Αναρχοσυνδικαλισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι ένας κλάδος του επαναστατικού συνδικαλισμού ο οποίος εστιάζει στην οικονομική ένωση των εργατών, με σκοπό αρχικά να υπερασπίσουν και να διευρύνουν τα δικαιώματά τους και στη συνέχεια να ανατρέψουν τον καπιταλισμό, το κράτος και την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (π.χ. γαίες, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις), με μία επαναστατική γενική απεργία. Τελικός στόχος είναι η εγκαθίδρυση του ελευθεριακού κομμουνισμού, μιας οριζόντια οργανωμένης, αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας με συνδικαλιστική δομή, που θα διαχειρίζεται την παραγωγή αγαθών και την παροχή υπηρεσιών εξασφαλίζοντας τη διανομή των προϊόντων στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του.

Ο αναρχοσυνδικαλισμός αρνείται τη συμμετοχή σε κόμματα αστικού τύπου, καθώς και σε κοινοβουλευτικές ή άλλες κρατικές και πολιτικές δομές. Επίσης όμως αρνείται την ιδεολογική πάλη έξω από οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια, βλέποντας τα εργατικά σωματεία ως τη μόνη δύναμη ικανή για επαναστατική κοινωνική αλλαγή που θα επιφέρει την εξάλειψη των ταξικών διαιρέσεων. Παρόλο που συμμετέχει στη διεκδίκηση μεταρρυθμιστικών αιτημάτων εκ μέρους των εργαζομένων, με στόχο την άμεση βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους, διαφέρει από τον ρεφορμισμό καθώς τελικός σκοπός των αναρχοσυνδικαλιστών είναι η πλήρης ανατροπή της οικονομίας της αγοράς και η εγκαθίδρυση μίας κολλεκτιβιστικής ή κομμουνιστικής κοινωνικής οργάνωσης.

Βασικές αρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναρχοσυνδικαλιστική σημαία

Οι βασικές αρχές του αναρχοσυνδικαλισμού είναι:

1. Εργατική αλληλεγγύη
2. Άμεση δράση
3. Γενική επαναστατική απεργία
4. Εργατική αυτοδιαχείριση

Η αρχή της εργατικής αλληλεγγύης συνεπάγεται πως οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν ότι όλοι οι εργάτες, ανεξαρτήτως του φύλου, της εθνικής τους καταγωγής ή των ιδεολογικών και θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, βρίσκονται σε κοινή, μειονεκτική κοινωνική θέση σε σχέση με τους εργοδότες τους. Επιπλέον σημαίνει πως, εντός του καπιταλισμού, οποιαδήποτε κέρδη ή απώλειες κάποιων ομάδων εργαζομένων θα επηρεάσουν τελικά όλους τους εργάτες. Επομένως για να απελευθερωθούν όλοι οι εργάτες και να επέλθει η κοινωνική χειραφέτηση, πρέπει να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλο στην ταξική τους μάχη.

Οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν πως μόνο η άμεση δράση – η πολιτική πράξη που επικεντρώνεται στην άμεση επίτευξη ενός στόχου, αντίθετα από την έμμεση δράση, όπως η εκλογή ενός εκπροσώπου σε κυβερνητική θέση – θα επιτρέψει στους εργαζόμενους να απελευθερωθούν.

Η ανατροπή του καπιταλισμού για τους αναρχοσυνδικαλιστές θα επέλθει μέσα από τη γενική επαναστατική απεργία, κατά τη διάρκεια της οποίας η παραγωγή θα σταματήσει και οι εργάτες θα καταλάβουν τους επαγγελματικούς τους χώρους και θα τους διαχειριστούν χωρίς την παρουσία των εργοδοτών.

Οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν πως οι επαναστατικές εργατικές οργανώσεις – οι ενώσεις εργαζομένων που παλεύουν εναντίον της μισθωτής εργασίας και της διαίρεσης μεταξύ εργατών και εργοδοτών, οι οποίες στην αναρχοσυνδικαλιστική θεωρία θα σχηματίσουν τελικά τη βάση της νέας, μετεπαναστατικής κοινωνίας – θα πρέπει να είναι αυτοδιαχειριζόμενες. Δεν πρέπει να έχουν αφεντικά ή «επιχειρηματικούς αντιπροσώπους». Αντιθέτως, οι ίδιοι οι εργάτες πρέπει να λαμβάνουν όλες τις αποφάσεις που επηρεάζουν τους ίδιους.

Ο Ρούντολφ Ρόκερ ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς φωνές στο αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα. Περιέγραψε μια θεωρία για την καταγωγή του κινήματος, τις επιδιώξεις του, και γιατί ήταν σημαντικό για το μέλλον του κινήματος στο φυλλάδιο του Αναρχοσυνδικαλισμός (Anarchosyndicalism) το 1938.

Ο Ρούντολφ Ρόκερ έγραψε στον Αναρχοσυνδικαλισμό: "Τα πολιτικά δικαιώματα δεν πηγάζουν στα κοινοβούλια· μάλλον επιβάλλονται σ' αυτά απ' έξω. Και ακόμα και η νομοθετική ενεργοποίησή τους για πολύ καιρό δεν υπήρξε εγγύηση για την ασφάλειά τους. Δεν υπάρχουν επειδή γράφτηκαν νόμιμα σε ένα κομμάτι χαρτί, αλλά μόνο όταν έχουν γίνει η εκ των έσω αναπτυσσόμενη συνήθεια ενός λαού, και όταν κάθε προσπάθεια ζημίωσής τους θα συναντηθεί με την βίαιη αντίσταση του πληθυσμού"

Ο Χούμπερτ Λαγκαρντέλ έγραψε[εκκρεμεί παραπομπή] πως ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν έθεσε τις θεμελιώδεις θεωρίες του αναρχοσυνδικαλισμού, μέσω της αποκήρυξης του καπιταλισμού και του κράτους, του χλευασμού της πολιτικής κυβέρνησης, της ιδέας του για ελεύθερες, αυτόνομες οικονομικά ομάδες, και της θέασης της πάλης, και όχι του πασιφισμού, ως πυρήνα της ανθρωπότητας.

Σε οικονομικό επίπεδο, σημαντικότερος θεωρητικός του αναρχοσυνδικαλισμού είναι ο ισπανός Ντιέγκο Αμπάντ ντε Σαντιγιάν, που μεταξύ άλλων εξέδωσε τα βιβλία «Η οικονομική οργάνωση της Επανάστασης», «Μετά την επανάσταση» και «Τακτικές και στρατηγικές: χθες, σήμερα και αύριο», όπου περιγράφεται το κολλεκτιβιστικό και κομμουνιστικό πρόγραμμα του αναρχοσυνδικαλισμού.

Ο Νόαμ Τσόμσκι έχει δηλώσει υποστηρικτής του αναρχοσυνδικαλισμού[εκκρεμεί παραπομπή].

Ιστορικό και οργανώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αναρχοσυνδικαλισμός εμφανίστηκε ως διακριτή τάση του ελευθεριακού σοσιαλισμού κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ υπήρξε το επικρατέστερο αντικαπιταλιστικό ρεύμα του εργατικού κινήματος μέχρι να υπερκεραστεί από τον γραφειοκρατικό λενινισμό μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917. Μεγαλύτερες αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις ιστορικά υπήρξαν η γαλλική CGT («Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας») και η ισπανική CNT («Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας») με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη. Η πρώτη πέρασε στα χέρια των σοσιαλδημοκρατών μετά το 1914, αντίθετα με τη CNT που έπαιξε πολύ ενεργό ρόλο στον αντιφασιστικό αγώνα κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο. Κατά την Ισπανική Επανάσταση του 1936-1937, το αναρχοσυνδικαλιστικό πρόγραμμα εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό στην βιομηχανική περιοχή της Καταλονίας (Βαρκελώνη) και στην αγροτική περιοχή της Αραγονίας, οι οποίες ελέγχονταν από την CNT, η οποία την περίοδο εκείνη έφτανε η ίσως και να ξεπερνούσε τα 2.000.000 μέλη.

