Γαρίδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γαρίδα

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Αρθρόποδα (Arthropoda)
Υποσυνομοταξία: Καρκινοειδή (Crustacea)
Ομοταξία: Μαλακόστρακα (Malakostraca)
Τάξη: Δεκάποδα (Decapoda)
Υποτάξη: Κολυμβητικά (Pleocyemata)
Ανθυποτάξη: Caridea
Dana, 1852
Υπεροικογένεια

Αλφεοειδή (Alpheoidea)
Ατυοειδή (Atyoidea)
Μπρεζιλιοειδή (Bresilioidea)
Καμπυλονοτοειδή (Campylonotoidea)
Κρανγκονοειδή (Crangonoidea)
Γαλαθεακαριδοειδή (Galatheacaridoidea)
Νηματοκαρκινοειδή (Nematocarcinoidea)
Οπλοφοροειδή (Oplophoroidea)
Παλαιμονοειδή (Palaemonoidea)
Πανταλοειδή (Pandaloidea)
Πασιφεοειδή (Pasiphaeoidea)
Προκαριδοειδή (Procaridoidea)
Προκεσοειδή (Processoidea)
Ψαλιδοποδοειδή (Psalidopodoidea)
Στυλοδακτυλοειδή (Stylodactyloidea)

Γαρίδες είναι η γενική ονομασία αρθροπόδων που περιλαμβάνει πολλές οικογένειες που ανήκουν στην υποτάξη κολυμβητικά και στην τάξη δεκάποδα. Γενικά ανήκουν στη τάξη των αστακιδών. Το χαρακτηριστικότερο είδος είναι η κοινή γαρίδα (επιστημονική ονομασία: Parapenaeus longirostris). Σε αντίθεση με άλλα συγγενικά τους είδη, που περπατούν, όπως η καραβίδα, οι γαρίδες ζουν αποκλειστικά στη θάλασσα, όπου κολυμπούν. Τα πόδια τους είναι μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσεως. Μπορούν να αναπλάθουν ένα τμήμα του σώματός τους αν πάθει βλάβη ή το χάσουν (αναγεννητική ικανότητα), ικανότητα η οποία υπάρχει σε όλα τα καρκινοειδή. Απαντώνται σε όλες τις θάλασσες και στα γλυκά νερά, όπως επίσης εκτρέφονται για το κρέας τους σε ειδικά ενυδρεία. Χαρακτηριστικό είδος αυτών είναι η λεγόμενη γάμπαρη και επίσης τρώγεται ως ορεκτικό.[1] Γενικά, οι γαρίδες αποτελούν το καλύτερο δόλωμα, ιδιαίτερα στην αλιεία φαγκριών.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γαρίδα έχει σώμα πεπλατυσμένο κατά τον κατακόρυφο άξονα, το οποίο αποτελείται από τον κεφαλοθώρακα και την κοιλιά. Το σώμα της φθάνει σε μήκος από 5 μέχρι 15 εκ. και είναι επενδυμένο από όστρακο, το οποίο είναι εύκαμπτο. Τα μάτια της είναι σύνθετα και μισχωτά. Ο κεφαλοθώρακας έχει ένα ζεύγος επάνω γνάθων, δύο ζεύγη νηματοειδών κεραιών, τρία ζεύγη γναθικών ποδιών και επίσης πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών. Επίσης, στο μέρος αυτό βρίσκεται και μια χαρακτηριστική προεξοχή, που ονομάζεται ρόστρο. Στο ρόστρο υπάρχουν 7-8 δόντια. Αναπνέει με βράγχια, τα οποία βρίσκονται στις ενώσεις των ποδιών με το θώρακα. Η κοιλιά της είναι μακριά και βρίσκεται κάτω από τον κεφαλοθώρακα, ενώ καταλήγει σε ένα ζεύγος ουροποδίων μαζί με την ουρά της, το οποίο λέγεται τέλσο. Τα ουροπόδια αυτά σχηματίζουν ένα είδος βεντάλιας και διευκολύνουν στη μετακίνηση των ζώων. Στη ράχη τους σχηματίζεται τρόπιδα.

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι γαρίδες είναι ζώα σαρκοφάγα και γονοχωριστικά. Γεννούν αυγά, τα οποία απελευθερώνονται στη θάλασσα. Σε άλλες οικογένειες μένουν προσκολλημένα στα πόδια του θηλυκού, όπου γίνεται και η εκκόλαψη. Οι προνύμφες εξέρχονται από τα αυγά και λέγονται ναύπλιοι. Ακολουθούν πολλές εκδύσεις, ώσπου γίνονται ώριμες γαρίδες.

Θρεπτική αξία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αρθρόποδο έχει εύγευστο κρέας, το οποίο είναι περιζήτητο και πλούσιο σε ασβέστιο και πρωτεΐνη, ενώ αποτελεί και πηγή χοληστερόλης.[2] Τρώγονται βραστές και το κρέας τους γίνεται ροζ όταν ψηθεί. Υπάρχουν διάφορες συνταγές με γαρίδες, με συνηθέστερο το απλό βράσιμο που σερβίρονται με λαδολέμονο ή μαγιονέζα. Επίσης ψητές ή και τηγανητές όπως στο γνωστό πιάτο γαρίδες σαγανάκι. Ανάλογα με το πόσο μαλακό είναι το κέλυφός τους και το πόσο εύκολα διαχωρίζεται από την σάρκα τους, υπάρχουν φορές που τρώγονται με το κέλυφος τους και την ουρά όπως π.χ. το συμιακό γαριδάκι.

