Γκάουτσο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Γκάουτσο (αποσαφήνιση).
Γκάουτσο από την Αργεντινή, φωτογραφημένος στο Περού το 1868.

H λέξη γκάουτσο (ισπανικά: gaucho‎‎, Ισπανικά: ˈɡautʃo) ή γκαούτσο (πορτογαλικά: gaúcho‎, Πορτογαλικά: ɡaˈuʃo) είναι μια έννοια με πολλές σημασίες ανάλογα με την εποχή και την λαογραφία των χωρών της Νότιας Αμερικής. Παλαιότερα, γκάουτσο ήταν "αυτός που κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, κατοικούσε στην Αργεντινή, στην Ουρουγουάη και στην πολιτεία της Βραζιλίας Ρίο Γκράντε ντο Σουλ".[1] Σήμερα το νόημα της λέξης γκάουτσο στην Αργεντινή και στην Ουρουγουάη έχει διαφοροποιηθεί και αποτελεί τον κάτοικο της ενδοχώρας που ασχολείται με την αγελαδοτροφία με παραδοσιακές μεθόδους".[2] Επειδή ιστορικά οι γκάουτσο ήταν φημισμένοι ότι ήταν γενναίοι άνθρωποι, αν και απείθαρχοι, η λέξη σήμερα χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει μεταφορικά «τον ευγενή, τον γενναίο και τον γενναιόδωρο»,[3] καθώς επίσης αυτόν που οι ικανότητες του αναγνωρίζονται με την έννοια ότι «μπορεί να καταφέρεται με τα πάντα».[4] Στα πορτογαλικά, ο γκαούτσο (με τονισμό στη παραλήγουσα), είναι ο κάτοικος των πεδιάδων του Ρίο Γκράντε ντο Σουλ ή των πάμπα της Αργεντινής με καταγωγή από Ευρωπαίο και [Αμερ]ινδή γυναίκα που ο ίδιος αφιερώνεται στον χειρισμό του λάσου και στην αύξηση του αριθμού των βοειδών και των αλόγων του"[5] και στη Βραζιλία έχει επίσης αποκτήσει μετωνυμική σημασία, που περιλαμβάνει κάθε πολίτη του Ρίο Γκράντε ντο Σουλ, ακόμα και τον αστό κάτοικο της περιοχής.[6] Με μια απλουστευμένη έννοια, μπορεί να αναφέρεται στον νομαδικό, συχνά απείθαρχο, κάτοικο των πεδιάδων της Αργεντινής, της Ουρουγουάης και της Βραζιλίας. Σε τρέχουσα χρήση, μπορεί να προσδιορίσει το αγροτικό εργατικό πληθυσμό της περιοχής της Νότιας Αμερικής.[7]

Η έννοια του γκάουτσο θα μπορούσε να ταυτιστεί με πολλές αμερικανικές αργοτικές κοινωνίες του 19ου αιώνα, όπως των αγελαδοτρόφων «καουμπόι» της Βόρειας Αμερικής (βακέρο (vaquero στα ισπανικά), οι Xιλιανοί ουάσο (huaso), οι Βενεζουελάνοι και Κολομβιανοί λανέρο (llanero), οι Χαβανέζοι πανιόλο και οι Μεξικανοί τσάρο. Αποτελεί τμήμα της λαογραφίας της Ουρουγουάης και της Αργεντινής. Η ζωή τους γίνεται αντικείμενο θαυμασμού και έμπνευσης. Λογοτεχνικοί ήρωες και θρύλοι που εμπνεύουν Νοτιοαμερικανούς συγγραφείς.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευση αυτής της ονομασίας. Μπορεί να προέρχεται από το ισπανικό chaucho (προφ. τσάουτσο) που προέρχεται και αυτό με τη σειρά του από το αραβικό chauia που σημαίνει βοσκός. Η πρώτη καταγεργραμμένη χρήση του όρου γίνεται κατά την περίοδο της αργεντίνικης ανεξαρτησίας στις αρχές του 19ου αιώνα. Μια άλλη εκδοχή θέλει η λέξη να προέρχεται από το πορτογαλικό gaudério (προφ. γκαουντέριο) και αναφερόταν στους κατοίκους των ευρύτερων περιοχών του Ρίο Γκράντε ντο Σουλ και του Ρίο ντε λα Πλάτα κατά τον 18ο αιώνα και κατά άλλους από το πορτογαλικό garrucho (προφ. γκαρούτσο) που αποτελεί ένα όργανο του γκάουτσο που χρησιμοποιείται για να περιμαζέψει το κοπάδι του. Ο χρονικογράφος του 18ου αιώνα Αλόνσο Καρίο ντε λα Βαντέρα χρησιμοποιεί στην λέξη gauderios (προφ. γκαουντέριος) για να περιγράψει τους γκάουτσο ή άουτσο (γραφ. haoucho) ως φτωχοντυμένους ανθρώπους.