Η ισπανική CNT εξακολουθεί να δραστηριοποιείται σήμερα αλλά με εξαιρετικά μειωμένη δύναμη σε σχέση με το παρελθόν (περίπου 10.000 μέλη). Άλλα μεγάλα αναρχοσυνδικαλιστικά συνδικάτα είναι η CGT στην Ισπανία (με 60.000 μέλη), η SAC στη Σουηδία (με 7.500 μέλη το 2004) και η SKT στο Ομσκ της Σιβηρίας (με 5.000 μέλη). Άλλες αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις με αξιοσημείωτη δύναμη είναι η FAU στη Γερμανία, η USI-AIT στην Ιταλία , η CNT-f στη Γαλλία , η Solidaridad Obrera στην Ισπανία, κ.α. Σε επίπεδο Διεθνoύς αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης υπάρχει η ΑΙΤ (Διεθνής Ένωση Εργατών), που ιδρύθηκε το 1922 και σήμερα έχει δύναμη κυρίως στην Ισπανία, με κάποιες μικρότερες οργανώσεις στην Ευρώπη και τη νότια Αμερική να είναι επίσης ενταγμένες στην ΑΙΤ (ASI, COB, KRAS, FORA, SolFed, κ.α). Υπάρχουν επίσης οι IWW (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου), που υποστηρίζουν μια μορφή οργάνωσης πολύ κοντινή στον αναρχοσυνδικαλισμό και δραστηριοποιούνται κυρίως στις Η.Π.Α (με 5.000 μέλη το 2005) και τη Μ. Βρετανία, με μικρότερους πυρήνες σε γερμανόφωνες χώρες. Κάποια αναρχοσυνδικαλιστικά συνδικάτα που δεν ανήκουν σε καμία Διεθνή (SAC, CGT, IWW, IP, CNT-f, USI-AIT, κ.α) ίδρυσαν τον Μάιο του 2007 τον R.B.C (Κόκκινος και Μαύρος Συντονισμός), που αποτελεί ένα δίκτυο αλληλεγγύης. Επίσης υπάρχουν και αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις και αναρχοσυνδικαλιστικά συνδικάτα που δεν είναι ενταγμένα στην ΑΙΤ η στον R.B.C (SKT, ASB, MASA, CNT-B, κ.α).

Ο Αναρχοσυνδικαλισμός στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα εμφανίστηκε μία ομάδα αναρχοσυνδικαλιστών περί το 1918 και ήταν δεύτερη δύναμη στα πρώτα συνέδρια της ΓΣΕΕ. Η ομάδα αυτή με μέλη της μεταξύ άλλων τον Σταύρο Κουχτσόγλου και τον Κώστα Σπέρα συμμετείχε στο ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ όπου υποστήριξε ότι η ομοσπονδία πρέπει να κρατηθεί μακριά από τα πολιτικά-κοινοβουλευτικά ζητήματα, και υποστήριξαν την ενασχόληση της μόνο με ταξικά εργατικά ζητήματα η οποία όμως μειοψήφησε.

Κατά τη μεταπολίτευση εμφανίστηκε επίσης η Ομάδα Αναρχοσυνδικαλιστών που παραμένει άγνωστο το πότε ακριβώς και πώς οργανώθηκε. Έκδωσε μια σειρά από κείμενα και προκηρύξεις που αργότερα ανατυπώθηκαν σε μορφή μπροσούρας. Η Ομάδα Αναρχοσυνδικαλιστών φέρεται να διαλύθηκε περί το 1982-1983.

