Αντισυνταγματικός νόμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Έννοια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως αντισυνταγματικός νόμος, ή απλούστερα αντισυνταγματικός, όπως προσδιορίζει και η ονομασία του, χαρακτηρίζεται ο νόμος εκείνος που αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος.

Διακρίσεις της αντισυνταγματικότητας του νόμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας νόμος μπορεί να είναι "ουσιαστικά (ή κατ' ουσίαν) αντισυνταγματικός" ή "τυπικά αντισυνταγματικός".

  • Ουσιαστικά αντισυνταγματικός είναι ο νόμος του οποίου το περιεχόμενο αντιβαίνει προς το Σύνταγμα.
Παράδειγμα:Με τον ν. Χ ορίζεται, ότι δεν έχουν δικαίωμα ψήφου στις εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο οι γυναίκες. Ο νόμος αυτός είναι αντισυνταγματικός κατ' ουσίαν, διότι το περιεχόμενό του αντιβαίνει προς το άρθρο 4§2 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο "οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις".
  • Τυπικά αντισυνταγματικός είναι ο νόμος, που θεσπίσθηκε με διαδικασία αντίθετη με διατάξεις του Συντάγματος.
Παράδειγμα: Ο ν. Χ ψηφίζεται από τη Βουλή και στη συνέχεια εκδίδεται από τον Πρωθυπουργό. Ο νόμος αυτός είναι τυπικά αντισυνταγματικός, διότι αρμόδιος να εκδώσει τον νόμο, που ψηφίσθηκε από τη Βουλή, είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (και όχι ο Πρωθυπουργός).

Αντιστοίχως, διαμορφώνονται οι όροι "ουσιαστική αντισυνταγματικότητα" και "τυπική αντισυνταγματικότητα".

Επιπλέον, η τυπική αντισυνταγματικότητα νόμου διακρίνεται σε "εσωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα" και σε "εξωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα".

  • Εσωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα υφίσταται, όταν παραβιάσθηκε διάταξη του Συντάγματος, που αφορά την εσωτερική διαδικασία θεσπίσεως του νόμου (ιδίως τους διαδικαστικούς κανόνες συνεδριάσεως και λήψεως αποφάσεως για τη θέσπιση του νόμου από συλλογικά κρατικά όργανα)
Παράδειγμα: Ένα νομοσχέδιο, που αφορά την άσκηση ατομικών δικαιωμάτων, ψηφίσθηκε από Τμήμα της Βουλής και όχι από την Ολομέλεια, όπως απαιτεί το Σύνταγμα.
  • Εξωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα υφίσταται, όταν παραβιάσθηκε διάταξη του Συντάγματος, που αφορά την τήρηση των καθιερωμένων σταδίων θεσπίσεως του νόμου, με βάση τα οποία ο νόμος καθίσταται αντιληπτός στην έννομη τάξη και στην κοινωνία.
Παράδειγμα: Η δημοσίευση ενός νομοθετήματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως χωρίς να τεθεί η σφραγίδα του Κράτους ή χωρίς την (προσ-)υπογραφή του από τα κατά το Σύνταγμα αρμόδια όργανα.

Ποιος ελέγχει αν κάποιος νόμος είναι αντισυνταγματικός;[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποτελεί θεμελιώδη αρχή της έννομης τάξης, ότι νόμος αντισυνταγματικός δεν έχει νομική ισχύ και δεν πρέπει να εφαρμόζεται από τα διοικητικά όργανα.

Κοινοβουλευτικός έλεγχος συνταγματικότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτού εκδοθεί και δημοσιευθεί ένας νόμος, το νομοσχέδιο ελέγχεται διαδοχικά τόσο από ειδικές νομικές υπηρεσίες της Βουλής, όσο και από τα καθ' ύλην αρμόδια, συντεταγμένα όργανα του κράτους: το Κοινοβούλιο και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τα οποία υποχρεούνται να μην εγκρίνουν νομοθετικές διατάξεις, που αντίκεινται στο Σύνταγμα, το οποίο ορκίστηκαν να τηρούν. Ο σχετικός έλεγχος καλείται κοινοβουλευτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.

Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής, κατά το στάδιο της καταρχήν ψηφίσεως ενός σχεδίου ή μιας πρότασης νόμου, προβλέπεται η υποβολή ένστασης αντισυνταγματικότητας συγκεκριμένων υπό ψήφιση διατάξεων από οποιοδήποτε μέλος του κοινοβουλίου ή της κυβέρνησης. Η αυτή πρόβλεψη ισχύει μέχρι την έναρξη της ψηφοφορίας και για κάθε τροπολογία, που κατατέθηκε. Σε αυτό το στάδιο, ελέγχεται τόσο η ουσιαστική, όσο και εσωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα του σχεδίου ή της πρότασης νόμου. Η απόφαση επί της ενστάσεως λαμβάνεται από την ίδια τη βουλή.

