Αυτοπυρπόληση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η αυτοπυρπόληση είναι κατά κυριολεξία η πράξη του να βάζει κάποιος φωτιά στον εαυτό του. Σε δεύτερο επίπεδο, είναι ένας τρόπος αυτοκτονίας με έντονες ιστορικές και πολιτιστικές συνδηλώσεις θυσίας για κάποιο σκοπό. Σε ορισμένους πολιτισμούς έχει παράδοση πολλών αιώνων, ενώ στη σύγχρονη εποχή χρησιμοποιείται συχνά ως μορφή ακραίας πολιτικής διαμαρτυρίας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ινδία και Κίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αυτοπυρπόληση (jauhar) των γυναικών Ρατζπούτ κατά την πολιορκία του φρουρίου του Τσιτόργκαρθ το 1568

Η αυτοπυρπόληση γίνεται ανεκτή από ορισμένες σχολές του Βουδισμού Μαχαγιάνα και του Ινδουισμού, και λαβαίνει χώρα εδώ και πολλούς αιώνες, ιδίως στην Ινδία, για διάφορους λόγους, όπως το jauhar (αυτοκτονία πολιορκουμένων για να μην πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού), το σάτι (αυτοκτονία χήρας μετά τον θάνατο του συζύγου της), την πολιτική διαμαρτυρία, την αφοσίωση και την αποκήρυξη. Κάποιες πολεμικές φυλές των Ινδιών, όπως οι Charan και οι Rajput συνήθιζαν ιδιαίτερα την αυτοπυρπόληση.

Το κεφάλαιο του μποντισάτβα «Βασιλιά της Ιατρικής» (Bhaishajyaraja) του έργου Σούτρα του Λωτού ήταν συνδεδεμένο με την αυτοπυρπόληση. Το έργο περιγράφει τον μποντισάτβα Σαρβαρουπασαμνταρσάνα να πίνει αρωματικά έλαια, να τυλίγει το σώμα του με ύφασμα εμποτισμένο με λάδι και να καίγεται ως προσφορά προς τον Βούδα. Κατά την παράδοση, το σώμα του έβγαζε φλόγες επί 1.200 χρόνια, ενώ η ψυχή του μετενσαρκώθηκε. Οι βραχίονές του καίγονταν επί 72 χιλιάδες χρόνια, κάτι που οδήγησε πολλούς στον φωτισμό, και μετά αναγεννήθηκαν με θαυματουργικό τρόπο.[1]

Ινδουίστρια χήρα αυτοπυρπολείται στη νεκρική πυρά του συζύγου της (sati), 1657

Ο Ζαρμανοχηγάς (ή Ζάρμαρος) ήταν μοναχός της παραδόσεως Σραμάνα (πιθανώς, αλλά όχι απαραίτητα, Βουδιστής), ο οποίος, σύμφωνα με αρχαίους ιστορικούς όπως ο Στράβων και ο Δίων Κάσσιος, συνάντησε τον Νικόλαο τον Δαμασκηνό στην Αντιόχεια περί το 13 μ.Χ. και αυτοπυρπολήθηκε στην Αθήνα λίγο καιρό αργότερα.[2][3]

Η αυτοπυρπόληση έχει μακρά ιστορία και στον Κινεζικό Βουδισμό. Οι σχετικοί όροι είναι: wangshen (亡身, «χάνω το σώμα»), 忘身 («ξεχνώ το σώμα»), yishen (遺身, «εγκαταλείπω το σώμα») και sheshen (捨身, «παραδίδω το σώμα». Η σημασία όμως αυτών των όρων, όπως επισημαίνει ο James A. Benn[4], αν και μεταφράζονται παραδοσιακά με τον αγγλικό όρο για την αυτοπυρπόληση («self-immolation»), καλύπτει μία σειρά πολλών ακραίων πράξεων κατά του εαυτού, που δεν καταλήγουν όλες στον θάνατο: κόψιμο της σάρκας σε φέτες, καύση των δακτύλων ή των χεριών, καύση θυμιάματος επάνω στο δέρμα, θάνατο από ασιτία ή από πνιγμό, πτώση από γκρεμούς ή δέντρα, κατασπάραγμα από άγρια ζώα, και τέλος την αυτοπυρπόληση.

