Ίβηρες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γλωσσολογικός και εθνογραφικός χάρτης της Ιβηρικής Χερσονήσου το 300 π.Χ. που διαχωρίζει τους Τουρδετανούς ως μη Ίβηρες.
Να μην συγχέεται με τους Ίβηρες του Καυκάσου

Οι Ίβηρες (ισπανικά: íberos και iberos, καταλανικά: ibers) και σπανιότερα Ίβηροι ήταν αρχαίος παλαιοϊβηρικός λαός της Εποχής του Σιδήρου, που εντοπίζεται στην Ιβηρική χερσόνησο από τον 6ο π. Χ. αιώνα και μέχρι τον εκρωμαϊσμό του γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ.[1] Χωρικά ο ιβηρικός κόσμος τοποθετείται σε μια ευρεία περιοχή που εκτεινόταν από τις ατλαντικές ακτές της νότιας Πορτογαλίας και Ισπανίας (Ανδαλουσία) μέχρι τις μεσογειακές ακτές της Ιβηρικής χερσονήσου και της νότιας Γαλλίας, με απώτατο όριο τον Ροδανό.[1] Άλλες θεωρίες ορίζουν την περιοχή της κοιλάδας του Γουαδαλκιβίρ ως μη ιβηρική, διατηρώντας τον χαρακτηρισμό «ιβηρικός» για την μεσογειακή ακτή της σημερινής Ισπανίας και Γαλλίας, από τη Μούρθια μέχρι το Ερώ.[2]

Οι διάφορες ιβηρικές φυλές έφτασαν στο απόγειο τους κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. και ανέπτυξαν ένα σημαντικό υλικό και πνευματικό πολιτισμό. Η κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της χώρας τους από τους Καρχηδόνιους κατά τον 3ο αι. π.Χ. και η μετέπειτα διεξαγωγή του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου στα εδάφη τους οδήγησε στην επιβολή της ρωμαϊκής εξουσίας και ξεκίνησε μια ισχυρότατη διαδικασία εκρωμαϊσμού των φυλών. Οι τοπικές δομές, η γλώσσα και η ταυτότητα των ιβήρων δεν κατάφεραν να επιβιώσουν.[1]

Ταυτότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να μιλάμε για Ίβηρες και να τους τοποθετούμε σε συγκεκριμένα χρονικά και τοπικά όρια βασίζεται στην σχετική ομοιογένεια που παρουσιάζουν τα αρχαιολογικά ευρήματα σχετικά με τον ιβηρικό πολιτισμό και γλώσσα και στις αναφορές των αρχαίων πηγών στις ιβηρικές φυλές. Όσον αφορά τον πολιτισμό, οι Ίβηρες έγιναν δέκτες ισχυρών επιρροών από τους Έλληνες και Φοίνικες αποίκους, ένα γεγονός που αναμφισβήτητα έδωσε μια σχετική ομοιομορφία στον υλικό πολιτισμό τους διανθισμένη από τοπικές ιδιαιτερότητες, που τους διαφοροποίησε από τους προηγούμενους κατοίκους των περιοχών που κατοίκησαν μα και από τους γείτονές τους (π.χ. Κέλτες, βορειοαφρικανικές φυλές).[1][3][4] Εναλλακτικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι το ποσοστό επιρροής των αποίκων στον πολιτισμό των ιβηρικών φυλών είναι πολύ μικρότερο από ότι συνήθως θεωρείται και ότι οι Ίβηρες ανέπτυξαν έναν αυθεντικό πολιτισμό που, παρά την επικοινωνία του με την Ανατολική Μεσόγειο, είναι στη βάση του προϊόν εξέλιξης των ιθαγενών πολιτισμών.

