Άσθμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άσθμα
Οι μετρητές αυτοί χρησιμοποιούνται σε ασθενείς με άσθμα ώστε να διαπιστωθεί ποια είναι η μέγιστη ροή αέρα που μπορεί να επιτύχει ο ασθενής κατά την εκπνοή.
Ειδικότηταπνευμονολογία και ανοσολογία
Συμπτώματαβήχας[1], πόνος στο στήθος, φλεγμονή[1] και wheeze[1]
Ταξινόμηση
ICD-10J45
ICD-9493
OMIM600807
DiseasesDB1006
MedlinePlus000141
eMedicinearticle/806890
MeSHD001249

To άσθμα είναι μια κοινή χρόνια φλεγμονώδης πάθηση των αεραγωγών που χαρακτηρίζεται από διάφορα επαναλαμβανόμενα συμπτώματα, μεταβλητή στένωση των αεραγωγών και βρογχόσπασμο.[2] Στα συνήθη συμπτώματα περιλαμβάνονται: συριγμός, βήχας, αίσθημα σύσφιξης στο θώρακα και δύσπνοια.[3]

Εικάζεται ότι το άσθμα προκαλείται από ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.[4] Η διάγνωσή του βασίζεται συνήθως στο χαρακτήρα των συμπτωμάτων, την απόκριση του ασθενούς στη θεραπεία με την πάροδο του χρόνου και τα αποτελέσματα της σπιρομέτρησης.[5] Η κλινική ταξινόμηση γίνεται σύμφωνα με τη συχνότητα των συμπτωμάτων, το βίαια εκπνεόμενο όγκο αέρα σε ένα δευτερόλεπτο (σπιρομέτρηση) και τη μέγιστη εκπνευστική ταχύτητα ροής.[6] Το άσθμα ταξινομείται, επίσης, και σε ατοπικό (εξωγενές) ή μη ατοπικό (ενδογενές).[7] Η ατοπία αναφέρεται στην προδιάθεση ανάπτυξης υπερευαισθησίας τύπου 1.[8]

Τα οξέα συμπτώματα αντιμετωπίζονται συνήθως με εισπνεόμενους βήτα-2 αγωνιστές βραχείας δράσης (όπως τη σαλβουταμόλη) και με από του στόματος κορτικοστεροειδή.[9] Σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί χορήγηση θειικού μαγνησίου, ενδοφλέβια χορήγηση κορτικοστεροειδών και εισαγωγή στο νοσοκομείο.[10] Η εμφάνιση των συμπτωμάτων μπορεί να προληφθεί με την αποφυγή παραγόντων που τα πυροδοτούν, όπως για παράδειγμα αλλεργιογόνα,[11] ή ερεθιστικές ουσίες κι επίσης με την αποφυγή χρήσης εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών.[12] Ουσίες όπως οι β-αγωνιστές μακράς δράσης ή οι ανταγωνιστές λευκοτριενίων μπορεί να χορηγηθούν σε συνδυασμό με εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή σε περίπτωση που τα συμπτώματα παραμένουν ανεξέλεγκτα.[13] Ο επιπολασμός του άσθματος έχει αυξηθεί σημαντικά από τη δεκαετία του '70. Από το 2011 έχουν αναφερθεί παγκοσμίως 235–300 εκατ. κρούσματα[14][15] συμπεριλαμβανομένων και 250.000 περίπου θανάτων.[15]

Ενδείξεις και συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άσθμα χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζοντα επεισόδια συριγμού, δύσπνοιας, αίσθημα σύσφιξης στο θώρακα και βήχα.[16] Τα πτύελα που ενδεχομένως παράγονται στους πνεύμονες μέσω του βήχα, είναι συχνά δύσκολο να αποβληθούν.[17] Ακόμη, υπάρχει περίπτωση μετά από ένα επεισόδιο να είναι πυώδη λόγω του υψηλού επιπέδου λευκών αιμοσφαιρίων, των λεγόμενων ηωσινόφιλων.[18] Τα συμπτώματα κατά κανόνα είναι χειρότερα τη νύχτα και νωρίς το πρωί ή μετά από άσκηση και με τον κρύο αέρα.[19] Ορισμένοι πάσχοντες σπάνια βιώνουν συμπτώματα ─συνήθως ως απάντηση σε ερεθίσματα που προκαλούν μια κρίση─ ενώ σε άλλους είναι έντονα και επίμονα.[20]

Συσχετιζόμενα προβλήματα υγείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πάσχοντες από άσθμα προσβάλλονται συχνότερα από ορισμένες παθολογικές καταστάσεις. Σε αυτές περιλαμβάνονται: η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ), η παραρρινοκολπίτιδα και η αποφρακτική υπνική άπνοια.[21] Η εκδήλωση ψυχικών διαταραχών είναι επίσης πιο κοινή [22] με ποσοστά εμφάνισης μεταξύ 16-52% της αγχώδους διαταραχής και 14–41% της διαταραχής της διάθεσης.[23] Τέλος είναι γνωστό ότι τα ψυχολογικά προβλήματα προκαλούν το άσθμα.[24]

Αίτια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άσθμα προκαλείται από ένα συνδυασμό περίπλοκων και μερικώς κατανοητών από τους επιστήμονες, περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.[4][25] Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν τη σοβαρότητα της νόσου καθώς και το κατά πόσο ο ασθενής θα ανταποκριθεί στη θεραπευτική αγωγή.[26] Εικάζεται ότι τα προσφάτως αυξημένα ποσοστά άσθματος οφείλονται σε μεταβολές επιγενετικών παραγόντων (κληρονομικοί παράγοντες εκτός εκείνων που συνδέονται με ακολουθίες DNA) και σε μεταβολές του περιβάλλοντος που ζούμε.[27]

Περιβαλλοντικοί παράγοντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί περιβαλλοντικοί παράγοντες έχουν συνδεθεί με την εξέλιξη και την επιδείνωση του άσθματος συμπεριλαμβανομένων των αλλεργιογόνων, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και άλλων περιβαλλοντικών χημικών ουσιών.[28] Το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης καθώς και μετά τον τοκετό θεωρείται ότι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο παρουσίασης συμπτωμάτων παρόμοιων με του άσθματος.[29] Η χαμηλή ποιότητα του αέρα εξαιτίας της κυκλοφορίας των οχημάτων ή λόγω των υψηλών επιπέδων όζοντος [30] έχουν συσχετιστεί τόσο με την εξέλιξη του άσθματος όσο και με την αύξηση της σοβαρότητας της νόσου.[31] Η έκθεση σε πτητικές οργανικές ενώσεις στον εσωτερικό χώρο μπορεί να προκαλέσει άσθμα, όπως για παράδειγμα, η έκθεση σε φορμαλδεΰδη.[32] Οι φθαλικές ενώσεις που περιέχονται σε προϊόντα από πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC) συνδέονται επίσης με την εκδήλωση της πάθησης σε παιδιά και ενήλικες[33][34] λόγω της υψηλής έκθεσης σε ενδοτοξίνη.[35]

Το άσθμα συνδέεται με την έκθεση σε αλλεργιογόνα που συναντούνται σε εσωτερικούς χώρους.[36] Στα κοινά αλλεργιογόνα εσωτερικών χώρων περιλαμβάνονται: τα ακάρεα σκόνης, οι κατσαρίδες, το τρίχωμα και το δέρμα ζώων και η μούχλα.[37][38] Προσπάθειες μείωσης των ακάρεων της σκόνης έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικές.[39] Ορισμένες ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού ενδέχεται να αυξάνουν τον κίνδυνο εάν εμφανιστούν κατά την παιδική ηλικία, όπως για παράδειγμα:[40] ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός και ο ρινοϊός.[41] Ωστόσο, άλλες λοιμώξεις μπορεί να μειώνουν τον κίνδυνο.[41]

Η "υπόθεση της υγιεινής"[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπόθεση της υγιεινής είναι μια θεωρία που επιχειρεί να εξηγήσει την αύξηση των ποσοστών άσθματος παγκοσμίως μέσω της άποψης ότι πρόκειται για άμεση και ακούσια συνέπεια της μειωμένης έκθεσης κατά την παιδική ηλικία σε μη παθογόνα βακτήρια και ιούς.[42][43] Διατυπώθηκε η υπόθεση ότι η μειωμένη έκθεση σε βακτήρια και ιούς οφείλεται εν μέρει στην αυξημένη καθαριότητα και στη συρρίκνωση του μεγέθους της οικογένειας στις σύγχρονες κοινωνίες.[44] Μεταξύ των στοιχείων που στηρίζουν την "υπόθεση της υγιεινής" περιλαμβάνεται το γεγονός ότι τα ποσοστά άσθματος είναι χαμηλότερα σε εκείνους που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές και σε νοικοκυριά με κατοικίδια.[44]

Η χρήση αντιβιοτικών στα πρώιμα στάδια της ζωής έχει συνδεθεί με το άσθμα.[45] Επίσης, η γέννηση ενός παιδιού μέσω της καισαρικής τομής συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου (εκτιμάται ένα ποσοστό από 20–80%) και αποδίδεται στην έλλειψη έκθεσης σε μη παθογόνα βακτήρια, με τα οποία θα είχαν έρθει σε επαφή τα νεογνά κατά το πέρασμά τους μέσω της γεννητικής οδού.[46][47] Υπάρχει, ακόμη, σχέση μεταξύ άσθματος και του μεγέθους ευημερίας.[48]

Γενετική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CD14-endotoxin interaction based on CD14 SNP C-159T[49]
Επίπεδα ενδοτοξίνης Γονότυπος CC Γονότυπος TT
Υψηλή έκθεση χαμηλός κίνδυνος υψηλός κίνδυνος
Χαμηλή έκθεση υψηλός κίνδυνος χαμηλός κίνδυνος

Το οικογενειακό ιστορικό συνιστά παράγοντα κινδύνου για το άσθμα και σε αυτό εμπλέκονται πολλά διαφορετικά γονίδια.[50] Σε μονοζυγωτικά δίδυμα εάν πάσχει το ένα από άσθμα η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου και στο άλλο κυμαίνεται περίπου στο 25%.[50] Στα 25 συσχετιζόμενα με τη νόσο γονίδια που, μέχρι το τέλος του 2005, είχαν βρεθεί σε έξι ή και περισσότερους διαφορετικούς πληθυσμούς, περιλαμβάνονται τα εξής: 'GSTM1, IL10, 'CTLA-4, SPINK5,LTC4S, IL4R και ADAM33.[51] Πολλά από αυτά τα γονίδια έχουν σχέση με το ανοσοποιητικό σύστημα ή ρυθμίζουν την ένταση της φλεγμονής. Παρότι τα αποτελέσματα πολλών επαναλαμβανόμενων μελετών στηρίζουν τη λίστα αυτή, δεν υπήρξαν, ωστόσο, σταθερά σε όλους τους ελεγμένους πληθυσμούς.[51] Το 2006 σε μία μόνο μελέτη γενετικής συσχέτισης πάνω από 100 γονίδια βρέθηκαν να σχετίζονται με το άσθμα [51] και συνεχώς προστίθενται νέα.[52]

