Βασίλειο του Ιούδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της περιοχής κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα

Το Βασίλειο του Ιούδα (εβραϊκά: מַמְלֶכֶת יְהוּדָה‬, Mamlekhet Yehudāh) ήταν εβραϊκή επικράτεια που δημιουργήθηκε κατά την Εποχή του Σιδήρου, από το 930 έως το 587 π.Χ., σε περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και πιο συγκεκριμένα στις Ιουδαϊκές Οροσειρές γύρω από τα Ιεροσόλυμα. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, πρώτος βασιλιάς του υπήρξε ο Ροβοάμ από τον Οίκο του Δαβίδ. Οι οίκος καταγόταν από την φυλή του Ιούδα, στην οποία οφείλεται το όνομα του βασιλείου.

Καθώς τα βιβλικά κείμενα αποτελούν κατά κύριο λόγο τις μοναδικές πηγές της εν λόγω δυναστείας, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση την αξία τους για μια ιστορική αναδρομή, μεγάλα τμήματα της ιστορίας του βασιλείου βρίσκονται στο σκοτάδι. Η κατάκτηση των Ιεροσολύμων από τον Ναβουχοδονόσορα Β' το 587 π.Χ. σήμανε το τέλος της αυτοδιάθεσης.[1] Το βασίλειο ενσωματώθηκε στη Νεο-βαβυλωνική Αυτοκρατορία, ενώ αργότερα μετατράπηκε στην ούτως καλούμενη Eπαρχία της Ιουδαίας, της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Με τους Μακκαβαίους αποκαθίσταται η εβραϊκή αυτοδιάθεση στην περιοχή.

Αρχαιολογική αναφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικές ακαδημαϊκές διαφωνίες υπάρχουν σχετικά με το Βασίλειο του Ιούδα. Λίγες αρχαιολογικές αποδείξεις, ενός εκτενούς και παντοδύναμου Βασιλείου πριν τα τέλη του 8 αιώνα π.Χ., έχουν βρεθεί στην επιγραφή Nimrud (Nimrud Tablet K.3751), η οποία χρονολογείται το 733 π.Χ., και είναι η πιο πρόσφατη αναφορά στο Βασίλειο.[2]

Αρχαιολόγοι που είναι οπαδοί του μινιμαλισμού αμφιβάλλουν για την έκταση του Βασιλείου που περιγράφεται στη Βίβλο. Περίπου το 1990-2010, μία σημαντική ομάδα που αποτελούνταν από αρχαιολόγους φοιτητές και φοιτητές που είχαν ως αντικείμενο σπουδής τη Βίβλο, δημιούργησαν το πραγματικό πρότυπο του Βασιλείου, το οποίο φαινόταν βαρετό σε σύγκριση με το βιβλικό πορτραίτο της παντοδύναμης αυτοκρατορίας. Οι φοιτητές αυτοί, υποστήριζαν ότι το Βασίλειο ήταν απλώς μια μικρή φυλετική οντότητα.[3]

Παρόλα αυτά, ο Γιόζεφ Γκάρφινκελ (Yosef Garfinkel), έγραψε μια αναφορά που δημοσιεύτηκε από την Ισραηλινή Αρχαιολογική Αρχή, ότι στην τοποθεσία  Khirbet Qeiyafa υπάρχουν ενδείξεις κατοικίας που χρονολογούνται από την εποχή του Βασιλείου, στα τέλη του 11ου αιώνα π.Χ[4]. Άλλοι αρχαιολόγοι, όμως, εκφράζουν την αβεβαιότητά τους για την εγκυρότητα της αναφορά.[5]

Η κατάσταση της Ιερουσαλήμ τον 10ο αιώνα π.Χ. είναι αντικείμενο διαφωνιών. Το παλαιότερο κομμάτι της Ιερουσαλήμ και κοινότητά της είναι η Πόλη του Δαβίδ, στην οποία δεν υπάρχουν αποδείξεις που να φανερώνουν την κυριαρχία των Ισραηλιτών μέχρι τον 9ο αιώνα.[6] Παρόλα αυτά οικοδομήματα, όπως το Stepped Stone Structure και το Large Stone Structure, που αρχικά αποτελούσαν ενιαίο οικοδόμημα, χρονολογούνται την εποχή του Σιδήρου.[4] Σύμφωνα με την έλλειψη στοιχείων αποικιακού χαρακτήρα τον 10ο αιώνα π.Χ., ο Israel Finkelstein δηλώνει ότι η Ιερουσαλήμ, εκείνη την εποχή, ήταν μικρό χωριό στους λόφους της Ιουδαίας και όχι η πρωτεύουσα της. Αντίστοιχα, ο Ussishkin δηλώνει ότι η πόλη ήταν εντελώς ακατοίκητη. Ακόμη, ο Amihai Mazar δηλώνει πως τα διοικητικά οικοδομήματα της Πόλης του Δαβίδ χρονολογούνται σωστά την εποχή του Σιδήρου, καθώς θεωρεί ότι " Η Ιερουσαλήμ ήταν μια μικρή πόλη με ισχυρό φρούριο, η οποία θα μπορούσε να είναι το κέντρο ενός σημαντικού τοπικού πολιτεύματος.".[7]