Ελληνική και φοινικική επιρροή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ίβηρες χαρακτηρίζονταν από σχετική ενότητα ωστόσο υπήρχαν εσωτερικοί διαχωρισμοί. Ο κύριος διαχωρισμός διαμορφώθηκε βάσει των ζωνών επιρροής των δύο αποικιακών στοιχείων, του φοινικικο-καρχηδονιακού και του ελληνικού[5], το σύνορο του οποίου εντοπίζεται στην σημερινή Μούρθια, θέτοντας από τη μία πλευρά την κοιλάδα του Γουαδαλκιβίρ, την ατλαντική ακτή και την μεσογειακή ακτή της Ανδαλουσίας και από την άλλη την μεσογειακή ακτή από το Αλικάντε μέχρι το Ροδανό με μια μικρή εξοχή προς τη Σιέρρα Μορένα μέχρι τη σημερινή Χαέν[3][4]. Οι Ίβηρες της πρώτης περιοχής φέρουν συνήθως το όνομα Τουρδετανοί ενώ οι δεύτεροι ονομάζονται κατεξοχήν «Ίβηρες» ή «ιβηρικοί λαοί» και περικλείουν το σύνολο των ιβηρικών φυλών τα ονόματα των οποίων έχουν διασωθεί διαμέσου των ελληνορωμαίων συγγραφέων. Επίσης, παρά την ξένη επιρροή στην τέχνη δεν είναι δυνατόν να οριστεί ένα και μόνο πρότυπο ιβηρικής τέχνης, παρά μονάχα απομονωμένες μεταξύ τους «σχολές».[3]

Τέτοιος διαχωρισμός ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι οικονομικές, κλιματικές και πολιτικές συνθήκες των δύο περιοχών διέφεραν σχεδόν απόλυτα. Η πρώιμη παρουσία των Φοινίκων στην μυθική Ταρτησσό ώθησε τους τοπικούς άρχοντες στην δημιουργία σταθερών κέντρων εξουσίας και πόλεων για τον αποτελεσματικό έλεγχο και την αξιοποίηση των ορυκτών κοιτασμάτων σιδήρου και την εξασφάλιση των εμπορικών δρόμων προς τις «Κασσιτερίδες νήσους», τα βρετανικά νησιά, που βοηθήθηκε ιδιαίτερα από τον αγροτικό πλούτο της κοιλάδας. Αυτές οι δομές κληροδοτήθηκαν και στους Ίβηρες Τουρδετανούς. Αντίθετα, η μεσογειακή ακτή της σημερινής Βαλένθια και Καταλονίας χαρακτηριζόταν από αγροτική πενία και απουσία παραδοσιακής αστικοποίησης.[6] Η επιρροή της άλλης μεγάλης εθνοτικής ομάδας, των Κελτών της Ιβηρικής, είναι ελάχιστη και περιορίζεται στην κοιλάδα του Έβρου και στους Ιλουργέτες.[7]

Οι λεγόμενοι Κελτίβηρες, που εντοπίζονται από τους Λατίνους συγγραφείς στο κέντρο του οροπεδίου της Μεσέτα, θεωρείται ότι υπήρξαν το αποτέλεσμα της μείξης των Ιβήρων με τους Κέλτες.[8]

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά τη γλώσσα, οι Ίβηρες είχαν μια κοινή γλώσσα που αποτυπώθηκε σε ένα κοινό αλφαβητο που διαδόθηκε με ισχνές αλλαγές κατά μήκος της επικράτειάς τους.[6][3] Βασικό ρόλο στον καθορισμό των ορίων της ιβηρικής εξάπλωσης και κύριο επιχείρημα απόδειξης της μη ιβηρικότητας των Τουρδετανών, είναι τα διάφορα ισόγλωσσα που παρουσιάζουν τοπωνύμια της ανατολικής ιβηρικής χερσονήσου και της νότιας Γαλλίας και που απουσιάζουν από την Κοιλάδα του Γουαδαλκιβίρ.[9] Δεδομένης ωστόσο της αδυναμίας των μελετητών να αποκρυπτογραφήσουν τις ιβηρικές επιγραφές, το μόνο στοιχείο που γίνεται αποδεκτό είναι το γεγονός ότι ήταν μια μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα[10][11] που διαμορφώθηκε αρχικά στην σημερινή περιοχή της Μούρθια και στη συνέχεια εξαπλώθηκε σε όλο το μήκος της μεσογειακής ακτής μέχρι το Ροδανό.[10]

Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχουν προταθεί πολλές θεωρίες περί της καταγωγής των Ιβήρων, χωρίς όμως καμία να έχει επιβεβαιωθεί απόλυτα. Η προσπάθεια σύνδεσής τους, διαμέσου της γλώσσας, με τους Βάσκους απέτυχε, καθώς δεν ήταν δυνατόν να αποδοθεί το νόημα των ιβηρικών με τη χρήση της βασκικής.[12] Ωστόσο, οι δύο γλώσσες διατηρούν κοινά στοιχεία και η συγγένειά τους θεωρείται πιθανή.[13] Πλέον προωθείται η ιδέα της ιβηρικής κουλτούρας ως άμεσα συσχετιζόμενης με τις προϋπάρχουσες πρωτοϊβηρικές, αποτελώντας αυτή μια εξέλιξή τους που παρουσίασε ορισμένες τομές όπως την υιοθέτηση της καύσης των νεκρών, στοιχείο κοινό με τους Κέλτες και τους Έλληνες μα όχι με τους προΐβηρες[14] μα και συνέχειες, όπως τη θεματική των έργων τέχνης.[15]

Οι πολιτισμοί της Ιβηρικής χερσονήσου που προϋπήρξαν των Ιβήρων και που τους μετέδωσαν διάφορα στοιχεία ήταν στην Ανδαλουσία ο πολιτισμός των Ταρτησσούς, μάλλον ένας συγγενής με τους Ίβηρες πολιτισμός[16][17] μα και διάφοροι πολιτισμοί της ύστερης εποχής του χαλκού, όπως ο πολιτισμός του Αργάρ στην περιοχή της Μούρθια και της Ανατολικής Ανδαλουσίας.[18][17]

Οι Ίβηρες υπό την καρχηδονιακή και τη ρωμαϊκή εξουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ιβηρικά εδάφη ήδη από το 6ο π.Χ. αιώνα γίνονται αντικείμενο θεωρητικής διεκδίκησης από την κραταιά δύναμη της εποχής στην δυτική Μεσόγειο, την Καρχηδόνα, και την ανερχόμενη πόλη-κράτος της Ρώμης. Η επέκταση της καρχηδονιακής δύναμης για τους επόμενους δύο αιώνες θα φτάσει να κάνει αναγκαία την υπογραφή της συνθήκης μεταξύ των δύο πόλεων το 348 π.Χ., που θα θέσει τα όρια του καρχηδονιακού επεκτατισμού στη νότια πλευρά της σημερινής επαρχίας του Αλικάντε.[19] Αυτά θα ήταν τα όρια της επέκτασης της Καρχηδόνας, που αποδεικνύεται από τα ίχνη ευρείων καταστροφών σε ιβηρικές οχυρές πόλεις, και του εμπορίου της συμμάχου των Ρωμαίων, Μασσαλίας.[20]

Στα τέλη του 4ου αιώνα, η νέα καρχηδονιακή δυναστεία των Βαρκιδών εγκαθίσταται οριστικά στην νότια Ιβηρική: οι καταστροφές πολλαπλασιάζονται από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ατλαντικό και η Καρθαγένη (στα λατινικά, Carthago Nova, 'Νέα Καρχηδόνα') ιδρύεται από τον Ασδρούβαλ ως βάση του νέου επεκτατισμού, ο οποίος είχε ως σκοπό την εκμετάλλευση των πρώτων υλών της περιοχής.[21] Με τη συνθήκη του Έβρου το 226 π.Χ. το όριο έφτασε στον ομώνυμο ποταμό.

Οι Ίβηρες μετά την επέκταση αυτή στράφηκαν προς της Ρώμη, με την οποία είχαν σχέσεις ήδη από το πρώτο τρίτο του 3ου π.Χ. αιώνα, με τις οποίες εμπορευόταν μέσω της Μασσαλίας. Η Άρση, μετέπειτα Σαγούντο, ιβηρική πόλη της βαλενθιανικής ακτής με σημαντική εμπορική δραστηριότητα, τέθηκε υπό πολιορκία από τον στρατηγό Αννίβα και καταστράφηκε ολοσχερώς. Το γεγονός αυτό θεωρείται η έναρξη του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου, με το πέρας του οποίου οι Ίβηρες θα καταλήξουν στα χέρια της Ρώμης.