Ο μοναχός Fayu (法羽, θάν. 396) τέλεσε την αρχαιότερη καταγεγραμμένη κινεζική αυτοπυρπόληση.[5] Πρώτα πληροφόρησε τον πρίγκιπα Γιάο Σου (姚緒), αδελφό του Γιάο Τσανγκ, ότι σκόπευε να κάψει ζωντανό τον εαυτό του. Ο Γιάο προσπάθησε να τον αποτρέψει, αλλά ο Fayu κατάπιε δημόσια κομματάκια θυμιάματος, τύλιξε το σώμα του με ύφασμα εμποτισμένο με λάδι και ψάλλοντας έβαλε φωτιά στον εαυτό του. Οι θρησκευτικοί παράγοντες και ο λαός περιγράφεται ότι ήταν «γεμάτοι θλίψη και θαυμασμό».

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Fayu, πολλοί Βουδιστές μοναχοί και μοναχές έχουν από τότε χρησιμοποιήσει την αυτοπυρπόληση για πολιτικούς σκοπούς. Βασιζόμενος στην ανάλυση σινικών ιστορικών αρχείων από τον 4ο μέχρι τον 20ό αιώνα, ο Benn διαπιστώνει το εξής: «Παρά το ότι ορισμένοι μοναχοί αυτοπυρπολήθηκαν σε εποχές σχετικής ευημερίας και ειρήνης, παρατηρείται μία αξιόλογη συσσώρευση πράξεων αυτοπυρπολήσεως σε εποχές κρίσεως, ιδίως όταν εκκοσμικευμένες δυνάμεις ήταν εχθρικές προς τον Βουδισμό.»[6] Για παράδειγμα, στο έργο του Daoxuan (περ. 667) Xu Gaoseng Zhuan(續高僧傳, δηλαδή «Συνεχιζόμενες βιογραφίες διακεκριμένων μοναχών») αναφέρονται 5 μοναχοί που αυτοπυρπολήθηκαν στα βουνά Τσονγκνάν ως αντίδραση στον διωγμό του Βουδισμού από τον Αυτοκράτορα Γου τα έτη 574–577 (γνωστό ως «δεύτερη καταστροφή του Γου).[7]

Παρά το ότι οι πρακτικές αυτοπυρπολήσεως στην Κίνα βασίζονταν σε παραδόσεις του Ινδικού Βουδισμού, απέκτησαν κάποια καθαρά κινεζικά χαρακτηριστικά. Μία «γλώσσα που δεν κάηκε» και παρέμεινε υγρή επειδή ο αυτοπυρπολούμενος έψελνε τη Σούτρα του Λωτού, βασίζεται στην πίστη των σαρίρα (βουδιστικών λειψάνων)[8]. Το κάψιμο των δακτύλων ήταν μία μορφή αυτοπυρπολήσεως, συχνά σε ανάμνηση λειψάνων. Ο μοναχός Γου-ραν της Δυναστείας των Τανγκ (θάν. περ. 840) είχε ένα όραμα στο οποίο ο Μαντζούσρι του είπε να υποστηρίξει τη βουδιστική κοινότητα του όρους Γου-τάι. Αφού πρώτα οργάνωσε ένα εκατομμύριο γεύματα για μοναχούς, ο Γου-ραν απέκαυσε ένα δάχτυλό του ως θυσία. Επανέλαβε την πράξη, έτσι ώστε μετά από 10 εκατομμύρια γεύματα είχε κάψει όλα τα δάχτυλα των χεριών του.[9] Ο Σι-Τσεν (息塵, πέθανε περί το 937 με δύο δάχτυλα) έγινε ευνοούμενος του Αυτοκράτορα Gaozu για την καύση δακτύλων σε ανάμνηση απαγγελιών της σούτρα,[10]

Η «αυτόματη ανθρώπινη ανάφλεξη» ήταν ένα σπάνιο είδος αυτοπυρπολήσεως, το οποίο οι Βουδιστές συνέδεαν με το σαμάντι, τη «συνειδητή αποχώρηση από το σώμα την ώρα της φωτίσεως». Ο μοναχός Νινγκί (寧義, θάν. 1583) συγκέντρωσε έναν σωρό ξύλων για να αυτοπυρποληθεί, αλλά «μόλις πήγε να βάλει φωτιά, το σώμα του άρχισε να καίγεται από μόνο του σαν μια σάπια ρίζα και πολύ σύντομα αποτεφρώθηκε». Κάποιος σοφός αναφώνησε: «έχει εισέλθει στο πύρινο σαμάντι»[11].

