Γερουσία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Γερουσία, ονομάζεται το Δεύτερο Νομοθετικό Σώμα που υφίσταται σήμερα σε ορισμένες Χώρες που διοικούνται κοινοβουλευτικά.

Σε ορισμένες εξ αυτών λέγεται και Άνω Βουλή (Βουλή των Λόρδων (στη Μ. Βρετανία)) σε αντίθεση με την Κάτω Βουλή (Βουλή των Κοινοτήτων), ως πρώτο νομοθετικό Σώμα. Η ονομασία αυτή διατηρείται από την ελληνική αρχαιότητα που έλαβε από τότε το όνομα Γερουσία ή Γερωνία ή Γερωσία, επειδή την αποτελούσαν γέροντες καλούμενοι και "πρεσβυγενείς", οι οποίοι είχαν συμπληρώσει το 60ο έτος ηλικίας τους.

Αρχαίοι χρόνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχαία Ελλάδα ο θεσμός της Γερουσίας (Γερωσίας ή Γερωνίας κατά Αριστοφάνη, ενώ κατά ρήτρα Λυκούργου αναφέρεται Γερουσία) αντιπροσώπευσε συνήθως το αριστοκρατικό στοιχείο της Σπάρτης καθώς και άλλων δωρικών πόλεων. Η Γερουσία της Σπάρτης, που ήταν αντίστοιχη με την Βουλή των Πεντακοσίων της αρχαίας Αθήνας, συγκροτούνταν από τους δύο Βασιλείς και από 28 υπερήλικες "γέροντες" ή "πρεσβυγενείς" που εκλέγονταν από τις ισάριθμες "ωβές" στις οποίες ήταν διαιρεμένες οι φυλές της Σπάρτης. Η εκλογή αυτών, που είχαν συμπληρώσει το 60ο έτος ηλικίας, γίνονταν με ένα πρωτότυπο όσο και απλούστατο τρόπο εκλογής. Οι υποψήφιοι υπερήλικες εμφανίζονταν αλληλοδιαδόχως προ της Απέλλας (Εκκλησίας του Δήμου) που συνεδρίαζε γι΄ αυτόν ακριβώς το σκοπό, η οποία και εκδήλωνε τη προτίμησή της δια βοής (με φωνές) ανάλογης έντασης. Οι αιρετοί κριτές της διαδικασίας αυτής παραμένοντας σε παρακείμενο οίκημα άκουγαν τις φωνές χωρίς να βλέπουν τον κρινόμενο υποψήφιο. Έτσι αναγόρευαν σε "γέροντα" εκείνον τον υποψήφιο που υπήρξε αποδέκτης της εντονότερης βοής.

Η αρχή των γερόντων ήταν ισόβιος και κάθε φορά που γίνονταν εκλογή για πλήρωση κενής θέσης, λόγω θανάτου, το ενδιαφέρον των πολιτών ήταν μεγάλο. Οι αρμοδιότητες της Σπαρτιατικής Γερουσίας αφορούσαν βουλευτικά, δικαστικά και νομο-εκτελεστικά έργα. Αυτή σύντασσε τα προσχέδια των νόμων τα «πρωτοβουλεύματα» τα οποία στη συνέχεια ψήφιζε ή καταψήφιζε η Εκκλησία του Δήμου χωρίς να έχει το δικαίωμα της τροποποίησής των. Στα δικαστικά καθήκοντα η Γερουσία περιοριζόταν μόνο για απόδοση θανατικής ποινής, ή εξορίας, ή ατιμίας στους ενόχους. Τα εκτελεστικά της δε καθήκοντα μάλλον φέρονται να συγχέονταν μ΄ εκείνα των Εφόρων και των Βασιλέων.

Ανάλογη με την Γερουσία της Σπάρτης ήταν και η Γερουσία ή Γερωνία των δωρικών πόλεων της Κρήτης που την αποτελούσαν 20-30 μέλη.
Γερουσίες επίσης καλούνταν κατά την Ελληνιστική περίοδο τα πολιτικά Σώματα των αριστοκρατικών πόλεων-κρατών του ελλαδικού χώρου και των παραλίων της Ιωνίας (Μικρά Ασία) μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους.

Ρωμαϊκοί χρόνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους παρεμφερές νομοθετικό Σώμα που συστήθηκε στην αρχαία Ρώμη ήταν η "Γερουσία της Ρώμης" ή Σύγκλητος, η γνωστή "Senatus" που όμως είχε περισσότερο τον χαρακτήρα της Βουλής και όχι του δεύτερου νομοθετικού Σώματος.

Μετέπειτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον 13ο αιώνα εμφανίσθηκε στην Αγγλία η έννοια του Κοινοβουλίου που θεμελιώθηκε κυρίως από την Μάγκνα Κάρτα. Η δημιουργία του προκλήθηκε εξ ανάγκης προκειμένου να υφίσταται κάποιος πολιτειακός σύνδεσμος μεταξύ του Βασιλέως και του λαού ώστε να λαμβάνουν αμφίδρομη γνώση διαθέσεων σε επικείμενους νόμους, φορολογίες κ.λπ. και ανάλογα να προετοιμάζεται η κοινή γνώμη. Έτσι οι Βαρώνοι των Κομητειών, οι επίσκοποι και άλλοι εκπρόσωποι του κατώτερου κλήρου απετέλεσαν τα πρώτα μέλη εκείνου του Κοινοβουλίου. Με τη πάροδο του χρόνου προσταθέθηκαν στα μέλη αυτού και οι ιππότες των κομητειών καθώς και οι εκλεγόμενοι αντιπρόσωποι των ελεύθερων ιδιοκτητών των περιοχών αυτών. Η κοινωνικά ανομοιογενής όμως αυτή σύνθεση αφενός και η άνιση δύναμη των μελών του κοινοβουλίου αφετέρου επέφεραν την οριστική διάσπασή του το 1333. Έτσι οι μεν επίσκοποι ενούμενοι μεταξύ τους και με τους Βαρώνους των Κομητειών συνέστησαν τη Βουλή των Λόρδων ή και καλούμενη "Άνω Βουλή", και οι δε ιππότες και οι αστοί τη "Βουλή των Κοινοτήτων" ή την λεγόμενη "Κάτω Βουλή" όπου οι αρμοδιότητές τους καθορίσθηκαν μετά και πλέον μιας τεσσαρακονταετίας. Αμφότερες οι Βουλές αυτές ασκούσαν παράλληλα τη νομοθετική εξουσία, και επομένως στη κατάρτιση και ψήφιση των νόμων ήταν αναγκαία η σύμπραξη της Βουλής των Κοινοτήτων, άνευ της οποίας δεν ήταν δυνατόν ν΄ αναγνωρίζεται ως νόμος ο μόνο από τη Βουλή των Λόρδων ψηφιζόμενος, έστω και αν ο Βασιλεύς τον είχε επικυρώσει. Ακόμη η Βουλή των Κοινοτήτων είχε το δικαίωμα της έρευνας και τον έλεγχο του τρόπου διακυβέρνησης καθώς και το δικαίωμα να κατηγορήσει τους υπουργούς και να τους παραπέμψει σε δίκη, ενώπιον της Βουλής των Λόρδων. Έτσι η απεικόνιση των σχέσων των δύο αυτών Σωμάτων διατυπώθηκε φλεγματικά στην ακόλουθη παροιμιώδη αγγλική φράση:

"Η αρχή της Βουλής των Λόρδων ήταν δικαστήριο
η αρχή της Βουλής των Κοινοτήτων ήταν λαθραίο συνέδριο"!

Στο νεοσύστατο κράτος της Ελλάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γερουσία στο 1829 ονομάστηκε το σώμα που όρισε η Δ' Εθνοσυνέλευση του Άργους τον Ιούλιο του 1829 για να αντικαταστήσει το Πανελλήνιον (συμβουλευτικό σώμα που είχε ιδρύσει το 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας).

1844-1864[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το Σύνταγμα του Μαρτίου του 1844 ιδρύθηκε το σώμα της Γερουσίας του 1844. Με το Σύνταγμα του 1864 η Γερουσία καταργήθηκε ως θεσμός αντιδημοκρατικός και ως όργανο του μονάρχη με σκοπό τον έλεγχο των κυβερνήσεων.

Νεότεροι χρόνοι στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γερουσία του 1927 ιδρύθηκε με το ελληνικό Σύνταγμα του 1927 ως δεύτερο νομοθετικό σώμα. Οι πρώτες εκλογές για την συγκρότησή της έγιναν στις 21 Απριλίου 1929 στις Βουλευτικές εκλογές. Με καθολική ψηφοφορία εξελέγησαν από τον λαό 92 γερουσιαστές ενώ επιπλέον 18 εξελέγησαν από τα διοικητικά συμβούλια επαγγελματικών οργανώσεων και τα πνευματικά ιδρύματα. Σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι 10 που εξέλεξε η βουλή, σύνολο 120. Η θητεία του γερουσιαστή ήταν 9 χρόνια αλλά κάθε τρία χρόνια ανανεωνόταν η σύνθεσή της κατά το ένα τρίτο με καθολική ψηφοφορία στο τρίτο των εκλογικών διαμερισμάτων της χώρας. Η γερουσία καταργήθηκε στις 1 Απριλίου 1935 με το κίνημα του Κονδύλη.