Βασίλειο της Ρωσίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλειο της Ρωσίας
Русское царство

1547 – 1721
Σημαία Έμβλημα
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Έδαφος      1500,      1600,      1700.
Πρωτεύουσα Μόσχα
Γλώσσες Ρωσικά, Λευκορωσικά, Ουκρανικά και πολλές άλλες
Πολίτευμα Μοναρχία
Ιστορική εποχή Μεσαίωνας, Διαφωτισμός
 -  Ίδρυση 1547
 -  Κατάλυση 1721

Βασίλειο της Ρωσίας (ρωσικά: Русское царство‎‎) είναι η επίσημη ονομασία του ρωσικού κράτους κατά τους δύο πρώτους αιώνες της σύγχρονης εποχής. Η χρήση του όρου ξεκινά το 1547, όταν ο Ιβάν Δ' ενθρονίζεται ως Τσάρος και Κυβερνήτης πασών των Ρωσιών και σταματά το 1721, όταν ολοκληρώνονται οι εκστρατείες και οι μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου και το βασίλειο μετονομάζεται σε Αυτοκρατορία.

Μερικές φορές το Βασίλειο της Ρωσίας αναφέρεται και ως Μοσχοβία. Η χρήση αυτής της ονομασίας για τη συγκεκριμένη εποχή είναι καταχρηστική - στην πραγματικότητα αναφέρεται στα κρατικά μορφώματα που αναπτύχθηκαν υπό την κυριαρχία της Μόσχας κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο, στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια.

Από το Μέγα Δουκάτο της Μόσχας στο Βασίλειο της Ρωσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύγχρονη ρωσική ιστορία ξεκινά από τη στιγμή που το Μέγα Δουκάτο της Μόσχας, υπό την ηγεσία του Ιβάν Γ' και ακολούθως του Βασιλείου Γ', εκδιώκει από τη ρωσική γη τους Μογγόλους της Χρυσής Ορδής (1480) και ενσωματώνει μια σειρά ανεξάρτητων ή αυτόνομων ρωσικών κρατιδίων. Λίγο πριν, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453) έχει οδηγήσει πολλούς Βυζαντινούς αξιωματούχους στη Μόσχα. Αυτοί αξιοποιούνται από τους Ρώσους - εισάγονται έτσι στο δουκάτο διάφορες προχωρημένες βυζαντινές τεχνικές οργάνωσης και διοίκησης, όπως επίσης σύμβολα (δικέφαλος αετός, ο οποίος είναι μέχρι και σήμερα το εθνόσημο της Ρωσίας), τίτλοι και τελετουργικά.

Ο Βασίλειος Γ' πεθαίνει το 1533 και η χώρα ταλανίζεται από παρασκηνιακές διαμάχες, αφού ο γιος του Ιβάν Δ' (ο μετέπειτα Τρομερός) είναι ακόμη νήπιο. Τελικά ο Ιβάν θα αναλάβει την εξουσία το 1547. Κατά την τελετή ενθρόνισής του, με μεγαλοπρέπεια και τελετουργικό που θυμίζει το βυζαντινό μεγαλείο, στέφεται επισήμως ως Καίσαρ (Τσάρος) - είναι ο πρώτος που φέρει αυτόν τον τίτλο, αφού οι προκάτοχοί του αποκαλούνταν επίσημα Μεγάλοι πρίγκιπες ή Δούκες. Ομοίως αλλάζει και η επίσημη ονομασία του κράτους από Μέγα Δουκάτο σε Βασίλειο.

Η αλλαγή δεν έχει να κάνει τόσο με τον τύπο, όσο με την ουσία. Η Μόσχα δεν είναι πια ένα ανάμεσα σε πολλά ρωσικά κρατίδια, αλλά η πρωτεύουσα της Ρωσίας που απλώνεται από τη νότια Ίνγκρια (κοντά στη Βαλτική - ΒΔ) και τον Αρκτικό Ωκεανό (Β) μέχρι το Τσερνιγκόφ (κοντά στο Κίεβο - ΝΔ) και τα Ουράλια (Α), ενοποιώντας διοικητικά τη μεγάλη πλειοψηφία των περιοχών όπου κατοικούν Ρώσοι. Και η Ρωσία είναι το μοναδικό ορθόδοξο κράτος μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σε βαθμό που αυτοαποκαλείται Τρίτη Ρώμη. Είναι λοιπόν σαφές ότι πια σκοπός δεν είναι η συγκρότηση κράτους, αλλά η σταθεροποίησή του και η επέκταση σε νέα εδάφη.