Ο Μπεν συμπεραίνει ότι «για πολλούς μοναχούς και λαϊκούς στην ιστορία της Κίνας η αυτοπυρπόληση ήταν μία μορφή βουδιστικής πρακτικής που προτυποποιούσε και εξέφραζε ένα ιδιαίτερο σωματικό μονοπάτι που οδηγούσε προς την κατάσταση του Βούδα».[6]

Ο Jimmy Yu πάλι έχει υποστηρίξει ότι η αυτοπυρπόληση δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βάση αποκλειστικά και μόνο το βουδιστικό δόγμα και πίστη, αλλά ότι η πρακτική πρέπει να κατανοηθεί στο ευρύτερο πλαίσιο του κινεζικού θρησκευτικού τοπίου. Εξετάζει πολλές πρωτογενείς πηγές από τον 16ο και τον 17ο αιώνα, αποδεικνύοντας ότι πρακτικές αυτοπροκλήσεως βλαβών στο σώμα, ανάμεσα στις οποίες και η αυτοπυρπόληση, λάβαιναν χώρα όχι μόνο σε βουδιστικά περιβάλλοντα, αλλά και σε περιβάλλοντα Ταοϊστών και εκκοσμικευμένων μορφωμένων αξιωματούχων, οι οποίοι είτε εξέθεταν το γυμνό σώμα τους στον ήλιο για μεγάλα χρονικά διαστήματα ως μια μορφή θυσίας, ή έκαιγαν τους εαυτούς τους ως μία μέθοδο για να προκαλέσουν βροχοπτώσεις[12]. Με άλλα λόγια, η αυτοπυρπόληση αποτελούσε ένα ευρύτερα αποδεκτό μέρος του κινεζικού πολιτισμού, το οποίο ήταν δημόσιο και κατανοητό τόσο στο αυτοπυρπολούμενο πρόσωπο, όσο και σε όσους ήταν αυτόπτες μάρτυρές του, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική του ένταξη.

Στη Ρωσία και στη Δύση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το Σχίσμα της Ρωσικής Εκκλησίας ολόκληρος ο πληθυσμός χωριών Παλαιών Πιστών αυτοπυρπολήθηκε σε μία πράξη γνωστή ως «πυροβάπτιση».[13] Μεμονωμένα περιστατικά αυτοπυρπολήσεως έχουν καταγραφεί από Ιησουίτες ιερείς στη Γαλλία των αρχών του 17ου αιώνα. Ωστόσο, οι Γάλλοι αυτοπυρπολούμενοι δεν σκόπευαν να αποτεφρωθούν: έκαιγαν μόνο ορισμένα μέρη του σώματος (κυρίως το χέρι ή τον μηρό) για να απεικονίσουν τον πόνο που έζησε ο Χριστός επάνω στον Σταυρό.

Στον 20ό αιώνα, μία μελέτη του 1973 από τον Χ. Πρινς, ιατρό φυλακών, υποστήριξε ότι οι άνθρωποι που επιλέγουν την αυτοπυρπόληση ως μέθοδο αυτοκτονίας είναι πιθανότερο να βρίσκονται σε μία «διαταραγμένη κατάσταση συνειδητότητας» σε σχέση με άλλους ή να είναι επιληπτικοί.[14]

Η αυτοπυρπόληση σήμερα - μορφή διαμαρτυρίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικοί Βουδιστές μοναχοί (εκ των οποίων ο γνωστότερος υπήρξε ο Κουάνγκ Ντουκ) αυτοπυρπολήθηκαν διαμαρτυρόμενοι για τις απαγορεύσεις κατά των Βουδιστών από την κυβέρνηση του Ρωμαιοκαθολικού Προέδρου του Νότιου Βιετνάμ Νο Ντεν Ντίεμ. Μία σημαντική πηγή ενθαρρύνσεως για τους μοναχούς και τις μοναχές που αυτοπυρπολήθηκαν είναι το 23ο κεφάλαιο της Σούτρα του Λωτού (βλ. πρώτη ενότητα του λήμματος).

