Ανκόνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ανκών)

Συντεταγμένες: 43°37′N 13°31′E / 43.617°N 13.517°E / 43.617; 13.517

Ανκόνα

Σημαία

Έμβλημα
Παρωνύμιο: Città dorica
Ρητό: Ancon Dorica Civitas Fidei
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ανκόνα
43°37′0″N 13°31′0″E
ΧώραΙταλία
Διοικητική υπαγωγήΕπαρχία της Ανκόνας
ΠροστάτηςΚυριάκος Ιεροσολύμων
Διοίκηση
 • Δήμαρχος της ΑνκόναςMichele Fazioli (1860–1867), Michele Fazioli (1874–1876), Luigi Dari (1890–1891), Luigi Dari (1899–1902), Luigi Dari (1902–1903), Luigi Dari (1904), Arturo Vecchini (1893–1895), Francesco Angelini (1949–1950), Francesco Angelini (1951–1964), Renato Galeazzi (1993–1997), Renato Galeazzi (1997–2001), Fabio Sturani (2001–2006), Fabio Sturani (2006–2009), Fiorello Gramillano (2009–2013), Βαλέρια Μαντσινέλλι (2013–2023) και Daniele Silvetti (από 2023)
Έκταση124,84 km²[1]
Υψόμετρο16 μέτρα
Πληθυσμός98.356 (1  Ιανουαρίου 2023)[2]
Ταχ. κωδ.60100 και 60121–60131
Τηλ. κωδ.071
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Ανκόνα (ιταλικά: Ancona), παλαιότερα γνωστή στα ελληνικά ως Αγκών, είναι πόλη και λιμάνι της Ιταλίας στην Αδριατική, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στην περιοχή Μάρκε. Έχει 101.909 κατοίκους και απέχει 380 μίλια από την Κέρκυρα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα [3] και τον Πλίνιο, χτίστηκε το 394 π.Χ. από τους Συρακούσιους. Το αρχικό της όνομα ήταν «Δωρική Αγκών». Στην αρχαιότητα ήταν ξακουστή για τα κρασιά της και την πορφύρα της. Σημείωσε μεγάλη ακμή κατά τη ρωμαϊκή εποχή, όταν αποτελούσε ναυτική βάση των Ρωμαίων στην Αδριατική και ο αυτοκράτορας Τραϊανός κατασκεύασε κυματοθραύστη. Οι κάτοικοι προς τιμή του έχτισαν το 105 μ.Χ. μια αψίδα, που σώζεται μέχρι σήμερα.

Στο χάρτη της Ιταλίας, η ευρύτερη περιοχή της Ανκόνας μοιάζει με ανθρώπινο αγκώνα, από όπου και πήρε ενδεχομένως την ονομασία της.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την Ανκόνα κατοίκησαν τον 6ο αιώνα π.Χ. οι Πικηνοί, αναπτύχθηκε στην αρχαιότητα σαν μικρή πόλη. Αργότερα (387 π.Χ.) ήρθαν Έλληνες έποικοι από τις Συρακούσες στους χρόνους του τυράννου Διονύσιου του Πρεσβύτερου, πήρε το όνομα "Ανκόνα" από το σχήμα που είχε το λιμάνι στα ανατολικά της πόλης και προστατευόταν από το ακρωτήρι στα βόρεια. Οι Έλληνες έμποροι εγκατέστησαν στην πόλη ένα εργοστάσιο Πορφύρας και έχτισαν μεγάλο ναό στην Αφροδίτη.[4] Στην Αρχαία Ρώμη η πόλη διατήρησε το δικό της νόμισμα, στην μια όψη παρουσίαζε ένα λυγισμένο χέρι που κρατούσε ένα κλαδί φοίνικα και στο άλλο το κεφάλι της Αφροδίτης με επιγραφή στην Ελληνική γλώσσα.[5] Ήταν κυριότερο λιμάνι του Ιλλυρικού εμπορίου και είχε περίφημο ναό της Αφροδίτης. Δεν είναι γνωστό πότε έγινε Ρωμαϊκή πόλη, την εποχή που ξέσπασαν οι Ιλλυρικοί πόλεμοι (178 π.Χ.) ήταν ναυτικός σταθμός.[6] Ο Ιούλιος Καίσαρ κατέλαβε την Ανκόνα την εποχή που διέσχισε τον Ρουβίκωνα. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους έγινε σημαντικό λιμάνι λόγω της θέσης της απέναντι από την Δαλματία, ο Τραϊανός προχώρησε σε σημαντικά έργα, την βόρεια προκυμαία κατασκεύασε ο Απολλόδωρος ο Δαμασκηνός. Στην είσοδο της πόλης κατασκευάστηκε Θριαμβική αψίδα γνωστή ως Αψίδα του Τραϊανού με απόφαση του Ρωμαϊκού λαού και της Γερουσίας (115 μ.Χ.).[7]