Τα χρόνια του Ιβάν του Τρομερού (1547 - 1584)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιβάν Δ΄ (ο Τρομερός), δημιουργός του Βασιλείου της Ρωσίας.
Κύριο λήμμα: Ιβάν ο Τρομερός

Κύριος στόχος του Ιβάν Δ' όταν αναλαμβάνει την εξουσία, είναι να ισχυροποιήσει την τσαρική εξουσία έναντι της παραδοσιακής αριστοκρατίας (των βογιάρων) με μια σειρά μεταρρυθμίσεων. Συγκροτεί νέο νομοθετικό σώμα (Σύνοδος των επαρχιών), αναθεωρεί το Νομικό Κώδικα σε φιλολαϊκή κατεύθυνση, διευθετεί τις σχέσεις κράτους - εκκλησίας και δημιουργεί ένα νέο επίλεκτο επαγγελματικό στρατό, τους Στρέλτσι.

Με την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεών του, ο Ιβάν στρέφει το βλέμμα του προς τους Τατάρους του Βόλγα. Το 1552 καταλύει και προσαρτά το Χανάτο του Καζάν και το 1556 το αντίστοιχο του Άστραχαν. Λίγο μετά προσπαθεί να βρει διέξοδο στη Βαλτική, εισβάλλοντας στη Λιβονία (1558), ενώ ταυτόχρονα χτίζει την πόλη - λιμάνι του Αρχαγγέλου (Β) στον Αρκτικό Ωκεανό.

Η ρωσική επέμβαση στη Βαλτική συνασπίζει τις άλλες δυνάμεις της ΒΑ Ευρώπης (Σουηδία, Δανία, Πολωνία, Λιθουανία) που επεμβαίνουν το 1560 για να «προστατεύσουν» τη Λιβονία. Την ίδια χρονιά πεθαίνει ξαφνικά η τσαρίνα Αναστασία και ο Ιβάν υποψιάζεται τους βογιάρους. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών ο τσάρος γίνεται πολύ πιο σκληρός και βίαιος, με αποκορύφωμα την περίοδο της Εξαίρεσης. Η Εξαίρεση (1565) είναι ένα νομοθετικό σώμα - ανδρείκελο με δικό της παραστρατιωτικό σώμα (Οπρίτσνικοι), μέσω του οποίου προσπαθεί να παρακάμψει τους βογιάρους. Οι τελευταίοι αντιδρούν και αρχίζει μία επταετία εκκαθαρίσεων και σφαγών, από την οποία ο Ιβάν βγαίνει τελικά νικητής.

Όμως ο εμφύλιος πόλεμος και η εμπλοκή στη Λιβονία δίνουν το δικαίωμα στους νότιους γείτονες να διεκδικήσουν τμήμα της Ρωσίας. Ουσιαστικά ανενόχλητος, ο Τάταρος χαν της Κριμαίας Ντεβλέτ Γκεράι (πνευματικό παιδί του Οθωμανού Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπούς) με μια δύναμη 120.000 ιππέων φθάνει το Μάιο του 1571 στη Μόσχα, την πυρπολεί και αποχωρεί. Επιστρέφει την επόμενη χρονιά, ενισχυμένος ακόμα περισσότερο από την Υψηλή Πύλη, με σκοπό να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία του. Τελικά θα ηττηθεί στη Μάχη του Μολόντι, 60 χμ. νοτίως της Μόσχας, και θα εγκαταλείψει το εγχείρημά του.

Στο μέτωπο της Λιβονίας ο πόλεμος λήγει με ρωσική ήττα το 1581, όταν υπό το φόβο της πλήρους συντριβής ο Ιβάν αναγκάζεται να αποκηρύξει τις επιδιώξεις του στη Βαλτική. Μοναδική αναλαμπή σε αυτά τα τελευταία χρόνια του είναι η προσπάθεια για επέκταση πέρα από τα Ουράλια, η Κατάκτηση της Σιβηρίας (1579 ή 1581).

Η Εποχή των Αναστατώσεων (1598 - 1613)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπορίς Γκοντουνόφ εκλέχθηκε τσάρος μετά το θάνατο του Φιοντόρ - ήταν ο πρώτος της Εποχής των Αναστατώσεων. Πέθανε αντιμέτωπος με τη γενική δυσαρέσκεια το 1605.

