Αμάρνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 27°39′42″N 30°54′20″E / 27.66167°N 30.90556°E / 27.66167; 30.90556

Αμάρνα
ȝḫ.t-Jtn και تل العمارنة
Χάρτης
Είδοςαρχαιολογική θέση, αρχαία πόλη και τελλ
Γεωγραφικές συντεταγμένες27°39′42″N 30°54′20″E
Διοικητική υπαγωγήΚυβερνείο Μίνια
ΧώραΑίγυπτος
Έναρξη κατασκευής1346 π.Χ. και 1370 π.Χ.[1]
Commons page Πολυμέσα

Με τη σύγχρονη ονομασία Αμάρνα, ή Ελ-Αμάρνα ή και Τελ ελ-Αμάρνα, ( Αραβικά : العمارنة al-'amārnah ) αναφέρεται μεγάλος αιγυπτιακός αρχαιολογικός χώρος των ερειπίων και των τάφων της αρχαίας πόλης Ακετατών στη Μέση Αίγυπτο (¹), στην ανατολική όχθη του Νείλου, βόρεια του σημερινού Ασιούτ, (περίπου 58 χλμ. νότια της Μίνια, 312 χλμ. νότια του Καΐρου και 402 χλμ. βόρεια του Λούξορ).

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη αυτή άρχισε να κτίζεται περί το 1375 π.Χ., ή περί το 1346 π.Χ. κατά νεότερους υπολογισμούς, από τον Φαραώ Ακενατών, την έκταση της οποίας οριοθέτησε περιμετρικά με 14 εγχάρακτες λαξευμένες επιτύμβιες στήλες, την οποία και κατέστησε, κατά τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις του, νέα πρωτεύουσα του κράτους, αντί των Θηβών.

Το όνομα της πόλης κατά τις αρχαίες αιγυπτιακές γραφές είναι Akhetaten ή Akhetaton που σημαίνει "Ορίζοντας του Ατών".

Αν και η πόλη αυτή κατοικήθηκε τελικά για μικρό χρονικό διάστημα εντούτοις η αρχαιολογική σκαπάνη με ιδιαίτερη προσοχή κατάφερε να αποκαταστήσει λεπτομερή εικόνα της πολεοδομικής της διάταξης. Η Αμάρνα είναι από τους λίγους αρχαιολογικούς χώρους της Αιγύπτου που ανασκάφηκε τόσο προσεκτικά.

Διάταξη του χώρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όλος αρχαιολογικός χώρος που εκτείνεται κατά Β - Ν σε μήκος 10 χλμ. και πλάτους 4-5 χλμ., σε σχήμα ημικύκλιου, επί της ανατολικής όχθης του Νείλου, χωρίζεται σε τρεις επιμέρους περιοχές, στη Βόρεια Αμάρνα, την Κεντρική Αμάρνα και την Νότια Αμάρνα. Δυτικό όριο και των τριών περιοχών είναι ο Νείλος, επί μήκους 13 χλμ., ενώ ανατολικό όριο της κεντρικής, της μεγαλύτερης σε έκταση, είναι το βασιλικό φαράγγι που καταλήγει στον τάφο του Ακενατών.

Δομικά υλικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύρια δομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερση της πόλης ήταν πέτρα, ξυλεία, καλάμια, ψημένα τούβλα και άλλα κεραμικά.