Από το ζωμό των γαρίδων μπορεί επίσης και να παρασκευαστεί εξαιρετικό πιλάφι. Σε πολλά εστιατόρια σερβίρεται και γαριδοσαλάτα. Στις ασιατικές χώρες τρώγεται ως σούπα.

Η ομοιότητα στο σχήμα του γνωστού παιδικού εδέσματος με το θαλασσινό, έδωσε την ονομασία γαριδάκια στο προϊόν αυτό.

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν αρκετά είδη γαρίδας. Σήμερα είναι γνωστά γύρω στα 2.000 είδη.[3] Στον ελληνικό χώρο το πιο γνωστό είναι το γένος Penaeus, στο οποίο ανήκει η μεγάλη γαρίδα, χρώματος σταχτί. Πρόκειται για το μεσογειακό είδος που λέγεται κοινά γάμπαρη και φθάνει σε μήκος τα 20 εκατοστά, το οποίο στην Ελλάδα αλιεύεται στον Αμβρακικό, στον Πλαταμώνα και σε άλλα μέρη.[4] Υπάρχουν επίσης πιο μικρά είδη, με κοκκινωπό χρώμα, που φέρουν αιχμηρό ασπίδιο με δόντια. Οι μικρές γαρίδες λέγονται και ζαβογαρίδες, εξαιτίας του μεγέθους τους. Οι μεγάλες γαρίδες του γλυκού νερού έχουν μεγάλες κεραίες και μικρό κεφάλι. Οι τελευταίες ανήκουν στην τάξη αμφίποδα. Παρόμοιο είδος ζει στη θάλασσα και λέγεται «γάμμαρος η ακρίς».

Αλιεία γαρίδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά η γαρίδα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αλιεία με συνέπεια πολλά εργαλεία και μέσα να χαρακτηρίζονται ομοίως π.χ. η απόχη γαριδολόγος, τα γαριδάδικα (αλιευτικά σκάφη), γαριδότρατα, γαριδόδιχτα κ.λπ. Η αλιεία της γαρίδας γίνεται είτε κατά την απλούστερη μέθοδο με ειδική απόχη άχρωμη, είτε με ψιλά δίχτυα επίσης άχρωμα, είτε τέλος με ψιλούς κιούρτους. Η επαγγελματική τους όμως αλιεία γίνεται με μεγάλα αλιευτικά σκάφη, τα γαριδάδικα, συνήθως μηχανότρατες, που αλιεύουν με ειδικά ψιλά δίκτυα, τα γαριδόδιχτα σε παράκτια μέρη με αμμώδη βυθό.

Η παγκόσμια αλιεία (παραγωγή) γαρίδων υπολογίζεται σε 1,1 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Παράλληλα όμως από τον 12ο αιώνα εφαρμόζεται και η γαριδοκαλλιέργεια. Στην Ελλάδα η αλιεία της γαρίδας παρακολουθείται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή τόσο η εσωτερική όσο και η υπερπόντια που πραγματοποιείται από μεγάλα ελληνικά αλιευτικά σε περιοχές της Βόρειας και Δυτικής Αφρικής και ιδίως στη θαλάσσια περιοχή του Μαρόκου που καλύπτονται από διμερείς συμβάσεις. Έτσι για το 2003 η ελληνική εσωτερική αλιεία γαρίδας ήταν 1.280 περίπου τόνοι, ενώ η υπερπόντια ήταν 391,2 τόνοι. Ειδικότερα όμως για τη γάμπαρη, που παρακολουθείται χωριστά, ήταν (εσωτερική αλιεία) 1.955 τόνοι και 8,1 τόνοι (η εξωτερική).

Εκφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη γαρίδα χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση "έχει τα μάτια του γαρίδα" που λέγεται γι΄ ανθρώπους είτε άπληστους προς καθετί επιθυμητό ή που βρίσκονται σε συνεχή ένταση αποφυγής γενικά κινδύνων. Η φράση αυτή οφείλεται από το γεγονός ότι τα μάτια της γαρίδας δεν κλείνουν και προεξέχουν του σώματός της. Εξ αυτού και οι χαρακτηρισμοί γαριδομάτης, γουρλομάτης.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Shrimp general biology». web.archive.org. 4 Ιανουαρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 5 Μαρτίου 2024. 
  2. «Cholesterol Content in Seafoods». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Δεκεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2007. 
  3. Walters, Martin & Johnson, Jinny. The World of Animals. Bath, Somerset: Parragon, 2007.
  4. Καπετάνιου, Λίνα (22 Ιουλίου 2016). «Επιλέγονταs γαρίδεs». Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 5 Μαρτίου 2024. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]