Αυτοβιογραφία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η αυτοβιογραφία (από τις ελληνικές λέξεις: αὐτός + βίος + γράφειν) είναι η εξιστόρηση μέρους της ζωής ενός ανθρώπου γραμμένη από τον ίδιο. Η λέξη αυτοβιογραφία χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά αποδοκιμαστικά από τον Γουίλιαμ Τέιλορ το 1797 στο αγγλικό περιοδικό The Monthly Review, όταν πρότεινε την λέξη σαν υβρίδιο, αλλά «κατηγόρησε» την λέξη ως «τυπολατρική». Ωστόσο, η επόμενη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης ήταν με την τωρινή της σημασία, από τον Ρόμπερτ Σάουθι το 1809.[1] Παρά το γεγονός ότι ονομάστηκε στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα, το αυτοβιογραφικό γράψιμο πρώτου προσώπου έχει ρίζες στην  αρχαιότητα. Ο Ρόι Πασκάλ διαφοροποιεί την αυτοβιογραφία από τον περιοδικό αυτό-στοχασμό ενός ημερολογίου σημειώνοντας ότι «(η αυτοβιογραφία) είναι μια αναθεώρηση μιας ζωής από μια συγκεκριμένη στιγμή στον χρόνο, ενώ το ημερολόγιο, όσο στοχαστικό και αν είναι, κινείται μέσα σε μια σειρά στιγμών στον χρόνο».[2] Συνεπώς, η αυτοβιογραφία παίρνει «προμήθειες» από την ζωή του αυτοβιογράφου από τη στιγμή της σύνθεσης. Ενώ οι βιογραφίες στηρίζονται γενικά σε μια ευρεία ποικιλία εγγράφων και διαφορετικών οπτικών γωνιών, η βιογραφία μπορεί να βασίζεται απόλυτα στις αναμνήσεις του συγγραφέα. Η μορφή των απομνημονευμάτων συνδέεται στενά με την αυτοβιογραφία, αλλά τείνει, όπως ισχυρίζεται ο Πασκάλ, να συγκεντρώνεται λιγότερο στον εαυτό και περισσότερο στους άλλους κατά την αναθεώρηση της ζωής του συγγραφέα από τον ίδιο.[3]

Αυτοβιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον όρο αυτοβιογραφία χαρακτηρίζουμε συνήθως ένα συνεχές αφηγηματικό κείμενο, στο οποίο ένας άνθρωπος γράφει ο ίδιος την ιστορία της ζωής του (ή ενός μέρους της). Η αυτοβιογραφία πρέπει να διακρίνεται απ' τα απομνημονεύματα, όπου πάνω απ' όλα δίνεται έμφαση στη συμμετοχή του συγγραφικού υποκειμένου σε σημαντικά γεγονότα της εποχής του (π.χ. τα απομνημονεύματα των πολεμιστών του 1821 δεν αναφέρονται τόσο στη ζωή των ηρώων αυτών όσο στη συμμετοχή τους στον αγώνα για την ανεξαρτησία). Επίσης με την αυτοβιογραφία συγγενεύει και το ημερολόγιο, με τη διαφορά ότι το τελευταίο είναι ένα κείμενο χωρίς ιδιαίτερη συνοχή, που συνήθως γράφεται με μικρή ή μηδαμινή χρονική απόσταση από τα συμβάντα που περιγράφει. Η αυτοβιογραφία, αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις γράφεται σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο από τα όσα εξιστορεί και σ' αυτό οφείλει τουλάχιστον ένα μέρος της λογοτεχνικότητάς της.

