Δεξίλεως

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Δεξίλεως
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση414 π.Χ.[1][2]
Αρχαία Αθήνα
Θάνατος394 π.Χ.[2]
Αρχαία Κόρινθος[3]
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Αθήνα
Δημότης (αρχ. Αττική)Θορικός[3]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααθλητής ιππασίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Δεξίλεως ήταν αρχαίος ευγενής Αθηναίος, γιος του Λυσανίου εκ του Θορικού. Γεννήθηκε όταν στην Αθήνα ήταν άρχοντας ο Τείσανδρος. Ανήκε στη τάξη των ιππέων, και έπεσε, σε ηλικία μόλις 20 ετών, μαζί με άλλους 4 ιππείς και το φύλαρχο Αντιφάνη το 394 π.Χ. στη Κόρινθο, όταν ήταν άρχοντας Αθηνών ο Ευβουλίδης. Στη μάχη εκείνη είχαν ηττηθεί οι Αθηναίοι από τους Σπαρτιάτες.

Η τέφρα του Δεξίλεω καθώς και των τεσσάρων άλλων ιππέων μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εναποτέθηκε στο Δημόσιο Σήμα. Το ανάγλυφο που αποκαλύφθηκε στον Κεραμεικό κατασκευάστηκε αργότερα από τους συγγενείς του Δεξίλεω (ανάγεται στο 390 π.Χ.), όταν κατασκευάστηκε ο οικογενειακός τους περίβολος, όπου και ευρέθη το ανάγλυφο. Εξάλλου γνωστό είναι το ομώνυμο ποίημα που συνέγραψε ο Κωστής Παλαμάς με τους ακόλουθους στίχους:

"Κι ἀπὸ τὸ πρῶτο μάρμαρο κι ἀπὸ τὸ πρῶτο μνῆμα
ἀκούω φωνὴ ποὺ χύνεται κι ἀκούω φωνὴ ποὺ λέει:
– Ἐμὲ Δεξίλεο μὲ λένε. Ἐγὼ εἶμαι τῆς Ἀθήνας
τὸ λατρεμένο τὸ παιδί, τ᾿ ἀγένειο παλληκάρι.
Μ᾿ ἀνάθρεψαν τὰ βροντερὰ τραγούδια τοῦ Τυρταίου
καὶ τάραξαν τὸν ὕπνο μου τὰ ὄνειρα τοῦ Αἰσχύλου.
Ἔξω στὸ δρόμο, στὴ δουλειά, στοῦ κάμπου τὸν ἀέρα
μούθρεψε ὁ ἥλιος τὸ κορμὶ καὶ τἄνοιξε σὰν ἄνθος
καὶ τὸ Γυμνάσιον ὁ θεὸς ποὺ τὰ βοηθάει τὰ νιάτα
μοῦ τόπλασεν ἁρμονικά, σφικτό, χυτὸ καὶ ὡραῖο.
Κ᾿ ἐγὼ καβάλα, φτερωτὸς μέσα στοὺς πρώτους πρῶτος
συντρόφεψα τὸ ἱερὸ τῆς Ἀθηνᾶς καράβι
κ᾿ ἔλεγα: βάλε μου, θεά, τρανὴ καρδιὰ στὰ στήθη,
δῶσε φτερὰ στὰ πόδια μου καὶ δύναμη στὰ χέρια
νὰ πάω, κ᾿ ἐγὼ ν᾿ ἀγωνιστῶ καὶ νικητὴς νὰ λάμψω
στὸ πήδημα, στὸ πάλεμα, στὸ δρόμο, στὸ λιθάρι,
γιατί δὲν εἶναι πιὸ ἀκριβῆ τιμὴ στὸ παλληκάρι
παρὰ καρδιὰ ἀπὸ σίδερο σὲ φτερωμένο σῶμα.
Κ᾿ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα κ᾿ ἐγὼ τὴ χάρη τῆς ἀγάπης
καὶ σὲ τραπέζια χαρωπὰ ροδοστεφανωμένος
τοὺς στοίχους τοῦ Ἀνακρέοντα τραγούδησα, κ᾿ ἐμπρός μου
σπαρταριστὲς χορεύτριες μὲ λύρες καὶ φλογέρες
μ᾿ ἀποκοιμήσανε τρελὰ στῆς ἀγκαλιᾶς τὴ ζέστη
κ᾿ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα κ᾿ ἐγὼ τῆς δόξας τὴ λαχτάρα,
ἄρχοντας, εἶπα νὰ ὑψωθῶ καὶ στρατηγὸς νὰ γίνω,
στὸ θέατρον ἄξιος ποιητὴς τὰ πλήθη νὰ μαγεύω,
κ᾿ ἐγὼ μιὰ μέρα ν᾿ ἀκουστῶ βροντόφωνα στὴν Πνύκα,
ἀστροπελέκι στοὺς κακούς, καὶ μὲ τοὺς φιλοσόφους,
ἐκεῖ ποὺ τρέχει ὁ Ἰλισσὸς γλυκὰ καὶ ποὺ ξαπλώνει
δροσάτον ἴσκιο ὁ πλάτανος κ᾿ ἐγὼ νὰ ξεδιαλύνω
καὶ τὰ σκοτάδια τῆς ψυχῆς καὶ τὰ κρυφὰ τῆς πλάσης.
Ἀλλ᾿ ἕνας ἀγαθὸς θεός, ποὺ καὶ ποτὲ τὰ μάτια
δὲ σήκωσε ἀπὸ πάνω μου καὶ πάντα μὲ φυλάγει,
αὐτὸς διώρισε γιὰ μὲ μία δόξα πιὸ μεγάλη:
Γιὰ τὴν πατρίδα ν᾿ ἀξιωθῶ, νὰ πάω νὰ πολεμήσω!
καὶ νά! σαλπίζει ἡ σάλπιγγα πολεμιστήριον ἦχο,
κ᾿ ἡ Ἀθήνα μὲ τὰ ὀνείρατα πλατωνικά, ἡ Ἀθήνα
ξυπνάει γοργά, ἀντρειεύεται καθὼς ἡ Ἀθηνᾶ της,
γαλήνια κόρη καὶ μαζὶ Πρόμαχος θεριεμένη.
Ἡ Σπάρτη ἡ ἀνυπόταχτη μᾶς φοβερίζει, ἡ Σπάρτη!
θυμήθηκα τὸν ὅρκο μου καὶ ἀρματωμένος τρέχω
σὲ κυματόπλαστο ἄλογο θεσσαλικὸ ποὺ ἔχει
χαρὰ τὸν πόλεμο καὶ σκάφτει, αὐτιάζεται, δὲ στέκει.
Στὸ χέρι μου ἀνυπόμονο κουνιέται τὸ κοντάρι,
θαρρῶ πὼς μέσα μου ἡ καρδιὰ βροντοχτυπάει τοῦ Κόδρου,
θαρρῶ, εἶναι σὰν τοῦ Αἴαντα ψηλὸ τὸ ἀνάστημά μου,
θαρῶ, τὸ δρόμο ἕνας θεός μου δείχνει καὶ κανένας,
ναί! καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὴν ὁρμή μου.
Μὲ τὸν πολέμιο σμίξαμε στὸν κάμπο τῆς Κορίνθου,
ἡλιοκαμένος καὶ τραχὺς κι ἀκράτητος Σπαρτιάτης,
βορριᾶς χυμάει ἐπάνω μου πελώριος Σπαρτιάτης.
Τὰ χρόνια μου τὰ εἴκοσι πυρώνονται καὶ βράζουν.
Τῆς Σπάρτης ἄντρας εἶσ᾿ ἐσύ, παιδὶ εἶμαι τῆς Ἀθήνας
βοηθᾶτε μέ, ἴσκιοι πατρικοὶ τῶν Μαραθωνομάχων!
σφιχτὰ κρατῶ μὲ τὸ ζερβὶ τὸ χαλινάρι, χύνω
σὰ φλόγα τἄλογο, πετῶ, σκύβω γοργά, τινάζω
τ᾿ ὁλόμακρο κοντάρι μου, κατάστηθα τὸν βρίσκω.
Στὰ πόδια ἐμπρὸς τοῦ ἀλόγου μου κατρακυλάει καὶ πέφτει,
πέφτει κ᾿ ἐκεῖ ποὺ τὸν πατῶ κρυφὰ τὸν καμαρώνω
χωρὶς νὰ χάση τὴν ὁρμή, χωρὶς μιλιὰ νὰ βγάλη,
πέφτει καὶ χάνεται καὶ σβεῖ καὶ φοβερίζει ἀκόμα.
Ἐμὲ Δεξίλεο μὲ λέν, παιδὶ εἶμαι τῆς Ἀθήνας,
πολέμησα καὶ νίκησα κ᾿ ἐγὼ γιὰ τὴν πατρίδα.
Σὲ λίγο ὁ θάνατος ὁρμάει κι ἀλύπητα κ᾿ ἐμένα
μὲ παίρνει ἀπὸ τὴν γῆν αὐτή, μὲ φέρνει σ᾿ ἄλλον κόσμο.
Δὲ μ᾿ ἔρριξε στὰ Τάρταρα, δὲ μ᾿ ἄφησε στὸν Ἅδη,
μακαρισμένο, ἀθάνατο, μ᾿ ἀνάστησε γιὰ πάντα
στὰ μαρμαρένια Ἠλύσια, στὰ Ἠλύσια της Τέχνης.
Ὁ κόσμος φεύγει, ἀλλάζει ἡ γῆ, περνοῦν λαοὶ καὶ κόσμοι
καὶ πέφτουν καὶ μαραίνονται σὰ φθινοπώρου φύλλα.
Κ᾿ ἐγὼ ἐδῶ πέρα ἀσάλευτος κι ἀμάραντος προβάλλω
καὶ τῆς πατρίδας τὸν ἐχθρὸ στὰ πόδια μου τὸν ἔχω.
Ὦ χάρη, ὦ νίκη τῆς ζωῆς, ἀνήκουστη εὐτυχία,
στὰ μαρμαρένια Ἠλύσια, στὰ Ἠλύσια της Τέχνης!

"

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]