Το 2003 ιδρύθηκε στην Αθήνα η Eλευθεριακή Συνδικαλιστική Ένωση (ΕΣΕ) με βάση τις αρχές του Αναρχοσυνδικαλισμού. Σήμερα διατηρεί ενώσεις στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη (2005) στα Γιάννενα (2009) και στο Ρέθυμνο (2017) και αποτελεί μια ένωση εργαζομένων και ανέργων που συγκροτείται ομοσπονδιακά βασιζόμενη σε τοπικές και κλαδικές ενώσεις, λειτουργώντας αντι-ιεραρχικά με συνελεύσεις και συνδιασκέψεις. Δραστηριοποιείται σε εργασιακούς χώρους και πρωτοβάθμια σωματεία (επισιτισμό, εκπαίδευση, εμποροϋπαλλήλους, φαρμακοϋπαλλήλους, βιβλιοϋπαλλήλους, κατασκευές, ανέργους), ενώ παράλληλα συνεργάζεται στενά με τα αναρχοσυνδικαλιστικά συνδικάτα και οργανώσεις του εξωτερικού. Συμμετέχει στο Μαυροκόκκινο Συντονισμό[1] μαζί με SAC, CGT, IWW, IP, CNT-f, USI-AIT, και άλλες αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά διατηρεί καλές σχέσεις και με τις αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες που συμμετέχουν στην AIT. Τη περίοδο 2004-2009 έκδιδε την μηνιάτικη αναρχοσυνδικαλιστική εφημερίδα "Επί τα πρόσω". Από το 2011 εκδίδει σε άτακτα χρονικά διαστήματα το περιοδικό "Ελευθεριακός Συνδικαλισμός" και την ομώνυμη του εφημερίδα τοίχου. Από το 2011 επίσης και μέχρι σήμερα εκδίδει το "Ημερολόγιο των Εργαζομένων" με σκοπό την ενίσχυση "Ταμείου Αλληλοβοήθειας". Επίσης δημοσιεύει αφίσες, μπροσούρες, προκηρύξεις, ενημερωτικά φυλλάδια, περιοδικά έντυπα.

Το 2010 ιδρύθηκε η Αναρχοσυνδικαλιστική Πρωτοβουλία - Ροσινάντε.Οι ρίζες της ανιχνεύονται στην ομότιτλη εφημερίδα, η οποία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2009,έως και το 2016.Συγκροτείται τόσο σε τοπικό επίπεδο μέσω των περιφερειακών ενώσεων της(Αττικής ,Κρήτης, Κεντρικής Μακεδονίας, Θράκης και Δυτικής Ελλάδας)όσο και κλαδικό μέσω των εργασιακών κλαδικών ενώσεων (Υγείας, ΜΜΕ, Εκπαίδευσης, Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνίων, Τεχνών και θεαμάτων, Κατασκευών, καθώς και Διεπαγγελματική Ένωση). Πραγματοποιεί τακτικά πανελλαδικές συνδιασκέψεις και λειτουργεί στην βάση ενός φεντεραλιστικού, ομοσπονδιακού μοντέλου οργάνωσης. Τα μέλη της αναπτύσσουν συνδικαλιστική δράση συμμετέχοντας στα κλαδικά σωματεία εργαζομένων. Τα μέλη της οργάνωσης, παρεμβαίνουν εντός των Φοιτητικών Συλλόγων μέσω της συμμετοχής τους στα Ελευθεριακά Σχήματα, παλεύοντας για την μαζικοποίηση των Γενικών Συνελεύσεων υπό ταξικό πρίσμα, και τη δημιουργία ενός πανεκπαιδευτικού μετώπου μαθητών, φοιτητών και εκπαιδευτικών.

Αντιλαμβάνεται ως απαραίτητη τη μαζικοποίηση του κοινωνικού κινήματος, πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις .Για αυτό το λόγο, δέχεται κριτική από ορισμένους αναρχικούς για τη συχνή της σύμπραξη με οργανώσεις που τοποθετούνται και εκτός του ελευθεριακού χώρου. Εναντιώνεται στη κρατική καταστολή και την καταπάτηση κοινωνικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, τον ρατσισμό, το σεξισμό και την ομοφοβία, τη λεηλασία της φύσης, το μιλιταρισμό και τον εθνικισμό. Στόχος της η κοινωνική αυτοδιεύθυνση και η εργατική αυτοδιαχείριση, ο Ελευθεριακός Κομμουνισμός.