Ορισμένες γενετικές παραλλαγές προκαλούν άσθμα μόνο σε συνδυασμό με την έκθεση σε συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες.[4] Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί ένας συγκεκριμένος μονονουκλεοτιδικός πολυμορφισμός στην περιοχή του γονιδίου CD14 και η έκθεση σε ενδοτοξίνη (προϊόν μεταβολισμού των βακτηρίων). Οι πηγές ύπαρξης ενδοτοξίνης στο περιβάλλον ─κι επομένως η έκθεση σε αυτή─ είναι αρκετές. Π.χ μπορεί να βρίσκεται στον καπνό του τσιγάρου, στα σκυλιά και σε αγροτικές περιοχές. Ο κίνδυνος εκδήλωσης σε αυτή την περίπτωση καθορίζεται από τη γενετική προδιάθεση ενός ατόμου και τα επίπεδα έκθεσής του σε ενδοτοξίνη.[49]

Προβλήματα υγείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνύπαρξη ατοπικού εκζέματος, αλλεργικής ρινίτιδας και άσθματος ορίζεται ως ατοπία.[53] Ο μεγαλύτερος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση είναι η ύπαρξη ιστορικού ατοπικής νόσου,[40] με τα ποσοστά να είναι αρκετά πιο αυξημένα στα άτομα που πάσχουν από έκζεμα ή πυρετό εκ χόρτου.[54] Η νόσος έχει, επίσης, συσχετιστεί με το σύνδρομο Churg–Strauss (αλλεργική κοκκιωμάτωση), μια αυτοάνοση πάθηση, και με την αγγειίτιδα. Άτομα με ορισμένες μορφές κνίδωσης μπορεί επίσης να εκδηλώσουν συμπτώματα άσθματος.[53]

Έναν ακόμη παράγοντα κινδύνου ανάπτυξης άσθματος συνιστά η παχυσαρκία. Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί τα ποσοστά και των δύο.[55][56] Αρκετοί παράγοντες μπορεί να συμβάλλουν σε αυτό το γεγονός. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η αυξημένη αναπνευστική λειτουργία λόγω συσσώρευσης λίπους και το γεγονός ότι ο λιπώδης ιστός οδηγεί σε μια προφλεγμονώδη κατάσταση.[57]

Η χορήγηση β-αναστολέων, όπως η προπρανολόλη μπορεί να πυροδοτήσει την εκδήλωση συμπτωμάτων σε επιρρεπή άτομα.[58] Οι καρδιοεκλεκτικοί β-αναστολείς, ωστόσο, φαίνεται να είναι ασφαλείς σε περιπτώσεις ήπιας ή μέτριας φύσης.[59] Άλλα φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (ASA, γνωστό επίσης και ως ασπιρίνη), τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NSAIDs) και οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης.[60]

Επιδείνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικά άτομα παρουσιάζουν σταθερό άσθμα για εβδομάδες ή και μήνες και στη συνέχεια παρουσιάζουν ξαφνικά επεισόδιο οξέος άσθματος. Διαφορετικά άτομα αντιδρούν με διαφορετικούς τρόπους σε ποικίλους παράγοντες.[61] Τα περισσότερα άτομα ενδέχεται να παρουσιάσουν έντονη επιδείνωση που προκαλείται από έναν αριθμό εναρκτήριων παραγόντων.[61]

Οι οικιακοί παράγοντες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιδείνωση περιλαμβάνουν τη σκόνη, το τρίχωμα ζώων (ειδικά τις τρίχες γατών και σκυλιών), αλλεργιογόνα από κατσαρίδες και τη μούχλα.[61] Τα αρώματα είναι συνηθισμένη αιτία οξέων κρουσμάτων σε γυναίκες και παιδιά. Οι ιογενείς όπως και οι βακτηριδιακές λοιμώξεις του άνω αναπνευστικού συστήματος μπορούν να επιδεινώσουν την ασθένεια.[61] Το άγχος ενδέχεται να εντείνει τα συμπτώματα —θεωρείται ότι το άγχος μεταβάλλει το ανοσοποιητικό σύστημα και κατ’ αυτόν τον τρόπο αυξάνει την φλεγμονώδη αντίδραση των αεραγωγών σε αλλεργιογόνα και ερεθιστικές ουσίες.[31][62]

Φυσιοπαθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διατομή ιστού αεραγωγού που δείχνει ένα τοίχωμα χρωματισμένο ροζ και ένα εσωτερικό γεμάτο λευκή βλέννα
Απόφραξη της κοινότητας ενός βρογχιολίου από βλεννώδες εξίδρωμα λαγηνοειδές κύτταρο μεταπλασία και επιθηλιακή συμπύκνωση βασικής μεμβράνης σε άτομο που πάσχει από άσθμα.

Το άσθμα είναι αποτέλεσμα χρόνιας φλεγμονής των αεραγωγών η οποία στη συνέχεια επιφέρει αυξημένη ικανότητα συστολής των λείων μυών. Αυτός ο παράγοντας, σε συνδυασμό με άλλους, επιφέρει εξάρσεις στένωσης αεραγωγών και τα κλασικά συμπτώματα αναπνευστικού συριγμού. Η στένωση είναι συνήθως αναστρέψιμη με ή χωρίς θεραπεία. Ενίοτε αλλάζουν και οι ίδιοι οι αεραγωγοί.[16] Συνήθεις αλλαγές στους αεραγωγούς περιλαμβάνουν μια αύξηση της ηωσινοφιλίας και συμπύκνωση του βασικού πετάλου. Σε βάθος χρόνου το μέγεθος του λείου μυ των αεραγωγών ενδέχεται να αυξηθεί παράλληλα με μια αύξηση στο πλήθος των βλεννογόνων αδένων. Άλλα είδη κυττάρων που εμπλέκονται περιλαμβάνουν Τ-λεμφοκύτταρα, μακροφάγα κύταρα, και ουδετερόφιλα κοκκιοκύταρα. Ενδέχεται να υπάρχει και εμπλοκή άλλων συστατικών του ανοσοποιητικού συστήματος που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κυτοκίνη, χημοκίνη, ισταμίνη, και λευκοτριένιο.[41]

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και το άσθμα είναι μια ευρέως αναγνωρίσιμη πάθηση, δεν υπάρχει κοινώς αποδεκτός ορισμός του.[41] Η Παγκόσμια Πρωτοβουλία για το Άσθμα το ορίζει ως «χρόνια φλεγμονώδη διαταραχή των αεραγωγών στην οποία εμπλέκονται πολλά κύτταρα και κυτταρικά στοιχεία». Η χρόνια φλεγμονή συσχετίζεται με υπέρμετρη απόκριση των αεραγωγών που επιφέρει επαναλαμβανόμενα επεισόδια αναπνευστικού συριγμού, δύσπνοια, σφίξιμο στο στήθος και βήχα, ιδιαίτερα τη νύχτα ή νωρίς το πρωί. Τα επεισόδια αυτά συνήθως συσχετίζονται με εκτεταμένη αλλά μεταβαλλόμενη απόφραξη αεραγωγών στο εσωτερικό του πνεύμονα, η οποία είναι συχνά αναστρέψιμη είτε ακαριαία είτε με θεραπεία.[16]

Προς το παρόν δεν υπάρχει ακριβής εξέταση, ενώ η διάγνωση συνήθως βασίζεται στο μοτίβο συμπτωμάτων και διαχρονικής ανταπόκρισης στη θεραπεία.[5][41] Η διάγνωση του άσθματος πρέπει να αποτελεί βάσιμη υποψία αν υπάρχει ιστορικό: επαναλαμβανόμενου αναπνευστικού συριγμού, βήχα ή δύσπνοιας και αν τα συμπτώματα αυτά παρουσιάζονται ή επιδεινώνονται λόγω άσκησης, ιογενών λοιμώξεων, αλλεργιογόνων ή μόλυνσης του αέρα.[63] Στη συνέχεια χρησιμοποιείται σπιρομέτρηση για την επιβεβαίωση της διάγνωσης.[63] Σε παιδιά ηλικίας κάτω των έξι ετών η διάγνωση είναι δυσκολότερο μιας και η σπιρομέτρηση είναι αδύνατη σε αυτές τις ηλικίες.[64]

Σπιρομέτρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σπιρομέτρηση ενδείκνυται ως βοήθημα στη διάγνωση και τη διαχείριση της πάθησης.[65][66] Αποτελεί την καλύτερη εξέταση για το άσθμα. Αν το FEV1 που μετράει η εν λόγω τεχνική βελτιωθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 12% ύστερα από χορήγηση βρογχοδιασταλτικού όπως η σαλβουταμόλη, η αύξηση αυτή στηρίζει τη διάγνωση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο ενδέχεται να είναι φυσιολογικό σε άτομα με ιστορικό ήπιου άσθματος, που δεν αντιμετωπίζουν έξαρση τη δεδομένη στιγμή. Η πνευμονική διάχυση μονής εισπνοής μπορεί να βοηθήσει στη διαφοροποίηση του άσθματος από τη ΧΑΠ.[41] Η πραγματοποίηση σπιρομέτρισης ενδείκνυται κάθε ένα ή δύο χρόνια, ώστε να παρακολουθείται η πορεία διαχείρισης άσθματος του ασθενούς.[67]

Λοιπά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δοκιμασία μεταχολίνης διεξάγεται με την εισπνοή μιας ουσίας αυξανόμενης πυκνότητας που προκαλεί στένωση αεραγωγών σε άτομα με προδιάθεση. Αν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό σημαίνει ότι το άτομο δεν πάσχει από άσθμα. Ακόμα και αν είναι θετικό, όμως, δεν αποτελεί αποκλειστικά ένδειξη της συγκεκριμένης ασθένειας.[41]

Στα στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν τη διάγνωση περιλαμβάνουν: μια διαφορά ≥20% στο βαθμό μέγιστης εκπνευστικής ροής το ελάχιστο τρεις μέρες της εβδομάδος για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, μια βελτίωση ≥20% της μέγιστης εκπνευστικής ροής ύστερα από θεραπεία είτε με σαλβουταμόλη, εισπνεόμενα κορτικοειδή ή πρεδνισόνη, ή μια μείωση ≥20% της μέγιστης εκπνευστικής ροής ύστερα από έκθεση σε εναρκτήριο παράγοντα.[68] Ωστόσο, η εξέταση της μέγιστης εκπνευστικής ροής παρουσιάζει μεγαλύτερη μεταβλητότητα από τη σπιρομέτρηση και λόγω αυτού δεν ενδείκνυται για συστηματικές διαγνώσεις. Ενδέχεται να φανεί χρήσιμη για καθημερινή αυτοπαρακολούθηση σε άτομα που πάσχουν από μέτρια έως έντονη μορφή της ασθένειας και για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας νέων φαρμακευτικών αγωγών. Μπορεί επίσης να φανεί χρήσιμη στην καθοδήγηση θεραπείας σε άτομα που παρουσιάζουν οξείες επιδεινώσεις.[69]

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κλινική κατηγοριοποίηση (ηλικίας ≥ 12 ετών)[6]
Δριμύτητα Συχνότητα συμπτωμάτων Νυχτερινά συμπτώματα %FEV1 του προβλεπόμενου Μεταβλητότητα1 FEV Χρήση SABA (β-αγωνιστής βραχείας δράσεως)
Ασυνεχή ≤2/εβδομάδα ≤2/μήνα ≥80% <20% ≤2 ημέρες/εβδομάδα
Ήπια επίμονα >2/εβδομάδα 3–4/μήνα ≥80% 20–30% >2 ημέρες/εβδομάδα
Μέτρια επίμονα Ημερησίως >1/εβδομάδα 60–80% >30% Ημερησίως
Έντονα επίμονα Συνεχή Συχνά (7×/εβδομάδα) <60% >30% ≥δύο φορές/ημέρα