Ο Ιβάν Δ' πεθαίνει το 1584 και τον διαδέχεται ο διανοητικά καθυστερημένος γιος του Φιοντόρ (Θεόδωρος), ο οποίος θα μείνει στην ιστορία ως Κωδωνοκρούστης, διότι μεταξύ άλλων πάσχει από την εμμονή να κτυπά χωρίς λόγο όποια καμπάνα βρεθεί στο δρόμο του. Υπό αυτές τις συνθήκες η πραγματική εξουσία ασκείται από τον κουνιάδο του Μπορίς Γκοντουνόφ (το όνομά του έχει παραφθαρεί στα ελληνικά ως Μπόρις Γκουντούνωφ), έναν ταταρικής καταγωγής ευγενή που συμμετείχε στους Οπρίτσνικους και ο Ιβάν τού είχε απονείμει τον τίτλο του βογιάρου. Το μόνο σημαντικό γεγονός αυτής της περιόδου είναι η ανακήρυξη της Μητρόπολης Μόσχας σε Πατριαρχείο, ιδιότητα που διατηρεί έως σήμερα. Ο Φιοντόρ τελικά θα αποβιώσει νέος και άτεκνος και μαζί του θα χαθεί η δυναστεία των Ρουρικιδών.

Με το θάνατο του Φιοντόρ (1598) η Ρωσία μπαίνει σε μια εποχή σκότους και ακυβερνησίας, την Εποχή των Αναστατώσεων. Αυτή η περίοδος θα διαρκέσει δεκαπέντε χρόνια, κατά τα οποία πολλές φορές η χώρα θα βρεθεί στο χείλος της πλήρους αποσύνθεσης. Οι τσάροι αλλάζουν με ταχείς ρυθμούς, ενώ τρεις διαφορετικοί απατεώνες (οι Ψευδοδημήτριοι) συγκροτούν στρατούς με ξένη υποστήριξη και υποστηρίζουν πως είναι ο (νεκρός) Δημήτριος, γιος του Ιβάν του Τρομερού. Η Σουηδία και η Πολωνία, που στο μεταξύ έχουν γίνει εχθροί, μεταφέρουν στα ρωσικά εδάφη τον ανταγωνισμό τους με τους πρώτους να κυριεύουν το Νόβγκοροντ και τους δεύτερους την ίδια τη Μόσχα. Τελικά η Εποχή των Αναστατώσεων λήγει το 1613, όταν ο λαός ξεσηκώνεται και διώχνει τους κατακτητές από την πρωτεύουσα. Η ημερομηνία παράδοσης των Πολωνών (4 Νοεμβρίου - νέο ημερολόγιο) είναι μέχρι σήμερα εθνική εορτή της Ρωσίας, η Ημέρα της Εθνικής Ενότητας.

Παρά την εκδίωξη του πολωνικού στρατού από τη Μόσχα, η κατάσταση που αντιμετωπίζει η χώρα είναι τραγική. Οι θεσμοί έχουν διαλυθεί, η γεωργική παραγωγή είναι μηδενική, η κοινωνία έχει εξαχρειωθεί και η χώρα είναι μπλεγμένη σε έναν τριγωνικό πόλεμο με την Πολωνία και τη Σουηδία. Συγκαλείται αμέσως η Σύνοδος των επαρχιών υπό τον πανηγυρικό τίτλο Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, η οποία εκλέγει ομόφωνα τσάρο το Μιχαήλ Ρομάνοφ, γιο του πατριάρχη Φιλαρέτου. Ο Μιχαήλ Α' ενθρονίζεται επισήμως τον Ιούλιο του 1614 και είναι ο πρώτος της δυναστείας των Ρομάνοφ (ελληνική παραφθορά: Ρομανώφ) που θα κυβερνά τη χώρα ώς την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Δεύτερο μέλημα του νέου καθεστώτος είναι η λήξη του πολέμου. Το 1617 υπογράφεται η Συνθήκη του Στόλμποβο με τη Σουηδία και το 1618 η Ανακωχή του Ντεουλίνο με την Πολωνο-λιθουανική Συνομοσπονδία. Μολονότι οι δύο συνθήκες είναι αποτέλεσμα ρωσικών εδαφικών παραχωρήσεων στα Δ - ΒΔ, εκπληρώνουν το βασικό στόχο της ρωσικής διπλωματίας (αποκατάσταση της ειρήνης), ώστε να επιτευχθεί η αναδιοργάνωση του βασιλείου υπό ομαλές συνθήκες.