Για την τοιχοποιία της πόλης ανοίχθηκαν λατομεία στους γύρω ασβεστολιθικούς λόφους (βόρεια, ανατολικά και νότια) που ορίζουν και την περιοχή, με βασικότερο το λεγόμενο "λατομείο της Βασίλισσας Τιύ", (προς τιμή της μητέρας του Ακενατών), στη βόρεια περιοχή. Από αυτά εξάγονταν και λαξεύονταν κίονες, βάθρα και κυρίως μικροί σχετικά, (για τα δεδομένα της τότε Αιγύπτου), λευκοί ογκόλιθοι μήκους πλευράς ενός πήχη, περίπου 52 εκατοστών, καλούμενοι "talatat", (= ογκόλιθοι διαστάσεων τριών χεριών), που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως στην ανέγερση ναών, ανακτόρων, βωμών κ.λπ. καθώς και ως υλικό έδρασης οικιών και άλλων κατασκευών. Για την ανέγερση των οικιών χρησιμοποιούνταν κυρίως ψημένα τούβλα. Οι δε εσωτερικοί χώροι όλων των παραπάνω ήταν πλούσια διακοσμημένοι με τοιχογραφίες ευχάριστου νατουραλιστικού ρυθμού.

Ρυμοτομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρυμοτομία της πόλης δεν ακολούθησε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο και δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα μεν ανάκτορα συνεχίζουν να κατασκευάζονται σε περίοπτες θέσεις, οι ναοί και οι διάφοροι βωμοί στα κεντρικότερα σημεία, οι βασιλικοί τάφοι, (νεκρόπολη), στην ανατολική πλευρά της πόλης και με ένα κεντρικό φαρδύ δρόμο (άξονα) που ένωνε συνήθως δύο αντιδιαμετρικές πύλες, μια γενική διάταξη που ακολουθείται και στη σύγχρονη εποχή. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι από τις αναπαραστάσεις της πόλης που έχουν βρεθεί σε τοιχογραφίες αυτή κοσμούταν με μικρές τεχνητές λίμνες.

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντίθετα με την ρυμοτομία η αρχιτεκτονική των οικοδομημάτων της Αμάρνα παρουσιάζει πολλές διαφορές - βελτιώσεις από την ακολουθούμενη μέχρι τότε στις Θήβες και στην ευρύτερη Αίγυπτο. Τα ανάκτορα είναι περισσότερο επιβλητικά που καταλαμβάνουν μεγαλύτερη έκταση. Πλησίον αυτών ανεγείρονται οι σπουδαιότεροι ναοί προσδίδοντας μια ιδιαίτερη αμφίδρομη σχέση Πολιτείας και θρησκείας. Τα σημαντικότερα οικοδομήματα της πόλης βρίσκονται στις δύο πλευρές του κεντρικού φαρδύ βασιλικού δρόμου στον οποίο μπορούν να κινούνται άρματα. Στη κεντρική Αμάρνα βρίσκεται ο μεγάλος ναός του Ατών και πλησίον του τα κύρια ανάκτορα του Φαραώ.

Οι κατοικίες των ευγενών ήταν ευρύτερες και μονώροφες σε αντίθεση με εκείνες των Θηβών. Η δε στέγη του κεντρικού δωματίου ήταν ψηλότερη από εκείνη των άλλων δωματίων φέροντας φωταγωγούς με συνέπεια να είναι περισσότερο ευάεροι και ευήλιοι. Οι δε κατοικίες των εργατών ήταν απλές, χτισμένες όμως σε σειρές.

Οι τάφοι των αξιωματούχων ήταν λαξευτοί στους λόφους της ανατολικής ερήμου που έμοιαζαν όμως των Θηβών. Ο πλούσιος όμως διάκοσμός τους και οι τοιχογραφίες από την καθημερινή ζωή ακολουθούσε ένα νέο επαναστατικό ρυθμό ζωγραφικής που εξ αυτού και χαρακτηρίστηκε "ρυθμός της Αμάρνα" που είχε άμεση σχέση με τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις του Φαραώ Ακενατών.