Η Ρώμη ποτέ δεν είχε ως σκοπό την εκρίζωση του ιβηρικού πολιτισμού.[22] Αντίθετα, ο εκρωμαϊσμός των Ιβήρων συνέβη σταδιακά και βοηθήθηκε ιδιαιτέρως από την εγκατάσταση ρωμαϊκών αποικιών. Η Ταρραγόνα αρχικά και η Βαλένθια στη συνέχεια λειτούργησαν ως κέντρα επαφής και διάδοσης του ρωμαϊκού πολιτισμού.[23] Μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. οι ιβηρικές περιοχές είχαν εκρωμαϊσθεί πλήρως[23], και οι κάτοικοί τους θα ονομάζονταν εφεξής ισπανορωμαίοι (hispanorromanos).

Πολιτισμός και τρόπος ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τέχνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «Κυρία της Έλτσε», το πιο γνωστό έργο ιβηρικής τέχνης, σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Μαδρίτης.

Οι Ίβηρες ανέπτυξαν μια σημαντική τέχνη που διέφερε ανά τόπους. Τα πιο γνωστά ευρύματα είναι οι λεγόμενες «κυρίες» (στα ισπανικά, damas), γυναικεία αγάλματα που πιθανότατα χρησίμευαν ως αναπαράσταση των εκλιπουσών αριστοκρατισσών.[24]

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ίβηρες από τους αρχαιότατους χρόνους ασχολούνταν με την γεωργία, την κτηνοτροφία και την μεταλλουργία, την οποία μάλιστα είχαν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό. Τους αποίκους φαίνεται πως προσέλκυσε προπάντων ο μεταλλευτικός πλούτος της χώρας (μεταλλεία σιδήρου, χαλκού και μολύβδου) αλλά και η ευφορία του εδάφους με ανάπτυξη της καλλιέργειας σε δημητριακά, ελιές, αμπέλια, αφθονία φρούτων ιδίως εσπεριδοειδή.

Νόμισμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρήση νομισμάτων φαίνεται ότι ξεκίνησε από τον 5ο αιώνα π.Χ. Για τέσσερις αιώνες κυκλοφορούσαν στη μεσογειακή ακτή αποκλειστικά ελληνικά νομίσματα: αρχικά από τη Μασσαλία και μετέπειτα από τις δύο ελληνικές πόλεις του Εμπορίου και της Ρόδης, έφταναν μέχρι τη σημερινή Καρθαγένη, όπου ξεκινούν οι καρχηδονιακές-φοινικικές επιγραφές και πρότυπα στα νομίσματα. Τα κατεξοχήν ιβηρικά νομίσματα εμφανίζονται από το 180 π.Χ. μέχρι το 45 π.Χ., όταν και αντικαθιστούνται από ρωμαϊκά.[25]

Οικιστικό μοντέλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά την πολεοδομία, οι Ίβηρες της μεσογειακής ακτής δεν έχτισαν ποτέ πόλεις με την ελληνική έννοια. Αντίθετα, κυριάρχησε το μοντέλο των οχυρών οικισμών (στα λατινικά, oppidium) γύρω από τους οποίους διαμορφωνόταν η καθημερινή ζωή, οι θρησκευτικές και φυλετικές συνήθειές τους.[26] Αντίθετα, στην περιοχή της Κοιλάδας του Γουαδαλκιβίρ, χάρη στην επιρροή των Φοινίκων, εμφανίζονται πλήθος αστικών πυρήνων που συνέχισαν να υφίστανται μέχρι και την ρωμαϊκή εποχή. Μετά την εξαφάνιση της συγκεντρωτικής μοναρχίας της Ταρτησσού με τη ναυμαχία της Αλαλίας, όπου οι Φοίνικες νίκησαν τους συνασπισμένους στόλους ελληνικών πόλεων και ταρτήσσιων, οι εναπομείναντες πόλεις φέρονται να ελέγχονταν από μικρούς στρατηγούς-μονάρχες, τους οποίους οι λατίνοι συγγραφείς ονόμασαν reguli.[27]

Η αρχαιολογία τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει φέρει στο φως πολλούς ιβηρικούς οχυρούς οικισμούς (π.χ. Πουτς Καστελιάρ στην επαρχία της Βαρκελώνης)[28], νεκροπόλεις (π.χ. η νεκρόπολη του Πόθο Μόρο στην Αλβαθέτε)[29] και ιερά (π.χ. Καστεγιάρ στην Χαέν)[30].

Πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύνολο των ιβηρικών κοινωνιών ακολούθησε από την αρχή και μέχρι τον εκρωμαϊσμό τους ένα φυλετικό πρότυπο οργάνωσης. Ποτέ δεν κατάφεραν να σχηματίσουν ομοσπονδίες και επομένως ούτε και να διεξάγουν ευρείς πολέμους εναντίον άλλων φυλών ή αναμεταξύ τους. Σε σπάνιες μονάχα περιπτώσεις Ίβηρες πολέμησαν μαζί με άλλους Ίβηρες· μια τέτοια περίπτωση ήταν ο στρατός του ιλουργέτη ηγέτη Ινδίβιλη που πολέμησε εναντίον των Ρωμαίων κατά την εξέγερση των Ιβήρων της Κοιλάδας του Έβρου κατά το 206 π.Χ., που και πάλι όμως πρόδιδε την κυριαρχία της ιδέας της φυλής λόγω της αυστηρής του διάταξης στο πεδίο της μάχης βάσει αυτών.[31] Εν τούτοις έγιναν γνωστοί στον αρχαίο κόσμο ως εξαιρετικοί μισθοφόροι που εντάχθηκαν διαδοχικά στους στρατούς των μεγάλων κρατών της δυτικής μεσογείου (Καρχηδόνα, [Ρώμη)· πολλές φορές ήρθαν αντιμέτωποι με ελληνικά στρατεύματα. Αυτή η αδυναμία οργάνωσης ενιαίων στρατών, τους οδήγησε στην ανάπτυξη ιδιαίτερα αποτελεσματικών τεχνικών ανταρτοπόλεμου.[18] Χρησιμοποιούσαν το άλογο χωρίς σέλα, και γνωστότερο όπλο τους ήταν η gladius hispaniensis, αντίγραφο της ελληνικής μαχαίρας.[32]

Ιβηρικά φύλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ονόματα και τα γεωγραφικά όρια της επέκτασης των διάφορων ιβηρικών φύλων έχουν αποτυπωθεί σε έργα γεωγραφικού και ιστοριογραφικού περιεχομένου από αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς: Ηρόδοτος, Κλαύδιος Πτολεμαίος, Στράβωνας και οι Τίτος Λίβιος και Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Από τα γραπτά τους και από τα αρχαιολογικά ευρήματα έχει προκύψει μια σχετικά ευρέως αποδεκτή λίστα με τους Ίβηρες. Αυτή περιλαμβάνει τα εξής φύλα-εθνότητες:

  • Ανδοσίνοι, επίσης μοναδική αναφορά στον Πολύβιο[35]
  • Αουσετανοί, γύρω από την σύγχρονη καταλανική πόλη του Μπικ[36]
  • Ενδιγέτες[37], (στα λατινικά, indigetes ή indigetae), κύριοι της σημαντικής ιβηρικής ακρόπολης του Ουλιαστρέτ, ήταν οι Ίβηρες που ήρθαν σε πιο άμεση επαφή με την ελληνική αποικία του Εμπορίου και της Ρόδης.[38]
  • Κοσητανοί, γύρω από τη σημερινή Ταρραγόνα και την πεδιάδα της[40], που πιθανότατα ταυτίζεται με την πόλη Κέση που εμφανίζεται στα ιβηρικά νομίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή
  • Ιλερκαόνες[41], κατά μήκος του Έβρου από τα σύνορα της Καταλονίας με την Αραγόνα μέχρι τις εκβολές του
  • Κοντεστανοί[44], στη σημερινή επαρχία του Αλικάντε
  • Ορετανοί, πρωτεύουσά τους η Κασταλών στην ορεινή βόρειοανατολική Ανδαλουσία και Καστίλλη-Λα Μάντσα
  • Βαστιτανοί[44] στις σημερινές επαρχίες της Μούρθια, της Γρανάδα και της Αλμερία