Βιβλική αναφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αναφορές της Βίβλου, περιγράφουν ότι το Βασίλειο του Ιούδα προήλθε από το διαχωρισμό του Ενιαίου Βασιλείου του Ισραήλ (1020 με 930 π.Χ.) έπειτα από την άρνηση των βόρειων φυλών να αποδεχτούν τον Ροβοάμ (Rehoboam), το γιο του Σολομώντα, ως βασιλιά τους. Αρχικά, μόνο η φυλή του Ιούδα έμεινε πιστή στον Οίκο του Δαβίδ, αλλά σύντομα, μετά τη φυλή του Βενιαμίν (Benjamin), ενσωματώθηκε στην Ιουδαία. Τα δύο βασίλεια, της Ιουδαίας στο νότο και του Ισραήλ στο βορρά, συνυπήρχαν με αντιφάσεις μετά τη διάσπαση έως την καταστροφή του Βασιλείου του Ισραήλ από τους Ασσύριους το 722/721 π.Χ.[8][9]

Το αντικείμενο της Βίβλου είναι η πίστη των Ιουδαίων, και συγκεκριμένα του βασιλιά τους, Γιαχβέ (Yahweh), που υποστηρίζει ότι είναι ο Θεός του Ισραήλ. Σύμφωνα με τις αναφορές, όλοι οι βασιλείς του Ισραήλ και οι περισσότεροι της Ιουδαίας ήταν "κακοί", γιατί σύμφωνα με την Βίβλο δεν κατάφεραν να κυριαρχήσει ο μονοθεϊσμός. Από τους "καλούς" βασιλείς, ο Εζεκίας (Hezekiah, 727-698 π.Χ.), αναφέρεται για τις προσπάθειές του να καταπνίξει την ειδωλολατρία, αλλά οι διάδοχοί του, ο Μανασσής της Ιουδαίας ( Manasseh of Judah, 698-642 π.Χ.), και ο Αμών (Amon, 642-640 π.Χ.), ήταν ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να πέσει η οργή του Γιαχβέ στο Βασίλειο.[10] Ο Βασιλιάς Ιωσίας (Josiah, 640-609 π.Χ.), επανέφερε τη λατρεία του Γιαχβέ, αλλά οι προσπάθειές του έγιναν πολύ αργά, ώστε η οργή του Θεού να φέρει την καταστροφή του Βασιλείου από την Νεο-Βαβυλώνια Αυτοκρατορία (587 π.Χ.).[11]

Οι βασιλείς του Ιούδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βασιλείς του Ιούδα που καταγράφονται στα ιερά κείμενα του Χριστιανισμού αλλά και του Ιουδαϊσμού ήταν 23 ξεκινώντας απο τον βασιλέα Σαούλ με τελευταίο τον βασιλέα Σεδεκία. Να σημειωθεί ότι ο πρώτος επίσημος βασιλέας του Ιούδα ήταν ο Ροβοάμ καθώς κατά την βασιλεία του η επικράτεια ονομαζόταν Ηνωμένη Μοναρχία του Ισραήλ (εβραϊκά: הממלכה המאוחדת‎‎, αγγλικά: United Monarchy of Israel‎‎) και η χώρα χωρίστηκε στα δύο. Το Βασίλειο του Ισραήλ στον βορρά και το Βασίλειο του Ιούδα στον νότο:[12][13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Malamat, Abraham· Tadmor, Hayim (1976). A History of the Jewish People. Harvard University Press. ISBN 978-0-674-39731-6. 
  2. «Qeiyafa_Unsensational_Interpretation.pdf» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 31 Ιανουαρίου 2017. 
  3. Hasson, Nir. «Beit Shemesh Scraps Plan for New Neighborhood Near Archaeological Site» (στα αγγλικά). Haaretz. http://www.haaretz.com/israel-news/1.691036. Ανακτήθηκε στις 2017-03-01. 
  4. 4,0 4,1 «Israel Antiquities Authority». www.hadashot-esi.org.il (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2017. 
  5. «Archaeology: What an Ancient Hebrew Note Might Mean» (στα αγγλικά). ChristianityToday.com. http://www.christianitytoday.com/ct/2010/januaryweb-only/13-11.0.html. Ανακτήθηκε στις 2017-03-01. 
  6. Society, The Biblical Archaeology. «The Birth & Death of Biblical Minimalism | The BAS Library». members.bib-arch.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2017. [νεκρός σύνδεσμος]
  7. Joffe, Alexander H. (1999-07). «The Village of Silwan: The Necropolis from the Period of the Judean Kingdom. David Ussishkin». Journal of Near Eastern Studies 58 (3): 220–222. doi:10.1086/468723. ISSN 0022-2968. http://dx.doi.org/10.1086/468723. 
  8. Edelman, Diana Vikander (1996). The triumph of Elohim : from Yahwisms to Judaisms. Grand Rapids, Mich. : Eerdmans. 
  9. Montgomery, James A. (James Alan) (1951). A critical and exegetical commentary on the Books of Kings. New York, Scribner. 
  10. «Αμών — ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς». wol.jw.org. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2020. 
  11. «Nebuchadnezzar II». Ancient History Encyclopedia. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2020. 
  12. Vaux, Roland De (25 Μαρτίου 1997). Ancient Israel: Its Life and Instructions. Wm. B. Eerdmans Publishing. ISBN 978-0-8028-4278-7. 
  13. «Cundall, Arthur E. (1973). "The United Monarchy: fact or fiction?". Vox Evangelica» (PDF). 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Kingdom of Judah στο Wikimedia Commons