Σημαντικότερα ευρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τον μεγάλο παλάτι προς τιμήν του θεού Ατόν κατά καιρούς βρέθηκαν και άλλα εξίσου σημαντικά ευρήματα. Στην ανατολική μεριά της Αμάρνα βρέθηκε ο τάφος του Ακενατόν καθώς και μεγάλο αριθμό χρυσών κοσμήματων. Εικάζεται πως εκεί είναι θαμμένη και η σορός της συντρόφου του Νεφερτίτη χωρίς να έχει αποδειχθεί αυτή η θεωρία. Επίσης στον Νείλο δίπλα από την πόλη βρέθηκαν και μερικές πλάκες οι οποίες αναφέρονται στον Ακενατόν.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(¹) Υπενθυμίζεται ότι «Μέση Αίγυπτος» χαρακτηρίζεται η έναντι του μέσου της Ερυθράς θάλασσας. Στην αρχαιότητα "Άνω Αίγυπτος" λεγόταν κατά τον ρου του Νείλου η νότια της Μέσης και "Κάτω Αίγυπτος" η άνω της Μέσης, σημερινή βόρεια Αίγυπτος.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Δ΄, σελ. 169
  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τόμ. 17ος, σσ. 615-616 (Τελ Ελ Αμάρνα)
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Lausse Britannica, τόμ.7ος, σελ.268
  • Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας - Έκδοση 2000 Εφημερίδα Η Καθημερινή, τεύχος 1ο, Αρχαία Αίγυπτος, σελ.30-31

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αγγλόγλωσση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • J. D. S. Pendlebury: Tell el-Amarna. London 1935.
  • Redford, Donald (1984). Akhenaten : The Heretic King. Princeton
  • Aldred, Cyril (1988). Akhenaten, King of Egypt, Thames & Hudson
  • de Garis Davies, Norman (1903-1908). The Rock Tombs of El Amarna. Part 1-6. London: EES.
  • Martin, G.T. (1974, 1989). The Royal Tomb at el-'Amarna, 2 vols. London: EES.
  • Moran, William L. (1992). The Amarna Letters. Baltimore: Johns Hopkins University Press. ISBN 0-8018-4251-4.
  • Barry J. Kemp, Salvatore Garfi: A survey of the ancient city of El-'Amarna. London 1993.
  • William J. Murnane, Charles C. Van Siclen III.: The boundary stelae of Akhenaten. London/New York 1993. ISBN 0-7103-0464-1
  • Dorothea Arnold: The Royal Women of Amarna. Images of Beauty from Ancient Egypt, New York 1996
  • David, Rosalie (1998). Handbook to Life in Ancient Egypt. Facts on File Inc..
  • Waterson, Barbara (1999). Amarna: Ancient Egypt's Age of Revolution.
  • Aayko Eyma ed., A Delta-Man in Yebu, Universal-Publishers. 2003
  • Grundon, Imogen (2007). The Rash Adventurer, A Life of John Pendlebury. London: Libri.

Γαλλόγλωσση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γερμανόγλωσση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Hugo Winckler: Die Tontafeln von Tell-el-Amarna. Berlin 1896
  • Herbert Ricke: Der Grundriss des Amarna-Wohnhauses. Leipzig 1932
  • Carola Wedel: Nofretete und das Geheimnis von Amarna. Sonderheft Antike Welt. Zaberns Bildbände zur Archäologie. Verlag Philipp von Zabern, Mainz 2005. ISBN 3-8053-3544-X, ISBN 978-3-8053-3544-7
  • Christian Tietze: Amarna. Lebenräume-Lebensbilder-Weltbilder. (Ausstellungskatalog Köln 2008) Potsdam 2008.
  • Erik Hornung: Echnaton - Religion des Lichtes, Artemis&Winkler, Düsseldorf/Zürich, 2. Auflage 2001, ISBN 3-7608-1223-6
  • Patrick Farsen: Die Amarnakunst. Statuen und Reliefs aus der Zeit der ausgehenden 18. Dynastie, München 2010, ISBN 3-8997-5393-3
  • Maya Müller: Die Kunst Amenophis III. und Echnatons, Basel 1988
  • Heinrich Schäfer (Ägyptologe): Amarna in Religion und Kunst (7te Sendschrift der Deutschen Orient-Gesellschaft), Leipzig 1931
  • Steffen Wenig: Meisterwerke der Amarnakunst, Leipzig 1977

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]