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτοβιογραφικές απόπειρες έχουμε ήδη από την αρχαιότητα (οι Εξομολογήσεις του Ιερού Αυγουστίνου), αλλά η ιστορία της σύγχρονης αυτοβιογραφίας ουσιαστικά ξεκινά προς το τέλος του 18ου αιώνα, με της περίφημες Εξομολογήσεις του Γάλλου διαφωτιστή Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ο όρος "αυτοβιογραφία" αρχίζει να εμφανίζεται συστηματικά στις ευρωπαϊκές γλώσσες μετά το 1800. Το γεγονός, όμως, ότι ο ίδιος ο όρος αρχίζει να χρησιμοποιείται δεν σήμαινε και πολλά πράγματα. Για μεγάλο διάστημα, σχεδόν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, η αυτοβιογραφία θεωρείται ένα δευτερεύον βιογραφικό είδος, κάπου μεταξύ ανεκδοτολογίας και ιστοριογραφίας: ικανοποιεί κυρίως τους φιλοπερίεργους και μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί ως πηγή πληροφοριών. Πρόκειται περισσότερο για μια προσωπική μρτυρία, που σίγουρα δεν μπορεί να ειναι αντικειμενική ή αξιόπιστη.

Καθώς πλησιάζουμε προς τον 20ό αιώνα, τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν: από τη μια πλευρά, έχουμε συνεχή αύξηση των αυτοβιογραφιών που δημοσιεύονται. Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη της κοινωνιολογίας και της ψυχανάλυσης προσφέρει νέους τρόπους προσέγγισης του είδους. Η αυτοβιογραφία χρησιμεύει πλέον για να κατανοήσουμε πώς ένας άνθρωπος, συνήθως επώνυμος, βλέπει τον εαυτό του και την κοινωνία στην οποία ζει.

Από λογοτεχνικής πλευράς, θα πρέπει να πούμε ότι η αυτοβιογραφία προϋποθέτει έναν ιδιαίτερο τρόπο ανάγνωσης, καθώς είναι το μοναδικό είδος όπου ο αναγνώστης γνωρίζει εκ των προτέρων ότι συγγραφέας, αφηγητής και κεντρικός ήρωας ταυτίζονται - πρόκειται δηλαδή για το ίδιο πρόσωπο, και μάλιστα υπαρκτό. Βέβαια, πολλοί αμφιβάλλουν γι' αυτή την τριπλή ταύτιση, υποστηρίζοντας ότι ο συγγραφέας μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον κεντρικό ήρωα αλλά σε διαφορετική ηλικία, ενώ ο αφηγητής κινείται συνεχώς ανάμεσα στα δύο αυτά επίπεδα. Το ζήτημα είναι σίγουρα πολύ πιο πολύπλοκο από όσο φαίνεται αρχικά.

Η δυσπιστία που ορισμένοι δείχνουν απέναντι στην αυτοβιογραφία εντείνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις στο είδος αυτό. Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια συνεχώς εντεινόμενη τάση για τη δημοσίευση "αυτοβιογραφιών" διαφόρων προσώπων της επικαιρότητας που πολλές φορές δεν είναι πάνω από τριάντα ετών και, πάντως, απέχουν πολύ από το τέλος της ζωής τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κείμενα αυτά έχουν γραφτεί κατά παραγελλία όχι από τον ίδιο τον αυτοβιογραφούμενο αλλά από κάποιον επαγγελματία συγγραφέα και απευθύνονται σ' ένα κοινό όχι απλά φιλοπερίεργο αλλά αδιάκριτο, το οποίο θέλει απλώς να εισχωρήσει στο άδυτο της ιδιωτικής ζωής ενώς δημόσιου προσώπου. Μοναδικός στόχος τέτοιων επιχειρημάτων είναι, βέβαια, οι υψηλές πωλήσεις που εξασφαλίζονται από το διάσημο όνομα του αυτοβιογραφούμενου. Πρόκειται, φυσικά, για έναν πραγματικό εκφυλισμό του είδος, στο όνομα του κέρδους.