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Κατάλογος έκθεσης της LaCaixa με τίτλο: Íberos, nuestra civilización antes de Roma. Κείμενα: Dolors Quinquier. Βαρκελώνη, 2011, σ. 8.
  2. De Hoz 1993: 635.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Arribas 1965: 10.
  4. 4,0 4,1 Arribas 1965: 33.
  5. Arribas 1965: 10.
  6. 6,0 6,1 Arribas 1965: 8.
  7. Arribas 1965: 22.
  8. López και Davalillo 2000: 51.
  9. De Hoz 1993: 648.
  10. 10,0 10,1 Arribas 1965: 56.
  11. Tovar 1986: 10.
  12. Arribas 1965: 14.
  13. Tovar 1987: 14.
  14. Arribas 1965: 22.
  15. Arribas 1965: 95.
  16. López και Davalillo 2000: 48.
  17. 17,0 17,1 Tovar 1987: 8.
  18. 18,0 18,1 Arribas 1965: 44.
  19. Blázquez Martínez 1981: 17.
  20. Blázquez Martínez 1981: 18.
  21. Blázquez Martínez 1981: 24.
  22. Blázquez Martínez 1981: 26.
  23. 23,0 23,1 Blázquez Martínez 1981: 27.
  24. http://www.man.es/man/coleccion/catalogo-cronologico/protohistoria/dama-elche.html
  25. Arribas 1965: 78.
  26. Κατάλογος έκθεσης της LaCaixa με τίτλο: Íberos, nuestra civilización antes de Roma. Κείμενα: Dolors Quinquier. Βαρκελώνη, 2011, σ. 10.
  27. Arribas 1965: 71.
  28. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2015. 
  29. βλ. Alcalá-Zamora, Laura (2004), La necrópolis ibérica de Pozo Moro, Ισπανική Βασιλική Ακαδημία της Ιστορίας, Μαδρίτη.
  30. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2015. 
  31. Arribas 1965: 45.
  32. Arribas 1965: 49.
  33. Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 7.165.1
  34. Julio Mangas et al. (1998), La Península Ibérica en los autores griegos: de Homero a Platón, ed. Complutense, Μαδρίτη, σ. 38 και υποσημ. 1 στην ίδια σελίδα.
  35. 35,0 35,1 Ιστορίαι, βιβλ. 3, κεφ. 35
  36. 36,0 36,1 Ruiz, Α. και Molinos, M (1998), The Archaeology of the Iberians, Cambridge University Press, Cambridge, σ.267
  37. Κλαύδιος Πτολεμαίος, Γεωγραφία, II, 6, 20.
  38. http://www.mac.cat/Rutes/Ruta-dels-Ibers/Els-indigets Αρχειοθετήθηκε 2015-04-07 στο Wayback Machine.
  39. Κλαύδιος Πτολεμαίος, Γεωγραφία, II, 6, 18
  40. Πτολεμαίος Γεωγραφία, II, 6, 17.
  41. Κλαύδιος Πτολεμαίος, Γεωγραφία, II, 6, 16.
  42. Κλαύδιος Πτολεμαίος, Γεωγραφία, II, 6, 15.
  43. Στράβων, Γεωγραφία. 4.10.
  44. 44,0 44,1 Κλαύδιος Πτολεμαίος, Γεωγραφία, II, 6, 14.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Arribas, Antonio (1965), Los íberos, Aymà, Βαρκελώνη.
  • Blázquez Martínez, José María (1981), «El mundo ibérico en los siglos inmediatos al cambio de Era» στο La Baja época de la cultura ibérica. Actas de la mesa redonda celebrada en conmemoración del décimo aniversario de la Asociación Española de Amigos de la Arqueología, Μαδρίτη 1981, 17-29.
  • De Hoz, Javier (1993), «La lengua y la escritura de los íberos» στο Untermann, Jünger και Villar, Francisco (επιμ.), Lengua y Cultura en la Hispania Prerromana, ediciones Universidad de Salamanca, Σαλαμάνκα. σσ. 637-666
  • López, Julio και Larrea, Davalillo (2000), Atlas histórico de España y Portugal, Sintesis, Μαδρίτη.
  • Tovar, Antonio (1987), «Estado actual de los estudios ibéricos» στο Archivo de Prehistoria Levantina 17, 1987 (Homenaje a Domingo Fletcher Valls, vol. 1), 29-48.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]