Το άσθμα ταξινομείται κλινικά σύμφωνα με τη συχνότητα των συμπτωμάτων, τον εξαναγκασμένο εκπνευστικό όγκο ανά δευτερόλεπτο (FEV1), και μέγιστη εκπνευστική ροή.[6] Το άσθμα μπορεί επίσης να ταξινομηθεί ως ατοπικό (εξωγενές) ή μη-ατοπικό (ενδογενές), ανάλογα με το αν τα συμπτώματα επισπεύδονται από αλλεργιογόνα (ατοπικό) ή όχι (μη ατοπικό).[7] Αν και το άσθμα ταξινομείται βάσει της δριμύτητας, προς το παρόν δεν υπάρχει ξεκάθαρη μέθοδος ταξινόμησης διαφόρων υποκατηγοριών άσθματος πέρα από αυτό το σύστημα.[70] Η εύρεση τρόπων αναγνώρισης υποκατηγοριών που ανταποκρίνονται καλά σε διαφορετικά είδη θεραπείας αποτελεί τρέχοντα κρίσιμο στόχο της έρευνας πάνω στο άσθμα.[70]

Αν και το άσθμα αποτελεί χρόνια αποφρακτική πάθηση, δεν θεωρείται μέρος της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας μιας και αυτός ο όρος αναφέρεται συγκεκριμένα σε συνδυασμούς της ασθένειας που είναι μη αναστρέψιμοι, όπως η βρογχεκτασία, η χρόνια βρογχίτιδα και το εμφύσημα.[71] Σε αντίθεση με τις εν λόγω ασθένειες, η απόφραξη των αεραγωγών που προκαλεί το άσθμα είναι συνήθως αναστρέψιμη. Ωστόσο, αν δεν αντιμετωπιστεί με θεραπεία, η χρόνια φλεγμονή που προκαλεί το άσθμα μπορεί να οδηγήσει στην μη αναστρέψιμη απόφραξη των πνευμόνων λόγω αναμόρφωσης των αεραγωγών.[72] Σε αντίθεση με το εμφύσημα, το άσθμα επηρεάζει τους βρόγχους και όχι τις πνευμονικές κυψελίδες.[73]

Επιδείνωση του άσθματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δριμύτητα οξείας επιδείνωσης[74]
Ενδεχομένως θανατηφόρα Υψηλή PaCO2 ή/και με απαραίτητη μηχανική υποστήριξη αναπνοής
Απειλή προς τη ζωή
(any one of)
Κλινικές ενδείξεις Μετρήσεις
Επηρεασμένο επίπεδο συνείδησης Μέγιστη ροή < 33%
Εξάντληση Κορεσμός σε οξυγόνο < 92%
Αρρυθμία PaO2 < 8 kPa
Χαμηλή blood pressure "Φυσιολογικό" PaCO2
Κυάνωση
Σιωπηλός θώρακας
Αδύναμη αναπνευστική προσπάθεια
Οξεία δριμεία
(μία εξ αυτών)
Μέγιστη ροή 33–50%
Ρυθμός αναπνοής ≥ 25 αναπνοές το λεπτό
Καρδιακός ρυθμός ≥ 110 παλμοί το λεπτό
Αδυναμία ολοκλήρωσης πρότασης με μία αναπνοή
Μέτρια Επιδείνωση συμπτωμάτων
Μέγιστη ροή 50–80% της βέλτιστης ή προβλεπόμενης
Κανένα χαρακτηριστικό οξέος δριμέος άσθματος

Η οξεία επιδείνωση άσθματος ονομάζεται κοινώς κρίση άσθματος. Τα κλασικά συμπτώματα είναι η δύσνπνοια, ο πνευμονικός συριγμός και το σφίξιμο στο στήθος.[41] Αν και αυτά αποτελούν τα κύρια συμπτώματα του άσθματος,[75] ορισμένοι άνθρωποι παρουσιάζουν κυρίως βήχα, και σε σοβαρές περιπτώσεις, η κίνηση του αέρα ενδέχεται να εμποδίζεται σε σημαντικό βαθμό, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται συριγμός.[74]

Ενδείξεις που προκύπτουν κατά την κρίση άσθματος περιλαμβάνουν τη χρήση βοηθητικών αναπνευστικών μυών (στερνοκλειδομαστοειδής και σκαληνοί μύες του αυχένα), ενδέχεται να υπάρξει pulsus paradoxus (ένας παλμός που είναι πιο αδύναμος κατά την εισπνοή και δυνατότερος κατά την εκπνοή) και υπερδιόγκωση του θώρακα.[76] Η έλλειψη οξυγόνου ενδέχεται να προκαλέσει γαλάζιο χρωματισμό στο δέρμα και τα νύχια.[77]

Σε ήπια επιδείνωση, η μέγιστη αναπνευστική ροή (PEFR) είναι ≥200 L/min ή ≥50% της προβλεπόμενης βέλτιστης.[78] Ως μέτρια ορίζεται η ροή ανάμεσα στα 80 και 200 L/min ή ανάμεσα στο 25% και 50% της προβλεπόμενης βέλτιστης, ενώ ως δριμεία ορίζεται η ροή ≤ 80 L/min ή ≤25% της προβλεπόμενης βέλτιστης.[78]

Το οξύ δριμύ άσθμα, παλαιότερα γνωστό ως «status asthmaticus», είναι μια οξεία επειδίνωση του άσθματος που δεν ανταποκρίνεται σε τυπικές θεραπευτικές αγωγές βρογχοδιασταλτικών και κορτικοειδών.[79] Οι μισές περιπτώσεις προκαλούνται από λοιμώξεις ενώ άλλες προκαλούνται από αλλεργιογόνα, μόλυνση του αέρα ή ανεπαρκή ή ακατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.[79]

Το έντονο άσθμα αποτελεί ένα είδος άσθματος που διακρίνεται από τις επαναλαμβανόμενες, σοβαρές κρίσεις.[74] Το έντονο άσθμα τύπου 1 είναι μια ασθένεια με ευρεία μεταβλητότητα μέγιστης αναπνευστικής ροής, παρά τη χορήγηση ισχυρών φαρμάκων. Το έντονο άσθμα τύπου 2 είναι άσθμα που ελέγχεται καλώς και παρουσιάζει ξαφνικές, έντονες επιδεινώσεις.[74]

Προκαλούμενο από άσκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η άσκηση μπορεί να προκαλέσει βρογχόσπασμο τόσο σε άτομα που έχουν άσθμα όσο και σε άτομα που δεν έχουν.[80] Εμφανίζεται στα περισσότερα άτομα με άσθμα και μέχρι το 20% των ατόμων χωρίς άσθμα.[80] Στους αθλητές εμφανίζεται συχνότερα σε αθλητές υψηλού επιπέδου, με τα ποσοστά να κυμαίνονται από 3% για τους δρομείς με έλκηθρο έως 50% για τους ποδηλάτες και 60% για τους σκιέρ ανώμαλης κατάβασης.[80] Ενώ μπορεί να εμφανιστεί με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, είναι πιο συνηθισμένο όταν ο καιρός είναι ξηρός και κρύος.[81] Οι εισπνεόμενοι βήτα-2 ανταγωνιστές δεν φαίνονται να βελτιώνουν την αθλητική απόδοση μεταξύ εκείνων που δεν έχουν άσθμα [82] ωστόσο οι δόσεις από το στόμα μπορούν να βελτιώσουν την αντοχή και τη δύναμη.[83][84]

Επαγγελματικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άσθμα ως αποτέλεσμα της έκθεσης στον χώρο εργασίας (ή επιδεινούμενο από αυτήν), είναι μία συχνά αναφερόμενη επαγγελματική ασθένεια.[85] Πολλές περιπτώσεις ωστόσο δεν αναφέρονται ούτε αναγνωρίζονται ως τέτοιες.[86][87] Εκτιμάται ότι το 5-25% των περιπτώσεων άσθματος στους ενήλικες σχετίζεται με την εργασία. Έχουν ενοχοποιηθεί μερικές εκατοντάδες διαφορετικοί παράγοντες, με τους πιο συνηθισμένους να είναι: τα ισοκυανούχα, τα δημητριακά και η σκόνη του ξύλου, το κολοφώνιο, το καθαριστικό συγκόλλησης, το λατέξ, τα ζώα και οι αλδεΰδες. Η εργασία που σχετίζεται με τον υψηλότερο κίνδυνο προβλημάτων περιλαμβάνει: εκείνους που βάφουν με ψεκασμό, τους ψήστες κι εκείνους που επεξεργάζονται τρόφιμα, τις νοσοκόμες, τους εργαζόμενους με χημικά, εκείνους που εργάζονται με ζώα, τους συγκολλητές, τους κομμωτές και τους εργαζόμενους με ξυλεία.[85]

Διαφορική διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλές άλλες συνθήκες μπορούν να προκαλέσουν συμπτώματα παρόμοια με εκείνα του άσθματος. Στα παιδιά πρέπει να εξετάζονται και άλλες παθήσεις των ανώτερων αεραγωγών όπως η αλλεργική ρινίτιδα και η ιγμορίτιδα καθώς και άλλα αίτια απόφραξης των αεραγωγών, που συμπεριλαμβάνουν: την εισρόφηση ξένου σώματος, τη στένωση της τραχείας ή τη λαρυγγοτραχειομαλακία, τους δακτυλίους των αγγείων, τους διογκωμένους λεμφαδένες ή τις μάζες του λαιμού. Στους ενήλικες πρέπει να εξετάζονται η ΧΑΠ, η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, οι μάζες στους αεραγωγούς, καθώς και ο βήχας που προκαλείται από φάρμακα λόγω αναστολέων ΜΕΑ. Και στους δύο πληθυσμούς μπορεί να εμφανιστεί με παρόμοιο τρόπο δυσλειτουργία των φωνητικών χορδών.[88]

Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια μπορεί να συνυπάρχει με το άσθμα και να εμφανιστεί ως επιπλοκή του χρόνιου άσθματος. Μετά την ηλικία των 65 οι περισσότεροι άνθρωποι με αποφρακτική νόσο των αεραγωγών θα έχουν άσθμα και ΧΑΠ. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΧΑΠ μπορεί να διαφοροποιηθεί από τα αυξημένα ουδετερόφιλα των αεραγωγών, το ανώμαλα αυξημένο πάχος των τοιχωμάτων και την αύξηση των λείων μυών στους βρόγχους. Ωστόσο, αυτό το επίπεδο έρευνας δεν διεξάγεται επειδή η ΧΑΠ και το άσθμα έχουν κοινές αρχές αντιμετώπισης: κορτικοστεροειδή, μακράς δράσης βήτα αγωνιστές και διακοπή του καπνίσματος.[89] Μοιάζει πολύ με το άσθμα σε ό,τι αφορά τα συμπτώματα και συσχετίζεται με τη μεγαλύτερη έκθεση στον καπνό του τσιγάρου, τη μεγαλύτερη ηλικία, τη μικρότερη αναστρεψιμότητα των συμπτωμάτων μετά τη χορήγηση βρογχοδιασταλτικών και τη μειωμένη πιθανότητα οικογενειακού ιστορικού ατοπίας.[90][91]

Πρόληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις για την αποτελεσματικότητα των μέτρων πρόληψης της ανάπτυξης του άσθματος.[92] Κάποια δείχνουν να είναι υποσχόμενα συμπεριλαμβανομένου: του περιορισμού της έκθεσης στον καπνό τόσο στη μήτρα όσο και μετά τη γέννηση και κατά τη διάρκεια του θηλασμού και της αυξημένης έκθεσης σε παιδικό σταθμό ή σε μεγάλες οικογένειες, αλλά κανένα δεν υποστηρίζεται αρκετά για να συνιστάται γι’ αυτήν την ένδειξη.[92] Η πρώιμη έκθεση στα κατοικίδια μπορεί να είναι χρήσιμη.[93] Τα αποτελέσματα από την έκθεση στα κατοικίδια κάποιες φορές είναι ασαφή [94] και συνιστάται η απομάκρυνση των κατοικίδιων από το σπίτι μόνο εάν ένα άτομο έχει αλλεργικά συμπτώματα στο κατοικίδιο.[95] Οι διατροφικοί περιορισμοί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικοί και ως εκ τούτου δεν συνιστώνται.[95] Η μείωση ή η εξάλειψη των ενώσεων που είναι γνωστές στα ευαίσθητα άτομα από τον χώρο εργασίας μπορεί να είναι αποτελεσματική.[85]

Αντιμετώπιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που δεν υπάρχει θεραπεία για το άσθμα, τα συμπτώματα μπορούν τυπικά να βελτιωθούν.[96] Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα συγκεκριμένο, τυποποιημένο σχέδιο για την προληπτική παρακολούθηση και αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Αυτό το σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει τη μείωση της έκθεσης σε αλλεργιογόνα, δοκιμές για την αξιολόγηση της σοβαρότητας των συμπτωμάτων και τη χρήση φαρμάκων. Το θεραπευτικό σχέδιο θα πρέπει να είναι καταγεγραμμένο και να παρέχει προσαρμογές στη θεραπεία σύμφωνα με τις αλλαγές στα συμπτώματα.[97]

Η πιο αποτελεσματική θεραπεία για το άσθμα είναι η αναγνώριση των ερεθισμάτων όπως ο καπνός του τσιγάρου, τα κατοικίδια ή η ασπιρίνη και η εξάλειψη της έκθεσης σε αυτά. Εάν η αποφυγή των ερεθισμάτων δεν είναι επαρκής, συνιστάται η χρήση φαρμάκων. Οι φαρμακευτικές ουσίες επιλέγονται βάσει, μεταξύ άλλων, της σοβαρότητας της ασθένειας και της συχνότητας των συμπτωμάτων. Τα ειδικά φάρμακα για το άσθμα κατατάσσονται ευρέως σε κατηγορίες ταχείας δράσης και μακράς δράσης.[98][99]

Τα βρογχοδιασταλτικά συνιστώνται για βραχυπρόθεσμη ανακούφιση των συμπτωμάτων. Όσοι έχουν περιστασιακά επεισόδια, δεν χρειάζονται φάρμακα. Εάν υπάρχει ήπια επίμονη ασθένεια (περισσότερα από δύο επεισόδια την εβδομάδα), συνιστώνται χαμηλής δόσης εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή ή εναλλακτικά, ένας ανταγωνιστής λευκοτριενίων ή ένας σταθεροποιητής ιστιοκυττάρων από το στόμα. Για εκείνους που έχουν καθημερινά επεισόδια χρησιμοποιείται υψηλότερη δόση εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών. Σε μέτρια ή σοβαρή παρόξυνση σε αυτές τις θεραπείες προστίθεται κορτικοστεροειδή από το στόμα.[9]

Αλλαγή Τρόπου Ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αποφυγή των ερεθισμάτων αποτελεί βασική συνιστώσα ελέγχου και πρόληψης των επεισοδίων. Τα πιο συνηθισμένα ερεθίσματα περιλαμβάνουν τα αλλεργιογόνα, τον καπνό (καπνός τσιγάρου και άλλα), την ατμοσφαιρική ρύπανση, τους μη εκλεκτικούς β-αποκλειστές και τα τρόφιμα που περιέχουν θειώδη άλατα.[100][101] Το κάπνισμα και το παθητικό κάπνισμα μπορούν να μειώσουν την αποτελεσματικότητα φαρμάκων όπως τα κορτικοστεροειδή.[102] Τα μέτρα καταπολέμησης των ακάρεων της σκόνης, συμπεριλαμβανομένης της διήθησης του αέρα, των χημικών που σκοτώνουν τα ακάρεα, του καθαρισμού των καλυμμάτων των στρωμάτων με ηλεκτρική σκούπα και άλλων μεθόδων δεν είχαν καμία επίδραση στα συμπτώματα του άσθματος.[39]

Φάρμακα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του άσθματος χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες: φάρμακα γρήγορης ανακούφισης που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των οξέων συμπτωμάτων και φάρμακα μακροπρόθεσμου ελέγχου, που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη περαιτέρω επιδείνωσης.[103]

Ταχείας δράσης
Στρογγυλό μεταλλικό κουτί πάνω σε μπλε πλαστική θήκη
Η δοσομετρική συσκευή σαλβουταμόλης χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των κρίσεων άσθματος.
  • Οι βραχείας δράσης βήτα2-αδρενεργικοί ανταγωνιστές (SABA), όπως η σαλβουταμόλη είναι θεραπείες πρώτης γραμμής για τη θεραπεία των συμπτωμάτων του άσθματος.[9]
  • Τα αντιχολινεργικά φάρμακα, όπως το βρωμιούχο ιπρατρόπιο προσφέρουν επιπλέον όφελος όταν χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με SABA σε όσους έχουν μέτρια ή σοβαρά συμπτώματα.[9] Τα αντιχολινεργικά βρογχοδιασταλτικά μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν εάν ένα άτομο δεν αντέχει έναν SABA.[71]
  • Παλαιότεροι, λιγότερο επιλέξιμοι αδρενεργικοί ανταγωνιστές, όπως η εισπνεόμενη επινεφρίνη, έχουν παρόμοια αποτελεσματικότητα με τους SABA.[104] Ωστόσο δεν συνιστώνται λόγω ανησυχιών σχετικά με υπερβολική καρδιακή διέγερση.[105]
Μακροπρόθεσμος έλεγχος
Στρογγυλό μεταλλικό κουτί πάνω σε πορτοκαλί πλαστική θήκη
Η δοσομετρική συσκευή προπιονικής φλουτικαζόνης χρησιμοποιείται για τον μακροπρόθεσμο έλεγχο.
  • Τα κορτικοστεροειδή γενικά θεωρούνται η πιο αποτελεσματική θεραπεία για τον μακροπρόθεσμο έλεγχο.[98] Συνήθως χρησιμοποιούνται οι εισπνεόμενες μορφές εκτός από την περίπτωση σοβαρής επίμονης ασθένειας, όπου μπορεί να χρησιμοποιηθούν κορτικοστεροειδή από το στόμα.[98] Συνήθως συνιστάται η χρήση εισπνεόμενων σκευασμάτων μία ή δύο φορές την ημέρα, ανάλογα με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων.[106]
  • Οι μακράς δράσης ανταγωνιστές β-αδρενοϋποδοχέων (LABA) όπως η σαλμετερόλη και η φορμοτερόλη μπορούν να βελτιώσουν τον έλεγχο του άσθματος, τουλάχιστον στους ενήλικες, όταν δίνονται σε συνδυασμό με εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή.[107] Στα παιδιά αυτό το όφελος είναι αβέβαιο.[107][108] Όταν χρησιμοποιούνται χωρίς στεροειδή, αυξάνεται ο κίνδυνος σοβαρών παρενεργειών[109] και ακόμα και με τα κορτικοστεροειδή μπορούν να αυξήσουν ελαφρώς τον κίνδυνο.[110][111]
  • Οι ανταγωνιστές λευκοτριενίων (όπως η μοντελουκάστη και η ζαφιρλουκάστη) μπορούν να χρησιμοποιηθούν παράλληλα με τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή, τυπικά επίσης σε συνδυασμό με LABA.[98] Δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την υποστήριξη της χρήσης σε οξείες παροξύνσεις.[112][113] Στα παιδιά κάτω των πέντε ετών είναι η προτιμώμενη πρόσθετη θεραπεία μετά τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή.[114]
  • Οι σταθεροποιητές ιστιοκυττάρων (όπως το χρωμολυνικό νάτριο) είναι άλλη μία μη προτιμώμενη εναλλακτική στα κορτικοστεροειδή.[98]
Τρόποι χρήσης

Τα φάρμακα συνήθως παρέχονται ως δοσομετρικές συσκευές εισπνοών με μορφή αερολύματος (MDI) σε συνδυασμό με συσκευή αραίωσης άσθματος ή ως συσκευή εισπνοών ξηράς σκόνης. Η συσκευή αραίωσης είναι ένας πλαστικός κύλινδρος που αναμιγνύει το φάρμακο με αέρα, διευκολύνοντας τη λήψη μίας πλήρους δόσης του φαρμάκου. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ένας νεφελοποιητής. Οι νεφελοποιητές και οι συσκευές αραίωσης είναι εξίσου αποτελεσματικοί για όσους έχουν ήπια έως μέτρια συμπτώματα, ωστόσο δεν διατίθενται επαρκείς αποδείξεις για τον καθορισμό του εάν υπάρχει διαφορά ή όχι για όσους παρουσιάζουν σοβαρή συμπτωματολογία.[115]

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Η μακροπρόθεσμη χρήση εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών σε συμβατικές δόσεις φέρει ελάχιστο κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών.[116] Οι κίνδυνοι περιλαμβάνουν την ανάπτυξη καταρράκτη και την ήπια υποχώρηση στο ανάστημα.[116][117]

Άλλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν το άσθμα δεν ανταποκρίνεται στις συνήθεις φαρμακευτικές αγωγές, υπάρχουν κι άλλες επιλογές διαθέσιμες, τόσο για τη διαχείριση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όσο και για την πρόληψη των εξάρσεων. Για τη διαχείριση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, μεταξύ των άλλων επιλογών, περιλαμβάνονται:

  • Το οξυγόνο για την ανακούφιση της υποξίας εάν το επίπεδο κορεσμού σε οξυγόνο πέσει κάτω από το 92%.[118]
  • Έχει αποδειχθεί ότι η ενδοφλέβια θεραπεία με θειικό μαγνήσιο εξασφαλίζει βρογχοδιασταλτική δράση όταν χρησιμοποιείται συνδυαστικά με άλλη αγωγή σε σοβαρές οξείες κρίσεις άσθματος.[119][120]
  • Το Heliox, ένα μείγμα ηλίου και οξυγόνου, προσφέρεται επίσης ως επιλογή σε σοβαρές περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται σε άλλες αγωγές.[119]
  • Η ενδοφλέβια χορήγηση σαλβουταμόλης δεν τεκμηριώνεται από διαθέσιμα στοιχεία και χρησιμοποιείται μόνο σε ακραίες περιπτώσεις.[118]
  • Οι μεθυλξανθίνες (όπως π.χ. η θεοφυλλίνη) χρησιμοποιούνταν ευρέως στο παρελθόν, αλλά δεν συμβάλλουν αποτελεσματικά στη δράση των εισπνεόμενων βρογχοδιασταλτικών β-αγωνιστών.[118] Η χρήση τους σε οξείες εξάρσεις είναι αμφιλεγόμενη.[121]
  • Το διαχωριστικό αναισθητικό κεταμίνη είναι θεωρητικά χρήσιμο σε περιπτώσεις που απαιτείται διασωλήνωση και μηχανικός αερισμός σε άτομα που οδεύουν προς αναπνευστική ανακοπή• ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία από κλινικές δοκιμές που να τεκμηριώνουν κάτι τέτοιο.[122]

