Βαρβαρισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Βαρβαρισμός είναι η χρήση γλωσσικών τύπων που διαφοροποιούνται από την πρότυπη γλώσσα όπως διδάσκεται στο σχολείο με βάση τη ρυθμιστική γραμματική. Ο όρος υπονοεί αποδοκιμασία της χρήσης των συγκεκριμένων τύπων. Η γλωσσολογία, όμως, απορρίπτει τη διάκριση των γλωσσικών δομών και τύπων σε λιγότερο ή περισσότερο "ποιοτικούς". Μάλιστα, η γλώσσα εξελίσσεται μέσα από τη διάδοση και την επικράτηση τύπων που αρχικά θεωρούνταν λάθη. Οι αποκλίσεις από την πρότυπη γλώσσα συνεχίζουν, όμως, να χρησιμοποιούνται για την υποτίμηση και την αποκλεισμό όσων τους χρησιμοποιούν.

Ο "βαρβαρισμός" αφορά επιλογές στη φωνολογία ή τη μορφολογία που αποκλίνουν από την πρότυπη γλώσσα, π.χ.: "αρεοπλάνο", "επιτίθομαι" αντί "επιτίθεμαι" και διαφέρει από το "σολοικισμό" που αφορά αποκλίσεις στη σύνταξη, π.χ.: "Το Μέγαρο Μαξίμου διαρρέει ότι θα γίνουν εκλογές σύντομα" (χρήση του αμετάβατου ρήματος ως μεταβατικού).

Ο "βαρβαρισμός" προέρχεται από τη λέξη «βάρβαρος», η οποία είναι ονοματοποιημένη λέξη από το "βαρ-βαρ" που για τους αρχαίους Έλληνες συνιστούσε κάθε ακατανόητο ήχο που άκουγαν από τις γλώσσες άλλων λαών.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]