Η ευρύτατη δημοσιογραφική κάλυψη των αυτοπυρπολήσεων των Βουδιστών μοναχών στα μέσα του 20ού αιώνα από τα δυτικά ΜΜΕ επέφερε την καθιέρωση της πρακτικής ως μορφής πολιτικής διαμαρτυρίας στη Δύση. Οι αυτοπυρπολήσεις είναι συχνά δημόσιες και συνιστούν πολιτικά γεγονότα που σημειώνονται από τα ΜΜΕ εξαιτίας της δραματικότητάς τους. Θεωρούνται ευρύτατα ως μορφή «αυτοκτονίας για το κοινό καλό» ή για κάποιον κοινό σκοπό.[15] Προσελκύουν την προσοχή στον σκοπό αυτό, ενώ συχνά οι αυτοπυρπολούμενοι περιβάλλονται με την αίγλη του μάρτυρα. Το κάψιμο ζωντανού ιστού μπορεί να είναι πολύ οδυνηρό για τον αυτοπυρπολούμενο, αλλά η λιποθυμία/καταπληξία ή η ασφυξία γρήγορα το καθιστούν ανώδυνο[14], όπως και τα εγκαύματα τρίτου βαθμού που καταστρέφουν τις νευρικές απολήξεις. Ωστόσο, η αυτοπυρπόληση δεν εγγυάται τον θάνατο του καιόμενου προσώπου.

Πολλές αυτοπυρπολήσεις έγιναν μεταξύ του 1963 και του 1971, οι περισσότερες στην Ασία και στις ΗΠΑ, συνδεόμενες με διαμαρτυρίες για τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Ερευνητές καταμέτρησαν σχεδόν 100 αυτοπυρπολήσεις που αναφέρθηκαν στους New York Times και στους Times του Λονδίνου.[16] Το 1968 η πρακτική εξαπλώθηκε στο Ανατολικό μπλοκ με την αυτοπυρπόληση του Πολωνού λογιστή και βετεράνου της πολωνικής Εθνικής Αντίστασης Ρίσαρτ Σίβιετς, καθώς και τον Τσέχων φοιτητών Γιαν Πάλαχ και Γιαν Ζάγιτς, ως διαμαρτυρία κατά της Εισβολής στην Τσεχοσλοβακία. Επίσης, ως διαμαρτυρία κατά της σοβιετικής κυριαρχίας στη Λιθουανία, ο 19χρονος Romas Kalanta αυτοπυρπολήθηκε το 1972 στο Κάουνας. Αντίστοιχα, ο Έλληνας φοιτητής Κώστας Γεωργάκης αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα το 1970 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δικτατορία στην Ελλάδα.

Παρατηρείται ότι η συντριπτική πλειονότητα των αυτοπυρποληθέντων στα περιστατικά της περιόδου ήταν άτομα νεαρής ηλικίας. Μία εξαίρεση είναι ο 65χρονος Ουκρανός μηχανικός και αντιφρονών Αλέκσα Χίρνυκ, που αυτοπυρπολήθηκε λίγο αργότερα, το 1978, διαμαρτυρόμενος κατά της καταπιέσεως της ουκρανικής γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού από το σοβιετικό καθεστώς.

Οι αυτοπυρπολήσεις συνεχίζονται και σήμερα, με πρώτη σε απόλυτο αριθμό την Ινδία. Το έτος 2000 αναφέρθηκαν 1.451 αυτοπυρπολήσεις, ενώ το 2001 αυξήθηκαν σε 1.584.[17] Μία ιδιαίτερα μεγάλη έξαρση αυτοπυρπολήσεων στην Ινδία καταγράφηκε το 1990 με αιτία τις διαμαρτυρίες για τις θετικές διακρίσεις (Reservation) στη χώρα.[15] Το ομόσπονδο κρατίδιο Ταμίλ Ναντού έχει τον υψηλότερο αριθμό αυτοπυρπολήσεων στην Ινδία μέχρι σήμερα.

Από το 2009 τουλάχιστον 120 Θιβετιανοί[18] έχουν αυτοπυρποληθεί και περισσότεροι από 40 από αυτούς έχουν πεθάνει. Ο 14ος Δαλάι Λάμα έχει δηλώσει ότι δεν ενθαρρύνει αυτή τη μορφή διαμαρτυρίας, ωστόσο έχει εξυμνήσει αυτούς που αυτοπυρπολούνται. Η κινεζική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο ίδιος και η εξόριστη θιβετιανή κυβέρνηση υποκινούν αυτές τις πράξεις.[19] Το 2013 ο Δαλάι Λάμα αμφισβήτησε την αποτελεσματικότητα των αυτοπυρπολήσεων ως τακτική διαμαρτυρίας. Εξέφρασε όμως τη θέση ότι οι Θιβετιανοί ενεργούν με βάση τη δική τους ελεύθερη βούληση και δήλωσε ότι είναι ανίσχυρος στο να τους επηρεάσει ώστε να σταματήσουν να αυτοπυρπολούνται για διαμαρτυρία.[20]