Αποτελεί διεθνιστική οργάνωση, συνεπώς αντιλαμβάνεται την κοινότητα των συμφερόντων της εργατικής τάξης ως ένα παγκόσμιας εμβέλειας ζήτημα. Για αυτό το λόγο διατηρεί συντροφικές σχέσεις και διαρκή επικοινωνία με άλλες μαζικές οργανώσεις του αναρχοσυνδικαλιστικού ρεύματος σε όλο το κόσμο.

Οι εκδόσεις της οργάνωσης "Καινά Δαιμόνια", έχουν κυκλοφορήσει αρκετούς τίτλους βιβλίων σχετικά με τον αναρχοσυνδικαλισμό και τις ελευθεριακές ιδέες, καθώς και την ομότιτλη θεωρητική επιθεώρηση. Από τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι τον Ιανουάριο του 2020, το τμήμα Εκδόσεων και Θεωρητικής τεκμηρίωσης, έχει επιμεληθεί 6 τεύχη των "Καινών Δαιμονίων".

Από το 2017, διοργανώνει το φεστιβάλ Galopar, το οποίο λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο πλήθος πολιτικών εκδηλώσεων και πολιτιστικών δρώμενων.

Τη 1 Μάη του 2020, εγκαινίασε το-ομότιτλο-νέο της portal, το Galopar.gr Αρχειοθετήθηκε 2020-10-30 στο Wayback Machine. με πρόθεση τη συμβολή στην συζήτηση, την πληροφόρηση και την ανάπτυξη ιδεών από αναρχοσυνδικαλιστική σκοπιά.

Κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αναρχοσυνδικαλισμός έχει δεχθεί κατά καιρούς ποικιλόμορφη κριτική. Κάποιοι[εκκρεμεί παραπομπή]αναρχοκομμουνιστές ασκούν κριτική[εκκρεμεί παραπομπή] στον αναρχοσυνδικαλισμό ως ασυνεπή απέναντι στον αναρχισμό, καθώς θεωρούν πως τα εργατικά σωματεία αποτελούν θεσμό του καπιταλισμού και είναι ιεραρχικά οργανωμένα. Ορισμένοι[εκκρεμεί παραπομπή] μετααριστεροί συγγραφείς, κυρίως lifestyle όπως ο Μπομπ Μπλακ, υποστηρίζουν[εκκρεμεί παραπομπή] πως μια αναρχοσυνδικαλιστική επανάσταση θα αφήσει πίσω της καταπιεστικά κοινωνικά συστήματα (π.χ. την υποχρεωτική ατομική εργασία στο όνομα του κοινωνικού συμφέροντος) και ότι τα εργατικά συνδικάτα, στα οποία υποτίθεται πως θα βασιστεί η μετεπαναστατική δόμηση της κοινωνίας, ουσιαστικά θα καταλήξουν να αναπαράγουν τις κρατικές λειτουργίες. Επίσης κάποιοι χρεώνουν στον αναρχοσυνδικαλισμό τη συμμετοχή της CNT στη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση της Μαδρίτης κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, ενώ κριτική ασκείται και στη συμμετοχή αναρχοσυνδικαλιστών σε διαπραγματεύσεις των συνδικάτων με το κράτος και τους εργοδότες.

Ο Φέραλ Φων (Feral Faun) υποστηρίζει στις Αστικές ρίζες του αναρχοσυνδικαλισμού πως ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι στην πραγματικότητα απλή προέκταση του φιλελευθερισμού στηριζόμενη σε καπιταλιστικές αρχές, όπως η ηθική της εργασίας και η πίστη στην ορθολογική «πρόοδο» ως αυτομάτως ωφέλιμη για το άτομο και την κοινωνία. Ο κοινωνικός οικολόγος Μάρεϊ Μπούκτσιν έχει επίσης ασκήσει κριτική στον αναρχοσυνδικαλισμό, θεωρώντας τον παρωχημένο και βασισμένο σε μία ξεπερασμένη, οικονομιστική αντίληψη η οποία θεωρεί τη βιομηχανική εργατική τάξη ως μοναδική ριζοσπαστική κοινωνική δύναμη.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «red black coordination». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2015. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]