Για άτομα με σοβαρό επίμονο άσθμα το οποίο δεν μπορεί να ελεγχθεί με εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή και μακράς δράσης βρογχοδιασταλτικά (LABA), η βρογχική θερμοπλαστική πιθανόν να συνιστά μια εναλλακτική λύση.[123] Πρόκειται για την μετάδοση ελεγχόμενης θερμικής ενέργειας στα τοιχώματα των αεραγωγών, μέσα από μια σειρά βρογχοσκοπήσεων.[123] Ενώ μπορεί να αυξήσει τη συχνότητα των εξάρσεων κατά τους πρώτους μήνες, φαίνεται ότι μειώνει τον μετέπειτα ρυθμό εμφάνισής τους. Επιδράσεις πέραν του ενός έτους είναι άγνωστες.[124]

Εναλλακτική ιατρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλά άτομα με άσθμα, όπως και άτομα με άλλες χρόνιες παθήσεις, καταφεύγουν σε εναλλακτικές θεραπείες• έρευνες καταδεικνύουν ότι περίπου το 50% των ασθενών ακολουθεί κάποια μορφή μη συμβατικής θεραπείας.[125][126] Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που τεκμηριώνουν την αποτελεσματικότητα θεραπειών αυτού του είδους. Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να τεκμηριώνουν την χρήση βιταμίνης C.[127] Ο βελονισμός δεν συνιστάται ως θεραπεία, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να ενθαρρύνουν τη χρήση του.[128][129] Οι ιονιστές αέρα δεν φαίνεται να βελτιώνουν τα συμπτώματα του άσθματος ή να ευνοούν την πνευμονική λειτουργία• το ίδιο ισχύει επίσης και για τις συσκευές παραγωγής θετικών και αρνητικών ιόντων.[130]

Οι «θεραπείες με ήπιους χειρισμούς» όπως oστεοπαθητική ιατρική, χειροπρακτική, φυσικοθεραπεία και αναπνευστική φυσικοθεραπεία, δεν συνοδεύονται από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τη χρήση τους στη θεραπεία του άσθματος.[131] Η αναπνευστική τεχνική Buteyko η οποία επικεντρώνεται στον έλεγχο του υπεραερισμού, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της χρήσης φαρμάκων, ωστόσο δεν έχει καμία επίδραση στη λειτουργία των πνευμόνων.[99] Γι'αυτό και μια ομάδα εμπειρογνωμόνων έκρινε ότι δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να υποστηρίζουν τη χρήση αυτής της τεχνικής.[128]

Κλινική δοκιμή σε 60 άτομα με άσθμα, τα οποία ήδη ελάμβαναν θεραπεία με κορτικοστεροειδή και β-ανταγωνιστές, έδειξε ότι το φαρμακευτικό μανιτάρι κόρντισεπς βελτιώνει την σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής, τα συμπτώματα του άσθματος, τη λειτουργία των πνευμόνων και το φλεγμονώδες προφίλ των ασθενών με μέτριο έως σοβαρό άσθμα, σε σχέση με ομάδα ελέγχου που ελάμβανε κλασική θεραπεία.[132]

Πρόγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

A map of the world with Europe shaded yellow, most of North and South America orange and Southern Africa a dark red
χρόνια ζωής σε συνθήκες αναπηρίας αναφορικά με το άσθμα ανά 100.000 κατοίκους το 2004. Η Ευρώπη απεικονίζεται με κίτρινο χρώμα, το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας και Νότιας Αμερικής με πορτοκαλί, και η Νότια Αφρική με σκούρο κόκκινο χρώμα.[133]
  no data
  <100
  100-150
  150-200
  200-250
  250-300
  300-350
  350-400
  400-450
  450-500
  500-550
  550-600
  >600

Η πρόγνωση για το άσθμα είναι γενικά καλή, ειδικά για παιδιά με ήπια μορφή της νόσου.[134] Τις τελευταίες δεκαετίες η θνησιμότητα έχει μειωθεί κι αυτό αποδίδεται στην καλύτερη διάγνωση της νόσου και τη βελτιωμένη περίθαλψη.[135] Η νόσος προκαλεί παγκοσμίως ήπια ή σοβαρή αναπηρία σε 19,4 εκατομμύρια ανθρώπους, όπως το έτος 2004 (μεταξύ των οποίων 16 εκατομμύρια κατοικούν σε χαμηλές και μεσαίες εισοδηματικά χώρες).[136] Από τις περιπτώσεις άσθματος διαγνωσμένου κατά την παιδική ηλικία, οι μισές δεν θα βρίσκονται σε αντιστοιχία με την πραγματική κατάσταση, μετά από μια δεκαετία.[50] Κι αυτό γιατί οι αεραγωγοί αναδιαμορφώνονται, ωστόσο, δεν είναι γνωστό εάν πρόκειται για βλαβερές ή επωφελείς αλλαγές.[137] Η έγκαιρη θεραπεία με κορτικοστεροειδή φαίνεται να εμποδίζει ή να βελτιώνει τη μειωμένη πνευμονική λειτουργία.[138]

Επιδημιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παγκόσμιος χάρτης με την Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, την Αυστραλία και μεγάλο μέρος της Νότιας Αμερικής χρωματισμένα με κόκκινο χρώμα, μεγάλο μέρος της Ασίας με κίτρινο χρώμα και το μεγαλύτερο τμήμα της Αφρικής με γκρι
Αναλογία άσθματος σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο το 2004.
  no data
  <1%
  1-2%
  2-3%
  3-4%
  4-5%
  5-6%
  6-7%
  7-8%
  8-10%
  10-12.5%
  12.5–15%
  >15%

Από το 2011, 235-300 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως προσβάλλονται από άσθμα,[14][15] ενώ περίπου 250,000 άτομα χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο εξαιτίας της νόσου.[16] Οι τιμές διαφέρουν μεταξύ των χωρών, με ποσοστά επιπολασμού της νόσου από 1 έως 8%. Το άσθμα απαντάται πιο συχνά σε αναπτυγμένες παρά σε αναπτυσσόμενες χώρες.[16] Συναντούμε λοιπόν χαμηλότερα ποσοστά στην Ασία, την Ανατολική Ευρώπη και την Αφρική.[41] Μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών, το άσθμα είναι πιο σύνηθες στις οικονομικά ασθενέστερες χώρες, ενώ αντίθετα στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι πιο σύνηθες μεταξύ των εύπορων χωρών.[16] Δεν είναι γνωστά τα αίτια πίσω από αυτές οι διαφορές.[16] Σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος η θνησιμότητα ξεπερνά το 80%.[139]

Ενώ το άσθμα εκδηλώνεται δύο φορές πιο συχνά σε αγόρια από ότι σε κορίτσια,[16] το σοβαρό βρογχικό άσθμα εκδηλώνεται σε ίσα ποσοστά.[140] Αντίθετα, οι ενήλικες γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά άσθματος από τους άνδρες,[16] ενώ η νόσος εκδηλώνεται πιο συχνά στις νεότερες από ότι στις ηλικιωμένες γυναίκες.[41]

Τα παγκόσμια ποσοστά άσθματος αυξήθηκαν σημαντικά μεταξύ του 1960 και του 2008[141][142] με αποτέλεσμα να αναγνωριστεί ως μείζον πρόβλημα για τη δημόσια υγεία από τη δεκαετία του 1970.[41] Τα ποσοστά άσθματος έχουν μείνει στάσιμα στον αναπτυγμένο κόσμο από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με μια πρόσφατη αύξηση, στις αναπτυσσόμενες κυρίως χώρες.[143] Το άσθμα προσβάλλει περίπου το 7% του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών[109] και το 5% του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου.[144] Ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία παρουσιάζουν ποσοστά που κυμαίνονται περίπου στο 14–15%.[145]

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άσθμα ήταν γνωστό στην Αρχαία Αίγυπτο και θεραπεύονταν με τη λήψη ενός μείγματος θυμιάματος, γνωστού ως kyphi.[146] Αναγνωρίστηκε επίσημα ως ειδικό πρόβλημα του αναπνευστικού από τον Ιπποκράτη γύρω στο 450 π.Χ., με την ελληνική λέξη για το «λαχάνιασμα» να αποτελεί τη βάση του σύγχρονου ονόματος της νόσου.[41] Το 200 π.Χ. πιστεύεται ότι σχετίζονταν εν μέρει με τα συναισθήματα.[23]

Το 1873, ένα από τα πρώτα βιβλία της σύγχρονης ιατρικής για το θέμα προσπάθησε να εξηγήσει την παθοφυσιολογία της νόσου, ενώ το 1872 ένα βιβλίο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μπορεί να θεραπεύσει κανείς το άσθμα κάνοντας εντριβές στο στήθος με χρίσμα χλωροφόρμιου.[147][148] Το 1880 η φαρμακευτική αγωγή περιελάμβανε τη χρήση ενδοφλέβιων δόσεων ενός φαρμάκου που ονομαζόταν πιλοκαρπίνη.[149] Το 1886, ο F. H. Bosworth διατύπωσε τη σχέση μεταξύ άσθματος και αλλεργικής ρινίτιδας.[150] Το 1905 έγινε για πρώτη φορά αναφορά στην επινεφρίνη για την αντιμετώπιση του άσθματος.[151] Τα από του στόματος λαμβανόμενα κορτικοστεροειδή άρχισαν να χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του άσθματος τη δεκαετία του 1950, ενώ στη δεκαετία του 1960 άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή και επιλεγμένοι βρογχοδιασταλτικοί β-αγωνιστές βραχείας δράσης.[152][153]

Στη διάρκεια των δεκαετιών 1930–1950 το άσθμα ήταν γνωστό ως μία από τις «επτά άγιες» ψυχοσωματικές ασθένειες. Τα αίτιά του θεωρούνταν ψυχολογικά, με τη θεραπεία να βασίζεται συχνά στην ψυχανάλυση και σε άλλες θεραπείες μέσω της ομιλίας.[154] Δεδομένου ότι οι εν λόγω ψυχαναλυτές ερμήνευαν τον συριγμό του άσθματος ως την καταπιεσμένη κραυγή του παιδιού προς τη μητέρα του, θεωρούσαν τη θεραπεία της κατάθλιψης ιδιαίτερα σημαντική για τα άτομα που υπέφεραν από άσθμα.[154]

Το άσθμα είναι χρόνια πάθηση του αναπνευστικού συστήματος η οποία προκαλεί παροδική στένωση των βρόγχων με αποτέλεσμα να εμφανίζεται δύσπνοια. Η πνευμονική ενδοτικότητα είναι φυσιολογική αν και η φυσιολογική τελική εκπνοή (FRC) μπορεί να είναι πολύ αυξημένη λόγω υπερβολικής στένωσης των αναπνευστικών αεραγωγών. Η στένωση των βρόγχων, που μπορεί να εμφανισθεί μετά από έκθεση σε πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα, οφείλεται τόσο σε βρογχόσπασμο (σπασμό των λείων μυών που περιβάλλουν τους βρόγχους), όσο και σε φλεγμονώδη διήθηση του βρογχικού τοιχώματος, με αποτέλεσμα αφενός πάχυνση του τοιχώματος από οίδημα και διήθηση από φλεγμονώδη κύτταρα, και αφετέρου απόφραξη του αυλού από βύσματα βλέννας.

Συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκδηλώνεται με χρόνια φλεγμονή των αεραγωγών και οξύ βρογχοσπασμό και τα συμπτώματα είναι: η δύσπνοια, ο βήχας και ο συριγμός. Τα συμπτώματα μπορούν να είναι ήπιας μορφής έως έντονα. Το άσθμα δεν είναι ένα στατικό νόσημα αλλά χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και υφέσεις και η βαρύτητά του ποικίλει τόσο στο χρόνο όσο και από ασθενή σε ασθενή. Επίσης ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει 1) επιπόλαιες αναπνοές 2) εισολκή 3) ταχύπνοια 4) ξηρό βήχα 5) ρόγχο 6) ανησυχία 7) άγχος 8) δυσκολία στον ύπνο 9) δυσανέξια στην άσκηση. Τα συμπτώματα είναι χειρότερα κατά την διάρκεια της νύχτας. Σημεία απειλητικά για την ζωή είναι η κυάνωση, η εφίδρωση κ.α

Κατηγορίες άσθματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διακρίνεται σε δυο κύριες κατηγορίες.

α. Το εξωγενές άσθμα. Εμφανίζεται στην παιδική ηλικία και έχει σαν αιτία εξωγενείς αλλεργιογόνους παράγοντες, όπως η σκόνη, η γύρη, το τρίχωμα γάτας και τα οικιακά ακάρεα. Ακόμα μπορεί να εμφανιστεί και από τον κρύο αέρα ή τον καπνό του τσιγάρου. Το μεγαλύτερο ποσοστό παιδιών που πάσχουν από το εξωγενές άσθμα θεραπεύονται σταδιακά ή ακόμα και ζουν χωρίς να χρειάζονται ιατρική βοήθεια, απλά αποφεύγοντας το υπεύθυνο αλλεργιογόνο.

β. Το ενδογενές άσθμα. Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στο εξωγενές, δεν ανευρίσκεται κανένας παράγοντας που να θεωρείται υπεύθυνος για την πρόκλησή του. Η αιτία του είναι άγνωστη.

Έλεγχος του άσθματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ασθενείς πρέπει να έχουν μαζί τους ένα ανακουφιστικό φάρμακο, το οποίο δίνει ανακούφιση στους βρόγχους χαλαρώνοντας τους μυς γύρω από τους αεραγωγούς διευκολύνοντας έτσι την αναπνοή.

