Ανατολικές ρομανικές γλώσσες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Ανατολικές ρομανικές γλώσσες, γνωστές επίσης και ως βλάχικες γλώσσες, είναι κλάδος των ρομανικών γλωσσών που αναπτύχθηκε στη Νοτιοανατολική Ευρώπη από την τοπική ανατολική ποικιλία της Λαϊκής Λατινικής.

Θεωρείται γενικά ότι κάπου ανάμεσα στο 800 και το 1200 η λαϊκή λατινική που μιλιόταν στις βαλκανικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που συνήθως αποκαλείται Πρωτορουμανική από τους μελετητές, διασπάστηκε σε τέσσερις ξεχωριστές γλώσσες: τη Δακορουμανική γλώσσα (η σημερινή Ρουμανική), τη Αρουμανική (ή Βλάχικη), τη Μεγλενορουμανική και την Ιστρορουμανική. Επιπλέον, στη Σοβιετική Ένωση υιοθετήθηκε επίσημα η Μολδαβική γλώσσα για να διακρίνονται το ρουμανικό και το μολδαβικό έθνος.

Οι γλώσσες που αποτελούν αυτήν την ομάδα έχουν κάποια χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν από τις άλλες ρομανικές γλώσσες, με αξιοσημείωτα τα γραμματικά χαρακτηριστικά που μοιράζονται οι γλώσσες που ανήκουν στο βαλκανικό γλωσσικό δεσμό όπως επίσης και κάποιες σημασιολογικές ιδιαιτερότητες όπως οι λέξεις lume ("κόσμος") που παράγεται από τη λατινική lumen ("φως"), inimă ("καρδιά") που παράγεται από τη λατινική anima ("ψυχή"), κλπ.

Περιλαμβάνουν επίσης παλαιοβαλκανικό υπόστρωμα μερικών εκατοντάδων λέξεων που το μοιράζονται με την Αλβανική (που θεωρείται δακικής προέλευσης) και 70 πρώιμα σλαβικά δάνεια, αλλά τα δάνεια από την ουγγρική γλώσσα εντοπίζονται μόνο στη Ρουμάνικη και την Ιστρορουμάνικη.