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τον 3ο μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ. επιτέθηκαν στην Ανκόνα οι Λομβαρδοί και οι Γότθοι, σύντομα η πόλη ανέκαμψε. Τον 7ο-8ο αιώνα ήταν μία από τις πόλεις της Πεντάπολης στην Εξαρχάτο της Ραβέννας που ανήκε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία.[8] Οι Σαρακηνοί επιδρομείς επιτέθηκαν και κατέστρεψαν την Ανκόνα (840).[9] Όταν ο Καρλομάγνος κατέκτησε την βόρεια Ιταλία έγινε η πρωτεύουσα της Μάρκα ντι Αντονία που προσδιορίζει την σύγχρονη περιοχή. Μετά το 1000 η Ανκόνα ανεξαρτητοποιήθηκε, μαζί με την Γκαέτα και το Ντούμπροβνικ αποτελούσε μια από τις μεγαλύτερες Ναυτικές δημοκρατίες αλλά ερχόταν συχνά σε σύγκρουση με την πανίσχυρη Δημοκρατία της Βενετίας.[10] Την πόλη κυβερνούσε μια Ολιγαρχική κυβέρνηση με 6 Πρεσβύτερους εκλεγμένοι από τα τρία προάστεια. Η Ανκόνα είχε το δικό της νόμισμα και την δική της νομοθεσία, συχνά συμμαχούσε με την Δημοκρατία της Ραγούσας και το Βυζάντιο.

Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προχώρησε σε συνεχείς επιθέσεις (1137, 1167, 1174) αλλά οι κάτοικοι τις Ανκόνα τις απέκρουσαν επιτυχώς. Αργότερα συμμετείχε στις Σταυροφορίες, ο πιο διάσημος από τους Σταυροφόρους της ήταν ο Κυριακός Αγκωνίτης. Στις διαμάχες ανάμεσα στους πάπες και τους αυτοκράτορες που συντάραξαν σε εμφύλιο ολόκληρη την Ιταλία οι Ανκονίτες συμμάχησαν με τους Γουέλφους. Σε αντίθεση με τις περισσότερες πόλεις της βόρειας Ιταλίας η Ανκόνα δεν έγινε ποτέ ηγεμονία, ο Οίκος των Μαλατέστα βρήκε την ευκαιρία να πάρει την εξουσία στην πόλη όταν η Μαύρη πανώλη θέρισε τον πληθυσμό και μια φωτιά κατέστρεψε τα περισσότερα κτίσματα (1348), εκδιώχθηκαν σύντομα (1383). Η Ανκόνα έχασε την ανεξαρτησία της, με τον πάπα Κλήμη Ζ΄ εισήλθε στα Παπικά Κράτη, η πανίσχυρη Ακρόπολη έγινε το σύμβολο της Παπικής κυριαρχίας. Η Ανκόνα, η Ρώμη και η Αβινιόν στην νότια Γαλλία ήταν τα τρία Παπικά Κράτη που δέχτηκαν να ζήσουν οι Εβραίοι στην πόλη τους, εγκαταστάθηκαν σε ξεχωριστή συνοικία που είχε οικοδομηθεί λίγο πιο νωρίς (1555) Από τα μέσα του 15ου αιώνα συγκεντρώθηκαν στην Ανκόνα πολλοί Έλληνες από διάφορα μέρη της Ελλάδας (Ρόδο, Ήπειρο, Επτάνησα, Κύπρο κλπ). Κατά το 16ο αιώνα οργανώθηκε μια αξιόλογη ελληνική παροικία γύρω από την Αδελφότητα της Αγίας Άννας (Confraternita di Sant’Anna dei Greci).[11] Η παροικία άρχισε να φθίνει κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.

Νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αψίδα του Τραϊανού

Ο Πάπας Κλήμης ΙΒ΄ επέκτεινε την προκυμαία και δημιούργησε μια απομίμηση παρόμοια με την Αψίδα του Τραιανού, ο διάσημος αρχιτέκτονας Λουίτζι Βανβιτέλλι έκτισε στο βόρειο τμήμα της ένα Λαζαρέτο. Το νότιο τμήμα της προκυμαίας κατασκευάστηκε αργότερα (1880) και το λιμάνι βρισκόταν υπό την προστασία υψηλών κάστρων, από την εποχή που την κατέλαβαν οι Γάλλοι (1797), έγινε σημαντικό κάστρο. Η Ανκόνα όπως και η Βενετία ήταν κορυφαία εμπορικά κέντρα τον 16ο αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Έλληνες αποτελούσαν την μεγαλύτερη από την κοινότητα των ξένων εμπόρων. Την περίοδο που οι Οθωμανοί κατέλαβαν τις περισσότερες Ελληνικές περιοχές (15ος-16ος αιώνας) πολλοί Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Ανκόνα και ίδρυσαν κοινότητα. Η Ανκόνα εισήλθε στο Βασίλειο της Ιταλίας 11 μέρες αργότερα αφότου ο Λουί Ζουσό ντε Λαμορισιέρ έχασε στο Καστελφιντάρντο (29 Σεπτεμβρίου 1860).[12]

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (23 Μάϊου 1915) οι Ιταλοί εισήλθαν στις δυνάμεις της Αντάντ. Τα αντίποινα ήταν σκληρά, οι αυστροουγγρικές δυνάμεις προχώρησαν σε σοβαρούς βομβαρδισμούς στο λιμάνι της Ανκόνα, προκάλεσαν εκτεταμένες φθορές και σκότωσαν δεκάδες ανθρώπους.[13] Στην διάρκεια του Μεσοπολέμου αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα Ιταλικά λιμάνια στην Αδριατική Θάλασσα. Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος την πόλη κατέλαβε το 2ο Πολωνικό Στρατιωτικό Σώμα που βρισκόταν στην υπηρεσία του Βρετανικού Ναυτικού. Οι Πολωνοί κατέλαβαν την Ανκόνα (16 Ιουνίου 1944) και προετοιμάστηκαν για την περίφημη Μάχη της Ανκόνας, έναν μήνα αργότερα (18 Ιουλίου 1944). Οι Σύμμαχοι είχαν έντονο ενδιαφέρον να καταλάβουν την πόλη που την χρησιμοποίησαν σαν βάση για να καταλάβουν τις βόρειες ακτές της Αδριατικής.[14] Το λιμάνι της Αγκώνας τον 20ο αιώνα παρουσιάζει ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική και τουριστική κίνηση. Συνδέεται πορθμειακά με ελληνικά λιμάνια, ιδιαίτερα της Πάτρας και της Κέρκυρας, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά οι ακτοπλοϊκές γραμμές με προορισμό την Αγκώνα.

Η Εβραϊκή κοινότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πύλη της εκκλησίας του Αγίου Φραγκίσκου