Μια έξαρση αυτοπυρπολήσεων συνέβη στα πλαίσια της «Αραβικής Ανοίξεως» σε χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, με τουλάχιστον 14 καταγραμμένα περιστατικά. Μάλιστα η ίδια η απαρχή της Αραβικής Ανοίξεως, που ανέτρεψε καθεστώτα δεκαετιών στην περιοχή, εντοπίζεται στην αυτοπυρπόληση του 26χρονου πλανόδιου μανάβη Μοχάμεντ Μπουαζίζι στις 17 Δεκεμβρίου 2010 στην Τυνησία.[21][22]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Kubo, Tsugunari· Yuyama, Akira, trans. (2007). The Lotus Sutra (PDF). Berkeley, Calif.: Numata Center for Buddhist Translation and Research. σελίδες 280–284. ISBN 978-1-886439-39-9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2016. CS1 maint: Unfit url (link)
  2. Στράβων, xv, 1, (παράγραφος 73).
  3. Δίων Κάσσιος, liv, 9. Δείτε επίσης: Halkias, Georgios: «The Self-immolation of Kalanos and other Luminous Encounters among Greeks and Indian Buddhists in the Hellenistic world», Journal of the Oxford Centre for Buddhist Studies, τόμ. VIII, 2015: 163–186 [1]
  4. Benn, James A. (2007): Burning for the Buddha: self-immolation in Chinese Buddhism, University of Hawaii Press, σσ. 9–10.
  5. Benn (2007), σσ. 33–34.
  6. 6,0 6,1 (2007), σελ. 199.
  7. Benn (2007), σσ. 80–82.
  8. Benn (2007), σσ. 144–147.
  9. Benn (2007), σσ. 135–36.
  10. Benn (2007), σσ. 149–150.
  11. Benn (2007), σελ. 179.
  12. Yu, Jimmy (2012): Sanctity and Self-Inflicted Violence in Chinese Religions, 1500–1700, Oxford University Press, σσ. 115–130.
  13. Coleman, Loren (2004). The Copycat Effect: How the Media and Popular Culture Trigger the Mayhem in Tomorrow's Headlines. Νέα Υόρκη: Paraview Pocket-Simon and Schuster. σελ. 46. ISBN 0-7434-8223-9. 
  14. 14,0 14,1 Prins, Herschel (2010). Offenders, Deviants or Patients?: Explorations in Clinical Criminology. Taylor & Francis. σελ. 291. 
  15. 15,0 15,1 Biggs, Michael (2005). «Dying Without Killing: Self-Immolations, 1963–2002» (PDF). Στο: Diego Gambetta. Making Sense of Suicide Missions. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-929797-9. 
  16. Maris, Ronald W.· Alan Lee Berman· Morton M. Silverman· Bruce Michael Bongar (2000). Comprehensive textbook of suicidology. Guilford Press. σελ. 306. ISBN 978-1-57230-541-0. 
  17. Coleman, Loren (2004). The Copycat Effect: How the Media and Popular Culture Trigger the Mayhem in Tomorrow's Headlines. Νέα Υόρκη: Paraview Pocket-Simon and Schuster. σελ. 66. ISBN 0-7434-8223-9. 
  18. «Tibetan dies after self-immolation, reports say». Fox News. 21 Ιουλίου 2013. http://www.foxnews.com/world/2013/07/21/tibetan-dies-after-self-immolation-reports-say/. 
  19. «Teenage monk sets himself on fire on 53rd anniversary of failed Tibetan uprising», Telegraph, 13 Μαρτίου 2012
  20. «Dalai Lama doubts effect of Tibetan self-immolations». The Daily Telegraph (Λονδίνο). 13 Ιουνίου 2013. http://www.telegraph.co.uk/news/worldnews/asia/tibet/10117850/Dalai-Lama-doubts-effect-of-Tibetan-self-immolations.html. 
  21. «Self-immolation spreads across Mideast inspiring protest». 
  22. «Second Algerian dies from self-immolation: official». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2016. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Self-immolation της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).