Κύριο χαρακτηριστικό: Το άλογο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα κύριο χαρακτηριστικό που θα έπρεπε να έχει ένας γκάουτσο είναι να είναι καλός καβαλάρης, ώστε να μπορεί να ελέγχει το κοπάδι του. Οι περισσότεροι μάθαινουν να ιππεύουν το άλογό τους από μικρή ηλικία. Ο φυσιοδίφης και συγγραφέας Γουίλιαμ Χένρι Χάντσον που μεγάλωσε στις πάμπες της Αργεντινής, αναφέρει ότι οι γκάουτσο συνήθιζαν να λένε ότι «ένας άνθρωπος χωρίς άλογο είναι ένας άνθρωπος χωρίς πόδια».[8] Εξιστορεί επίσης μια ιστορία στην οποία ένας τυφλός γκάουτσο που ήταν υποχρεωμένος να ικετεύει για τροφή του, συμπεριφερόταν με αξιοπρέπεια και προτιμούσε να κυκλοφορεί έφιππος.[9] Ο Ρίτσαρτν Σλάτα (Richard W. Slatta), σε μια ακαδημαϊκή εργασία[10] πάνω στους γκάουτσο, αναφέρει ότι οι νομάδες κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούσαν τα άλογα για να περιμαζεύουν, να σημαδεύουν, να καθοδηγούν και να εξημερώνουν το κοπάδι τους. Έφιπποι έκαναν και άλλες εργασίες όπως να επιδιορθώνουν τα σχοινιά τους, να κυνηγούν στρουθοκάμηλους, να παγιδεύουν πέρδικες, να συλλέγουν νερό, ακόμα και - με την βοήθεια των φίλων του - να οδηγούνται νεκροί και έφιπποι στην τελευταία κατοικία τους.[11]

Αναφέρεται επίσης ότι ο πενηντάχρονος γκάουτσο καουντίλο Χουάν Μανουέλ ντε Ρόσας, μπορούσε να ρίξει το καπέλο του στο έδαφος και καλπάζοντας με το άλογο του να το αρπάξει με επιτυχία χωρίς να πιαστεί από τη σέλα του αλόγου του.[12] Για τον γκάουτσο, σύμφωνα με τον Χάντσον, το άλογο ήταν απαρραίτητο για την επιβίωσή του και αναφέρει ότι «πρέπει να διασχίζει τεράστιες αποστάσεις κάθε μέρα, να παρατητεί, να κρίνει γρήγορα, να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή ώστε να αντιμετωπίσει την πείνα και την κούραση, τις βίαιες αλλαγές της θερμοκρασίας, μεγάλους και ξαφνικούς κινδύνους».[13]

Μια κόπλα ήταν:

Mi caballo y mi mujer
viajaron para Salta,
el caballo que se vuelva,
mi mujer que no me hace falta»[14]

("Το άλογό μου και η γυναίκα μου/ έφυγαν για την Σάλτα/ ας γυρίσει το άλογό μου/ γιατί δεν χρειάζομαι την γυναίκα μου.")

Ο γκαούτσο επιδίωκε τα άλογα που ήταν στην ιδιοκτησία του να έχουν το ίδιο χρώμα τριχώματος. O Χάντσον αναφέρει:

Ο γκάουτσο, από τον απλό εργάτη έως τον μεγαλύτερο γαιοκτήμονα και γητευτή, έχει, ή είχε μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, την επιθυμία όλα τα άξια άλογά του να έχουν το ίδιο χρώμα. Κάθε άνδρας είχε τη δικιά του αγέλη αλόγων, πότε μισή ντουζίνα, πότε μια ντουζίνα ή και περισσότερα εξημερωμένα άλογα, που έμοιαζαν όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε ένας να έχει κοκκινωπά, άλλος καφετί, γκρίζα, αργυρωπά ή αργυρογκρίζα, γκριζόμαυρα, κιτρινόφαια, με κρεμ μύτες, ή μαύρα, ή λευκά, ή παρδαλά»[15]

Ο καουντίλο Ελ Τσάτσο Πενιαλόσα (El Chacho Peñalosa) σε μια αυτοβιογραφία του αναφέρει μια στιγμή κατά την οποία έφτασε σε τραγική κατάσταση με τον τίτλο «Στη Χιλή - και με τα πόδια!» («En Chile y a pie.»).[16]

Παράδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επαρχιακός πληθυσμός των γκάουτσο συμβάλει σημαντικά στην εθνική αφύπνιση των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, και ιδιαίτερα της Αργεντινής, της Ουρουγουάης και της Παραγουάης. Το επικό ποίημα του Χοσέ Φερνάντες Μαρτίν Φιέρο, που θεωρείται από ορισμένους ως το εθνικό έπος της Αργεντινής, ηρωποιεί τον γκάουτσο ως ένα σύμβολο ενάντια στη διαφθορά και ως ένα ανάχωμα απέναντι στις ευρωπαϊκές τάσεις που προσπαθούν να αλλιώσουν την ταυτότητα των κατοίκων της περιοχής. Ο ήρωας του έπους Μαρτίν Φιέρο, αρχικά εντάσσεται στον στρατό της Αργεντινής που πολεμούσε για να την υπεράσπιση ή την διεύρυνση των συνόρων της χώρας, αλλά εγκαταλείπει το φρούριο που υπηρετούσε και κηρύσσεται ανυπόκτατος και στη συνέχεια φυγάς και καταζητούμενος. Η νομαδική ζωή του γκάουτσο, μακριά από τον έλεγχο της κρατικής μηχανής, θεωρείται ως πρότυπο ελευθερίας και έρχεται σε αντίθεση με τις τυραννικές συνθήκες εργασίας των δούλων στις φυτείες της βόρειας Βραζιλίας. Μια ανάλογη λογοτεχνική αναφορά μπορούμε να παρατηρήσουμε στο έργο του Ρικάρδο Γκουιράλδες Δον Σεγούντο Σόμπρα (Don Segundo Sombra, 1926).



Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Adelman, Jeremy (Μαΐου 1993). Review. Journal of Latin American Studies. 25. Cambridge University Press. σελίδες 410–2. JSTOR 158174. 
  • Arnoldi, Henry· Hernández, Isabel (1986). Amor tirano: antología del cancionero tradicional amoroso de ArgentinaΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Ediciones del Sol. ISBN 9789509413030. 
  • Assunção, Fernando O. (2006). Historia del gaucho (στα Ισπανικά). Claridad. ISBN 978-950-620-205-7. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Νοεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2016. 
  • Assunção, Fernando O. (1997). Pilchas criollas (στα Ισπανικά). Emecé. ISBN 950-04-1121-0. 
  • Collier, Simon (Μαΐου 1998). Review. Journal of Latin American Studies. 20. Cambridge University Press. σελίδες 208–210. 
  • Cunninghame Graham, Robert Bontine (1914). El Río de la Plata (στα Ισπανικά). Λονδίνο: Wertheimer, Lea y Cía. 
  • Hudson, William Henry (1895). The Naturalist in La Plata. Λονδίνο: Chapman & Hall. 
  • Hudson, William Henry (1918). Far Away and Long Ago: A History of My Early Life. Νέα Υόρκη: E.P. Dutton and Company. 
  • Lynch, John (Αυγούστου 1984). Review. The Hispanic American Historical Review. 64. Duke University Press. σελίδες 586–7. JSTOR 2514963. 
  • Oliven, Ruben George (2000). «"The Largest Popular Culture Movement in the Western World": Intellectuals and Gaúcho Traditionalism in Brazil». American Ethnologist (Wiley for the American Anthropological Association) 21 (1). 
  • Reber, Vera Blinn (Ιουλίου 1984). Review. The Americas. 41. Cambridge University Press. σελίδες 140–1. JSTOR 1006958. 
  • Sarmiento, Domingo Faustino (2008). El chacho. Lingkua Digital. ISBN 9788498973518. 
  • Slatta, Richard W. (1992). Gauchos & the Vanishing Frontier. Λίνκολ και Λονδίνο: University of Nebraska Press. ISBN 0-8032-9215-5. 
  • Slatta, Richard W.· Auld, Ku'ulani· Melrose, Maile (2004). Cradle of Hawai'i's Paniolo. Montana: The Magazine of Western History. 54. Montana Historical Society. σελίδες 2–19. JSTOR 4520605. 
  • Shumway, Nicolas (1993). The Invention of Argentina. Μπέρκλεϋ; Λος Άντζελες; Λονδίνο: University of California Press. ISBN 978-0-520-08284-7. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Dictionary of the Royal Spanish Academy, Gaucho, έννοια 5.
  2. Dictionary of the Royal Spanish Academy, Gaucho, έννοια 6.
  3. Dictionary of the Royal Spanish Academy, Gaucho, έννοια 1.
  4. Dictionary of the Royal Spanish Academy, Gaucho, έννοια 4.
  5. Dicionário Priberam da Língua Portuguesa, Gaúcho.
  6. Oliven, Ruben George (2000). «"The Largest Popular Culture Movement in the Western World": Intellectuals and Gaúcho Traditionalism in Brazil». American Ethnologist (Wiley for the American Anthropological Association) 21 (1). , σελ. 129.
  7. Shumway, 12.
  8. Hudson, 1918, σελ. 23.
  9. Hudson, 1918, σελ. 24.
  10. Η εργασία ήταν υπό την επίβλεψη των Adelman, 1993; Collier, 1988; Lynch, 1984; Reber, 1984.
  11. Slatta, σελίδες 25-27.
  12. Cunninghame Graham, 1914, σελ. 5.
  13. Hudson, 1895, σελ. 356.
  14. Arnoldi and Hernández, σελ. 177.
  15. Hudson, 1918, σελ. 160.
  16. Sarmiento, σελ. 14.