Η διαμόρφωση της νέας άρχουσας τάξης (1613 - 1649)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τσάρος Αλέξιος αναθεώρησε το Νομικό Κώδικα το 1649, κατοχυρώνοντας τα προνόμια της νέας ελίτ.

Η θέση του Μιχαήλ Α' δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρή, παρά την ομόφωνη εκλογή του από τις ηγέτιδες τάξεις της ρωσικής κοινωνίας (βογιάροι, κλήρος, έμποροι). Στην πραγματικότητα συγκυβερνά με τον πατέρα του, πατριάρχη Φιλάρετο, και πρέπει ανά πάσα στιγμή να ισορροπεί ανάμεσα στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις αντικρουόμενων φατριών, αποφεύγοντας τις ρήξεις υπό το φόβο νέου εμφυλίου πολέμου ή επέμβασης ξένων δυνάμεων.

Κατά την περίοδο του Μιχαήλ (και του γιου του Αλεξίου που τον διαδέχθηκε) διογκώνεται υπερβολικά η ομάδα των γραφειοκρατών, δηλ. των επαγγελματικών στελεχών που ασχολούνται με τη διοίκηση του βασιλείου. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα 13 υπουργεία (πρικάζ) του 1613 φθάνουν τα 80 σε μόλις τέσσερις δεκαετίες. Οι γραφειοκράτες αποτελούν πια κοινωνική τάξη που σύντομα ενοποιείται με τους παραδοσιακούς ευγενείς (βογιάρους) και τους μεγαλεμπόρους συγκροτώντας μια νέα αριστοκρατία, τη Ντβοριάνστβο. Παρά την πολλές φορές αντικρουόμενη νομοθεσία ανάμεσα στα πρικάζ, η νέα ελίτ εγγυάται την ενότητα του κράτους, την εφαρμογή των νόμων και την ασφαλή διεξαγωγή του εμπορίου. Σε αντάλλαγμα λαμβάνουν από τον τσάρο προνόμια, τίτλους και κυρίως γη, εις βάρος των ελεύθερων χωρικών.

Οι νέες συνθήκες αποκρυσταλλώνονται ανάγλυφα στη μεταρρύθμιση του Νομικού Κώδικα από τον Αλέξιο (Соборное уложение - 1649). Σε μία περίοδο που στη δυτική Ευρώπη κυοφορείται ο Διαφωτισμός, ο νέος Νομικός Κώδικας πηγαίνει τη Ρωσία πιο πίσω κι από την εποχή του Ιβάν του Τρομερού: οι χωρικοί εξομοιώνονται με τους δούλους στο νέο νομικό καθεστώς του δουλοπαροίκου, το οποίο είναι κληρονομικό και αμετάβλητο. Ο δουλοπάροικος έχει ελάχιστα δικαιώματα επί της παραγωγής, δε μπορεί να αλλάξει ιδιοκτήτη, ενώ ακόμα και η απλή μετακίνησή του έξω από το φέουδο απαιτεί διαβατήριο με ειδική έγκριση από το γαιοκτήμονα. Στην πραγματικότητα η νέα άρχουσα τάξη μετατρέπεται σε φεουδάρχες έχοντες απόλυτα δικαιώματα επί των χωρικών, με μοναδική υποχρέωσή τους να υπηρετούν ως αξιωματικοί στο στρατό.

Η προσάρτηση της Ουκρανίας (1667)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κοζάκος ηγέτης Μπογκντάν Χμελνίτσκι. Ουσιαστικά προσέφερε την Ουκρανία στον τσάρο Αλέξιο.

Από τα μέσα του 14ου αι. τα ουκρανικά εδάφη ανήκαν στην Πολωνία και τη Λιθουανία. Κατά καιρούς συνέβαιναν διάφορες εξεγέρσεις, όχι όμως τόσο από τους Ουκρανούς όσο από τους Κοζάκους που ζούσαν στα ΝΑ. Μολονότι υπηρετούσαν στον πολωνικό στρατό και έχαιραν σχετικής αυτονομίας, οι Κοζάκοι επαναστατούσαν όταν ένιωθαν πως θα περιορίζονταν τα δικαιώματά τους.