Έπειτα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ.1 του Συντάγματος, αφού προβεί σε νέο έλεγχο συνταγματικότητας, μέσα σε ένα μήνα από τη ψήφιση ενός σχεδίου ή πρότασης νόμου, είτε να το εκδώσει και να το δημοσιεύσει ως τυπικό νόμο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είτε να τον αναπέμψει στη Βουλή (ασκώντας το δικαίωμα της αναβλητικής αρνησικυρίας), εκθέτοντας τους λόγους, οι οποίοι (κατά την κρατούσα άποψη) περιορίζονται στην εσωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα. Πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, όταν ο Πρόεδρος είχε επιπλέον την αρμοδιότητα να κυρώνει, πέρα από το να εκδίδει και να δημοσιεύει τους νόμους, θεωρούταν ανεκτή και η αναπομπή για λόγους ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας. Ωστόσο, αυτή η αρμοδιότητα δεν έχει ασκηθεί από κανέναν αρχηγό του Ελληνικού Κράτους μέχρι και σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, αρμόδιο όργανο, για να κρίνει τους λόγους της αναπομπής είναι η Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της και, εφόσον αυτή επιτευχθεί, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να δημοσιεύσει το νόμο εντός δέκα ημερών από την επιψήφισή του.

Δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με βάση τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 93§4 του Συντάγματος, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων (δηλαδή το αν ένας ψηφισμένος και επίσημα δημοσιευμένος νόμος είναι αντισυνταγματικός ή όχι) ενεργούν τα δικαστήρια, κατά την εξέταση των υποθέσεων που αρμοδίως φέρονται ενώπιόν τους για επίλυση. Ο σχετικός έλεγχος καλείται δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.

Με βάση τα μέχρι σήμερα κρατούντα, τα δικαστήρια ελέγχουν παρεμπιπτόντως την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα του νόμου καθώς και την εξωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα του νόμου, αλλά όχι την εσωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα του νόμου.

Βεβαίως, τα δικαστήρια δεν είναι τα αποκλειστικώς αρμόδια όργανα για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός ή όχι. Άπαντα τα κρατικά όργανα είναι υποχρεωμένα να μην εφαρμόσουν νόμο αντισυνταγματικό και σχετικώς είναι αρμόδια να ελέγξουν αν είναι αντισυνταγματικός ή όχι. Για τη Νομική Επιστήμη, όμως, ιδιαίτερη σημασία έχει η κρίση δικαστηρίων και μάλιστα των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας, Ελεγκτικού Συνεδρίου) περί του αν κάποιος νόμος είναι αντισυνταγματικός, διότι η σχετική κρίση τους καταγράφεται με επιχειρήματα στο κείμενο της αποφάσεώς τους.

Πάντως, μπορεί το δικαστήριο να μην εφαρμόσει ένα νόμο ως αντισυνταγματικό στα πλαίσια εκδικάσεως μιας συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά αυτή η κρίση του δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητάς του δεν έχει ως συνέπεια την κατάργηση του (κριθέντος ως αντισυνταγματικού) νόμου. Ο νόμος εξακολουθεί να ισχύει και μπορεί να εφαρμοστεί από άλλο δικαστήριο, εφόσον αυτό κρίνει, ότι ο νόμος δεν είναι αντισυνταγματικός.

Στην περίπτωση, όμως, που δύο ανώτατα δικαστήρια της χώρας διαφωνήσουν με αποφάσεις τους ως προς το αν ένας τυπικός νόμος είναι αντισυνταγματικός ή όχι, τη διαφωνία επιλύει με απόφασή του το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο της χώρας. Εφόσον ένας νόμος κριθεί αντισυνταγματικός με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ο νόμος αυτός παύει πλέον να έχει οποιαδήποτε ισχύ. Είναι η μοναδική περίπτωση, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, που η δικαστική κρίση περί ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας ενός νόμου έχει ως αυτόματη συνέπεια την κατάργηση του τυπικού νόμου[1].

"Κοινωνικός έλεγχος" συνταγματικότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βεβαίως, το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας ενός νόμου στη δημοκρατική κοινωνία αποτελεί αντικείμενο λαϊκού διαλόγου και ελέγχου. Η κρίση της κοινής γνώμης για την αντισυνταγματικότητα ενός νόμου, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσω του τύπου, μέσω των προτάσεων και των θέσεων οργανώσεων, πολιτικών κομμάτων, συλλογικών φορέων, αποτελεί επιχείρημα εξοβελισμού του νόμου αυτού από την έννομη τάξη. Σχετικώς, μάλιστα το ισχύον Σύνταγμα στο τελευταίο άρθρο του (άρθρο 120) ορίζει :"§2. Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων. (...)§4. Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία".

Ενδεικτική Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κώστας Χ. Χρυσόγονος: Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα 2003, σελ. 134-170.
  • Σίμος Μηναΐδης: Το Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 245-269.
  • Β. Σκουρής - Ε. Βενιζέλος: Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα 1985.
  • Π. Παυλόπουλος: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων ή δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας του Συντάγματος; Νομικό Βήμα 1988 σελ. 13επ.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. βλ. Σύμφωνα με το άρθρο 100§1εδ. ε' του Συντάγματος, "Συνιστάται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο υπάγονται :(...) ε)Η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι' αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου". Εξάλλου, η παράγραφος §4 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος ορίζει: "Οι αποφάσεις του δικαστηρίου είναι αμετάκλητες. Διάταξη νόμου, που κηρύσσεται αντισυνταγματική, είναι ανίσχυρη από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που ορίζεται με την απόφαση". άρθρο 48 παράγραφοι 2-5 του Συντάγματος της Ελλάδος]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]