβιέτ ατρόφησε, «Την διπλή εξουσία της Προσωρινής Κυβέρνησης και των σοβιέτ ανάμεσα στον Φεβρουάριο και τον Οκτώβριο του 1917 την διαδέχτηκε η διπλή εξουσία του μπολσεβίκικου κόμματος και των οργανώσεων των εργαζομένων (κατ' ουσίαν των επιτροπών των εργοστασίων), της οποίας εξουσίας ο δεύτερος όρος συρρικνώθηκε βαθμηδόν και εξαλείφτηκε οριστικά το 1921.» [2] και πλέον υπήρχε όλο και λιγότερη επικοινωνία μεταξύ των Μπολσεβίκων και του ρωσικού πληθυσμού. Τελικά υπήρχε πολύ λίγη ελευθερία συζήτησης ακόμα και μέσα στο κόμμα, με την εξαίρεση των μελών του διευθύνοντος Πολιτμπιρό (Πολιτικού Γραφείου). Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν εξωτερικούς παρατηρητές να αμφισβητήσουν το αν η δημοκρατική πτυχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού μπορεί να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου, ή αναπόφευκτα οδηγεί σε ακραίο συγκεντρωτισμό και απολυταρχία, όπως συνέβη στην ΕΣΣΔ με τον σταλινισμό.

Σταδιακά η σταλινική φράξια που ηγεμόνευσε στο ΚΚΣΕ επανανοηματοδότησε την έννοια "δημοκρατικός συγκεντρωτισμός" δίνοντας της το σημερινό της νόημα: Απαγόρευση τάσεων, πλατφορμών και δημόσιας συζήτησης (εκτός της προσυνεδριακής περιόδου). Η νοοτροπία αυτή επιβλήθηκε δια μέσω της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε όλα τα ΚΚ. Θεωρείται δε από πολλούς κομμουνιστές και δυνάμεις του κομμουνιστικού κινήματος πως η μετέπειτα επανανοηματοδότηση του όρου "δημοκρατικός συγκεντρωτισμός", συνέβαλλε στον γραφειοκρατικό εκφυλισμό των ΚΚ σε Ανατολή και Δύση, ενώ δεν προσέφερε τίποτα στην πολιτική αποτελεσματικότητα αυτών[εκκρεμεί παραπομπή].

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Λένιν, Β. (1906), Αναφορά στο Κονγκρέσο Ενότητας του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος
  2. Καστοριάδης, Κορνήλιος. Χώροι του ανθρώπου, Εκδ. Ύψιλον:

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]