Γιούκον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιούκον

Σημαία

Εθνόσημο
Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
Γουάιτχορς
Αγγλικά και Γαλλικά
Αντελίν Γουέμπερ
Ράνι Πιλάι
 • Σύνολο
 • % Νερό

482.443 km2
8.052 (1,7%)
Πληθυσμός
 • Απογραφή 2021 
 • Πυκνότητα 

40.232[1]  
0,08 κατ./km2 
ΑΕΠ (ΙΑΔ)
 • Ολικό  (2013)
 • Κατά κεφαλή 

C$2,539 δις[2]  
C$69.753  
UTC-8 (UTC -8)

Το Γιούκον (αγγλικά/γαλλικά: Yukon) είναι «έδαφος» του Καναδά, δηλαδή περιοχή υπό τον πιο άμεσο έλεγχο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της χώρας.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Γιούκον έχει το σχήμα ενός τριγώνου. Δυτικά χωρίζεται από την Αλάσκα με τον 141ο μεσημβρινό και νότια χωρίζεται από τη Βρετανική Κολομβία με τον 60ο παράλληλο. Ανατολικά συνορεύει με τα Βορειοδυτικά Εδάφη. Στα βόρεια, ένα μικρό τμήμα του Γιούκον βρέχεται από τη Θάλασσα Μποφόρ του Αρκτικού ωκεανού.

Η έκταση του Γιούκον είναι 482.443 τ.χλμ. (περίπου τετραπλάσια από την έκταση της Ελλάδας, αλλά ο πληθυσμός του ανέρχεται σε 40.232 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2021[1]. Πρωτεύουσα του Γιούκον είναι το Γουάιτχορς (αγγλ., Whitehorse, δηλ. «Άσπρο άλογο») με πληθυσμό 28.201 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2021[3]. Άλλοι σημαντικοί οικισμοί είναι το Ντόσον Σίτι (Dawson City, 1.577 κάτοικοι) και το Γουώτσον Λέικ (Watson Lake, 1.133 κάτοικοι) σύμφωνα με την απογραφή του 2021[3].

Το Γιούκον έλαβε το όνομά του από τον ομώνυμο ποταμό της περιοχής. Γιούκον στη γλώσσα των αυτοχθόνων Γκουίτσιν (αγγλ., Gwich’in) σημαίνει «μεγάλος ποταμός». Το Γιούκον είναι κατεξοχήν ορεινή περιοχή και το μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από τα Βραχώδη Όρη. Μέσα στην έκτασή του βρίσκεται το Όρος Λόγκαν, το οποίο, με υψόμετρο 5.959 μ., είναι το δεύτερο υψηλότερο όρος της Βορείου Αμερικής.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρυσωρυχείο στο Κλοντάικ του Γιούκον, τέλη του 19ου αι. (φωτογραφία από τα Καναδικά Εθνικά Αρχεία)

Προϊστορικά ευρήματα δείχνουν ότι άνθρωποι κατοικούσαν στο Γιούκον πριν από 25.000 έως 50.000 χρόνια. Γύρω στο 800 π.Χ., μετά από μία έκρηξη του ηφαιστείου Τσώρτσιλ κοντά στα σύνορα με την Αλάσκα, το νότιο Γιούκον καλύφθηκε από ηφαιστειακή τέφρα. Θρύλοι γι' αυτή τη φυσική καταστροφή αναφέρονται ακόμα και στην προφορική παράδοση των αυτοχθόνων των νοτιοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών και αυτό κάνει αρκετούς ανθρωπολόγους να υποστηρίζουν ότι πολλές φυλές αυτοχθόνων μετανάστευσαν από το Γιούκον προς νοτιότερα πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων.

Οι Ευρωπαίοι άρχισαν να εξερευνούν το Γιούκον για το εμπόριο γούνας και την ανακάλυψη μεταλλευμάτων κατά τα μέσα του 19ου αι. Στην περιοχή εμφανίσθηκαν, μαζί με τους τυχοδιώκτες, αγγλικανοί και καθολικοί ιεραπόστολοι για τον εκχριστιανισμό των «αγρίων». Με την πώληση της Αλάσκας από τους Ρώσους στους Αμερικανούς, το 1869, εντάθηκε η διαμάχη για τα κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή. Γύρω στα 1885, τρεις μεταλλωρύχοι ανακάλυψαν ψήγματα χρυσού στις όχθες του ποταμού Γιούκον. Μια δεύτερη σημαντική ανακάλυψη χρυσού στις όχθες του ποταμού Κλοντάικ το 1896 προκάλεσε τον λεγόμενο «Πυρετό του Χρυσού του Κλοντάικ» (Klondike Gold Rush). Τα νέα διαδόθηκαν πολύ γρήγορα και σύντομα την περιοχή κατέκλυσαν χιλιάδες τυχοδιώκτες χρυσοθήρες, που έρχονταν με καραβάνια μουλαριών από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να κάνουν την τύχη τους στις παγωμένες κοιλάδες του Γιούκον.

Θορυβημένη από τη μαζική εισροή αμερικανών τυχοδιωκτών, η καναδική κυβέρνηση αποφάσισε να εδραιώσει την κυριαρχία της στην περιοχή δημιουργώντας το 1898 το νέο «έδαφος» (ή περιφέρεια) του Γιούκον από τμήμα των Βορειοδυτικών Εδαφών. Στις αρχές του 20ού αι., ο Πυρετός του Χρυσού ξεθύμανε και οι περισσότεροι χρυσοθήρες άρχισαν να εγκαταλείπουν το Γιούκον. Πάντως, η εξόρυξη χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων στην περιοχή συνεχίσθηκε από οργανωμένες μεταλλευτικές επιχειρήσεις.

Κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Αμερικανοί κατασκεύασαν τον Αυτοκινητόδρομο της Αλάσκας (Alaska Highway), ο οποίος ένωσε τις ΗΠΑ με την Αλάσκα διερχόμενος μέσα από το Γιούκον. Αυτή ήταν η αρχή για τη διάνοιξη πολλών άλλων αυτοκινητοδρόμων, θέτοντας τέλος στη συγκοινωνία με πιρόγες και άλλα πλωτά μέσα. Στα έργα της διάνοιξης των αυτοκινητοδρόμων βρήκαν εργασία χιλιάδες ευρωπαίοι μετανάστες. Ωστόσο, οι εργάτες αυτοί μετέδωσαν πολλές θανατηφόρες ασθένειες στους αυτόχθονες της περιοχής, προκαλώντας σημαντική φθορά στον πληθυσμό των τελευταίων.

Το Ντόσον Σίτι, αλλοτινή πόλη των χρυσοθήρων, και ο ποταμός Γιούκον

Για πολλές δεκαετίες, το Γιούκον διοικούνταν από έναν ομοσπονδιακό επίτροπο και μία εκτελεστική επιτροπή. Από το 1979, το Γιούκον έχει δική του περιφερειακή κυβέρνηση, αλλά πολλές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αυτόχθονες της περιοχής και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Καναδά παραμένουν εκκρεμείς. Από το 1992, οι αυτόχθονες φυλές της περιοχής έχουν τις δικές τους δεκατέσσερις «κυβερνήσεις».

Δημογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορική εξέλιξη πληθυσμού
Έτος Πληθ.   ±%  
1901 27.219 —    
1911 8.512 −68.7%
1921 4.157 −51.2%
1931 4.230 +1.8%
1941 4.914 +16.2%
1951 9.096 +85.1%
1956 12.190 +34.0%
1961 14.628 +20.0%
1966 14.382 −1.7%
1971 18.390 +27.9%
1976 21.835 +18.7%
1981 23.150 +6.0%
1986 23.505 +1.5%
1991 27.797 +18.3%
1996 30.766 +10.7%
2001 28.674 −6.8%
2006 30.372 +5.9%
2011 33.897 +11.6%
2016 35.874 +5.8%
2021 40.232 +12.1%

Σύμφωνα με απογραφή του 2001, οι περισσότεροι κάτοικοι του Γιούκον είναι βρετανικής καταγωγής (49%). Οι αυτόχθονες (τα λεγόμενα «Πρώτα Έθνη») αποτελούν τη δεύτερη πιο σημαντική εθνική ομάδα (22%), ενώ στην περιοχή υπάρχουν ακόμα πολλά άτομα ιρλανδικής (19%), γερμανικής (14%) και γαλλικής καταγωγής (13%).

Το εργατικό δυναμικό του Γιούκον ανέρχεται σε 12.500 άτομα περίπου. Από αυτά τα άτομα, τα 5.000 είναι υπάλληλοι σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κλίμα του Γιούκον είναι υποαρκτικό έως πολικό (βλ. είδη κλίματος). Οι χειμώνες είναι ιδιαίτερα βαρείς με πολύ μικρές ημέρες και θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν. Στο Μπήβερ Κρηκ (Beaver Creek) του Γιούκον έχει καταγραφεί η χαμηλότερη θερμοκρασία σε βορειοαμερικανικό έδαφος: –63 °C στις 3 Φεβρουαρίου του 1947. Πάντως το καλοκαίρι η μέση θερμοκρασία ανέρχεται στους 20 °C.

Διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επίτροπος από τις 31 Μαΐου 2023 είναι η Αντελίν Γουέμπερ και πρωθυπουργός ο Φιλελεύθερος Ράνι Πιλάι από τις 14 Ιανουαρίου 2023.

Εκλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τελευταίες εκλογές διεξήχθησαν στις 12 Απριλίου 2021, οπότε εξελέγησαν τα μέλη της 35ης Νομοθετικής Συνέλευσης. Οι εκλογές κατέληξαν σε ένα κοινοβούλιο χωρίς αυτοδυναμία, όπου το Φιλελεύθερο Κόμμα του Γιούκον και το αντιπολιτευόμενο Κόμμα του Γιούκον κέρδισαν από 8 έδρες, ενώ το Νέο Δημοκρατικό Κόμμα του Γιούκον κατείχε τις υπόλοιπες 3 έδρες. Καθώς το κυβερνών κόμμα είχε την πρώτη ευκαιρία να σχηματίσει κυβέρνηση, μια φιλελεύθερη κυβέρνηση μειοψηφίας ορκίστηκε στις 23 Απριλίου 2021.[4] Οι Φιλελεύθεροι και το NDP ανακοίνωσαν τη συμφωνία για σχηματισμό κυβέρνησης εμπιστοσύνης στις 28 Απριλίου 2021.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Census Profile, 2021 Census of Population». Στατιστική Υπηρεσία Καναδά. 29 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2023. 
  2. «Gross domestic product, expenditure-based, by province and territory (2013)». Στατιστική Υπηρεσία του Καναδά. 5 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2015. 
  3. 3,0 3,1 «Population and dwelling counts: Canada and census subdivisions (municipalities)». Στατιστική Υπηρεσία Καναδά. 9 Φεβρουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2023. 
  4. «Yukon Liberals set to be sworn-in as party aims to form minority government». CTVNews (στα Αγγλικά). 23 Απριλίου 2021. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2021. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]