Σχέση αυτοβιογραφίας με τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι, παρ' όλες τις μελέτες που έχουν γίνει, παραμένει προβληματική η σχέση της αυτοβιογραφίας με τα υπόλοιπα είδη πεζογραφίας και ιδίως με το μυθιστόρημα. Ειδικά στην εποχή μας, το ζήτημα παρουσιάζεται ιδιαίτερα περίπλοκο, καθώς δημοσιεύεται πλέον ένας μεγάλος αριθμός μυθιστορημάτων που δεν είναι εύκολο να διακριθούν από τις καθαυτό αυτοβιογραφίες, μια και περιέχουν έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Από την άλλη πλευρά η αυτοβιογραφία πάντοτε χρησιμοποιούσε πολλές από τις τεχνικές και τις δομές του μυθιστορήματος.

Αυτοβιογραφία και νεοελληνική λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτή η διαπλοκή μεταξύ αυτοβιογραφικού και μυθιστορήματος, η οποία φέρνει για μια ακόμη φορά στην επιφάνεια το εξαιρετικά περίπλοκο ζήτημα των σχέσεων της λογοτεχνίας με την πραγματικότητα, παρατηρείται και στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα μυθιστορήματα που εμπεριέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι άφθονα, ενώ από τον περασμένο κιόλας αιώνα, πολλά μυθοπλαστικά έργα παρουσιάζονταν ως χειρόγραφα άλλων προσώπων που αφηγούνταν την ιστορία της ζωής τους, ολόκληρης ή ενός μέρους (π.χ. ο Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά, ο Λουκής Λάρας του Δημητρίου Βικέλα, η Μετανάστις και οι Έμποροι των εθνών του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, και στον αιώνα μας Η ζωή εν τάφω του Στράτη Μυριβήλη, Ο κίτρινος φάκελος του Μ. Καραγάτση).

Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι μέχρι σήμερα τουλάχιστον η αυτοβιογραφία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. Κυρίως εκλαμβάνεται ως ντοκουμέντο ή μαρτυρία δηλαδή ως πληροφοριακό υλικό είτε για το πρόσωπο που αυτοβιογραφείται είτε για την εποχή του. Αυτό είναι πιθανό να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχουν γραφεί πολλές αυτοβιογραφίες επώνυμων Ελλήνων (ενώ αντίθετα, έχουμε στη διάθεσή μας μια αρκετά πλούσια σειρά απομνημονευμάτων). Ξεχωρίζουν μόνο ορισμένες αυτοβιογραφίες λογοτεχνών ή πνευματικών ανθρώπων, όπως για παράδειγμα του Αδαμαντίου Κοραή (Εκλεκτές σελίδες), του Επτανήσιου Ανδρέα Λασκαράτου που την έγραψε στα ιταλικά στα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του και δεν έπαψε να συμπληρώνει το κείμενο ως την παραμονή σχεδόν του θανάτου του, του Γεώργιου Δροσίνη (Σκόρπια φύλλα της ζωής μου), του Γρηγορίου Ξενόπουλου (Η ζωή μου σα μυθιστόρημα), του Κωστή Παλαμά (Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου), του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (Η ζωή μου) και άλλων. Επίσης, αυτοβιογραφία θα μπορούσε να θεωρηθεί και το έργο Αναφορά στο Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη (έχει χαρακτηριστεί ποιητική αυτοβιογραφία) και σε πιο πρόσφατα χρόνια, το Φοβερό βήμα του Κώστα Ταχτσή, που δημοσιεύθηκε μετά το βίαιο θάνατό του.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. English, William (d 1778). Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press. 28 Νοεμβρίου 2017. 
  2. Pascal, Roy (2015-08-20). Design and Truth in Autobiography. doi:10.4324/9781315674605. http://dx.doi.org/10.4324/9781315674605. 
  3. Pascal, Roy (20 Αυγούστου 2015). Design and Truth in Autobiography (1 έκδοση). Routledge. ISBN 978-1-315-67460-5. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Παρίσης Νικήτας - Παρίσης Ιωάννης, «Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων», Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 2006.
  • Εγκυκλοπαίδεια «Υδρόγειος», Εκδόσεις «ΔΟΜΙΚΗ», Αθήνα 1993.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]