Σε μία τέτοια εξέγερση το 1648, οι Ουκρανοί αποφασίζουν να τους ακολουθήσουν. Μέχρι το 1654 οι επαναστάτες αποτινάσσουν κάθε πολωνικό έλεγχο, με τη βοήθεια και του ταταρικού Χανάτου της Κριμαίας. Η Πολωνία όμως προσπαθεί να τους διασπάσει, προσεταιριζόμενη την Κριμαία και στρέφοντάς την εναντίον τους. Αναζητώντας βοήθεια για να αντεπεξέλθει στο διμέτωπο αγώνα, ο ηγέτης της επανάστασης Μπογκντάν Χμελνίτσκι ζητά από τον τσάρο Αλέξιο να θέσει την Ουκρανία υπό την προστασία του. Ο Αλέξιος αποδέχεται την προσφορά και ξεκινά ένας νέος πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και την Πολωνο-λιθουανική Κοινοπολιτεία, ο Πόλεμος για την Ουκρανία.

Μετά από κάποιες πρώτες μάχες, ο ρωσικός στρατός εισβάλλει στην Πολωνία το 1655. Αυτό όμως δίνει την ευκαιρία και στη Σουηδία να εισβάλει από τα βόρεια, με αποτέλεσμα να επαναληφθεί το σκηνικό του 1611, όταν όλοι πολεμούσαν εναντίον όλων. Οι συμμαχίες και οι συσχετισμοί θα αναδιατάσσονται διαρκώς έως το 1664, όταν οι εχθροπραξίες θα σταματήσουν. Η επίσημη λήξη του πολέμου επιτυγχάνεται τρία χρόνια αργότερα με τη Συνθήκη του Αντρούσοβο (1667), η οποία κατακυρώνει στη Ρωσία το Σμολένσκ και όσα ουκρανικά εδάφη απλώνονται ανατολικά του Δνείπερου.

Από το Βασίλειο της Ρωσίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μέγας Πέτρος παρέλαβε βασίλειο και παρέδωσε αυτοκρατορία.
Κύριο λήμμα: Μέγας Πέτρος

Το θάνατο του Αλεξίου (1676) ακολουθεί μία περίοδος αστάθειας, διότι οι δύο πρώτοι γιοι - διάδοχοί του (Φιοντόρ Γ', Ιβάν Ε') είναι βαρύτατα ασθενείς και πρακτικά αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο ρόλο τους. Μάλιστα η οικογένεια της δεύτερης συζύγου του προωθεί υπογείως το δεκαετή Πέτρο, πυροδοτώντας την αντίδραση της βασιλικής φρουράς. Μολαταύτα το βασίλειο μπαίνει σε περίοδο ακμής, αφού φαίνονται οι ευεργετικές συνέπειες της προσάρτησης της Ουκρανίας.

Οι Ουκρανοί, όντας μέχρι πρότινος τμήμα της Πολωνο-λιθουανικής Κοινοπολιτείας, βρίσκονται πολιτιστικά πιο κοντά στην προηγμένη Δύση. Η Ρωσία λοιπόν θα χρησιμοποιήσει τα νέα εδάφη ως γέφυρα για να έλθει σε επαφή με τα νεότερα φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, ιδιαίτερα μέσω της περίφημης Ακαδημίας του Κιέβου. Αναπτύσσεται το εμπόριο, εισάγεται το μπαρόκ και η δυτική μουσική, ενώ για πρώτη φορά οι Ρώσοι έρχονται σε επαφή με την έννοια της πεφωτισμένης μοναρχίας και τους πρώιμους Διαφωτιστές. Διαπιστώνουν επίσης πως οι αιώνες απομόνωσης και εσωστρέφειας έχουν οδηγήσει σε παρεκκλίσεις από τις ορθόδοξες πρακτικές, τις οποίες διορθώνει ο Πατριάρχης Μόσχας Νίκων.

Η εισβολή της δυτικής κουλτούρας στο Βασίλειο της Ρωσίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ωρίμανση δύο ριζοσπαστικών αιτημάτων, του εκδυτικισμού και της εδραίωσης στη Βαλτική. Την υλοποίησή τους θα αναλάβει ως τσάρος ο προαναφερθείς Πέτρος, ο μετέπειτα Μέγας, μετατρέποντας τη Ρωσία σε Αυτοκρατορία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]