Αλλά τα φάρμακα αυτά δεν θεραπεύουν την αιτία, που είναι η φλεγμονή των αεραγωγών. Ο γιατρός μπορεί να προτείνει την συστηματική χρήση ενός εισπνεόμενου φαρμάκου που ελέγχει το άσθμα, μειώνοντας τη φλεγμονή στους αεραγωγούς. Η θεραπεία θα πρέπει να χρησιμοποιείται καθημερινά ακόμα και όταν πιστεύουν οι ασθενείς ότι δεν υπάρχει λόγος, ή αισθάνονται καλά, διαφορετικά η φλεγμονή μπορεί να εμφανιστεί ξανά και να υπάρξει κίνδυνος εμφάνισης κρίσης άσθματος.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επεξηγηματικές σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 (Αγγλικά) οντολογία των ασθενειών. 27  Μαΐου 2016. purl.obolibrary.org/obo/doid.owl. Ανακτήθηκε στις 10  Μαΐου 2021.
  2. NHLBI Guideline 2007, σελίδες 11–12
  3. British Guideline 2009, σελ. 4
  4. 4,0 4,1 4,2 Martinez FD (2007). «Genes, environments, development and asthma: a reappraisal». Eur Respir J 29 (1): 179–84. doi:10.1183/09031936.00087906. PMID 17197483. 
  5. 5,0 5,1 Lemanske RF, Busse WW (Φεβρουάριος 2010). «Asthma: clinical expression and molecular mechanisms». J. Allergy Clin. Immunol. 125 (2 Suppl 2): S95–102. doi:10.1016/j.jaci.2009.10.047. PMID 20176271. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Yawn BP (Σεπτέμβριος 2008). «Factors accounting for asthma variability: achieving optimal symptom control for individual patients». Primary Care Respiratory Journal 17 (3): 138–147. doi:10.3132/pcrj.2008.00004. PMID 18264646. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-03-04. https://www.webcitation.org/5nySCf5x8?url=http://www.thepcrj.org/journ/vol17/17_3_138_147.pdf. Ανακτήθηκε στις 2014-02-17. 
  7. 7,0 7,1 Kumar, Vinay· Abbas, Abul K· Fausto, Nelson· Aster, Jon, επιμ. (2010). Robbins and Cotran pathologic basis of disease (8η έκδοση). Saunders. σελ. 688. ISBN 978-1-4160-3121-5. OCLC 643462931. 
  8. Stedman's Medical Dictionary (28η έκδοση). Lippincott Williams and Wilkins. 2005. ISBN 0-7817-3390-1. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 NHLBI Guideline 2007, σελ. 214
  10. NHLBI Guideline 2007, σελίδες 373–375
  11. NHLBI Guideline 2007, σελίδες 169–172
  12. GINA 2011, σελ. 71
  13. GINA 2011, σελ. 33
  14. 14,0 14,1 «World Health Organization Fact Sheet Fact sheet No 307: Asthma». 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2013. 
  15. 15,0 15,1 15,2 GINA 2011, σελ. 3
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 16,5 16,6 16,7 16,8 GINA 2011, σελίδες 2–5
  17. Jindal, SK. Textbook of pulmonary and critical care medicine. New Delhi: Jaypee Brothers Medical Publishers. σελ. 242. ISBN 978-93-5025-073-0. 
  18. George, Ronald B. (2005). Chest medicine : essentials of pulmonary and critical care medicine (5η έκδοση). Philadelphia, PA: Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 62. ISBN 978-0-7817-5273-2. 
  19. British Guideline 2009, σελ. 14
  20. GINA 2011, σελίδες 8–9
  21. Boulet LP (Απρίλιος 2009). «Influence of comorbid conditions on asthma». Eur Respir J 33 (4): 897–906. doi:10.1183/09031936.00121308. PMID 19336592. 
  22. Boulet, LP; Boulay, MÈ (Ιούνιος 2011). «Asthma-related comorbidities.». Expert review of respiratory medicine 5 (3): 377–93. PMID 21702660. 
  23. 23,0 23,1 editors, Andrew Harver, Harry Kotses, (2010). Asthma, health and society a public health perspective. New York: Springer. σελ. 315. ISBN 978-0-387-78285-0. 
  24. Thomas, M; Bruton, A; Moffat, M; Cleland, J (Σεπτέμβριος 2011). «Asthma and psychological dysfunction.». Primary care respiratory journal : journal of the General Practice Airways Group 20 (3): 250–6. PMID 21674122. 
  25. Miller, RL; Ho SM (Μάρτιος 2008). «Environmental epigenetics and asthma: current concepts and call for studies». American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine 177 (6): 567–573. doi:10.1164/rccm.200710-1511PP. PMID 18187692. 
  26. Choudhry S, Seibold MA, Borrell LN "et al." (2007). «Dissecting complex diseases in complex populations: asthma in latino americans». Proc Am Thorac Soc 4 (3): 226–33. doi:10.1513/pats.200701-029AW. PMID 17607004. 
  27. Dietert, RR (Σεπτέμβριος 2011). «Maternal and childhood asthma: risk factors, interactions, and ramifications.». Reproductive toxicology (Elmsford, N.Y.) 32 (2): 198–204. PMID 21575714. 
  28. Kelly, FJ; Fussell, JC (Αύγουστος 2011). «Air pollution and airway disease.». Clinical and experimental allergy : journal of the British Society for Allergy and Clinical Immunology 41 (8): 1059–71. PMID 21623970. 
  29. GINA 2011, σελ. 6
  30. GINA 2011, σελ. 61
  31. 31,0 31,1 Gold DR, Wright R (2005). «Population disparities in asthma». Annu Rev Public Health 26: 89–113. doi:10.1146/annurev.publhealth.26.021304.144528. PMID 15760282. 
  32. McGwin, G; Lienert, J; Kennedy, JI (Μάρτιος 2010). «Formaldehyde exposure and asthma in children: a systematic review.». Environmental health perspectives 118 (3): 313–7. PMID 20064771. 
  33. Jaakkola JJ, Knight TL. (Ιούλιος 2008). «The role of exposure to phthalates from polyvinyl chloride products in the development of asthma and allergies: a systematic review and meta-analysis». Environ Health Perspect 116 (7): 845–53. doi:10.1289/ehp.10846. PMID 18629304. PMC 2453150. https://archive.org/details/sim_environmental-health-perspectives_2008-07_116_7/page/845. 
  34. Bornehag, CG; Nanberg, E (Απρίλιος 2010). «Phthalate exposure and asthma in children.». International journal of andrology 33 (2): 333–45. PMID 20059582. 
  35. Liu AH (2004). «Something old, something new: indoor endotoxin, allergens and asthma». Paediatr Respir Rev 5 (Suppl A): S65–71. doi:10.1016/S1526-0542(04)90013-9. PMID 14980246. 
  36. Ahluwalia, SK; Matsui, EC (Απρίλιος 2011). «The indoor environment and its effects on childhood asthma.». Current opinion in allergy and clinical immunology 11 (2): 137–43. PMID 21301330. 
  37. Arshad, SH (Ιανουάριος 2010). «Does exposure to indoor allergens contribute to the development of asthma and allergy?». Current allergy and asthma reports 10 (1): 49–55. PMID 20425514. 
  38. Custovic, A; Simpson, A (2012). «The role of inhalant allergens in allergic airways disease.». Journal of investigational allergology & clinical immunology : official organ of the International Association of Asthmology (INTERASMA) and Sociedad Latinoamericana de Alergia e Inmunologia 22 (6): 393–401; qiuz follow 401. PMID 23101182. 
  39. 39,0 39,1 PC Gøtzsche, HK Johansen (2008). Gøtzsche, Peter C, επιμ. «House dust mite control measures for asthma». Cochrane Database Syst Rev (2): CD001187. doi:10.1002/14651858.CD001187.pub3. PMID 18425868. 
  40. 40,0 40,1 NHLBI Guideline 2007, σελ. 11
  41. 41,00 41,01 41,02 41,03 41,04 41,05 41,06 41,07 41,08 41,09 41,10 41,11 John F. Murray (2010). Murray and Nadel's textbook of respiratory medicine (5η έκδοση). Philadelphia, PA: Saunders/Elsevier. σελίδες Chapter 38. ISBN 1-4160-4710-7. 
  42. Ramsey, CD; Celedón JC (Ιανουάριος 2005). «The hygiene hypothesis and asthma». Current Opinion in Pulmonary Medicine 11 (1): 14–20. doi:10.1097/01.mcp.0000145791.13714.ae. PMID 15591883. 
  43. Bufford, JD; Gern JE (Μάιος 2005). «The hygiene hypothesis revisited». Immunology and Allergy Clinics of North America 25 (2): 247–262. doi:10.1016/j.iac.2005.03.005. PMID 15878454. https://archive.org/details/sim_immunology-and-allergy-clinics-of-north-america_2005-05_25_2/page/247. 
  44. 44,0 44,1 Brooks, C; Pearce, N; Douwes, J (Φεβρουάριος 2013). «The hygiene hypothesis in allergy and asthma: an update.». Current opinion in allergy and clinical immunology 13 (1): 70–7. PMID 23103806. 
  45. Murk, W; Risnes, KR; Bracken, MB (Ιούνιος 2011). «Prenatal or early-life exposure to antibiotics and risk of childhood asthma: a systematic review.». Pediatrics 127 (6): 1125–38. doi:10.1542/peds.2010-2092. PMID 21606151. 
  46. British Guideline 2009, σελ. 72
  47. Neu, J; Rushing, J (Ιούνιος 2011). «Cesarean versus vaginal delivery: long-term infant outcomes and the hygiene hypothesis.». Clinics in perinatology 38 (2): 321–31. PMID 21645799. https://archive.org/details/sim_clinics-in-perinatology_2011-06_38_2/page/321. 
  48. Von Hertzen, LC; Haahtela, T (Φεβρουάριος 2004). «Asthma and atopy -the price of affluence?». Allergy 59 (2): 124–37. PMID 14763924. 
  49. 49,0 49,1 Martinez FD (2007). «CD14, endotoxin, and asthma risk: actions and interactions». Proc Am Thorac Soc 4 (3): 221–5. doi:10.1513/pats.200702-035AW. PMID 17607003. 
  50. 50,0 50,1 50,2 Elward, Graham Douglas, Kurtis S. (2010). Asthma. London: Manson Pub. σελίδες 27–29. ISBN 978-1-84076-513-7. 
  51. 51,0 51,1 51,2 Ober C, Hoffjan S (2006). «Asthma genetics 2006: the long and winding road to gene discovery». Genes Immun 7 (2): 95–100. doi:10.1038/sj.gene.6364284. PMID 16395390. 
  52. Halapi, E; Bjornsdottir, US (Ιανουάριος 2009). «Overview on the current status of asthma genetics.». The clinical respiratory journal 3 (1): 2–7. PMID 20298365. 
  53. 53,0 53,1 Rapini, Ronald P.· Bolognia, Jean L.· Jorizzo, Joseph L. (2007). Dermatology: 2-Volume Set. St. Louis: Mosby. ISBN 1-4160-2999-0. 
  54. GINA 2011, σελ. 4
  55. Beuther DA (Ιανουάριος 2010). «Recent insight into obesity and asthma». Curr Opin Pulm Med 16 (1): 64–70. doi:10.1097/MCP.0b013e3283338fa7. PMID 19844182. 
  56. Holguin F, Fitzpatrick A (Μάρτιος 2010). «Obesity, asthma, and oxidative stress». J. Appl. Physiol. 108 (3): 754–9. doi:10.1152/japplphysiol.00702.2009. PMID 19926826. https://archive.org/details/sim_journal-of-applied-physiology_2010-03_108_3/page/754. 
  57. Wood LG, Gibson PG (Ιούλιος 2009). «Dietary factors lead to innate immune activation in asthma». Pharmacol. Ther. 123 (1): 37–53. doi:10.1016/j.pharmthera.2009.03.015. PMID 19375453. 
  58. O'Rourke ST (Οκτώβριος 2007). «Antianginal actions of beta-adrenoceptor antagonists». Am J Pharm Educ 71 (5): 95. PMID 17998992. 
  59. Salpeter, S; Ormiston, T; Salpeter, E (2001). «Cardioselective beta-blocker use in patients with reversible airway disease.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (2): CD002992. PMID 11406056. 
  60. Covar, RA; Macomber, BA; Szefler, SJ (Φεβρουάριος 2005). «Medications as asthma trigers.». Immunology and allergy clinics of North America 25 (1): 169–90. PMID 15579370. https://archive.org/details/sim_immunology-and-allergy-clinics-of-north-america_2005-02_25_1/page/169. 
  61. 61,0 61,1 61,2 61,3 Baxi SN, Phipatanakul W (Απρίλιος 2010). «The role of allergen exposure and avoidance in asthma». Adolesc Med State Art Rev 21 (1): 57–71, viii–ix. PMID 20568555. 
  62. Chen E, Miller GE (2007). «Stress and inflammation in exacerbations of asthma». Brain Behav Immun. 21 (8): 993–9. doi:10.1016/j.bbi.2007.03.009. PMID 17493786. 
  63. 63,0 63,1 NHLBI Guideline 2007, σελ. 42
  64. GINA 2011, σελ. 20
  65. American Academy of Allergy, Asthma, and Immunology, Five things physicians and patients should question, American Academy of Allergy, Asthma, and Immunology, http://choosingwisely.org/wp-content/uploads/2012/04/5things_12_factsheet_AAAAI.pdf, ανακτήθηκε στις 2012-08-14 
  66. Guidelines for the diagnosis and management of asthma. Third Expert Panel on the Diagnosis and Management of Asthma. National Heart, Lung, and Blood Institute (US). 2007. 
  67. NHLBI Guideline 2007, σελ. 58
  68. Pinnock H, Shah R (2007). «Asthma». BMJ 334 (7598): 847–50. doi:10.1136/bmj.39140.634896.BE. PMID 17446617. 
  69. NHLBI Guideline 2007, σελ. 59
  70. 70,0 70,1 Moore WC, Pascual RM (Ιούνιος 2010). «Update in asthma 2009». American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine 181 (11): 1181–7. doi:10.1164/rccm.201003-0321UP. PMID 20516492. 
  71. 71,0 71,1 Self, Timothy· Chrisman, Cary· Finch, Christopher (2009). «22. Asthma». Στο: Mary Anne Koda-Kimble· Brian K Alldredge. Applied therapeutics: the clinical use of drugs (9η έκδοση). Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins. OCLC 230848069. 
  72. Delacourt, C (Ιούνιος 2004). «Conséquences bronchiques de l'asthme non traité». Archives de Pédiatrie 11 (Suppl. 2): 71s–73s. PMID 15301800. 
  73. Schiffman, George (18 Δεκεμβρίου 2009). «Chronic obstructive pulmonary disease». MedicineNet. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Αυγούστου 2010. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2010. 
  74. 74,0 74,1 74,2 74,3 British Guideline 2009, σελ. 54
  75. Barnes, PJ (2008). «Asthma». Στο: Fauci, Anthony S· Braunwald, E,· Kasper, DL. Harrison's Principles of Internal Medicine (17η έκδοση). New York: McGraw-Hill. σελίδες 1596–1607. ISBN 978-0-07-146633-2. 
  76. Maitre B, Similowski T, Derenne JP (Σεπτέμβριος 1995). «Physical examination of the adult patient with respiratory diseases: inspection and palpation». Eur. Respir. J. 8 (9): 1584–93. PMID 8575588. http://erj.ersjournals.com/content/8/9/1584.long. 
  77. Werner, HA (Ιούνιος 2001). «Status asthmaticus in children: a review». Chest 119 (6): 1596–1607. doi:10.1378/chest.119.6.1913. PMID 11399724. 
  78. 78,0 78,1 Shiber JR, Santana J (Μάιος 2006). «Dyspnea». Med. Clin. North Am. 90 (3): 453–79. doi:10.1016/j.mcna.2005.11.006. PMID 16473100. https://archive.org/details/sim_medical-clinics-of-north-america_2006-05_90_3/page/453. 
  79. 79,0 79,1 Shah, R; Saltoun, CA (Μάιος–Ιούνιος 2012). «Chapter 14: Acute severe asthma (status asthmaticus).». Allergy and asthma proceedings : the official journal of regional and state allergy societies 33 Suppl 1: S47-50. PMID 22794687. 