Οι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στην Ανκόνα από πολύ νωρίς (967 μ.Χ.).[15] Ένας επιφανής Ιουδαίος ο Ιάκωβος της Ανκόνα επισκέφτηκε την Κίνα περίπου 4 χρόνια πριν από τον Μάρκο Πόλο (1270), κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε ένα βιβλίο με το όνομα "η πόλη του φωτός". Η Εβραϊκή κοινότητα της Ανκόνα αναπτύχθηκε σημαντικά μετά το 1330 μετατρέποντας την πόλη σε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα με το Λεβάντες. Την ίδια εποχή ο Εβραίος ποιητής Ιμμάνουελ Δε Ρόμαν προσπάθησε να πετύχει την ελάττωση της φορολογίας στην κοινότητα της πόλης του. Τους επόμενους 2 αιώνες έφτασε σημαντικός αριθμός Ιουδαίων προσφύγων από τις χώρες που εκδιώχθηκαν όπως την Γερμανία, την Ισπανία και την Αυστρία, την μετέτρεψαν εκτός από εμπορικό και σε τραπεζικό κέντρο, η κοινότητα έφτασε τους 1500 κατοίκους (1550). Ο Πάπας Παύλος Δ΄ αποφάσισε να προσηλυτίσει τους Εβραίους στον χριστιανισμό με την βία, όσοι αρνήθηκαν βρήκαν φρικτό θάνατο ή κάηκαν ζωντανοί. Οι Εβραίοι έμποροι υπό την ηγεσία της Γκρατσία Μέντες Νάζη έκαναν για σύντομο χρονικό διάστημα μποϊκοτάζ στο λιμάνι της Ανκόνα. Ο Ναπολέων Α΄ κατέκτησε την Ιταλία και απελευθέρωσε τους Εβραίους από όλους τους ρατσιστικούς περιορισμούς. Σε λίγα χρόνια (1843) ο Πάπας Γρηγόριος ΙΣΤ΄ διέταξε την απαγόρευση της κυκλοφορίας των Εβραίων σε άλλες συνοικίες της πόλης εκτός από το Γκέτο, αν το έκαναν θα έπρεπε να φοράνε ειδικό σήμα για να αναγνωρίζονται.[16] Η απόφαση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και καταργήθηκε σύντομα.[17] Ο Πάπας Πίος Θ΄ παραχώρησε στους Εβραίους πλήρη απελευθέρωση (1848). Με την άνοδο του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι ζούσαν στην Ανκόνα 1117 Εβραίοι (1938), οι 53 απεστάλησαν στην Γερμανία, επέστρεψαν μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μόνο οι 15. Η πλειοψηφία των Εβραίων της Ανκόνα μετανάστευσε από την πόλη λόγω της ψηλής φορολογίας, ο πληθυσμός τους καταγράφηκε στους 200 κατοίκους (2004).


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Superficie di Comuni Province e Regioni italiane al 9 ottobre 2011». Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής της Ιταλίας. Ανακτήθηκε στις 16  Μαρτίου 2019.
  2. demo.istat.it?l=it.
  3. Strabo Geogr., Geographica Book 5, chapter 4, section 2, line 13 πόλεις δ' Ἀγκὼν μὲν Ἑλληνίς, Συρακουσίων κτίσμα τῶν φυγόντων τὴν Διονυσίου τυραννίδα·κεῖται δ' ἐπ' ἄκρας μὲν λιμένα ἐμπεριλαμβανούσης τῇπρὸς τὰς ἄρκτους πιστροφῇ, σφόδρα δ' εὔοινός ἐστι καὶ πυροφόρος.
  4. Silius Italicus, VIII. 438
  5. Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Ancona". Encyclopædia Britannica. Τομ. 1 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 951–952
  6. Τίτος Λίβιος, xli. i
  7. Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Ancona". Encyclopædia Britannica. Τομ. 1 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 951–952
  8. Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Ancona". Encyclopædia Britannica. Τομ. 1 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 951–952
  9. Kenneth Meyer Setton, Marshall W. Baldwin (University of Pennsylvania Press, 1955), σ. 47
  10. The International Geographic Encyclopedia and Atlas, Ancona (σ. 27), Springer, 1979
  11. Rentetzi Efthalia, "La chiesa di Sant’Anna dei Greci di Ancona", Θησαυρίσματα 37 (2007), 343-358 + εικ. 1-8. [Rentetzi Efthalia, Ο ναός της Αγίας Άννας των Ελλήνων στην Αγκώνα].
  12. Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Ancona". Encyclopædia Britannica. Τομ. 1 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 951–952
  13. Hore, Peter, The Ironclads, London, Southwater Publishing, 2006
  14. Jerzy Bordziłowski (ed. ), Mała encyklopedia wojskowa. Tom 1 (in Polish), Warsaw, Wydawnictwo Ministerstwa Obrony Narodowej, 1967
  15. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2023. 
  16. https://web.archive.org/web/20140225181422/http://www.j-italy.org/sources/books-and-essays/edict-of-the-inquisition-of-ancona-against-the-jews
  17. https://www.jewishvirtuallibrary.org/ancona-2

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σβορώνος, Ιωάννης (1898). Ιστορία των νομισμάτων : ήτοι εγχειρίδιον ελληνικής νομισματικής. 1. Αθήνα: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου. 
  • Hore, Peter, The Ironclads, London, Southwater Publishing, 2006
  • Jerzy Bordziłowski (ed. ), Mała encyklopedia wojskowa. Tom 1 (in Polish), Warsaw, Wydawnictwo Ministerstwa Obrony Narodowej, 1967