  80. 80,0 80,1 80,2 Khan, DA (Ιανουάριος–Φεβρουάριος 2012). «Exercise-induced bronchoconstriction: burden and prevalence.». Allergy and asthma proceedings : the official journal of regional and state allergy societies 33 (1): 1–6. PMID 22370526. 
  81. GINA 2011, σελ. 17
  82. Carlsen, KH; Anderson, SD; Bjermer, L; Bonini, S; Brusasco, V; Canonica, W; Cummiskey, J; Delgado, L και άλλοι. (Μάιος 2008). «Treatment of exercise-induced asthma, respiratory and allergic disorders in sports and the relationship to doping: Part II of the report from the Joint Task Force of European Respiratory Society (ERS) and European Academy of Allergy and Clinical Immunology (EAACI) in cooperation with GA(2)LEN.». Allergy 63 (5): 492–505. PMID 18394123. 
  83. Kindermann, W (2007). «Do inhaled beta(2)-agonists have an ergogenic potential in non-asthmatic competitive athletes?». Sports medicine (Auckland, N.Z.) 37 (2): 95–102. PMID 17241101. 
  84. Pluim, BM; de Hon, O; Staal, JB; Limpens, J; Kuipers, H; Overbeek, SE; Zwinderman, AH; Scholten, RJ (2011-01-01). «β₂-Agonists and physical performance: a systematic review and meta-analysis of randomized controlled trials.». Sports medicine (Auckland, N.Z.) 41 (1): 39–57. PMID 21142283. 
  85. 85,0 85,1 85,2 Baur, X; Aasen, TB; Burge, PS; Heederik, D; Henneberger, PK; Maestrelli, P; Schlünssen, V; Vandenplas, O και άλλοι. (2012-06-01). «The management of work-related asthma guidelines: a broader perspective.». European respiratory review : an official journal of the European Respiratory Society 21 (124): 125–39. PMID 22654084. 
  86. Kunnamo, Ilkka (2005). Evidence-based medicine guidelines. Chichester: Wiley. σελ. 214. ISBN 978-0-470-01184-3. 
  87. Monica Kraft· Mario Castro, επιμ. (2008). Clinical asthma. Philadelphia: Mosby / Elsevier. σελίδες Chapter 42. ISBN 978-0-323-07081-2. 
  88. NHLBI Guideline 2007, σελ. 46
  89. Gibson PG; McDonald VM; Marks GB (Σεπτέμβριος 2010). «Asthma in older adults». Lancet 376 (9743): 803–13. doi:10.1016/S0140-6736(10)61087-2. PMID 20816547. 
  90. Hargreave FE; Parameswaran K (Αύγουστος 2006). «Asthma, COPD and bronchitis are just components of airway disease». European Respiratory Journal 28 (2): 264–267. doi:10.1183/09031936.06.00056106. PMID 16880365. http://erj.ersjournals.com/content/28/2/264.full. 
  91. Diaz, P. Knoell (2009). «23. Chronic obstructive pulmonary disease». Applied therapeutics: the clinical use of drugs (9η έκδοση). Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins. 
  92. 92,0 92,1 NHLBI Guideline 2007, σελίδες 184–5
  93. Lodge, CJ; Allen, KJ; Lowe, AJ; Hill, DJ; Hosking, CS; Abramson, MJ; Dharmage, SC (2012). «Perinatal cat and dog exposure and the risk of asthma and allergy in the urban environment: a systematic review of longitudinal studies.». Clinical & developmental immunology 2012: 176484. PMID 22235226. 
  94. Chen, CM; Tischer, C; Schnappinger, M; Heinrich, J (Ιανουάριος 2010). «The role of cats and dogs in asthma and allergy—a systematic review.». International journal of hygiene and environmental health 213 (1): 1–31. PMID 20053584. 
  95. 95,0 95,1 Prescott, SL; Tang, ML (2005-05-02). «The Australasian Society of Clinical Immunology and Allergy position statement: Summary of allergy prevention in children.». The Medical journal of Australia 182 (9): 464–7. PMID 15865590. 
  96. Ripoll, Brian C. Leutholtz, Ignacio. Exercise and disease management (2η έκδοση). Boca Raton: CRC Press. σελ. 100. ISBN 978-1-4398-2759-8. 
  97. GINA 2011, σελ. 56
  98. 98,0 98,1 98,2 98,3 98,4 NHLBI Guideline 2007, σελ. 213
  99. 99,0 99,1 «British Guideline on the Management of Asthma» (PDF). Scottish Intercollegiate Guidelines Network. 2008. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 19 Αυγούστου 2008. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2008. 
  100. NHLBI Guideline 2007, σελ. 69
  101. Thomson NC, Spears M (2005). «The influence of smoking on the treatment response in patients with asthma». Curr Opin Allergy Clin Immunol 5 (1): 57–63. doi:10.1097/00130832-200502000-00011. PMID 15643345. 
  102. Stapleton M, Howard-Thompson A, George C, Hoover RM, Self TH (2011). «Smoking and asthma.». J Am Board Fam Med 24 (3): 313–22. doi:10.3122/jabfm.2011.03.100180. PMID 21551404. 
  103. NHLBI Guideline 2007, σελ. 560
  104. Rodrigo GJ, Nannini LJ (2006). «Comparison between nebulized adrenaline and beta2 agonists for the treatment of acute asthma. A meta-analysis of randomized trials». Am J Emerg Med 24 (2): 217–22. doi:10.1016/j.ajem.2005.10.008. PMID 16490653. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-emergency-medicine_2006-03_24_2/page/217. 
  105. NHLBI Guideline 2007, σελ. 351
  106. NHLBI Guideline 2007, σελ. 218
  107. 107,0 107,1 Ducharme, FM; Ni Chroinin, M; Greenstone, I; Lasserson, TJ (2010-05-12). «Addition of long-acting beta2-agonists to inhaled corticosteroids versus same dose inhaled corticosteroids for chronic asthma in adults and children.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (5): CD005535. PMID 20464739. 
  108. Ducharme, FM; Ni Chroinin, M; Greenstone, I; Lasserson, TJ (2010-04-14). «Addition of long-acting beta2-agonists to inhaled steroids versus higher dose inhaled corticosteroids in adults and children with persistent asthma.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (4): CD005533. PMID 20393943. 
  109. 109,0 109,1 Fanta CH (Μάρτιος 2009). «Asthma». New England Journal of Medicine 360 (10): 1002–14. doi:10.1056/NEJMra0804579. PMID 19264689. 
  110. Cates, CJ; Cates, MJ (2012-04-18). «Regular treatment with formoterol for chronic asthma: serious adverse events.». Cochrane database of systematic reviews (Online) 4: CD006923. PMID 22513944. 
  111. Cates, CJ; Cates, MJ (2008-07-16). «Regular treatment with salmeterol for chronic asthma: serious adverse events.». Cochrane database of systematic reviews (Online) (3): CD006363. PMID 18646149. 
  112. GINA 2011, σελ. 74
  113. Watts, K; Chavasse, RJ (2012-05-16). «Leukotriene receptor antagonists in addition to usual care for acute asthma in adults and children.». Cochrane database of systematic reviews (Online) 5: CD006100. PMID 22592708. 
  114. British Guideline 2009, σελ. 43
  115. NHLBI Guideline 2007, σελ. 250
  116. 116,0 116,1 Rachelefsky, G (Ιανουάριος 2009). «Inhaled corticosteroids and asthma control in children: assessing impairment and risk.». Pediatrics 123 (1): 353–66. doi:10.1542/peds.2007-3273. PMID 19117903. 
  117. Dahl R (Αύγουστος 2006). «Systemic side effects of inhaled corticosteroids in patients with asthma». Respir Med 100 (8): 1307–17. doi:10.1016/j.rmed.2005.11.020. PMID 16412623. 
  118. 118,0 118,1 118,2 Rodrigo GJ, Rodrigo C, Hall JB (2004). «Acute asthma in adults: a review». Chest 125 (3): 1081–102. doi:10.1378/chest.125.3.1081. PMID 15006973. https://archive.org/details/sim_chest_2004-03_125_3/page/1081. 
  119. 119,0 119,1 NHLBI Guideline 2007, σελ. 373
  120. Noppen, M. (Αύγουστος 2002). «Magnesium Treatment for Asthma : Where Do We Stand?». Chest 122 (2): 396–8. doi:10.1378/chest.122.2.396. PMID 12171805. https://archive.org/details/sim_chest_2002-08_122_2/page/396. 
  121. GINA 2011, σελ. 37
  122. NHLBI Guideline 2007, σελ. 399
  123. 123,0 123,1 Castro, M; Musani, AI; Mayse, ML; Shargill, NS (Απρίλιος 2010). «Bronchial thermoplasty: a novel technique in the treatment of severe asthma». Therapeutic advances in respiratory disease 4 (2): 101–16. doi:10.1177/1753465810367505. PMID 20435668. 
  124. GINA 2011, σελ. 70
  125. Blanc PD, Trupin L, Earnest G, Katz PP, Yelin EH, Eisner MD (2001). «Alternative therapies among adults with a reported diagnosis of asthma or rhinosinusitis : data from a population-based survey». Chest 120 (5): 1461–7. doi:10.1378/chest.120.5.1461. PMID 11713120. https://archive.org/details/sim_chest_2001-11_120_5/page/1461. 
  126. Shenfield G, Lim E, Allen Η (2002). «Survey of the use of complementary medicines and therapies in children with asthma». J Paediatr Child Health 38 (3): 252–7. doi:10.1046/j.1440-1754.2002.00770.x. PMID 12047692. https://archive.org/details/sim_journal-of-paediatrics-and-child-health_2002-06_38_3/page/252. 
  127. Kaur, B; Rowe BH; Arnold E (2009). Arnold, Elizabeth, επιμ. «Vitamin C supplementation for asthma». Cochrane Database Syst Rev (1): CD000993. doi:10.1002/14651858.CD000993.pub3. PMID 19160185. 
  128. 128,0 128,1 NHLBI Guideline 2007, σελ. 240
  129. McCarney RW, Brinkhaus B, Lasserson TJ, Linde K (2004). McCarney, Robert W, επιμ. «Acupuncture for chronic asthma». Cochrane Database Syst Rev (1): CD000008. doi:10.1002/14651858.CD000008.pub2. PMID 14973944. 
  130. Blackhall, K; Appleton, S; Cates, CJ (2012-09-12). «Ionisers for chronic asthma.». Cochrane database of systematic reviews (Online) 9: CD002986. PMID 22972060. 
  131. Hondras MA, Linde K, Jones AP (2005). Hondras, Maria A, επιμ. «Manual therapy for asthma». Cochrane Database Syst Rev (2): CD001002. doi:10.1002/14651858.CD001002.pub2. PMID 15846609. 
  132. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/28050193
  133. «WHO Disease and injury country estimates». World Health Organization. 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Νοεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2009. 
  134. Sergel, Michelle J.· Cydulka, Rita K. (Σεπτέμβριος 2009). «Ch. 75: Asthma». Στο: Allan B. Wolfson· Ann Harwood-Nuss. Harwood-Nuss' Clinical Practice of Emergency Medicine (5η έκδοση). Lippincott Williams & Wilkins. σελίδες 432–. ISBN 978-0-7817-8943-1. 
  135. NHLBI Guideline 2007, σελ. 1
  136. Organization, World Health (2008). The global burden of disease : 2004 update. Geneva, Switzerland: World Health Organization. σελ. 35. ISBN 978-92-4-156371-0. 
  137. Maddox L, Schwartz DA (2002). «The pathophysiology of asthma». Annu. Rev. Med. 53: 477–98. doi:10.1146/annurev.med.53.082901.103921. PMID 11818486. 
  138. Beckett PA, Howarth PH (2003). «Pharmacotherapy and airway remodelling in asthma?». Thorax 58 (2): 163–74. doi:10.1136/thorax.58.2.163. PMID 12554904. PMC 1746582. https://archive.org/details/sim_thorax_2003-02_58_2/page/163. 
  139. World Health Organization. «WHO: Asthma». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2007. 
  140. Bush A, Menzies-Gow A (Δεκέμβριος 2009). «Phenotypic differences between pediatric and adult asthma». Proc Am Thorac Soc 6 (8): 712–9. doi:10.1513/pats.200906-046DP. PMID 20008882. 
  141. Grant EN, Wagner R, Weiss KB (Αύγουστος 1999). «Observations on emerging patterns of asthma in our society». J Allergy Clin Immunol 104 (2 Pt 2): S1–S9. doi:10.1016/S0091-6749(99)70268-X. PMID 10452783. 
  142. Anandan C, Nurmatov U, van Schayck OC, Sheikh A (Φεβρουάριος 2010). «Is the prevalence of asthma declining? Systematic review of epidemiological studies». Allergy 65 (2): 152–67. doi:10.1111/j.1398-9995.2009.02244.x. PMID 19912154. 
  143. Bousquet, J; Bousquet, PJ; Godard, P; Daures, JP (Ιούλιος 2005). «The public health implications of asthma.». Bulletin of the World Health Organization 83 (7): 548–54. PMID 16175830. 
  144. Anderson, HR; Gupta R; Strachan DP; Limb ES (Ιανουάριος 2007). «50 years of asthma: UK trends from 1955 to 2004». Thorax 62 (1): 85–90. doi:10.1136/thx.2006.066407. PMID 17189533. PMC 2111282. https://archive.org/details/sim_thorax_2007-01_62_1/page/85. 
  145. Masoli, Matthew (2004). Global Burden of Asthma (PDF). σελ. 9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2014. 
  146. Manniche L (1999). Sacred luxuries: fragrance, aromatherapy, and cosmetics in ancient Egypt. Cornell University Press. σελίδες 49. ISBN 978-0-8014-3720-5. 
  147. Thorowgood JC (Νοέμβριος 1873). «On bronchial asthma». British Medical Journal 2 (673): 600. doi:10.1136/bmj.2.673.600. PMID 20747287. 
  148. Gaskoin G (Μάρτιος 1872). «On the treatment of asthma». British Medical Journal 1 (587): 339. doi:10.1136/bmj.1.587.339. PMID 20746575. 
  149. Berkart JB (Ιούνιος 1880). «The treatment of asthma». British Medical Journal 1 (1016): 917–8. doi:10.1136/bmj.1.1016.917. PMID 20749537. 
    Berkart JB (Ιούνιος 1880). «The treatment of asthma». British Medical Journal 1 (1017): 960–2. doi:10.1136/bmj.1.1017.960. PMID 20749546. 
  150. Bosworth FH (1886). «Hay fever, asthma, and allied affections». Transactions of the Annual Meeting of the American Climatological Association 2: 151–70. PMID 21407325. 
  151. Doig RL (Φεβρουάριος 1905). «Epinephrin; especially in asthma». California State Journal of Medicine 3 (2): 54–5. PMID 18733372. 
  152. von Mutius, E; Drazen, JM (2012-03-01). «A patient with asthma seeks medical advice in 1828, 1928, and 2012.». New England Journal of Medicine 366 (9): 827–34. PMID 22375974. 
  153. Crompton G (Δεκέμβριος 2006). «A brief history of inhaled asthma therapy over the last fifty years». Primary care respiratory journal : journal of the General Practice Airways Group 15 (6): 326–31. PMID 17092772. 
  154. 154,0 154,1 Opolski M, Wilson I (Σεπτέμβριος 2005). «Asthma and depression: a pragmatic review of the literature and recommendations for future research». Clin Pract Epidemol Ment Health 1: 18. doi:10.1186/1745-0179-1-18. PMID 16185365.